Πληροφορική και εκπαίδευση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης

 

 

                                                Του Ιωάννη Κεκέ & της Ζαφειρίας Μυλωνάκου - Κεκέ 

 

Περίληψη

Παγκοσμιοποίηση είναι μια πολυχρησιμοποιημένη λέξη του καιρού μας για την οποία ελάχιστοι έχουν μια κοινή αντίληψη. Τη  χρησιμοποιούν πολλοί και σε πολλές περιπτώσεις με τρόπους και σημασίες που συχνά προβληματίζουν για την αξία και τη σημασία της.

Ζούμε, ή έστω πρόκειται να ζήσουμε στο άμεσο μέλλον, σε ένα «παγκόσμιο ψηφιακό χωριό» με όλο τον τεχνολογικό και κοινωνικό πρωτογoνισμό που αυτό συνεπάγεται;

Μήπως στην πράξη βαδίζουμε προς τη δημιουργία μιας ενιαίας «ψηφιακής μητρόπολης» με ευδιάκριτο το - οικονομικό της κυρίως – κέντρο και τα πολυάριθμα υποβαθμισμένα της γκέτο;

Τελικά, μήπως πρόκειται για έναν «ψηφιακό καταυλισμό» του οποίου τη μετεξέλιξη αδυνατούμε να προβλέψουμε διότι τα διανοητικά και επιστημονικά μας εργαλεία – «ακονισμένα» για αιώνες από μια επίμονη αναλυτική μεθοδολογία – μοιάζουν σήμερα να μην επαρκούν για να περιγράψουν, να ερμηνεύσουν και συνακόλουθα να προβλέψουν την κατάληξη της πληροφορικής επανάστασης του καιρού μας, η οποία μόλις αρχίζει;

 

Εισαγωγικά

Στην πράξη μόλις τώρα αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος των επιπτώσεων της πληροφορικής επανάστασης και ταυτόχρονα να αναγνωρίζουμε πως τα ερμηνευτικά μας εργαλεία είναι υπερβολικά «αναλογικά» για να περιγράψουν έναν «ψηφιακό» κόσμο. Έννοιες – κλειδιά όπως  αντικειμενικότητα, ορθολογικότητα, ακρίβεια και αλήθεια, που για αιώνες απετέλεσαν κριτήρια ποιότητας για τις επιστημονικές και τις φιλοσοφικές μας θεωρίες, σήμερα αντιμετωπίζονται με  δυσπιστία μέσα από τη λογική και τα ευρήματα νέων ερευνητικών πεδίων (Ασαφής Λογική στα Μαθηματικά, Πλασματική Πραγματικότητα στην Τεχνολογία, Διαχυτικές Δομές στη Χημεία,  κ.λπ.).

Καταστάσεις που  η κρατούσα επιστημονική λογική κατέτασσε μέχρι χθες στην σφαίρα του «παράδοξου» σήμερα μελετώνται με ξεχωριστό ενδιαφέρον και αποκτούν εφαρμογές. Εφαρμογές, από τις οποίες – όπως και από το σύνολο των προϊόντων του σύγχρονου τεχνολογικού μας πολιτισμού – επηρεάζονται και διαμορφώνονται οι νέες κυρίως γενεές ως «πολυμεσικά όντα». Με την έννοια πως υπόκεινται στις επιδράσεις και υφίστανται τις επιπτώσεις μιας ορατής μεταβολής παραδείγματος που οδηγεί από την – έως τώρα κυρίαρχη – γραμμική κουλτούρα της γραφής σε αυτήν ενός μη γραμμικού πολυμεσικού περιβάλλοντος, με κυρίαρχη  την εικόνα.

Τα ερωτήματα που τίθενται, όταν κάποιος προβληματίζεται για τα παραπάνω και ταυτόχρονα προσπαθεί να συλλογισθεί για τον τρόπο με τον οποίο το σχολείο μπορεί να ανταποκριθεί στη δύσκολη αποστολή του να προετοιμάσει τα νεότερα μέλη της κοινωνίας  για τον κόσμο που έρχεται, είναι πολλά και όλα προσκρούουν σε δύο βασικές αδυναμίες:

α. Πώς σχεδιάζεις και προγραμματίζεις για πράγματα που σε «υπερβαίνουν», με την έννοια ότι τα γνωρίζεις συχνά, ταυτόχρονα με αυτούς στους οποίους υποτίθεται πως πρέπει να τα διδάξεις;

β. Πόσο εξοικειωμένοι είμαστε - οι ενήλικες ιδιαίτερα – με περιβάλλοντα υψηλής πολυπλοκότητας και ασάφειας, όπως αυτά που καλούμεθα να διαχειρισθούμε στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης (όπως και να την εννοεί ο καθένας).

Παρ’όλα αυτά θεωρούμε πως οι ίδιες οι νέες τεχνολογίες μπορούν να βοηθήσουν σε αυτήν την κατεύθυνση, με την προϋπόθεση ότι θα είμαστε σε θέση να δώσουμε πειστικές απαντήσεις σε τρία τουλάχιστον βασικά ερωτήματα:

1.       Ποια είναι η «πολυμεσική κουλτούρα» την οποία θα πρέπει να προτείνουμε στους μαθητές, μέσα από την καθημερινότητα της τάξης (που και αυτή μεταλλάσσεται ταχύτατα);

2.       Τι και πώς μπορούμε να διδάξουμε χρησιμοποιώντας τις νέες τεχνολογίες; Τι εξακολουθεί να ισχύει και τι όχι σε σχέση με αυτά που κάναμε  όταν δεν είχαμε στη διάθεσή μας όλα αυτά τα μέσα;

3.       Ποιους νέους στόχους θέτουμε και ποιο είναι το σύμπαν των γνώσεων και των εμπειριών, που είναι απαραίτητο να κατέχει ο μαθητής για να επιβιώσει στην κοινωνία της - οικονομικής και πολιτισμικής κυρίως – παγκοσμιοποίησης;

 

 

Η «νέα» κουλτούρα της τεχνολογίας - Από τα «παίγνια» στο «χάος».

 

Η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη των τελευταίων ετών και οι προοπτικές που διαφαίνονται άμεσα για την περαιτέρω ανάπτυξή της επιλύουν και ταυτόχρονα θέτουν σημαντικά ζητήματα σε σχέση με τη συνολική μας αντίληψη για το φαινόμενο αυτό που όμοιό του, σε ρυθμούς ανάπτυξης και εξάπλωσης, δεν έχουμε γνωρίσει ως τώρα. Συνακόλουθα, και ιδιαίτερα κατά  την τελευταία δεκαετία, η τεχνολογία διευκολύνει - και σε μεγάλο βαθμό και προσδιορίζει - την παγκοσμιοποίηση (αν και όχι ακόμη την ομογενοποίηση) των οικονομιών και των ανθρώπινων συμπεριφορών. Αυτό συμβαίνει  κυρίως λόγω της μορφής και των μεταμορφώσεων του χρηματιστηριακού κεφαλαίου και των οικονομικών συναλλαγών, σε αγορές που βρίσκονται σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Παράλληλα, αυτές οι αγορές γνωρίζουν μια πρωτοφανή απορύθμιση, η οποία ξεκινά από τις διαφορετικές και  συχνά μάλιστα αντικρουόμενες στρατηγικές των πολλαπλών οικονομικών κέντρων του πλανήτη και αποτυπώνεται, κυρίως, στους  κανόνες που καθορίζουν τις σχέσεις των οικονομικών κλάδων. Βιώνουμε στην ουσία μια κρίση στο μοντέλο της παγκόσμιας ανάπτυξης. Πράγματι  στα στρατηγεία των μεγάλων επιχειρήσεων αλλά και αρκετών κυβερνήσεων του δυτικού κόσμου, για μια μεγάλη περίοδο μετά το τέλος του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, οι επιστημονικές προβλέψεις για το μέλλον το δικό τους αλλά και του κόσμου κατέχουν περίοπτη θέση. Τα γεγονότα τα σχετικά με τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979 έθεσαν σε σοβαρή κρίση τα μοντέλα «πρόβλεψης» και προσανατόλισαν τους «στρατηγικούς παίκτες» διεθνώς σε μοντέλα «επιρροής» και «επίδρασης» στο μέλλον. Επιστρατεύθηκαν θεωρητικά σχήματα που εξυπηρετούσαν αυτήν τη λογική, υιοθετήθηκαν αναλύσεις (βασισμένες και στην θεωρία των «παιγνίων»[1]) και αξιοποιήθηκε η μεγάλη διαθέσιμη υπολογιστική ισχύς των μηχανών για να τα καταστήσουν αξιόπιστα. Ο προφανής - αν και ανομολόγητος συχνά - σκοπός ήταν τα πιθανά οφέλη να τα καρπωθούν αυτοί που ενήργησαν πρώτοι ή κατάφεραν να ασκήσουν τη μεγαλύτερη επιρροή στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ή ακόμα και σε κρίσιμα υποσυστήματά του. Τα γεγονότα τα σχετικά με την κατάρρευση των καθεστώτων των ανατολικών χωρών επιβεβαίωσαν απλά ότι τα μοντέλα «επιρροής» του μέλλοντος ήταν, ως επί το πλείστον, ασκήσεις επί χάρτου. Εκ των υστέρων, επιβεβαιώθηκε η παντελής έλλειψη σοβαρής προετοιμασίας για όσα ακολούθησαν.

Από τα «παίγνια» στη συνέχεια οδηγηθήκαμε στις «καταστροφές[2]» και στο «χάος[3]». Δε γνωρίζουμε απόλυτα ποια μοντέλα διέψευσε η πρωτοφανής επίθεση των αεροπειρατών στις Η.Π.Α (11 – 9 – 2001), η οποία  συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Ενδεικτική όμως για το τι θα επακολουθήσει μοιάζει να είναι η διατύπωση του M. Skapinger στους “Financial Times” της 26ης Σεπεμβρίου 2001, «προετοιμαστείτε για το απροσδόκητο». Και αν αυτό αποδειχθεί αδύνατο, με δεδομένη την πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει την σημερινή «παγκοσμιοποιημένη» μας κοινωνία, τότε μήπως κάποιοι ενδιαφερθούν για μια «επάνοδο στην απόλυτη ορθολογικότητα» και επιστρέψουμε και πάλι στην αρχή; Το ερώτημα είναι αμείλικτο και προς το παρόν αδύνατο να απαντηθεί. Αυτό όμως που σίγουρα ενδιαφέρει το σκοπό της εισήγησής μας είναι το γεγονός πως μαζί με την τεχνολογία, την παγκοσμιοποίηση και τα επακόλουθά τους αρχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε, να συζητούμε και να προσπαθούμε να «θεωρητικοποιήσουμε» κάποιες έννοιες τις οποίες παλαιότερα αποφεύγαμε ή και ενδεχομένως δεν γνωρίζαμε. Έννοιες όπως π.χ: 

 

Πολυπλοκότητα – Δικτύωση – Μη γραμμικότητα – Ανάδραση – Ασάφεια (με τη μαθηματική της διατύπωση) – Αβεβαιότητα – Παγκοσμιοποίηση.

 

Για όλες αυτές και για πολλές ακόμη άλλες που κατά καιρούς ανακαλύπτονται ή «εφευρίσκονται» η εκπαίδευση (με τη γενικότερη έννοια του όρου) χρειάζεται να προσδιορίσει τα γνωστικά εργαλεία με τα οποία θα μπορέσει να τις εντάξει στη λογική και στα προγράμματά της. Εάν μάλιστα συνεκτιμήσουμε το γεγονός ότι η νέα τεχνολογική κουλτούρα που αναπτύσσεται βρίσκεται κυρίως στη διάθεση των νεότερων (τεχνολογικά εναλφάβητων γενεών), οι οποίες υποτίθεται ότι θα πρέπει και να την «διδαχθούν» από ανθρώπους που συχνά δεν την γνωρίζουν, τότε συνειδητοποιούμε τα μεγάλα προβλήματα που ανακύπτουν. Επιπρόσθετα, παριστάμεθα μάρτυρες μιας «μετατόπισης» του επιστημονικού «παραδείγματος» της εποχής μας από την αναλυτική σκέψη σε μια περισσότερο ολική προσέγγιση των ζητημάτων, κύρια μέσα από τη Συστημική Σκέψη και την Κυβερνητική σε βαθμό που ενδεχομένως να αναδύεται ένα νέο «παράδειγμα» στο οποίο μάλλον θα κυριαρχεί το «φαινόμενο της πολλαπλής εστίασης» (zoom)[4](Κεκές, Ι., 2001).

Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην έννοια της παγκοσμιοποίησης (η οποία εκτός από ασαφής παραμένει και πεισματικά μη γραμμική, με την έννοια ότι μικρά σχετικά γεγονότα μπορούν να έχουν τεράστια επίδραση στη συνολική δυναμική του παγκόσμιου συστήματος), θα μπορούσαμε, απλουστεύοντας αρκετά την πολύπλοκη πραγματικότητα να προβληματισθούμε για την εκλεκτική της συγγένεια με ένα παγκόσμιο χωριό, μια μητρόπολη ή μια ομάδα απομονωμένων καταυλισμών. Οι συσχετισμοί, αν και αυθαίρετοι, εκτιμούμε ότι υποβοηθούν σημαντικά στην κατανόηση του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Μοιάζει να ξαναζούμε την ιστορία της ανθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης από την αρχή. Το ζήτημα είναι να αναγνωρίσουμε σε ποια ακριβώς φάση της βρισκόμαστε και ποιες προοπτικές διαγράφονται για το άμεσο μέλλον. Και αυτό γιατί οι μακροπρόθεσμοι σχεδιασμοί – προγραμματισμοί σπάνια υλοποιούνται με ικανοποιητική ακρίβεια, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αναφέρονται σε πολύπλοκα μη γραμμικά δυναμικά συστήματα, όπως αυτό της παγκόσμιας κοινωνίας, που αρχίζει να υποδηλώνεται από τη συνεχώς διευρυνόμενη χρήση της τεχνολογίας,

Πρόκειται άραγε οι σημερινοί μαθητές να ζήσουν στα πλαίσια ενός αναπτυσσόμενου «καταυλισμού» στη χώρα τους; Συμμετέχουν μήπως σε ένα παγκόσμιο χωριό με οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική δομή ανάλογη ή είναι «ασυνείδητα» πολίτες μια μητρόπολης που διαθέτει όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά (οικονομικό κέντρο, γραφειοκρατία, γκέτο κ.λπ). Μπορούμε ακόμη να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι, παράλληλα και «πάνω» από το «γήινο» μοντέλο που συζητούμε με βάση τις έως τώρα εμπειρίες του ανθρώπινου είδους, εξελίσσεται διαρκώς η δημιουργία του κυβερνοχώρου, όπου οι έννοιες του πραγματικού και του εικονικού (πλασματικού) συνδυάζονται και συγχέονται κάποτε σε βαθμό που να συζητάμε και για «ανάμικτη πραγματικότητα».

Γίνεται φανερό πως απαντήσεις σε ερωτήματα αυτού του τύπου δύσκολα μπορεί να δώσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο  δε θα καταφέρει να προσαρμόσει – όσο αυτό είναι δυνατό – τα αντανακλαστικά του σε μια νέα πραγματικότητα, που ενώ θυμίζει τα γνωστά συχνά τα υπερβαίνει, σε βαθμό που να χρειάζεται ακόμη και μια διαφορετική γλώσσα περιγραφής για να προωθήσει την κατανόησή τους. Το δύσκολο εδώ είναι να συμβιβασθούμε και να συμβιώσουμε ενδεχομένως με μια γλώσσα περιγραφής που είναι από τη φύση της ασαφής, παράδοξη και συχνά αυτοαναφορική[5].

 

Οι δυνατότητες των νέων τεχνολογιών και οι επιπτώσεις τους στην εκπαιδευτική διαδικασία.

       Τα κείμενα που τα τελευταία χρόνια έχουν γραφεί σε σχέση με τις δυνατότητες και τις επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών, ειδικότερα μάλιστα στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι τόσα όσα θα περίμενε κανείς. Οι λόγοι για αυτή τη γενικότερη έλλειψη «υλικού» είναι μάλλον προφανείς.

·         Η τεχνολογία εξελίσσεται τόσο γρήγορα που οι μελέτες «παλιώνουν» σχεδόν πριν δημοσιευθούν.

·         Αυτοί που θα πρέπει να «καθοδηγήσουν» -στον ακαδημαϊκό κυρίως χώρο- τους νεώτερους σε τέτοιες διαδικασίες, έχουν συνήθως άγνοια του «μέσου» ή είναι – από τα πράγματα – «όψιμοι χρήστες».

·         Δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί μια κοινά αποδεκτή επιστημονική γλώσσα για ένα τόσο διεπιστημονικό αντικείμενο όπως αυτό των νέων τεχνολογιών. Και αυτό είναι λογικό και αναμενόμενο, δεδομένου ότι βιώνουμε ακόμη μια βασική «μετατόπιση παραδείγματος», όπως προαναφέρθηκε.

·         Επιπλέον, βρισκόμαστε στη «δίνη» μιας επαναστατικής αλλαγής από το «μαθητή – γραφέα», όπου με τη συνδρομή του Γουτεμβέργιου περάσαμε στο «μαθητή – αναγνώστη» και η απόσταση δεν ήταν μικρή. Σήμερα οι νέες τεχνολογίες μας οδηγούν στο «μαθητή – εκδότη» και στον «εκπαιδευτικό – σκηνοθέτη» και εδώ η απόσταση είναι τεράστια.

Με αυτή τη συλλογιστική και για να γίνει σαφέστερο αυτό που εννοούμε εδώ, ας φαντασθούμε τη σχέση ανάμεσα σε έναν τυπωμένο γεωγραφικό άτλαντα και ένα λογισμικό για την «κατασκευή» γεωγραφικών χώρων. Από τη μια μεριά, η έτοιμη προς απομνημόνευση γνώση με τη σφραγίδα της εγκυρότητας αυτού που τη συνέταξε και από την άλλη,  ο μαθητής – ερευνητής και η προσπάθειά του να κατανοήσει τις πληροφορίες που είναι διαθέσιμες, να τις εντάξει λειτουργικά στο γνωστικό του σύστημα, να αλληλεπιδράσει μαζί τους προωθώντας μια πρωτότυπη –ως προς τη μορφή της παρουσίασης- δημιουργία και τέλος ενδεχομένως και να «βιώσει εικονικά» το έργο του. Πρόκειται για δύο συμπληρωματικές διαδικασίες με εντελώς διαφορετική εκπαιδευτική φιλοσοφία. Το πλέον όμως σημαντικό είναι ότι στη δεύτερη περίπτωση «σχετικοποιείται» η έννοια του χώρου και συνακόλουθα αυτή του χρόνου, ενώ ταυτόχρονα ο μαθητής έχει πολλά περιθώρια για την επιλογή – προσαρμογή μιας διαδικασίας, η οποία θα  είναι κοντά στο προσωπικό του στυλ μάθησης. Το αίτημα για αυτόνομη και δημιουργική σκέψη είναι αυτό που τελικά αναδύεται και σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν ενδεχομένως περιθώρια και ευκαιρίες για να διασωθεί και να ενισχυθεί η «καλλιτεχνική φύση» με την οποία είναι προικισμένοι οι νεαροί μαθητές. Πάνω σε αυτό το γόνιμο υπόστρωμα αναμένεται να καρποφορήσουν αποτελεσματικότερα οι προσπάθειες για εκπαίδευση – προετοιμασία των παιδιών για έναν κόσμο που είναι πλέον ελάχιστα προβλέψιμος.

Εάν βέβαια αποχωριστούμε την δυνατότητα πρόβλεψης στις αναλύσεις μας για την εκπαίδευση, είναι επόμενο να οδηγηθούμε σε κρίση για το τι είναι το σχολείο και ποια είναι η αποστολή του στο σημερινό κόσμο. Το ερώτημα ξεφεύγει από τα όρια της εργασίας αυτής αλλά δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι οι εκπαιδευτικές αλλαγές παρέμειναν για αιώνες εξαιρετικά βραδείς στους ρυθμούς μεταβολής τους. Τότε βέβαια και το κοινωνικό – οικονομικό – πολιτιστικό υπερσύστημα του σχολείου εξελισσόταν με αντίστοιχους ρυθμούς, σήμερα όμως οι μεταβολές είναι όχι μόνο ραγδαίες αλλά συχνά και εντελώς απρόβλεπτες και είναι σε αυτές που θα πρέπει να απαντήσει το σχολείο και μάλιστα χωρίς το πλεονέκτημα της δυνατότητας για ασφαλή πρόβλεψη των καταστάσεων που θα προκύψουν στο μέλλον. Οι νέες τεχνολογίες μπορούν να βοηθήσουν σε αυτήν την κατεύθυνση, υποστηρίζοντας τις προσπάθειες για την προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Φαίνεται, και αυτό είναι ίσως μια τολμηρή έκφραση, πως οδηγούμεθα σε ένα «νεοπρωτογονισμό» και είμαστε  τόσο εξελιγμένοι, αλλά ταυτόχρονα και τόσο ευάλωτοι, κύρια λόγω της αδυναμίας μας για πρόβλεψη στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη μας κοινωνία, ακριβώς όπως και οι μακρινοί μας πρόγονοι. Μόνο  που η δική τους αβεβαιότητα  προερχόταν από τα στοιχεία της φύσης που τους περιέβαλε ενώ εμείς ταλανιζόμαστε κυρίως από την ασάφεια και την πολυπλοκότητα του γιγάντιου παγκόσμιου συστήματος, το οποίο  προσπαθούμε να οικοδομήσουμε για να βελτιώσουμε τους όρους της διαβίωσής μας. Μέσα σε αυτό το σύστημα ο καθένας βλέπει, ή και κάποτε προσπαθεί να δημιουργήσει, το ρόλο του σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού για την επιβίωση. Το σχολείο παραδοσιακά προτρέπει για συνεργασία και μένει να δούμε πώς θα μετεξελιχθεί, προκειμένου να εξακολουθήσει να ανταποκρίνεται στην αποστολή του.

 

Υπάρχουν νέοι στόχοι για την εκπαίδευση;

Ποιο το σύμπαν των γνώσεων και των εμπειριών που θα τους υποστηρίξει;

Αρκετά συχνά ορισμένοι επιστήμονες ενθουσιάζονται από τις νέες τεχνολογικές προόδους και σε κάποιες περιπτώσεις σπεύδουν να προχωρήσουν σε παραδοχές και διαπιστώσεις που σχετίζονται με τις επαναστατικές αλλαγές και τις διαφοροποιήσεις που θα προκύψουν από αυτές. Άλλοι επιμένουν να θεωρούν την τεχνολογία ως ουδέτερη και να αποδίδουν έμφαση σε αναλοίωτες διαχρονικές παραδοχές που δύσκολα μεταβάλλονται. Όποια όμως και αν είναι η τοποθέτηση ενός παιδαγωγού για τα σχετικά ζητήματα, ακόμη και αν επιλέγει να κινηθεί και στο ενδιάμεσο τμήμα αυτών των ακραίων τοποθετήσεων, υπάρχουν, πιστεύουμε, ορισμένες αυταπόδεικτες αλήθειες – «αξιώματα» που θα πρέπει αναγκαστικά να συνυπολογίζονται σε κάθε σχετική ανάλυση:

·         Η υπολογιστική τεχνολογία θα αποτελέσει στο άμεσο μέλλον αναπόσπαστο τμήμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Επομένως οι προσπάθειες για να αποφύγουμε τη σχετική συζήτηση είναι άσκοπες.

·         Παρά τη μεγάλη τεχνολογική εξέλιξη, οι βασικές αρχές της ανθρώπινης σκέψης παραμένουν ουσιαστικά αναλλοίωτες και δύσκολα προκύπτουν πραγματικά νέες έννοιες ή όροι. Αυτό σημαίνει πως υπάρχει ένας βασικός πυρήνας γνώσεων γύρω από τον οποίο μπορούν να οργανωθούν και να συστηματοποιηθούν οι πληροφορίες, που εύκολα πια αποκτούμε.

·         Το βιοψυχοκοινωνικό σύστημα άνθρωπος είναι σήμερα εκτεθειμένο χάρη στη χρήση των νέων τεχνολογιών, σε πληροφοριακά ερεθίσματα που ήταν αδιανόητα στο πρόσφατο παρελθόν και επιπλέον έχει τη δυνατότητα να «βιώνει εικονικά» καταστάσεις και να συμμετέχει σε διαδικασίες με πρωτόγνωρους τρόπους. Οι δυνατότητες αυτές θα αυξάνονται συνεχώς στο μέλλον και σε κάποιες περιπτώσεις η τεχνολογία θα φθάνει πιο σύντομα από ότι  θα φθάνει το «ψωμί» σε «στερημένους» ανθρώπους. Θα υπάρξουν επιπτώσεις σημαντικές στη βιολογική, στην ψυχολογική και στην κοινωνική σφαίρα  των ατόμων, εξαιτίας της ολοένα αυξανόμενης χρήσης των τεχνολογιών αυτών.

·         Η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη και οι ανάγκες για μια αποτελεσματική άμυνα στις «διαφημιστικού» τύπου στρατηγικές των εταιρειών μοιάζει αναπόφευκτη. Αυτό σημαίνει έμφαση στην αγωγή στα μέσα και την οπτική εκπαίδευση.

·         Η τεχνολογική «απανθρωποποίηση» θα χρειασθεί να αντισταθμισθεί με έναν «εξανθρωπισμό του μέσου». Αυτό καθιστά επίκαιρες τις ανθρωπιστικές σπουδές και θέτει ζητήματα αρχών και ιδεολογιών, στη θέση των προτεινόμενων, συχνά, από τα μέσα προτύπων και ιδεολογημάτων.

·         Η χρήση της τεχνολογίας παρέχει δυνατότητες «επικοινωνίας» που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αντισταθμίσουν την ισχυρή προσπάθεια για έλεγχο, που μοιραία τη συνοδεύει.

·         Οι δυνατότητες του ανθρώπου για παρέμβαση στα τεχνολογικά μέσα παραμένουν σε αυτήν τουλάχιστον τη φάση της εξέλιξής τους αρκετά  ισχυρές. Στο μέλλον, αυτό θα γίνεται όλο και πιο δύσκολα.  Τα ζητήματα δημοκρατίας θα επανέρχονται συνεχώς και θα είναι ευθύνη της νέας γενιάς να παραδώσει στους επόμενους τις δυνατότητες για επαρκή έλεγχο των τεχνουργημάτων. Εδώ, ο ρόλος της εκπαίδευσης είναι καθοριστικός.

Ανταπόκριση του μοντέλου
στην παραγματικότητα,ΔΟΜΗ,ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΙ,ΜΟΝΤΕΛΟ,Συμπεριφορά
του μοντέλου,Αλλαγές 
πολιτικής,Εκτίμηση 
πολιτικής,Εναλλακτική
συμπεριφορά,Διαφορές στη
συμπεριφορά,Αρχές βρόχων
ανάδρασης,΄Εννοιες από τη
βιβλιογραφία,Σκοπός,Δεδομένα χρονικής σειράς,Αριθμητικά δεδομένα,Νοητική και γραπτή 
πληροφορία 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Σχέδιο 1

Η διαδικασία κατασκευής ενός μη γραμμικού μοντέλου ανάδρασης .

 

 

 

Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις – παραδοχές γίνεται αντιληπτό ότι οι τεχνολογίες της πληροφορικής και η εκπαίδευση αποτελούν τους δύο πόλους ενός αναδρασιακού βρόχου, ο οποίος θα πρέπει να εξασφαλίσει τους βασικούς όρους επιβίωσης των νέων ανθρώπων στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Για να γίνει αυτό θα πρέπει ή ένταξη των νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία να ακολουθήσει ένα ευπροσάρμοστο και μη γραμμικό δυναμικό μοντέλο ανάδρασης[6] με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα (βλ. σχ.1).

Σε αυτό το μοντέλο το επιθυμητό σύμπαν των γνώσεων και των εμπειριών για το μαθητή θα πρέπει να οικοδομείται και να αναπροσαρμόζεται γύρω από αναλλοίωτες σταθερές, οι οποίες θα προκύψουν από ενδελεχή μελέτη διεπιστημονικών ομάδων, που θα συνεκτιμήσουν πλήθος παραγόντων αξιοποιώντας για το σκοπό αυτό τη συλλογιστική της Συστημικής – Κυβερνητική προσέγγισης καθώς και τις δυνατότητες των σύγχρονων υπολογιστών.

 

Συμπερασματικά

Δυστυχώς, σε αυτήν τη φάση είναι αναγκαστικά πολύ περισσότερες οι ερωτήσεις που θέτουμε, από τις απαντήσεις που μπορούμε να δώσουμε. Aυτό όμως δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη ένα πρόβλημα. Είναι ταυτόχρονα και μια πρόκληση για να ασχοληθούμε με μεθόδους, τεχνικές και εργαλεία, που αυξάνουν την ικανότητά μας να κατανοούμε τις νέες – συχνά ασαφείς, απρόβλεπτες και ευμετάβολες – καταστάσεις και να θέτουμε τα σωστά ερωτήματα. Ίσως τελικά αυτός να είναι ένας περισσότερο αποδοτικός τρόπος για «επιβίωση» στις νέες συνθήκες, σε σχέση με τον κλασικό αποθησαυρισμό γνώσεων, που γίνεται με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουμε με συγκεκριμένο τρόπο, σε συγκεκριμένες καταστάσεις, που μάλλον δεν θα συναντήσουμε ποτέ, στο μέλλον.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

Gibbons, R., (1992), A Primer in Game Theory, Harvester, Hemel Hempstead.

 

Κεκές, Ι. (2001). Συστημική Προσέγγιση και Κυβερνητική: Τα Διανοητικά εργαλεία στην Εποχή της Πολυπλοκότητας, Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου «Νέες Τεχνολογίες στην Εκπαίδευση και στην Εκπαίδευση από Απόσταση» της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο, Ατραπός.

Thom, R., (1997), Autobiography of René Thom, in M. Atiyah and D. Iagolnitzer (eds.), Fields Medallistists Lectures (Singapore), 71-76.

Zeeman, E. C.,(1993), Controversy in science: On the ideas of Daniel Bernoulli and René Thom, New Arch. Wisk. (4),  257-282.


 

ABSTRACT

Globalization is a widely used word of our times about which very few have a common view. It is widely used and, in many cases, in such ways and meanings that,
often, set us thinking about its true worth and meaning.
Are we living or are we to live, in the immediate future, in a “Global Digital Village” with all the technological and socio-cultural primitivism that is entailed?
Are we, in fact, on the way to create a united "Digital  Metropolis" with, primarily, a well defined centre  and  numerous debased ghetto? Is this, after all, about a “Digital Settlement” the evolution of which cannot be predicted by our mental
and scientific tools, "sharpened" by a persistent analytical methodology, that now days seem inadequate to describe, interpret and subsequently predict the
current outcome of the computer science revolution which has just been started?

 

 



[1] Η θεωρία των παιγνίων είναι ένας σημαντικός μαθηματικός κλάδος, που δημιουργήθηκε για να μελετηθούν καταστάσεις, όπου εμπλέκονται η σύγκρουση με τη συνεργασία. Διαφέρει από τα παραδοσιακά μαθηματικά της στατιστικής και των πιθανοτήτων στο ότι ασχολείται με δύο ή περισσότερα άτομα ή συνασπισμούς ατόμων με διαφορετικούς αντικειμενικούς σκοπούς και στόχους (Gibbons, 1992).

[2] Η θεωρία καταστροφών διατυπωμένη από τον R. Thom (1997), θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συμπληρωματική της θεωρίας των πληροφοριών, με την έννοια, πως η θεωρία πληροφοριών μελετά τα φαινόμενα που συνδέονται μεταξύ τους με συνεχή αλλαγή, ενώ η θεωρία καταστροφών έχει ως αντικείμενο τις ασυνεχείς, τις απότομες αλλαγές (Zeeman, 1993).

[3] Η μη γραμμική δυναμική και το χάος θεμελιώθηκαν, αναπτύχθηκαν και καθιερώθηκαν, μέσα στα τελευταία 30 χρόνια, ως μια επαναστατική εξέλιξη στην πρόοδο όλων γενικά των θετικών επιστημών. Χάος είναι η εξαιρετικά ευαίσθητη εξάρτηση της κίνησης από τις αρχικές συνθήκες. Το χάος ελοχεύει παντού, στη συντριπτική πλειοψηφία των δυναμικών συστημάτων και καταλαμβάνει περιοχές που γενικά μεγαλώνουν δραματικά, καθώς αυξάνεται η ενέργεια και η ένταση των μη γραμμικών δυναμικών αλληλεπιδράσεων του συστήματος.

[4] Με τον όρο αυτό εννοούμε την επιστημονική προσέγγιση που αντιμετωπίζει συνδυαστικά τόσο την αναλυτική σκέψη με την ιδιαίτερη έμφαση στις ιδιότητες του μέρους (εστίαση στο τι είναι το μικρό μέρος και συναγωγή συμπερασμάτων για το όλο) όσο και τη Συστημική – Κυβερνητική Προσέγγιση (εστίαση στο τι κάνει το όλο –σύστημα-). Η προσέγγιση αυτή θυμίζει τη λειτουργία μιας μηχανής λήψης και τη δυνατότητα που μας παρέχει ο φακός να «εστιάζουμε», ανάλογα με τα επιστημονικά ερωτήματα που τίθενται  κάθε φορά, ερευνητικά και μεθοδολογικά, στο μέρος, στο όλο ή και να συνδυάζουμε τα στοιχεία που προκύπτουν.

[5] Π.χ Πλασματική πραγματικότητα, Παγκόσμιο χωριό κ.ο.κ

[6] Τα μη γραμμικά μοντέλα έχουν πολλές διαφορές από τα γραμμικά. Ο κατασκευαστής τους αντί να προσπαθεί να επεξεργασθεί αριθμητικά όλες τις αιτιακές αλυσίδες, αναζητεί κόμβους όπου ενώνονται βρόχοι ανάδρασης, με στόχο να συμπεριλάβει στην «εικόνα» του συστήματος όσο περισσότερους σημαντικούς κόμβους γίνεται. Επιπλέον αντί να διαμορφώνει το μοντέλο έτσι ώστε να κάνει πρόβλεψη για κάποια μελλοντικά γεγονότα ή να ασκεί κάποιο κεντρικό έλεγχο, αρκείται μάλλον στο να το διαταράσσει δοκιμάζοντας διάφορες μεταβλητές με σκοπό να μάθει για τα κρίσιμα σημεία του συστήματος και την ομοιόστασή του. Δεν επιδιώκει τελικά να ελέγξει το σύνθετο σύστημα ποσοτικοποιώντας το και κυριαρχώντας στην αιτιότητά του, επιθυμεί να βελτιώσει τη «διαισθητική του αντίληψη» για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύει και αντιδρά το σύστημα ώστε να μπορεί να αλληλεπιδρά αρμονικότερα μαζί του.