Παγκοσμιοποίηση:

Μια προοπτική για την εκπαίδευση ή ένα πεπρωμένο;

 

 

Της Prof. Dr. IRMGARD BOCK, Muenchen

Μετάφραση: Σουζάνα-Μαρία Νικολάου (Dr,. Phil.)

 

Ανάλυση παρόντος

 

Μια σειρά από έννοιες στην επιστήμη αναπτύσσονται και επεκτείνονται τόσο γρήγορα, ώστε υφίσταται ο κίνδυνος να μην γνωρίζει πλέον ο άνθρωπος συνειδητά σε τι αναφέρονται. Μια τέτοια έννοια είναι ο λόγος, όπως και η αρμοδιότητα και τελικά και η παγκο­σμιοποίηση.

Η έννοια της παγκοσμιοποίησης χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να χαρακτηρίσει μια αλλα­γή, ένα μετασχηματισμό στην οικονομία και κατέκτησε την επιστήμη της Λογοτεχνίας, την Πολιτική και Πολιτειολογία, την επιστήμη της Τέχνης και στη συνέχεια έγινε ένα φαινόμε­νο, με το οποίο ασχολούνται και οι επιστήμες της Αγωγής. Παράλληλα διαπιστώνουμε εδώ δύο κατευθύνσεις: Υπάρχουν προσπάθειες στην Παιδαγωγική που επιδιώκουν να προωθή­σουν την παγκοσμιοποίηση, αλλά και τέτοιες που ασχολούνται σταθμιστικά με παιδαγωγι­κές συνέπειες, αν βέβαια υπάρχουν τέτοιες παιδαγωγικές συνέπειες. Οι δικές μου σκέψεις οργανώνονται με βάση τη δεύτερη κατηγορία. Με αυτό εννοείται ότι δεν θα γίνει λόγος εδώ για ματαίωση και ανατροπή της παγκοσμιοποίησης, κάτι στο οποίο αναφέρεται ένας μεγά­λος αριθμός βιβλιογραφίας (βλ. Douthwaite & Diefenbacher 1998.Boxberger & Klimenta 1998). Αμφισβητώ βέβαια αν η παγκοσμιοποίηση πραγματικά «ανοίγει νέες προοπτικές ζωής για άπειρα εκατομμύρια ανθρώπων που δε θα μπορούσε κανείς προηγούμενα να σκεφτεί", όπως το εκφράζει ο Dahrendorf (Dahrendorf 1998,46). Το ενδιαφέρον μου επικεντρώνεται στην ανάλυση του φαινομένου, προκειμένου να διατηρήσω συγκεκριμένες βασικές παιδα­γωγικές θέσεις που ισχύουν από την παράδοση και πιθανότατα να καλύψω κενά που δημι­ουργούνται από τις τελευταίες εξελίξεις.

Για να έχουμε τη δυνατότητα να επιχειρηματολογήσουμε στη συνέχεια, είναι αναγκαίο να εξηγήσουμε τι εννοούμε με τον όρο «παγκοσμιοποίηση». Δεν επιθυμώ εδώ να δώσω έναν απλό ορισμό, αλλά να το εξηγήσω μέσα από την παραγωγή σχέσεων, που δημιουρ­γούν τις προϋποθέσεις ή τα αποτελέσματα αυτού του φαινομένου, που αυτό καθαυτό εί­ναι πολύ αντιφατικό, και εξετάζεται όχι σε μεμονωμένους χώρους και τομείς αλλά αφορά ολόκληρο τον κόσμο. Ξεκινώ από την άποψη ότι η παγκοσμιοποίηση είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο, που διαμορφώθηκε περίπου τα τελευταία 30 χρόνια. Απόψεις που υποστηρί­ζουν ότι κάτι ανάλογο υπήρχε και σε προηγούμενες εποχές (Beck 61999, 64), όπως η ιε­ραποστολή της χριστιανικής εκκλησίας ή η εγκαθίδρυση των αποικιών, όσο και αν απέτυ­χαν ως συγκεκριμένα φαινόμενα όπως θα φανεί στη συνέχεια, δεν έπαιξαν κανένα ρόλο.

1.1Οι διάφοροι οικονομικοί χώροι αναπτύσσονται με όλο και μεγαλύτερη συνάφεια μετα­ξύ τους. Κατ' αυτό τον τρόπο εξαρτάται ο ένας από τον άλλον. Δεν είναι δυνατόν πλέ­ον να μην επηρεάζει πολλούς άλλους μια απόφαση σε έναν οικονομικό χώρο' «υπάρ­χει όλο και μεγαλύτερη δραστηριοποίηση σε παγκόσμιο επίπεδο με εμπορεύματα, προσφορά υπηρεσιών και κεφάλαιο» (βλ. Bosberger & Klimenta 1998, 11). Τα προϊόντα δεν παράγονται πλέον για μια συγκεκριμένη μικρή αγορά, δεν κατασκευάζονται πλέ­ον σε μια περιοχή, αλλά αφενός δημιουργούνται ανάγκες -και εδώ σημαντικό ρόλο παίζει η διαφήμιση- και αφετέρου μεταφέρονται ολόκληρα εργοστάσια προς τις πε­ριοχές εκείνες, όπου το κόστος της παραγωγής είναι φθηνότερο. Για το δικό μας θέ­μα εδώ είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι υπάρχουν κάποιες περιοχές που σε αυτή τη διαδικασία μετακινούνται πιο κοντά η μία στην άλλη και ότι δεν συμπεριλαμβάνο­νται όλα τα μέρη του κόσμου στο ίδιο βαθμό σε τέτοιες διαδικασίες και με αυτές τις μεθόδους (βλ. Altvater & Mahnkopf 1996, 47. Beck 61999, 199).

Στο βάθος υπάρχει μια ακραία μορφή καπιταλισμού που δεν χαρακτηρίζεται πλέον από την κατοχή των μέσων παραγωγής, αλλά από την κατοχή του κεφαλαίου, που κά­ποιος έχει επενδύσει και προσδοκά το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος. Τα σύνορα χωρώνδεν παίζουν πλέον κανένα ρόλο. Η ουσιαστική παγκοσμιοποίηση λαμβάνει χώρα στις αγορές κεφαλαίου.

 

1.2 Οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου έγιναν μια ομάδα που μπορεί να υπαγορεύσει τέτοιες συν­θήκες, όπου οι ίδιοι είναι σε θέση να επιτρέψουν την παραγωγή σε μια συγκεκριμένη χώρα ή και να απειλήσουν με την απόσυρση του κεφαλαίου. Κατανοητό γίνεται αυτό στο χρηματιστήριο, όπου οι τιμές πέφτουν, όταν γίνουν κάποιες διορθώσεις στο κέρ­δος που αναμένεται. Προωθούνται μόνο οι οικονομικοί κύκλοι που αποδίδουν υψηλά κέρδη. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η χρηματοδότηση της έρευνας από τις κρατικές αρχές παιδείας που εξαρτάται άμεσα από την οικονομία - η παρουσίαση τρί­των μέσων αποτελεί πλέον ένα κριτήριο για διορισμό. Σε αυτά προστίθενται επιπλέον η πολιτική ανάπτυξη συγκεκριμένων οικονομικών χώρων και η συνεχώς αυξανόμενη επίδραση υπερεθνικών οργανισμών (ΕΕ και ΟΗΕ), των οποίων η σημασία ξεπερνά τα όρια του οικονομικού τομέα (βλ. Beisheim 1999). Είναι δύσκολο να φωτίσει κανείς τις συνέπειες αυτής της ανάπτυξης -κυρίως το ζήτημα, αν τελικά με την παγκοσμιοποίη­ση γίνεται λόγος για μια «δυτικοποίηση» του κόσμου-, αλλά είναι γεγονός ότι οι συ­νέπειες αυτές θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη στη διαμόρφωση μιας πολιτικής παιδείας.

1.3 Αν η μεγιστοποίηση του κέρδους είναι το μόνο κίνητρο και αν παράλληλα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη του ότι η γνώση και η έρευνα έχουν παγκοσμιοποιηθεί, τότε απο­κτά μεγάλη σημασία ο ανταγωνισμός. Σημαντικό είναι, σε αυτή την περίπτωση, ποιος έχει κάνει πρώτος μια ανακάλυψη που αξιοποιείται οικονομικά.

Αυτό γίνεται κατανοητό μέσα από την ελλιπή ετοιμότητα που υπάρχει Π.χ. στη συ­νεργασία κατά την ανάπτυξη ενός εμβολίου κατά του AIDS. Ο συναγωνισμός εξαπλώ­νεται από τις ανταγωνιστικές οικονομικές σκέψεις στην πολιτική και σαφώς επηρεά­ζει και τη λειτουργία της παιδείας. Τα σχολεία θα πρέπει να διαμορφώσουν ένα προ­φίλ και να συναγωνίζονται μεταξύ τους, τα πανεπιστήμια θα πρέπει να συγκρίνουν την ποιότητά τους. Συνεχώς δημοσιεύονται θέσεις διαφόρων διαβαθμίσεων ακόμα και η επιλογή των φοιτητών από τα πανεπιστήμια εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο σκοπό: να κερδίσουν τους καλύτερους για το δικό τους εκπαιδευτικό ίδρυμα. Ανεξήγητη παρα­μένει η ερώτηση, για το τι συμβαίνει με τις τελικές εξετάσεις του σχολείου, που στη Γερμανία αποτελεί το γενικό δικαίωμα εισαγωγής 'στα πανεπιστήμια' για παράδειγμα εκεί όπου οι νέοι μπορούν να σπουδάσουν, αποτυγχάνουν λόγω της συγκεκριμένης μεθόδου επιλογής. Στη Γερμανία είναι περιορισμένος ο αριθμός των ατόμων που θα πρέπει να επιλέξει το πανεπιστήμιο, αλλά βέβαια σκιαγραφείται με αυτό τον τρόπο μια κατάσταση που θα οδηγήσει σε πανεπιστήμια διαφορετικών επιπέδων και διαφορετι­κών προσεγγίσεων (βλ Gruppe νοn Lissabon 1997, 16 κ.ε.). Με αυτό θα εφαρμοζόταν και εδώ η αρχή ότι ο πιο δυνατός επιβάλλεται και ο υποδεέστερος λησμονείται. Αλλά δεν θα έπρεπε να είναι ουσιαστικά η προώθηση της ισότητας των ευκαιριών ένα κα­θήκον της κρατικής παιδείας;

Σε κοινωνικό επίπεδο θα ήταν βέβαια μια αποτυχία, αν ο συναγωνισμός καθόριζε αποφασιστικά το εμπόριο. Δεν μπορούμε βέβαια να είμαστε σίγουροι για την ανάμει­ξή του. Είναι γεγονός ότι αξιολογούνται κοινωνικά ιδρύματα σύμφωνα με την αποτε­λεσματικότητα που παρουσιάζουν αλλά με όσο το δυνατόν μικρότερα έξοδα.

Σημαντικές απαιτήσεις σήμερα είναι η διαχείριση και η ασφάλεια ποιότητας. Όποιος διαχωρίζεται απ' αυτά δεν έχει καμιά προοπτική.

 

1.4 Με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας πρέπει να αναγνωρίσουμε και μια ανάλογη του πολιτισμού, η οποία όμως δεν προβάλλεται τόσο. Τα δυτικά προϊόντα και το δυτι­κό τρόπο ζωής μπορεί κανείς να συναντήσει σε όλο τον κόσμο. Θα πρέπει όμως να δούμε την ιστορική διάσταση ενός πολιτισμού. Οι δυνατότητες της συνανάπτυξης εξαρτώνται από την ιστορία των διαφορετικών τρόπων ζωής. Οι γνώσεις που διαθέ­τουμε για τις ιστορικές ρίζες των κοινωνιών, που συσχετίζονται σε αυτή τη διαδικασία, είναι στην καλύτερη περίπτωση αποσπασματικές και πάντα θεωρούμενες υπό το πρίσμα της Δύσης (βλ Pieterse 1998, 99).

 

1.5 Έχει γίνει αναγκαίο να έχουμε μια κοινή γλώσσα για να κατανοούμε ο ένας τον άλλο. Αυτή η γλώσσα είναι κυρίως τα αγγλικά, όπως μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν τα λα­τινικά, η γνωστή lingua franca. Μολαταύτα υπάρχει μια διαφορά: η γνώση των λατινι­κών ήταν περιορισμένη σε μια κλειστή τάξη υψηλόβαθμων κληρικών και μορφωμένων, ενώ η διδασκαλία ξένων γλωσσών σήμερα -τουλάχιστον στη Γερμανία- είναι υποχρε­ωτικό μάθημα ήδη από το δημοτικό σχολείο. Το να γνωρίζει κανείς μια επιπλέον γλώσ­σα δεν αξιολογείται αρνητικά σε καμιά περίπτωση' πραγματικά, όμως, πόσο μπορεί κα­νείς να εμβαθύνει σε αυτή και κατά πόσο το μάθημα της γλώσσας σε τόσο μικρή ηλι­κία έχει συνέπειες για τη εμπέδωση της μητρικής γλώσσας; Στη Γερμανία μιλά κανείς για Denglish (γερμανοαγγλικά) τα οποία θεωρούνται ακατανόητα (Kauderwelsch). Τα Denglish προκύπτουν από την ανάμειξη των δύο γλωσσών και σε συγκεκριμένες υπο­κουλτούρες τείνουν να αντικαταστήσουν τη μητρική γλώσσα.

 

 1.6 Η κινητικότητα του χρήματος θέτει ως προϋπόθεση μια ευρύτερη κινητικότητα. Οι απο­στάσεις εκμηδενίζονται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και η γρήγορη μεταφορά προϊόντων δεν αποτελεί σήμερα πρόβλημα. Με αυτό αλλάζει και ο τρόπος που ο άν­θρωπος δρα στο χώρο και το χρόνο (βλ Benhabib 1999.Wotschak 1998).

Η βελτίωση των μεταφορικών μέσων και των μοντέρνων μέσων επικοινωνίας έχει συμβάλει ώστε να διατίθενται οι πληροφορίες γρηγορότερα από το χρόνο που χρει­άζεται για την επεξεργασία τους. Επιπλέον επιτρέπει την επαφή και την επικοινωνία όλο το 24ωρο, την αποστολή e-mails και την όσο το δυνατόν ταχύτερη παραλαβή απαντήσεων.

Ο χρόνος δεν είναι πλέον ιδιωτικός ή αυτός που κάποιος έχει βιώσει, αλλά μόνο αυ­τός που έχει διασπαστεί σε πολλά μέρη και στα οποία γιορτές και αργίες μόνο εμπό­δια προκαλούν.

Ο χώρος έχει διευρυνθεί και τελικά δεν είναι πλέον οικείος (βλ. Meyrowitz 1998 σε αντίθεση με Kirby 1998). Τα ταξίδια σε μακρινές περιοχές έγιναν εύκολα, όπως και οι σταθερές ειδήσεις απ' όλο τον κόσμο. Έτσι, λοιπόν, είναι δυνατόν μακρινοί και εξωτι­κοί κόσμοι να καθίστανται γνωστοί και οικείοι, χωρίς κανείς να έχει προηγουμένως πραγματικές γνώσεις γι' αυτούς. Οι δάσκαλοι παραπονιούνται ότι οι μαθητές κατέχουν αποσπασματικές γνώσεις από την τηλεόραση, χωρίς να μπορούν να κάνουν συνδυα­σμούς και χωρίς να διακρίνουν πόσο αποσπασματικές είναι.

 

1.7 Σήμερα, με τα νέα μέσα επικοινωνίας, χώρος και χρόνος απαιτούν άλλη σημασία. Η επι­κοινωνία δεν είναι πλέον συνδεδεμένη με το χώρο που βρισκόμαστε και το χρόνο που περνούμε μαζί με κάποιον, αλλά κάθε πληροφορία είναι στη διάθεση του καθένα οποι­αδήποτε στιγμή - με την προϋπόθεση βέβαια ότι έχει τα απαραίτητα εργαλεία και μπο­ρεί να τα χρησιμοποιεί. Αυτή η δυνατότητα αξιολογείται θετικά, όμως πρέπει να παρα­δεχτούμε ότι είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να συγκρατήσει ο άνθρωπος συγκεκριμέ­νες πληροφορίες. Δημιουργείται παράλληλα ο κίνδυνος μιας νέας κοινωνίας με δύο τά­ξεις: η τάξη των πληροφορημένων και η τάξη των απληροφόρητων. Σ' αυτή την κοινω­νία αποκλείονται από τις νέες δυνατότητες, κυρίως, οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας.

Στη Γερμανία, αυτό το θέμα έχει γίνει αντικείμενο έρευνας από την Παιδαγωγική των Μέσων. Πολύ λίγο όμως γίνεται αναφορά - από όσο μπορώ να γνωρίζω - στη ση­μασία της αρμοδιότητας των μέσων, που σε σχέση με το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης αναδεικνύεται σκοπός της αγωγής. Τι μπορεί να εννοούμε με τη φράση «κριτική συνα­ναστροφή με τα μέσα», κάτι που γίνεται επιτακτικό στις μέρες μας, υπό το πρίσμα μιας αναδόμησης του χώρου και του χρόνου; Σχετικά με το θέμα μας, αυτό θα αποτελούσε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παιδαγωγικό ζήτημα, όπως και η άποψη ότι η φύση μιας πληροφορίας που θα εμπερικλείει τα πάντα, σε πολλές περιπτώσεις, είναι μια αυταπά­τη. Οι ειδήσεις προέρχονται συνήθως από συγκεκριμένα πρακτορεία και τα μέσα κυ­ριαρχούνται από λίγους διαμορφωτές απόψεων. Έτσι, η προπαγάνδα αφενός δημιουρ­γεί προβλήματα, αφετέρου μπορεί «να οδηγήσει σε νέες μορφές παγκόσμιας πολιτι­στικής ηγεμονίας στηριζόμενης στη βάση άυλων προϊόντων και προσφοράς υπηρε­σιών» (Die Gruppe νοπ Lissabon 1997, 19).

Εξάλλου, ο χώρος και ο χρόνος είναι -όπως απέδειξε ο Καντ- μορφές θεώρησης του ανθρώπου. Αυτό σημαίνει ότι μέσω αυτών παρέχεται και η δυνατότητα διάρθρωσης του κόσμου και της επικοινωνίας με αυτόν. Και αν η παιδεία -όπως τονίζει ο Νεοανθρωπι­σμός- αποτελεί βασικό παράγοντα στην αντιπαράθεση μας με τον κόσμο, η αλλαγή στην κατανόηση του χώρου και του χρόνου έχει συνέπειες όχι μόνο για την Ανθρωπολογία, ειδικά για την Παιδαγωγική Ανθρωπολογία, αλλά και στο γεγονός ότι θα πρέπει να σκε­φτούμε εκ νέου την αξίωση της παιδείας του ανθρώπου κάτω από αυτό το πρίσμα.

 

1.8 Η παγκοσμιοποίηση έγινε η αφορμή αλλά και η αιτία πολλοί άνθρωποι, λόγω των πολε­μικών συγκρούσεων και των επιπτώσεων τους, να εγκαταλείψουν τη χώρα τους και να μεταναστεύσουν σε μια άλλη με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Η δυνατότητα της με­τανάστευσης προϋποθέτει αφενός γνώσεις, που απλώνονται πέρα από την έννοια του έθνους-κράτους, και αφετέρου εκμηδένιση των αποστάσεων. Η βελτίωση του επιπέδου της σχολικής εκπαίδευσης παγκοσμίως δίνει ελπίδες στους μετανάστες για απασχόλη­ση στις πλούσιες χώρες, ακόμα και αν σε πολλές περιπτώσεις ο λαός δεν αποδέχεται τους μετανάστες που εργάζονται στη χώρα υποδοχής. Εξαίρεση αποτελούν όσοι εξει­δικεύονται σε μια επιστήμη, όταν στη χώρα υποδοχής υπάρχει έλλειψη προσωπικού, όπως συμβαίνει αυτή την εποχή στη Γερμανία με τους επιστήμονες της πληροφορικής.

Οι χώρες στις οποίες η οικονομία παρουσίασε (τη δεκαετία του '60 και του '70) έκρη­ξη επιτάχυναν αυτή τη μεταναστευτική πολιτική, εξαιτίας της έλλειψης εργατικού δυ­ναμικού, έχοντας τη λανθασμένη εντύπωση ότι θα μπορούσαν να τους στείλουν πίσω στην πατρίδα τους, όταν αρρωστήσουν και γεράσουν. Η Γερμανία είναι μια χώρα η οποία, λόγω της μεταναστατευτικής πολιτικής της πολιτικής, έγινε μια πολυπολιτισμι­κή κοινωνία.

Υπάρχουν άνθρωποι με διαφορετικές πολιτισμικές συνήθειες που ζουν ο ένας δίπλα στον άλλον και θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αυτή η συνύπαρξη αποτελεί εγ­γύηση για μια αρμονική συμβίωση. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. όσα δια­τυπώθηκαν για τη διαπολιτισμική αγωγή και όσα αξιόλογα σχέδια εφαρμόστηκαν στην πράξη δεν επιδίωξαν πραγματικά να φέρουν πιο κοντά τους εκπροσώπους των διαφο­ρετικών πολιτισμών.

Αντίθετα αυξήθηκαν οι φόβοι προς το ξένο και η απόρριψή του, όπως δείχνουν τα υψηλά ποσοστά ξενοφοβίας και η αύξηση της βίας. Επιπλέον το φαινόμενο να εντο­πίζονται πολιτισμικές διαφορές σε ομάδες οικείων, όπως η οικογένεια, γίνεται όλο και πιο συχνό. Ο αριθμός των σχέσεων μεταξύ ανθρώπων με διαφορετική πολιτισμική κα­ταγωγή αυξάνεται (βλ. Beck-Gernsheim 1998) και μάλιστα τέτοιες σχέσεις διαπιστώ­νονται και σε ατομικό επίπεδο. Πρέπει, λοιπόν, σε σχέση με τον παράγοντα της παγκοσμιοποίησης να σχεδιάσου­με και να εφαρμόσουμε στην πράξη μια νέα διαπολιτισμική αγωγή, που πάνω απ' όλα θα έχει ως θέμα της τη συμβίωση αυτών των ομάδων1 ;

 

1.9 Οι αλλαγές στην οικονομία έχουν σημαντικές κοινωνικές συνέπειες. Μια απ' αυτές εί­ναι η ανεργία. Η «ευελιξία», μια μαγική λέξη, μπορεί επίσης να σημαίνει ότι οι άνθρω­ποι διορίζονται και απολύονται, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς. Σε αυτό το σημείο στερούμαι της αντανάκλασης και της αποτελεσματικότητας που μπορεί να έχει η Κοινωνική Παιδαγωγική, όσον αφορά την παροχή βοήθειας σε όσους έχουν πληγεί με τρόπο που να είναι οι ίδιοι κύριοι αυτών των αποτελεσμάτων. Υπάρχει, βέβαια, μια μεγάλη βιβλιογραφία για την ανεργία και τις συνέπειές της στους «πλήττοντες» και τις οικογένειές τους, αλλά σε μεγάλο βαθμό διαπιστώνουμε ότι όλοι θέτουν ως αφετηρία την άποψη πως η ανεργία είναι μια προσωρινή κατάσταση: Για παράδειγμα, προ­σφέρεται η δυνατότητα μετεκπαίδευσης σε θέματα εργασιακά. Παρατηρείται όμως το φαινόμενο να μην τοποθετείται κανείς ρεαλιστικά προ των καταστάσεων. αυτή η ανερ­γία όχι μόνο δεν είναι προσωρινή, αλλά όλο και περισσότερα άτομα μιας κάποιας ηλι­κίας όλο και πιο γρήγορα απομονώνονται από τη διαδικασία παραγωγής και μετά έχουν δυσκολίες να προσαρμοστούν σε μια ζωή χωρίς εργασία, άρα γι' αυτούς χωρίς περιεχόμενο, ακόμα και αν η συντήρησή τους είναι ασφαλισμένη, κάτι το οποίο δεν εί­ναι πάντα σίγουρο. Κι όλα αυτά σε μια κοινωνία που ορίζει το αίσθημα της προσωπι­κής αναγνώρισης και της ταυτότητας του καθενός μέσω της ασχολίας του.

Ο κλάδος της διαβίου μάθησης είναι μια συνέπεια αυτής της ανάπτυξης και προει­δοποιεί μοιραία ότι η αξιοποίηση του «ανθρώπινου κεφαλαίου» είναι ο μοναδικός επι­διωκόμενος σκοπός. Μ' αυτό το στόχο συνδέεται και ο τομέας της κατάρτισης και της μετεκπαίδευσης, ο οποίος αυτή την εποχή ακμάζει ιδιαίτερα στη Γερμανία, στο χώρο της Παιδαγωγικής.

                                              

1.10 Με τη μεταφορά της παραγωγής σε περιοχές που υπόσχονται στον ιδιοκτήτη του κε­φαλαίου περισσότερα κέρδη συνδέεται και το πρόβλημα της καταστροφής του περι­βάλλοντος σε όλα τα μέρη της γης. Μπορεί μια περιβαλλοντική αγωγή να συμβάλει εδώ προς την αντίθετη κατεύθυνση;

 

1.11 Με την παγκοσμιοποίηση δόθηκε η δυνατότητα της αξιοποίησης όλων των πολιτισμών με τη θετική έννοια και μια παγκόσμια γνώση. Σε σχέση με αυτό, αναφέρομαι κυρίως στα ανθρώπινα δικαιώματα. Ακόμα και αν κανείς πρέπει να ομολογήσει ότι έχει τη ρί­ζα της στον ιουδαϊκό-δυτικό χώρο και από αυτό να χαρακτηριστεί ως κατασκευή της Δύσης (βλ. Bielefeldt 2000, 43 Κ.ε: Bretherton 1988), μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι αυτή η ιδέα, όσο και αν έχει λάβει μια νέα πολιτική σημασία παρά πρακτική, δεν μπο­ρεί να εξαφανίσει καμιά απολύτως περιοχή από το οπτικό πεδίο της καθολικότητας. Παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων δημοσιοποιούνται καθημερινά σε όλο τον κόσμο και καταγγέλλονται. Επίσης, τα κοινωνικά ζητήματα δεν μπορούν να περιορι­στούν σε τοπικό επίπεδο. Η πείνα σε μια συγκεκριμένη περιοχή γίνεται ένα παγκόσμιο πρόβλημα και προκαλεί μια εντυπωσιακή ετοιμότητα για βοήθεια. Αυτή η ανάπτυξη θα έπρεπε να είναι ένα σημαντικό θέμα της πολιτικής παιδείας.

 

Τα αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης για το άτομο

 

Από την εποχή της Αναγέννησης, και κυρίως από το Διαφωτισμό, ο άνθρωπος βρίσκεται στο κέντρο των φιλοσοφικών και παιδαγωγικών στοχασμών. Η ιδέα της παιδείας-εκπαίδευσης, είναι δυνατή μόνο στη βάση του Νεοανθρωπισμού. Το να μπορεί να αναπτύξει κανείς όλες του τις δυνατότητές του σε κοινωνικό επίπεδο είναι μια σημαντική αξίωση, αν ο καθένας αξιοποιεί στοιχεία της ταυτότητάς του, αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεών του και ζει σε έναν κόσμο σχετικά σταθερό. Το σημερινό άτομο δεν μπορεί πλέον να βρει τον εαυτό του σε προϋπάρχουσες δομές, αλλά πρέπει να ορίσει την ταυτότητά του εκ νέου. Οικονομικές απαιτήσεις ζητούν ένα σταθερά νέο προσανατολισμό και μια συνεχή αλλαγή τόπου. Λίγοι άνθρωποι πια σε όλη τη ζωή τους ασκούν το ίδιο επάγγελμα. Όπως λέει ο Sennett: "Η αστά­θεια είναι φυσιολογική» (Sennett 21998, 38).

Με αυτό συνδέεται και η διάλυση των αυθεντιών. Μια έκφραση αυτής της κατάστασης είναι και η προώθηση της έννοιας της ομάδας εργασίας που τόσο πολύ προβάλλεται Μπορεί κανείς να το παρατηρήσει ακόμα και στον τομέα της αγωγής, στον οποίο υπάρχει η άποψη ότι οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται από κοινού. Ακόμα και η προσωπική ζωή αλλάζει συνεχώς μορφή. Οι σχέσεις δεν στηρίζονται πλέον στη διάρκεια. Ο άνθρωπος μι­λάει ήδη για συντρόφους συγκεκριμένου τμήματος της ζωής του.

 

2.1 Στη θεωρία μπορούμε να παρατηρήσουμε μια αντίστοιχη εξέλιξη. Το μεταμοντέρνο θέ­τει μια πληθώρα ατομικών προτάσεων ζωής, χωρίς να υπάρχουν κριτήρια για την κρι­τική αυτών των προτάσεων -όλα είναι επιτρεπτά, δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει μια δικαιολογία- και η εποικοδομητική θεωρία τονίζει ότι η γνώση μόνο ως εικασία μπορεί να υπάρχει, ότι η γνώση μας για τον κόσμο δεν είναι το αποτέλεσμα της αλλη­λεπίδρασής μας με τα αντικειμενικά δεδομένα, αλλά ατομική άποψη. Και οι δύο εξελί­ξεις αυξάνουν το βαθμό της ελευθερίας τουλάχιστον φαινομενικά, αποδεσμεύουν το άτομο από την υποχρέωση συμμόρφωσης με τα παραδοσιακά πρότυπα ζωής, που πά­ντα έχουν μεγάλη σημασία, σε περίπτωση που το άτομο κινδυνεύει να κουραστεί από το πλήθος των δυνατοτήτων που έχει Τις συνέπειες περιγράφει ο Sennett (21998). Η ευελιξία στο τομέα εργασίας δυσκολεύει τη δημιουργία κοινωνικών σχέσεων διαρκεί­ας, η ζωή διαλύεται σε μια πληθώρα επεισοδίων, που δεν μπορούν να συνδεθούν σε μια ταυτότητα. Οι εμπειρίες δεν έχουν πλέον καμιά αξία, η γνώση διαρκώς ξεπερνιέ­ται και τα γηρατειά γίνονται μια απειλή. Επίσης, αξίες και στόχοι ζωής αποκτούν τη ση­μασία του ασήμαντου η τουλάχιστον του τυχαίου. Και ο χρόνος τελικά γίνεται ασυ­νάρτητος, γιατί δεν μπορεί πλέον να συνδεθεί σε μια βιογραφία με περιεχόμενο.

 

2.2 Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η συμμετοχή / καταφυγή σε μια ομάδα, που προσφέρει υποθετική ασφάλεια. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν η αύξηση του αριθμού θρησκευτικών αιρέσεων ή η αύξηση αυτών που ανήκουν σε κόμματα ακραίων πεποι­θήσεων οφείλεται σε μια τέτοια στάση του ατόμου. «'Ένα από τα μη σκόπιμα αποτε­λέσματα του μοντέρνου καπιταλισμού είναι η ενίσχυση της περιοχής και η νοσταλγία του ανθρώπου να ριζώσει σε μια κοινότητα. Όλες οι ηθικές συνθήκες της σύγχρονης εργασίας ζωντανεύουν και ενδυναμώνουν αυτή τη νοσταλγία: η αβεβαιότητα της ευε­λιξίας, η έλλειψη της εμπιστοσύνης και του καθήκοντος, η επιπολαιότητα της ομάδας εργασίας και κυρίως η παρούσα απειλή να καταλήξει ο άνθρωπος σε ένα τίποτα, να μην μπορεί από μόνος του να κάνει κάτι, η αποτυχία μέσω της εργασίας να κατακτή­σει μια ταυτότητα. Όλες αυτές οι συνθήκες ωθούν τον άνθρωπο να αναζητήσει αλλού σύνδεση και πίστη» (Sennett, 21998, 189 κ.ε.).

 

2.3 Διαμορφώνεται μια ορισμένη ισότητα του σχολικού και εκπαιδευτικού συστήματος (βλ. Adick 2000, 165) και μια νέα ελίτ που δεν περιορίζεται τοπικά ή εθνικά, και μόνο σε μια ιδανική περίπτωση είναι ταυτόχρονα και μια νέα ηθική ελίτ. «Τα μέλη αυτής της νέας ελίτ έχουν λάβει περίπου την ίδια αγωγή και εκπαίδευση στα «βόρεια» πανεπι­στήμια και σχολεία. Μιλούν την ίδια γλώσσα όχι μόνο από γλωσσική άποψη (αγγλοα­μερικανικά) αλλά και από πολιτισμική (έχουν όμοιες παραστάσεις αξιών και πολλές κοινές απόψεις, όσον αφορά οικονομικά, κοινωνικά και παγκόσμια προβλήματα). Από πολιτισμική και πολιτική άποψη αποτελούν αυτοί το κέντρο της τάξης [του κόσμου, που οι ίδιοι ιδρύουν και κυβερνούν» (Gruppe von Lίssabon 1997,42).

 

Συνέπειες για μια θεωρία και πρακτική της Παιδείας2

 

Η οικονομία επιδρά στη δημόσια εκπαίδευση αν και σε διαφορετικό βαθμό (βλ. Lenhart 2000). Αν κανείς αναλύσει την εκπαιδευτική πολιτική της εποχής μας -τουλάχιστον στη Γερ­μανία-, μπορεί να διαπιστώσει μια αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση. Μια δικαιολογία που ακούει κανείς συχνά, για τις εν μέρει ολοκληρωμένες σε θεωρητικό επίπεδο αξιώσεις στο σχολείο, είναι ο ανταγωνισμός σε διεθνές επίπεδο, όπου πρωταρχικά η σκέψη αφορά στην οικονομική ικανότητα συναγωνισμού. Με αυτό αιτιολογείται ότι ο χρόνος που αφιερώνει ένα παιδί στο σχολείο -για τα παιδιά της Γερμανίας- είναι πολύς, και χρειάζεται να μειω­θεί ο χρόνος του γυμνασίου από εννέα σε οκτώ έτη καθώς επίσης ότι το πρόγραμμα μαθη­μάτων περιλαμβάνει πολύ λίγες ώρες φυσικών επιστημών. ότι οι σπουδές των γερμανών φοιτητών διαρκούν πολύ χρόνο και ότι κυρίως οι ειδικότητες Πληροφορικής και τελευταία οι επιστήμες έχουν ιδιαίτερη ζήτηση. Επίσης ότι τα χρόνια μεταξύ 28 και 38 είναι τα πιο δη­μιουργικά χρόνια ενός επιστήμονα και θα πρέπει να προωθηθούν τα νέα ταλέντα - ο junior Professor γεννήθηκε απ' αυτή τη σκέψη. Η ονομαζόμενη TIMS-Studie, μια διεθνής σύγκρι­ση των επιδόσεων των μαθητών στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες, προκάλεσε μια σειρά συζητήσεων, με κύρια αιτία ότι οι Γερμανοί μαθητές απέτυχαν με άσχημο βαθμό.

Η δημιουργία ελίτ, με την έννοια της προώθησης των ευφυών, που για ένα μεγάλο χρο­νικό διάστημα ήταν για μας ένα θέμα ταμπού, έγινε για πρώτη φορά αντικείμενο συζήτη­σης. Η διανομή οπτικοακουστικών μέσων στους καθηγητές πανεπιστημίων ακόμα και ως προσωπική επένδυση, θα πρέπει να γίνεται με βάση τις επιδόσεις τους (προσφορά), με όποιο τρόπο μπορούν να μετρηθούν. Ακόμα και η γυναικεία έρευνα συμφωνεί, αν αυτό κρι­θεί απαραίτητο, να μην παρακολουθούν μαζί άντρες και γυναίκες τα μαθήματα των φυσι­κών επιστημών, επειδή οι επιδόσεις των κοριτσιών αυξάνονται και με αυτό τον τρόπο μπο­ρεί κανείς καλύτερα να υπολογίσει, αν θα ακολουθήσουν σπουδές στις φυσικές επιστήμες.

Ασκώντας αυτή την κριτική, δεν θέλω να θεωρηθεί πως άποψή μου είναι ότι δεν υπάρχουν πραγματικά πολλά που θα έπρεπε να διορθωθούν στη γερμανική δημόσια εκπαίδευση και τα πανεπιστήμια. Ο κόσμος, έτσι όπως έχει αλλάξει, απαιτεί σίγουρα τη γνώση περισσοτέρων ξέ­νων γλωσσών, κάθε χώρας αλλά και γνώσεις πολιτικής οικονομίας, όπως αξιώνει ο Arnold (1999). Αυτό που εμένα με κάνει να αγωνιώ είναι, από τη μια πλευρά, οι «ασθματικές» νέες προτάσεις που συνεχώς γίνονται και κάνουν κατανοητό πόσο λίγο έχουν γίνει αντικείμενο συλλογισμού και από την άλλη πλευρά η συνεχώς νέα δικαιολογία με το συναγωνισμό, που με κάνει να αναρωτιέμαι, αν ακόμα κανείς σκέφτεται την παιδεία των νέων ανθρώπων.

 

3.1 Η ιδέα του συναγωνισμού έχει διεισδύσει και στο δημοτικό σχολείο. Παρόλο που εγώ δεν τοποθετούμαι εναντίον της επίδοσης, είναι φανερό ότι η πίεση των παιδιών, από τις απαιτήσεις των γονέων κυρίως, είναι ασφυκτική. Αυτές οι απαιτήσεις είναι βέβαια κατανοητές, αν σκεφτεί κανείς ότι μια συνέπεια της παγκοσμιοποίησης στον οικονο­μικό τομέα είναι η διάλυση της κοινωνικής ασφάλειας. Μόνο οι ικανοί και οι δυναμικοί είναι σε θέση να κάνουν καριέρα και κυρίως να καλύπτουν οι ίδιοι ό,τι χρειάζεται στο θέμα της ασφάλειας σε μια ηλικία και ιδιαίτερα, όπως τελευταία έχει τεθεί, τις περι­πτώσεις ασθένειας. Όσο πιο υψηλό είναι το γενικό επίπεδο της γνώσης, τόσο πιο με­γάλες πρέπει να είναι και οι προσπάθειες που πρέπει να καταβάλλει κανείς, να συγκαταλέγεται στους καλύτερους. Τα παιδιά που δε μπορούν να ανταγωνιστούν μένουν εκτός3.

 

3.2 Σημαντικός είναι και ο ρόλος της Διδακτικής στη μαθησιακή διαδικασία. Αν η διαδικα­σία αυτή θεωρείται σημαντική και δημιουργική ήδη από το δημοτικό σχολείο, στην ου­σία είναι μια ομαδική εργασία με τη συμμετοχή όλων, και σε πολλούς τομείς ένα προ­στάδιο της οργανωμένης ομάδας εργασίας, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η προ­σωπική επίδοση και η ομαδική ευθύνη.

Μια παλιά βασική γνώση υποχωρεί μπροστά σε μια νέα. για παράδειγμα, αυτό φαί­νεται στους φοιτητές από το γεγονός ότι δεν διαβάζουν πλέον βιβλία παλαιότερων εποχών. Γιατί άραγε θα έπρεπε κανείς να χάνει το χρόνο του στην απόκτηση γνώσεων, των οποίων η αξία τους γίνεται όλο και μικρότερη. Όσο αφορά τη χρήση τους, η γνώ­ση του παρελθόντος καθίσταται μερικές φορές αναποτελεσματική.

Πολύ σημαντική αναδεικνύεται η διαχείριση της γνώσης και είναι φανερό, για άλλη μια φορά, ότι η οικονομική ορολογία αποτελεί τη βάση.

 

3.3 Στενά συνδεδεμένο με το ερώτημα για το μάθημα είναι και το ερώτημα της παιδείας. Και σ' αυτό το σημείο εννοώ ότι θα πρέπει να αλλάξουμε τη σκέψη μας. Η γενιά του '68 είχε θεωρήσει ότι η εκπαιδευτική διαδικασία ήταν απαρχαιωμένη, αφενός γιατί ήταν μη συστηματική και επιφορτισμένη και αφετέρου γιατί οι κυριότεροι εκπρόσωποί της κατηγορήθηκαν πως η μόρφωση είναι επιλεκτική και δυνατή μόνο για λίγους και γι' αυτό το λόγο είναι εύκολο να κάνει κάποιος κατάχρηση αυτής. Δεν είμαι σε θέση εδώ να διαπιστώσω ως ποιο σημείο και αν υπήρχαν παρανοήσεις ή και συνειδητές εσφαλμένες ερμηνείες. Αλλά σωστά θεωρήθηκε ότι δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την τάση που υπάρχει στο χώρο της παιδείας να υπερτονιστεί το άτομο και η τελειο­ποίησή του. Αυτή η τάση, όμως, στην εποχή μας είναι ιδιαίτερα προβληματική.

Αν το άτομο γίνει το μοναδικό κριτήριο, ακόμα και αν τελικά οι ηθικές αποφάσεις με αναφορά στο πλήθος ληφθούν αυθαίρετα, τότε πρέπει η έννοια της παιδείας, που ήδη έχει βιώσει μια αναγέννηση, να μελετηθεί εκ νέου και κατά το δυνατό να πληρω­θεί με όχι νέα αλλά διαφορετικά τονισμένα περιεχόμενα. Όποιος ανακαλεί στη μνήμη του έστω και λίγο την ιστορία αυτής της έννοιας, γνωρίζει ότι δεν είναι μια νέα ανή­κουστη σύλληψη, αλλά ότι η βαρύτητα αυτής της έννοιας δείχνει ότι αυτή η διεύρυν­ση και αναβάθμιση είναι δυνατή. Ποια μορφή, λοιπόν, θα πρέπει να έχει η παιδεία, ώστε να μεταθέσει το άτομο σε μια τέτοια θέση και στην εποχή της παγκοσμιοποίη­σης, όπου θα διάγει μια έλλογη ζωή;

 

3.3.1 Η παγκοσμιοποίηση τείνει από τη μια πλευρά να ισοπεδώσει τις διαφορές μεταξύ ανθρώπων και πολιτισμών, προάγει όμως και την τάση να τονίζει το ιδιαίτερο του καθενός ξεχωριστά4. Από πολιτική άποψη αυτή η εξέλιξη οδηγεί στην αναζωπύ­ρωση του εθνικισμού, τον οποίο είχαμε πιστέψει πως ξεπεράσαμε. Αυτή η αντι­παράθεση μεταξύ της ατομικότητας και της ύπαρξης συνδέσμου σε μια ομάδα εί­ναι, αν τη δούμε ανθρωπολογικά, λάθος. Ο άνθρωπος είναι τοποθετημένος στην κοινωνία και αυτή η κοινωνία είναι ορατή. Ξεκινώντας από τους γονείς «εξαπλώ­νεται» σε ένα μεγαλύτερο κύκλο5, όπου αναλαμβάνει κοινές βασικές αξίες και πε­ποιθήσεις. Εδώ θα ήταν δυνατό και αναγκαίο να επιτρέψει κανείς την εισχώρηση ανθρώπων άλλων πολιτισμικών κύκλων, αν δεν υπάρχουν στην ίδια την οικογένεια -γείτονες, βρεφονηπιοκόμους, δασκάλους- για να διαμορφωθούν οι βάσεις για ανοχή και αποδοχή. Ανήκει, λοιπόν, στην παιδεία η προαγωγή της ατομικότη­τας σχετικά με την εκπαίδευση ενός αισθήματος ΕΜΕΙΣ που δίνει το στήριγμα και το αίσθημα του ανήκειν, αν μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω μια έκφραση ντε­μοντέ: το αίσθημα της ΠΑΤΡIΔΑΣ6. Το αντίθετο θα ήταν ξερίζωμα, κάτι που μας κά­νει ευπρόσβλητους στις υποσχέσεις ακραίων ομάδων.

Έτσι, λοιπόν, η ρίζα των ακραίων εξελίξεων δεν είναι η σύνδεση με μικρές ομάδες αλλά το αντίθετο. Αν μου επιτρέπεται να εισάγω εδώ την ερμηνεία του κοινωνικού συστήματος του Bronfenbrenner (1981)7, τότε γίνεται κατανοητό ότι ο καθένας μπορεί να θεωρηθεί ως κεντρικό σημείο του κοινωνικού συστήματος, αλ­λά και ότι αυτός περιβάλλεται από ομόκεντρους κύκλους που δεν αφήνουν πλέον να θεωρηθεί η θέση στο σύστημα απομονωμένη. Στο ΕΓΩ προστίθεται ένα ηθικά κατειλημμένο ΕΜΕΙΣ (Micro-System) και αν αυτό δεν έχει ήδη δοθεί, τότε αναζητάται από το ίδιο το άτομο. Πατρίδα, λοιπόν, δεν σημαίνει ότι δεν βλέπω πέρα από τα όριά μου, μένω σε μια περιοχή και γνωρίζω τον κόσμο μόνο μέσα από τη δική μου προοπτική, αλλά ότι έχω ένα σημείο αναφοράς, με βάση το οποίο διαμορφώ­νω τη ζωή μου και αναλαμβάνω τις ευθύνες μου.

Μέσα στο ΕΜΕΙΣ, που θα πρέπει να γίνει εμπειρία, εμπερικλείεται και η απο­δοχή της αλληλεξάρτησης και της ευθύνης αλλήλων. Ένα ΕΜΕΙΣ δεν είναι μια ομάδα που ανάλογα με τις απαιτήσεις κάθε φορά μπορεί να συσταθεί εκ νέου, όπου ο ένας παραιτείται και τη θέση του αναλαμβάνει άλλος. Ο συναγωνισμός απεκδύεται την απάνθρωπη πλευρά του. Στη θέση του μπορεί να εμφανιστεί συ­νύπαρξη ακόμα και σε διαπολιτισμικό και διεθνή τομέα.

Σχετικά με αυτά θα πρέπει να εισάγουμε και ένα νέο όρο, αυτόν της υπηρεσίας. Η υπηρεσία δεν είναι προσφορά υπηρεσίας, αλλά αποτέλεσμα της αναφερόμενης γνώσης της εξάρτησης και ευθύνης.

 

 3.3.2 Ανήκει λοιπόν αποφασιστικά στην Παιδεία η ανάπτυξη κοινωνικών ικανοτήτων, κυρίως η ικανότητα σύγκρουσης και η ικανότητα επικοινωνίας, που βασικά θα πρέ­πει να αναφερθούν μαζί. Η ικανότητα επικοινωνίας έχει δύο προϋποθέσεις: το να ακούει κανείς, κάτι που δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό ως το πιο σημαντικό στην έκθεση των απόψεων ενός άλλου και η ικανότητα να εκφράζει κανείς τις ατομι­κές του απόψεις και επιθυμίες κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τουλάχιστον να μην τε­λειώνει η συζήτηση μ' αυτές. Μόνο τότε είναι δυνατό να επιτευχθεί ένα «μαζί με τον άλλον» ή τουλάχιστον να μπορεί κανείς να υπομείνει μια αναπτυσσόμενη σύ­γκρουση. Ανήκει σε λίγους η ικανότητα να επιτύχει κανείς έναν απότομο διαχω­ρισμό σε μια σύγκρουση μεταξύ της υπόθεσης και των διαπληκτιζόμενων. Τότε αυτόν μπορώ εγώ τουλάχιστον να τον εκτιμήσω, ακόμα και αν υπάρχει μια οξύ­τατη διαφορά απόψεων.

 

3.3.3 Στην Παιδεία ανήκει και η δημιουργία μιας νέας συμπεριφοράς προς τη φύση. Πρέ­πει να γίνει κατανοητό ότι η φύση δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον για το γρήγορο κέρ­δος, αλλά ότι έχει μια αξία καθαυτή, την οποία δεν παράγουμε εμείς και την οποία εμείς μόνο υποθετικά μπορούμε να διαθέτουμε. Πρέπει να αφυπνίσουμε το ενδια­φέρον για τη φύση και την ικανότητα να μπορούμε μέσα σ' αυτή να χαιρόμαστε.

 

3.3.4 Στην Εκπαίδευση πρέπει να τονιστεί με τρόπο κατανοητό, όπως έκανε και ο Νεο­ανθρωπισμός, ότι η Παιδεία είναι πάντα και Πολιτική Παιδεία, με την έννοια ότι πρέπει να αφυπνιστούν οι συνειδήσεις, σχετικά με το εξής: η κοινωνία στην οποία ζω με αφορά. Λογικά αυτό αναφέρεται πρώτα στην ιδιαίτερη ομάδα. Δεν επιτρέ­πεται όμως να λησμονούμε να θεωρούμε και τα άλλα έθνη. Κυρίως, πρέπει να γί­νει κατανοητό ότι η καθαρή γνώση μόνο δεν αρκεί. Δεν πρόκειται να γίνω homo politicus, αν γνωρίσω το σύνταγμα και τους θεσμούς, αλλά μέσω του ότι μου δίνεται η δυνατότητα βαθμιαία με ανάλογο τρόπο να συνδεθώ με τις αποφάσεις της ομάδας, να τις πραγματοποιήσω και να αναλάβω γι' αυτό ευθύνη.

 

3.3.5 Ο Humboldt αναφέρθηκε στην εκπαίδευση όλων των δυνάμεων και των ικανοτήτων του ανθρώπου. Αν παραβλέψουμε ότι η έννοια της δύναμης, όπως τη χρησιμοποιεί ο Humboldt, δεν μπορεί πλέον να εκπροσωπηθεί, τότε θα πρέπει να συλλογιστούμε ότι δεν είναι αυτονόητο πως όλες οι δυνατότητες του ανθρώπου είναι άξιες προα­γωγής. Η αγωγή, η βάση της παιδείας, πρέπει να επιλέξει τόσο όσον αφορά τις ικα­νότητες όσο και τα «αντικείμενα» πάνω στα οποία πρέπει να εκπαιδευτεί ο άνθρωπος - και αυτό βέβαια όχι γιατί όλη η γνώση δεν είναι δυνατό να εκπροσωπηθεί.

 

3.4 Αυτές οι υποθέσεις πρέπει να έχουν συνέπειες για τα προγράμματα μαθημάτων, για­τί ακόμα και αν η παγκοσμιοποίηση της εκπαίδευσης ενηλίκων έχει δώσει μια μεγάλη ώθηση, πρέπει στο σχολείο να τοποθετηθεί ο θεμέλιος λίθος για την υπερνίκηση των νέων καθηκόντων από το άτομο. Και εδώ είναι αναγκαίο να γίνει αυτό σαφές, επειδή τα συχνά ως κοινοτοπίες χρησιμοποιούμενα προσόντα-κλειδιά είναι λιγότερο «μια προσπάθεια να υπάρχει μια μεσολάβηση μεταξύ των διατηρούμενων απαιτήσεων στις κοινές κοινωνικές κατευθυντήριες παραστάσεις και της ατομικοποίησης των βιογρα­φιών, που καταστρατηγεί κάθε ουσιαστική γενική υπόσταση της παιδείας» (Seitz 2000, Ι97), αλλά καλύπτουν ακριβώς -όπως φοβούμαι- όπως και οι πολλές αρμοδιότητες που απαιτούνται, ότι δεν έχει τεθεί το ερώτημα της συγκεκριμενοποίησης. Δεν πρόκειται πλέον για το Περισσότερο και Καλύτερο του υπαρκτού (βλ. Gonon 1999, 387 κ.ε.).

Ο κανόνας της βάσης όσων ανέπτυξα -όπου οι απόψεις για την παιδεία εδώ παρα­μελούνται- θα περιελάμβανε: Γλώσσες (μητρική γλώσσα και "ξένες γλώσσες)' Ιστορία ως πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική Ιστορία, όπου η ιδιαίτερη χώρα του καθενός θα ήταν το σημείο αφετηρίας, όμως δε θα επιτρεπόταν να είναι πάντα το κεντρικό ση­μείο, αλλά θα ήταν αναγκαία μια αλλαγή προοπτικών' Ηθική και Αισθητική παιδεία. Το ιδιαίτερο ή τοπικό θα έπρεπε να γίνει κατανοητό ως τμήμα του παγκόσμιου (π.χ. η ιδι­αίτερη βιβλιογραφία ως παράδειγμα για τη γλωσσική διατύπωση ανθρώπινων βασικών εμπειριών και ηθικών σε μια συγκεκριμένη γλώσσα, χρόνο και πολιτισμό). Τουλάχι­στον μια από τις Φυσικές Επιστήμες θα έπρεπε να διδαχτεί, για να δείξουμε σε αυτή παραδειγματικά τον τρόπο σκέψης των φυσικών επιστημών και πώς μεταφέρονται τα αποτελέσματα τους στην τεχνική. Φυσιογνωσία είναι απαραίτητη για να κάνουμε κα­τανοητό ότι ο άνθρωπος είναι συνδεδεμένος με τη φύση και τον τρόπο σύνδεσής του. βασικές γνώσεις της Οικονομίας είναι απαραίτητες για να γίνει κατανοητό πώς λει­τουργεί σήμερα το σύστημα και ποιον εξυπηρετεί και να προάγουμε με αυτό τον τρό­πο αλληλεγγύη μεταξύ των συμμετεχόντων. Πολιτική παιδεία είναι επίσης αναγκαία, η οποία δεν εξαντλείται στη γνώση των ιδιαίτερων και διαφορετικών οργάνων του συ­ντάγματος, αλλά δοκιμάζει στο πλαίσιο των δυνατοτήτων πώς ανακαλύπτονται οι δη­μοκρατικές αποφάσεις και πώς πραγματοποιούνται ή πώς πιθανόν μπορεί να διαλυθεί μια σύγκρουση που δημιουργείται. Θρησκειογνωσία8 απαιτώ για να δείξουμε σε πρώ­το στάδιο ότι οι ανθρώπινες επιδιώξεις - ακόμα και αυτές του κέρδους και του ότι κά­νω κάτι δυνατό- φθάνουν σε όρια και ότι υπάρχουν δυνατότητες αυτά τα όρια να ξε­περαστούν. Ένα τέτοιο μάθημα θα έπρεπε εκτός αυτών να κάνει κατανοητό ότι μετα­ξύ των ειδικοτήτων -δηλαδή των «αντικειμένων» που έχουν ως περιεχόμενο- υπάρ­χει σχέση και ότι εξαιτίας των αλλαγών σε ένα τμήμα της πραγματικότητας, την οποία απεικονίζουν, θα πρέπει παράλληλα να αναμένουμε αλλαγές και στα άλλα, που έχουν συγκεκριμένες επιδράσεις στη φύση και τον άνθρωπο.

Εκτός αυτού θα πρέπει να προωθηθεί η ικανότητα να τίθενται ερωτήσεις και να αμ­φισβητείται αυτό που φαινομενικά δεν υπόκειται σε αλλαγές. Ένα τέτοιο πρόγραμμα διδασκαλίας θα ερχόταν σε αντίθεση με πολλές ομάδες ενδιαφέροντος, που θεωρούν ότι στο σχολείο πρέπει να διδάσκονται οι βασικές θέσεις των δικών τους ιδιαίτερων ειδικοτήτων. Όμως θα έκανε τον άνθρωπο ίσως ικανό να θέσει τον εαυτό του προ των προκλήσεων της εποχής.

 


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1.        Σύγχρονες διαπολιτισμικές προσπάθειες έχουν στόχο να μεσολαβήσουν στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες συ­νομιλητών, για να μπορέσουν οι διαπραγματεύσεις στο τέλος να πετύχουν τον επιθυμητό σκοπό.

2.        Αυτές οι σκέψεις στηρίζονται φυσικά σε εθνικά στοιχεία. Δεν μπορούν εδώ δυστυχώς να διαφοροποιηθούν. Βλ. Β. Lachmann, Farmer & Haupt 1998' Ηöffe 1999' ZirfaB 1999' Seitz 2000.

3.        Αυτό ισχύει επίσης διεθνώς. Παράλληλα πραγματοποιείται μια εκπαίδευση σε Ινστιτούτα ή τουλάχιστον σε διευ­θύνσεις. Οι περιοχές, όπου η δημόσια εκπαίδευση έχει διαλυθεί λιγότερο, είναι διά λόγους αρχής αδικημένες.

4.        Αυτό φαίνεται και στη συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση. Γι' αυτό αναφέρεται κανείς σήμερα στη Glokalisierung, το συνδυασμό globaI (παγκόσμιος) και lokal (τοπικός). Βλ Robertson 1998.

5.        Αυτό δεν σημαίνει, όπως φοβάται ο Steitz, «βασικές εμπειρίες της κοινωνικής αλληλεγγύης να μεταφερθούν τρόπο τινά κατ' αναλογία και με τη μορφή ελατηρίου σε αφηρημένες μορφές κοινωνίας" (Steitz 2000, 100).

6.        Ακόμα και ο Treml δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει αυτή την έννοια στη Βουλή. Ακόμα και αν δεν επιχειρη­ματολογώ θεωρητικά εξελικτικά αλλά φαινομενολογικά, είναι το αποτέλεσμα της θεώρησης σ' αυτό το ση­μείο συγκρίσιμο (Treml 2000). Από τη θεωρητική εξελικτική επιχειρηματολογία τονίζει ο Treml τα όρια της πα­γκόσμιας μάθησης κάτι που εγώ δε θα το έβλεπα τόσο στενά.

7.        Ο NestνogeI επεκτείνει αυτό το μοντέλο σε ένα άλλο επίπεδο για να κάνει κατανοητό ότι η παγκοσμιοποίη­ση έχει επιδράσεις στην κοινωνικοποίηση του ατόμου. Αυτό παρατίθεται με διάφορα επιχειρήματα που πεί­θουν. Το ερώτημα για τη δυνατότητα και το σκοπό της εντεταμένης αγωγής και παιδείας δεν παρατίθεται.

8.        Μάθημα Θρησκευτικών ως καθοδήγηση πίστης δεν ανήκει κατά την άποψή μου στα κανονικά σχολεία, αλλά στις διάφορες θρησκευτικές κοινότητες.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

1 Adick, Christel. 2000. Globalisierung als Herausforderung fϋr nationalstaatliche Pflichtschulsysteme. Ιn Scheinpflug, Annete & Hirsch, Klaus (Hrsg.). Globalisierung als Herausfosderung fϋr die Padagogik. Frankfurt/M.: ΙΚΟ, S. 156-168

2 Altνater, Elmar & Mahnkopf, Birgit. 1996. Grenzen der Globalisierung. Μϋnster: Westfiilisches Dampfboot.

3 Arnold, Rοlf. 1999. Globalisierung - Folgen fϋr ein Ζeίtgemäβes Bildungskonzept in der reflexiven Moderne.ΡÄD Forum, Oktober 1999, S. 381-383.

4 Baumert, Jϋrgen, Bos, Wilfried, Lehmann, Rainer (Hrsg.). 2000. TIMSS/III. Dritte internationale Mathematik­

            und Naturwissenschaftsstudie. Mathematische und naturwissenschaftliche Bildung am Ende der Schu//aufbahn.2 Bande. Opladen: Leske und Budrich.

5 Beck, Ulrich. 61999. Was ist Globalisierung? Ιrrfϋmer des Globalismus - Antworfen auf Globalisierung.Frankfurt/M.: Suhrkamp.

6 Beck-Gernsheim, Elisabeth. 1998. Schwarze Juden und griechische Deusche. Ιπ Beck, Ulrich (Hrsg.). Perspe­       ktiven der Weltgese//schaft. Frankfurt. Μ.: Suhrkamp, S. 125-167.

7 Beisheim, Marianne, Dreher, Sabine, Walter, Gregor, Lange, Bernhard, Ζϋrn, Michael. 1999. 1m Zeitalter

der Globalisierung? Thesen und Daten zur gese//schaftlichen und politischen Denationalisierung. Baden­Baden: Nomos.

8 Beilefeldt, Heiner. 2000. Der Universalitatsanspruch der Menschenrechte und die Pluralitat der Kulturen.

Rechtsphilosophische Uberlegungen. in Kroker, Eduard J.M. & Dechamps, Bruno (Hrsg.) Das Menschenbild

der Freinen Gese//schaft. Frankfurt AIIgemeine Buch, S. 43-63.

9 Boxberger, Gerald & Klimenta, Harald. 1998. Dίe Zehn Globalisierungslϋgen. Alternativen zur A//macht desStaates. Μϋnchen: dtv.

10 Bretherton, Charlo«e. 1998. Allgemeine Menschenrechte. Der menschliche Faktor in der Weltpolitik? in Beck,Ulrich (Hrsg.). Perspektiven der Weltgese//schaft. Frankfurt/M.: Suhrkamp. S. 256-292.

11 Bronfenbrenner, Urie. 1981. Dίe Okologie der menschlichen Entwicklung. Nafϋr/iche und geplante Experimente.Stuttgart: Klett.

12 Dahrendorf, Ralf. 1998. Anmerkungen zur Globalisierung. in Beck, Ulrich (Hrsg.). Perspektiven der Welt­gese//schaft. Frankfurt/M.: Suhrkamp. S. 21-45.

13 Die Gruppe νοn Lissabon. 1997. Grenzen des Wettbewerbs. Die Globalisierung der Wirfschaft und die

Zukunft der Menschheit. Neuwied und Berlin: Luchterhand.

14 Douthwaite, Richard & Diefenbacher, Hans. 1998. Jenseits der Globalisierung. Mainz: Matthias Grϋnewald­Verlag.

15 Drechsel, Paul, Schmidt, Be«ina, Gotz, Bernhard. 2000. Kultur im Zeitalter der Globalisierung: von Identitat zu Differenzen. Frankfurt. / Μ.: ΙΚΟ.

16 Gonon, Philipp. 1999. Bildungspolitik ίπ Zeiten der Globalisierung oder Globalisierung als globale Metapher.Ιπ ΡΑD Forum, Oktober 1999, S. 386-388.

17 Hofte, Otfried. 1999. Demokratie im Zeitalter der Globalisierung. Μϋnchen: C. Η. Beck.

18 Kirby, Andrew. 1998. Wider die Orlosigkeit. in Beck Ulrich (Hrsg.). Perspektiven der Weltgese//schaft.

Frankfurt/M.: Suhrkamp, S. 168-175.

19 Lachmann, Werner, Farmer, Karl, Haupt, Reinhard (H(sg.). Globalisierung: Arbdeitsteilung oder Wohlstan­

dsteilung? Μϋnster: LIT.

20 Lenhart, Volker. 2000. Bildung in der WeltgeseIIschaft. in Scheinpflug, Annette, Hirsch, Klaus (Hrsg.).

Globalisierung als Herausfosderung fϋr die Padagogik. Frankfurt/M.: ,ΚΟ, S. 47-64.

21 Nestνogel, Renate. 2000. Sozialisation unter Bedingungen von Globalisierung. in Scheinpflug, Annette, Hirsch, Klaus (Hrsg.). Globalisierung als Herausforderung fϋr die Padagogik. Frankfurt/M.: ΙΚΟ, S. 169-194. 22 Pieterse, Jan Nederveen. 1998. Der Melange-Effekt. Globalisierung im Plural. in Beck, Ulrich (Hrsg.). Per­spektiven der Weltgese//schaft. Frankfurt /Μ.: Suhrkamp, S. 87-124.

23 Robertson, Roland. 1998. Glokalisierung: Homogenitat und Heterogenitat in Raum und Ζeit.In Beck, Ulrich(Hrsg.). Perspektiven der We/tgesellschaft. FrankfurtJM.: Suhrkamp S. 193-220.

24 Schily, Konrad. 2000. Bildung in Zeiten der Globalisierung. LΠ Erziehungskunst LXIV, S. 3-1 Ο

25 Seitz, Klaus 2000. Bildung fϋr ein globales Zeitalter? Mythen und Probleme weltbürgerlicher Erziehung. LΠScheinpflug, Απ nette , Hirsch, K'aus, (Hrsg.). G/obalisierung a/s Herausforderung fϋr die Pii.dagogik. Frank­furtJM.: ,ΚΟ, S. 85-114.

26 SenneU, Richard. 21998. Der f/exible Mensch. Die Ku/tur des neuen Kapitalismus. Βerlin: Berlin-Verlag.

27 Seyla, Benhabib. 1999. Ku/turelle Vie/fa/t und demokratische G/eichheit. Politische Partizipation im Zeita/terder G/obalisierung. FrankfurtJM.: Fischer.

28 Treml, Alfred Κ. 2000. Moglichkeiten und Grenzen menschlichen Lernens im Konteχt der Weltgesellschaft ­

aus evolutionstheoretischer Sicht. LΠ Scheinpflug, Annette, Hirsch, Klauss (Hrsg.). G/obalisierung a/sHerausforderung fϋr die Pii.dagogik. FrankfurtJM.: ΙΚΟ, S. 27-43.

29 Wotschak, Philip. 1998. Den Zeitdieben auf der Spur. Soziale Ungleichheit im Licht moderner Zeitstrukturen.lπ Storzel, Regina Υ. (Hrsg.). Ung/eichheit a/s Projekt. G/obalisierung - Standort - Neoliberalismus. Marburg:BdWi-Verlag. S. 407-416

30 Zirfas, Jürg. 1999. Globale Ethik als glokale. lπ Bauer, Walter u.a. (Hrsg.). G/obalisierung: Perspektiven ­

Paradoxien - Verwerfungen. Jahrbuch fϋr Bildungs - und Erziehungsphilosophie 2. Hohengehren: VerlagSchneider.