Παγκοσμιοποίηση και Τεχνολογικός Εκσυγχρονισμός

της Ελληνικής Εκπαίδευσης

 

Του Κωνσταντίνου Βρύζα

Αναπληρωτή Καθηγητή

στο Τ.Ε.Π.Α. και Εκπ/σης του Α.Π.Θ.

 

 

Η συζήτηση γύρω από την «παγκοσμιοποίηση» προκαλεί πολλές παρεξηγήσεις και αντιπαραθέσεις που έχουν να κάνουν με την ασάφεια, την αμφισημία, την ιδεολογική φόρτιση και την καταχρηστική χρησιμοποίηση του όρου. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια διαδικασία πολύπλευρη και αντιφατική, η οποία έχει ξεκινήσει εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα, εντατικοποιείται όμως τα τελευταία χρόνια με την ραγδαία ανάπτυξη των Νέων Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας (ΝΤΠΕ) και την απελευθέρωση των αγορών (Giddens, 1990). Η έκβαση της διαδικασίας αυτής δεν έχει ακόμη κριθεί.

 

1.Παγκοσμιοποίηση

Η παγκοσμιοποίηση συνδέεται με την απελευθέρωση, διεθνώς, των αγορών κεφαλαίου, εμπορευμάτων και υπηρεσιών και τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς. Τούτο καθίσταται εφικτό χάρη στην τεχνολογική επανάσταση των επικοινωνιών η οποία καταργεί τις γεωγραφικές αποστάσεις, αφού επιτρέπει τη μετάδοση της πληροφορίας, σε πραγματικό  χρόνο, από τη μια άκρη του πλανήτη στην άλλη. Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα ιδεολόγημα του παγκόσμιου καπιταλισμού ούτε, βέβαια, πανάκεια για την επίλυση όλων των προβλημάτων της ανθρωπότητας. Δεν αφορά μόνον την οικονομία, αλλά και την πολιτική, τον πολιτισμό και την κοινωνία. Στη σημερινή της φάση, η παγκοσμιοποίηση  διαπνέεται από την πολιτική ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού, συντελείται υπό την αιγίδα των υπερεθνικών εταιριών –με την υποστήριξη των μεγάλων διεθνών οργανισμών– και ηγεμονεύεται από τη μοναδική υπερδύναμη. Ωστόσο, είναι περιορισμένη (περιφερειοποίηση των διεθνών οικονομιών αντί της δημιουργίας μιας παγκόσμιας αγοράς) και μερική (επικεντρώνεται κυρίως στις τηλεπικοινωνίες και στο χρηματιστικό κεφάλαιο) (Πελαγίδης, 2001).

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στηρίζεται πάνω σε δύο βασικά στοιχεία: την ελεύθερη αγορά και την ψηφιακή επικοινωνία. Ισχυρίζεται ότι η αυτορρυθμιζόμενη αγορά και η σύνδεση με τα παγκόσμια δίκτυα επικοινωνίας θα συντελέσουν στην αύξηση του πλούτου και τη διάχυσή του στον κόσμο, με αποτέλεσμα, την παγκόσμια ευημερία και ειρήνη (Φρίντμαν, 2001; Minc, 1999). Η ίδια η αγορά ανάγεται σε φυσική οντότητα και οι νόμοι της σε φυσικούς νόμους. Όχι μόνον η αγορά αλλά και κάθε θεσμός οφείλει να λειτουργεί με βάση τα δικά της κριτήρια και τις δικές της αξίες (παραγωγικότητα, αποδοτικότητα, αποτελεσματικότητα, ανταγωνιστικότητα). Η επικοινωνία, από την άλλη μεριά, έχει γίνει το υποκατάστατο της ιδέας της προόδου του Διαφωτισμού. Η ουτοπία της χωρίς όρια και τέλος επικοινωνίας, υποκαθιστά, την χωρίς όρια και τέλος ουτοπία της προόδου. Όλοι οι θεσμοί από την οικογένεια και το σχολείο έως τις επιχειρήσεις και τις κυβερνήσεις οφείλουν να εκσυγχρονιστούν τεχνολογικά και να αυξήσουν την επικοινωνιακή τους ικανότητα (Mattelart, 2001; Ramonet, 1999).

Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης είναι αντιφατική: ενοποιεί αλλά και διαχωρίζει, ομοιογενοποιεί αλλά και διαφοροποιεί, καταργεί την απόσταση αλλά μπορεί και να την μεγαλώσει. Ενοποιεί -μέσω της επιστήμης, της τεχνολογίας και του εμπορίου- το χώρο του ανεπτυγμένου κόσμου, ενώ ρίχνει στο περιθώριο το μεγαλύτερο τμήμα του ανθρώπινου πληθυσμού. Επιβάλλει παντού το δυτικό (αμερικανικό) πολιτιστικό πρότυπο εξαλείφοντας τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες, πράγμα που πυροδοτεί την έκρηξη των πολιτιστικών ταυτοτήτων. Καταργεί τις αποστάσεις και φέρνει κοντά άτομα, ομάδες, λαούς, πολιτισμούς. Η κατάργηση όμως της γεωγραφικής απόστασης δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και αλληλοκατανόηση. Η πολιτιστική γειτνίαση που επιφέρει, μπορεί να μεγαλώσει την απόσταση όταν τίθεται σε αμφισβήτηση η ταυτότητα.

Η παγκοσμιοποίηση εκτυλίσσεται στο παγκόσμιο αλλά και στο τοπικό επίπεδο: στο ένα επίπεδο ελέγχεται από την οικονομία και την τεχνολογία, στο άλλο διαμορφώνεται από τις καθημερινές πρακτικές των ανθρώπων (Μπεκ, 1999). Το διαδίκτυο είναι παγκόσμιο, η χρήση του όμως είναι τοπική.

Μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας και σύγχυσης, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία εμφανίστηκε ως η μόνη λύση για όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Κάθε άλλη πρόταση θεωρούνταν από τη «μοναδική σκέψη» ως αρχαϊκή ή ουτοπική. Ωστόσο, η εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου παγκοσμιοποίησης είχε ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση των ανισοτήτων, την επέκταση των αποκλεισμών, την αύξηση της ανεργίας, τη διόγκωση της φτώχειας, την εξαθλίωση του Τρίτου Κόσμου, την επιβάρυνση του περιβάλλοντος, τη διάδοση της βίας και ενός αισθήματος γενικευμένης ανασφάλειας στον κόσμο (Βεργόπουλος, 1996).

Αρχίζει να γίνεται φανερό, λοιπόν, ότι οι αγορές δεν αποτελούν λύση για κάθε πρόβλημα και ότι είναι αναγκαία η πολιτική διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης (σε τοπικό, εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο) και η εγκαθίδρυση νέων μορφών συνεργασίας του κράτους με την κοινωνία των πολιτών και με υπερεθνικούς θεσμούς.

 

2. Κοινωνία της πληροφορίας και εκπαίδευση

Η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης δημιουργεί νέες ανάγκες, η ικανοποίηση των οποίων απαιτεί την απόκτηση νέων δεξιοτήτων στην αναζήτηση, αξιολόγηση, ερμηνεία και αξιοποίηση της πληροφορίας. Η πληροφορία αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σπουδαιότητα και αναδεικνύεται σε σημαντικό παράγοντα του κοινωνικού μετασχηματισμού. Η πρόσβαση στην πληροφορία αποτελεί προϋπόθεση για την συμμετοχή στον αναδυόμενο ψηφιακό κόσμο. Η αδυναμία πρόσβασης, αντίθετα, κινδυνεύει να εξωθήσει στο περιθώριο και τον κοινωνικό αποκλεισμό τους «τεχνολογικά αναλφάβητους» (Rifkin, 2001; Dutton et al, 1999). Μέσα στην προοπτική αυτή η εκπαίδευση καλείται να διαδραματίσει έναν αποφασιστικό ρόλο.

Η γνώση γίνεται ο κύριος συντελεστής παραγωγής (Thurow, 2000). Η ικανότητα χρησιμοποίησης της πληροφορίας είναι περισσότερο σημαντική από τη χρησιμοποίηση των φυσικών και υλικών πόρων. Σε μια οικονομία βασισμένη στη γνώση, απαιτούνται νέες ιδέες και δεξιότητες, συνεχείς τεχνολογικές καινοτομίες και αδιάκοπη ανανέωση των γνώσεων. Στον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό το συγκριτικό πλεονέκτημα το έχουν οι χώρες εκείνες που διαθέτουν μορφωμένο πληθυσμό και ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Κατά συνέπεια, η δια βίου εκπαίδευση και η συνεχιζόμενη κατάρτιση αποτελούν ουσιαστικούς παράγοντες για την επιβίωση και την ανάπτυξη μιας χώρας.

Η έννοια της «κοινωνίας της πληροφορίας» κατέχει κεντρική θέση στην ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική. Η εκπαίδευση θεωρείται ένας παράγων καθοριστικής σημασίας για την οικονομική και κοινωνική πρόοδο. Στην ψηφιακή εποχή, γίνεται ακόμη πιο σημαντικός, για τη διασφάλιση της δια βίου μάθησης και την ενίσχυση των πολιτών ώστε να διαδραματίσουν έναν ενεργό ρόλο στην κοινωνία της πληροφορίας. Η επίτευξη του στόχου αυτού αρχίζει από το σχολείο. Το εκπαιδευτικό σύστημα οφείλει να αναμορφωθεί και να δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον ώστε όλη η κοινωνία να επωφεληθεί από τις δυνατότητες που προσφέρουν οι ΝΤΠΕ (Unesco, 1998). Επιπλέον, η εκπαίδευση καλείται να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα που δημιουργούν οι εντάσεις ανάμεσα στο παγκόσμιο και το τοπικό, στο οικουμενικό και το ιδιαίτερο, στην παράδοση και τη νεωτερικότητα, στο μακροπρόθεσμο και το βραχυπρόθεσμο, στην εξαιρετική ανάπτυξη των γνώσεων και τις ικανότητες αφομοίωσης από τον άνθρωπο, στο πνεύμα και την ύλη (Unesco, 1996).

Οι προοπτικές της νέας οικονομικής παραγωγικότητας απαιτεί από τη μια μεριά μια υλικοτεχνική υποδομή και από την άλλη, μια δομή συνεχιζόμενης κατάρτισης για την απόκτηση νέων γνώσεων αναγκαίων στα ευέλικτα επαγγέλματα της «νέας οικονομίας». Η εκπαίδευση δεν περιορίζεται στην παραδοσιακή της λειτουργία της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων εντός του «κλειστού» εθνικού συστήματος, αλλά αναλαμβάνει το έργο του μετασχηματισμού ολόκληρης της κοινωνίας και της προσαρμογής της στις συνθήκες ενός ευέλικτου και παγκοσμιοποιημένου ψηφιακού καπιταλισμού (Τσουκαλάς, 2000; Sciller, 1999).

Στις σημερινές συνθήκες, παρατηρείται μια αυξανόμενη εμπορευματοποίηση της γνώσης. Υπάρχει μια εντεινόμενη βιομηχανοποίηση της παραγωγής και της μετάδοσης της γνώσης και ένας «έλεγχος» της γνώσης από τα μεγάλα υπερεθνικά συγκροτήματα. Η ίδια η επιστήμη έχει γίνει μια τεράστια βιομηχανία. Η βιομηχανοποίηση αυτή ενέχει τον κίνδυνο της τυποποίησης και της ομοιογενοποίησης της γνώσης. Η κυρίαρχη τεχνοκρατική\οικονομιστική αντίληψη επαναδομεί την εκπαίδευση σύμφωνα με τα πρότυπα της αγοράς. Εκείνο που επιδιώκεται είναι η διαμόρφωση ενός επιλεκτικού, ανταγωνιστικού και ευέλικτου εκπαιδευτικού συστήματος, που να προσαρμόζεται εύκολα στις απαιτήσεις της αγοράς. Η αντίληψη αυτή θεωρεί την εκπαίδευση αποκλειστικά ως μοχλό οικονομικής ανάπτυξης και τον άνθρωπο μόνο ως homo oeconomicus, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές και πολιτιστικές παραμέτρους του εκπαιδευτικού φαινομένου (Burbules and Torres, 2000; Halsey et al., 1997).

 

3. Τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης

Ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της Ελληνικής εκπαίδευσης επιταχύνεται με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελληνικής κοινωνίας και τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, η εκπαιδευτική τεχνολογία παίζει ένα πολύ μικρό ρόλο στην Ελληνική εκπαίδευση. Ο τύπος και το ραδιόφωνο δε χρησιμοποιήθηκαν ως παιδαγωγικά εργαλεία, ενώ η εκπαιδευτική τηλεόραση απέτυχε. Μόνο το μαγνητόφωνο και ως ένα βαθμό το βίντεο, χρησιμοποιούνται ευρύτερα (Διαμαντάκη κ.ά., 2001). Τέλος, η εισαγωγή των ΝΤΠΕ στο Ελληνικό σχολείο είναι ακόμα πολύ περιορισμένη, πράγμα που αντικατοπτρίζει, εξάλλου, τη μικρή αλλά συνεχώς αυξανόμενη διείσδυσή τους στο σύνολο της κοινωνίας (Δρεττάκης, 2001). Επίσης, η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών είναι ανεπαρκής και περιστασιακή, αν και αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ο καθοριστικός της ρόλος στην τεχνολογική αλλαγή της εκπαίδευσης. Να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας e-Europe, αναμορφώνονται τα προγράμματα σπουδών και σχεδιάζεται η εισαγωγή των Η/Υ σε όλα τα σχολεία καθώς και η σύνδεσή τους με το διαδίκτυο. Επίσης προωθείται ένα ευρύ πρόγραμμα εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων.

Ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός της Ελληνικής εκπαίδευσης αναγορεύεται σε ζήτημα άμεσης προτεραιότητας. Δεν πρόκειται, όμως, για ένα αποκλειστικά τεχνικής ή οικονομικής φύσεως πρόβλημα, αλλά για μια πολύπλευρη και πολύπλοκη διαδικασία στην οποία αλληλεπιδρούν η τεχνολογία με την οικονομία, την πολιτική και την παιδεία. Έτσι, η εισαγωγή των ΝΤΠΕ στην εκπαίδευση δεν περιορίζεται στην εγκατάσταση της αναγκαίας τεχνολογικής υποδομής (τεχνολογικός εξοπλισμός, υλικό, λογισμικό, δικτύωση, διαδίκτυο) αλλά συνδέεται με μια σειρά ζητημάτων, πρωταρχικής σημασίας που αφορούν την ποιότητα του περιεχομένου, την κατάλληλη χρήση, την αρμόζουσα εκπαίδευση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, την αναμόρφωση του αναλυτικού προγράμματος και την εφαρμογή νέων διδακτικών/παιδαγωγικών μεθόδων. Όλα αυτά απαιτούν αλλαγές στις στάσεις και τις συμπεριφορές των δασκάλων, των μαθητών, των γονέων και όλων των φορέων της εκπαίδευσης (Ράπτης και Ράπτη, 1999) .

Το σχολείο δεν έχει, πλέον, το μονοπώλιο της παραγωγής και μετάδοσης της γνώσης αλλά μοιράζεται τη λειτουργία αυτή με τα Μέσα. Οι ΝΤΠΕ προσφέρουν μεγάλες δυνατότητες προσέγγισης της γνώσης και θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν την παιδαγωγική σχέση και τη διαδικασία μάθησης (De Kerckhove, 1997). Ασφαλώς, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το κοινωνικό, πολιτιστικό και ηθικό πλαίσιο του περιεχομένου της εκπαίδευσης, αλλάζουν όμως τους ρόλους τόσο του μαθητή όσο και του δασκάλου. Ο μαθητής γίνεται περισσότερο αυτόνομος και ο δάσκαλος περισσότερο συνεργάτης παρά μεταδότης πληροφοριών. Βέβαια, το προφορικό και το γραπτό, η διαπροσωπική επικοινωνία και το βιβλίο διατηρούν την αναντικατάστατη αξία τους. Η ρητορική της τεχνολογικής επανάστασης αντιλαμβάνεται τα Μέσα με όρους αντικατάστασης, ενώ θα πρέπει να τα προσεγγίζουμε με όρους συμπληρωματικότητας.

Θα μπορούσαμε να πούμε, συνοπτικά, ότι εκείνο που ενδιαφέρει δεν είναι οι ΝΤΠΕ καθεαυτές, αλλά η χρήση τους (Δερτούζος, 2001). Από μόνες τους δεν πρόκειται να λύσουν τα προβλήματα της Ελληνικής εκπαίδευσης ούτε εκείνα της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι πανάκεια αλλά ούτε και φενάκη. Ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός δεν συνιστά παρά μια πλευρά μόνο του εκπαιδευτικού προβλήματος. Γι αυτό και θα πρέπει να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος ενός δημοκρατικού σχεδίου για μια ολοκληρωμένη εκπαιδευτική στρατηγική, μακρόπνοη και συνεκτική, υπερβαίνοντας τις γνωστές αδυναμίες που χρόνια τώρα ταλανίζουν την Ελληνική εκπαίδευση.

 

Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Η τεχνολογία εξελίσσεται ταχύτατα με αποτέλεσμα κάθε πρόβλεψη να είναι ιδιαίτερα επισφαλής. Τίποτα δεν παλιώνει γρηγορότερα από τις προβλέψεις του χθες για το αύριο της τεχνολογίας. Οι ΝΤΠΕ διεισδύουν σε όλους σχεδόν τους τομείς της συλλογικής και ατομικής ζωής και επιφέρουν σημαντικές αλλαγές, οι συνέπειες των οποίων είναι ακόμα αδιευκρίνιστες. Οι επιπτώσεις των ΝΤΠΕ στην εκπαίδευση, την κοινωνία και την οικονομία παραμένουν αβέβαιες και σε κάθε περίπτωση είναι δύσκολο να εκτιμηθούν. Το βασικό ερώτημα, εξάλλου, δεν είναι τι κάνουν οι ΝΤΠΕ αλλά τι κάνουμε εμείς μέσω των ΝΤΠΕ.

 

Βιβλιογραφία

Βεργόπουλος, Κ. (1996) Παγκοσμιοποίηση. Η Μεγάλη Χίμαιρα. Αθήνα: «Νέα Σύνορα», Λιβάνη.

Burbules, N. and Torres, C. (2000) Globalisation and education. London: Routledge Falmer.

Δερτούζος, Μ. (2001) Η ανολοκλήρωτη επανάσταση. Αθήνα: «Νέα Σύνορα» Λιβάνη.

Διαμαντάκη, Κ., Ντάβου, Μ. Πανούσης, Γ. (2001) Νέες τεχνολογίες και παλαιοί φόβοι στο σχολείο. Αθήνα: Παπαζήσης.

Δρεττάκης, Μ. (2001) «Μεγάλη η υστέρηση της Ελλάδας και στην πληροφορική» Η Αυγή 21-1.

De Kerckhove, D. (1997) L’inteligence des réseaux. Paris: Od. Jacob.

Dutton, W., Peltu, M. and Bruce, M. (1999) Society on the line: Information Politics in the Digital Age. Oxford University Press.

Giddens, A. (1990) The Consequences of modernity. Stanford University Press.

Halsey, A., Lauder, H., Brown Ph. and Wells, A. (1997) Education, Culture, Economy and Society. Oxford University Press.

Mattelart, A. (2001) Histoire de la société de l`information. Paris: La Découverte.

Minc, A. (1999) Η ευτυχής παγκοσμιοποίηση. Αθήνα: Παπαζήσης

Μπεκ, Ο. (1999) Τι είναι παγκοσμιοποίηση; Αθήνα: Καστανιώτης.

Πελαγίδης, Θ. (2001) Πόσο έχει προχωρήσει η παγκοσμιοποίηση; Αθήνα: Παπαζήσης.

Ramonet, I. (1999) La tyrannie de la communication.Paris: Galilée

Ράπτης, Α., Ράπτη. Α. (1999) Πληροφορική και Εκπαίδευση. Αθήνα.

Rifkin, J. (2001) Η νέα εποχή της πρόσβασης. Αθήνα: «Νέα Σύνορα» Λιβάνη.

Sciller, D. (1999) Digital Capitalism. The MIT Press

Thurow, L. (2000) Η πυραμίδα του πλούτου. Αθήνα: «Νέα Σύνορα» Λιβάνη.

Τσουκαλάς, Κ. (2000)«Γνώση, εκπαίδευση και ίσες ευκαιρίες»Το Βήμα 18-6

Unesco (1998) Rapport mondial sur l’éducation Paris : Unesco.

Unesco (Rapport à l `)(1996). L’ éducation. Un trésor est caché dedans. Paris : Od. Jacob.

Φρίντμαν, Τ. (2001). Το Lexus και η ελιά. Τι είναι η παγκοσμιοποίηση. Αθήνα: Ωκεανίδα

 

 

Résumé

La conception dominante de la mondernisation technologique de l’éducation se caractérise par le culte de la technologie, s’inspire d’un esprit technocratique/économiste et elle vise la rentabilisation du savoir instrumentaliste. Elle se transforme, donc, à une idéologie qui veut ignorer les dimensions sociales et culturelles du savoir, les nouvelles inégalités qui crée la société de l’information ainsi que la pensée critique et le développement humain qui constituent, pourtant, le but primordial de l’éducation.