Σχέση μεταξύ δημιουργικότητας

και ενδοπροσωπικού-εξωπροσωπικού ελέγχου

 

 

Των:

Δημητρίου Σ. Αλεξόπουλου, Ιωάννη Μαρμαρινού,

Όλγας Μαργαρίτη, Αγγελικής Σηφάκη,

 Ελένης Ανδρέου και Ολυμπίας Παλληκαρά

 

 

Έχει επισημανθεί η αξία της δημιουργικότητας  του ανθρώπου  στην ανάπτυξη του πολιτισμού γενικότερα και στο σημαντικό ρόλο που παίζει σε διάφορους τομείς της ζωής του ειδικότερα (Πασσάκος, 1977).

Η εντατικότερη και συστηματικότερη μελέτη της δημιουργικότητας άρχισε με την ομιλία του Guilford στον Αμερικανικό Ψυχολογικό Σύλλογο το 1950. Βεβαίως είχαν προηγηθεί και άλλοι ερευνητές, όπως  ο C. Spearman, ο R. Woodworth, ο L. Thurstone κ. ά.,  αλλά ο Guilford με το να εντάξει την αποκλίνουσα νόηση, με την οποία συνδέεται στενά η δημιουργική ικανότητα του ατόμου, στο τρισδιάστατο μοντέλο της νοημοσύνης που επινόησε, έδωσε νέα και από άλλη σκοπιά ώθηση για τη μελέτη της δημιουργικότητας.

Μέσα στο γενικότερο περίγραμμα της θεωρίας του Guilford κινήθηκαν και οι Getzels και Jackson (1962), οι οποίοι προσπάθησαν με δικά τους τεστ να δείξουν την ανεξαρτησία της δημιουργικότητας έναντι της νοημοσύνης, όπως και ο Torrance (1974) με δέκα γλωσσικά τεστ δικής του έμπνευσης. Ο τελευταίος θέλησε να δείξει ότι η δημιουργικότητα, ως ανεξάρτητη ικανότητα έναντι της νοημοσύνης, επισημαίνεται εφόσον υπερβούμε  ένα ορισμένο επίπεδο, δείκτη νοημοσύνης 120 και άνω. Τέλος οι Wallach και Kogan (1965), ακολουθώντας αφετηριακά τη μεθοδολογία του Guilford αλλά επηρεασμένοι περισσότερο από τον Mednick (1962) της συμπεριφορικής σχολής, επέμειναν στον παράγοντα της χαλάρωσης, της παιγνιώδους διάθεσης και της απουσίας χρονικού περιορισμού κατά τη διαδικασία της απάντησης στα ερωτήματα των τριών γλωσσικών και δύο μη γλωσσικών (οπτικών) τεστ που επινόησαν, ώστε να αναδυθεί το δημιουργικό δυναμικό του ατόμου (Μαρμαρινός, 1978).

Με τον όρο δημιουργικότητα, όπως είναι γνωστό, εννοούμε οτιδή­ποτε από την επίδοση σε ψυχολογικά τεστ δημιουρ­γικό­τητας μέχρι τις σχέσεις ενός ατόμου με τον/την σύζυγό του (Torrance, 1988). Ο όρος δημιουργικότητα αποδίδεται και με τον όρο αποκλίνουσα νόηση, που σημαίνει τη νοητική διαδικασία που οδηγεί στο να δώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες πιθανές απαντήσεις (Guilford, 1967. Κωσταρίδου- Ευκλείδη, 1989). Ο όρος αυτός αντιδιαστέλλεται από τη συγκλίνουσα νόηση, δηλαδή τη νοημοσύνη, που οδηγεί το άτομο στο να δώσει μόνο μία λύση, τη λογική λύση. Υπάρχει, βέβαια, και το πρόβλημα αν θα αξιολογήσουμε τη δημιουργική διαδικασία  ή το τελικό προϊόν.

Η έννοια του ενδο/εξω-προσωπικού ελέγχου αναπτύχθηκε από τον Rotter (1966). Κατ' αυτόν τα άτομα, που θεωρούν τους εαυτούς τους ως υπεύθυνους για οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή τους, διακρίνονται για την άσκηση ενδοπροσωπικού ελέγχου, ενώ όσοι αποδίδουν οτιδήποτε συμβαίνει στη ζωή τους σε εξωτερικούς παράγοντες, στην τύχη ή σε άλλα άτομα, έχουν εξωπροσωπικό έλεγχο (Rotter, 1966). Αν και επισημαίνεται ότι ο ενδο/εξω-προσωπικός έλεγχος, ως ένα βαθμό, εκφράζεται από την ψυχική κατάσταση των ατόμων σε μία  ειδική περίσταση, εντούτοις παρουσιάζονται ατομικές διαφορές ως προς το βαθμό που τα άτομα αποδίδουν τις συνέπειες των πράξεων τους σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς παράγοντες (Dowd, 1989).

Ίσως θεωρηθεί προφανές ότι τα άτομα που θεωρούν τους εαυτούς τους υπεύθυνους για τις πράξεις τους είναι δημιουργικά, ενώ, αντιθέτως, τα άτομα που θεωρούν ότι οι πράξεις τους επηρεάζονται από εξωτερικές δυνάμεις, από άλλα άτομα, ή την τύχη, δεν είναι δημιουργικά. Εντούτοις, έρευνες που έγιναν και θα αναφερθούν παρακάτω δείχνουν ότι η άποψη αυτή, όσον αφορά τον ενδο/ξω-προσωπιικό έλεγχο και τη δημιουργικότητα, δεν οδηγεί σε σταθερά αποτελέσματα. Έτσι, οι Bamber, Jose, και Boice (1975) βρήκαν πράγματι ότι τα άτομα που θεωρούν τους εαυτούς τους υπεύθυνους για τις πράξεις τους είχαν υψηλότερους βαθμούς στην ποσότητα των ιδεών. Τα ίδια αποτελέσματα βρέθηκαν στην έρευνα των Glover και Sautter (1976) όσον αφορά την πρωτοτυπία των ιδεών, αλλά όχι και αναφορικά με την ποσότητα των ιδεών. Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τους Cohen και Oden (1974) παρουσιάστηκαν ανομοιογενή αποτελέσματα, δηλαδή η δημιουργικότητα συσχετιζόταν με τον ενδοπροσωπικό έλεγχο μόνο στα κορίτσια του νηπιαγωγείου, ενώ το αντίθετο ίσχυε για τα αγόρια. Οι DuCette, Wolk, και Friedman (1972) πάλι βρήκαν ότι τα άτομα με ενδοπροσωπικό έλεγχο  ήταν περισσότερο δημιουργικά  από τα άτομα που χαρακτηρίζονταν   από εξωπροσωπικό έλεγχο. Αντιθέτως, δεν βρέθηκαν διαφορές στη δημιουργικότητα όσον αφορά τον ενδο/εξω-προσωπικό έλεγχο από τους Bolen και Torrance (1978). Οι Richmond και de la Serna (1980), αντίθετα με ό,τι θεωρείται κοινώς αποδεκτό, βρήκαν ότι τα άτομα με εξωπροσωπικό έλεγχο είναι πιο δημιουργικά από τα άτομα που χαρακτηρίζονται από ενδοπροσωπικό έλεγχο.

Ίσως, τα αντικρουόμενα αποτελέσματα των διαφόρων ερευνών να οφείλονται: (α) στα διάφορα δείγματα, (β) σε πολιτισμικές διαφορές, (γ) στην ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα άτομα σε συγκεκριμένες περιστάσεις, (δ) στις διάφορες ηλικίες των εξεταζομένων, (ε) στις χρονικές περιόδους, κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκαν οι ερευνες, δηλαδή η μία έρευνα να απέχει χρονικώς από μία άλλη δεκαετία και πλέον.   

Στην παρούσα έρευνα η δημιουργικότητα θα θεωρηθεί προεχόντως γνωστική ικανότητα που κατανέμεται κανονικά στο γενικό πληθυσμό, δηλαδή ως χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό (Καψάλης, 1981). Με βάση την άποψη αυτή προτάθηκαν διάφορα ψυχοτεχνικά μέσα για την αξιολόγηση της δημιουργικότητας, τόσο γλωσσικά όσο και μη-γλωσσικά (Torrance, 1974). Η βαθμολόγηση των τεστ δημιουργικότητας στην παρούσα έρευνα αναφέρεται σε δύο μεταβλητές: (α) στο συνολικό αριθμό των απαντήσεων του συμμετέχοντος, την ποσότητα των ιδεών, και (β) στον αριθμό των μοναδικών απαντήσεων που έδωσε ο συμμετέχων μόνο σε σχέση με τους άλλους συμμετέχοντες, την πρωτοτυπία των ιδεών.

Με την παρούσα έρευνα έχουμε σκοπό να διερευνήσουμε αν υπάρχει  σχέση μεταξύ ενδο/εξω-προσωπικού ελέγχου και δημιουργικότητας, όπως αυτή μετράται από τα τεστ που χρησιμο­ποιήθηκαν.

 

Μέθοδος

 Ψυχοτεχνικά μέσα. Τα ψυχοτεχνικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το τεστ των Wallach-Kogan (1965),  που αποτελείται από τρία επιμέρους γλωσσικά και δύο επιμέρους μη-γλωσσικά (οπτικά) τεστ δημιουργικής σκέψης: (α)  Όμοιες κατηγορίες (β) Εναλλακτικές χρήσεις, (γ) Ομοιότητες, (δ) Σχήματα και (ε) Γραμμές.

Επιπροσθέτως, χρησιμοποιήθηκαν και άλλα τρία γλωσσικά τεστ κατ' ανα­λο­γία προς αυτά του Guilford (1967), τα οποία δίνονται με χρονικό περιο­ρισμό: (α) Ασυνήθεις χρήσεις, (β) Συνέπειες, (γ) Υποθέσεις ή Tροποποιήσεις. Επίσης χρησιμοποιήθηκε και η συντομευμένη μορφή  της "Κλίμακας Ενδοπροσωπικού-Εξωπροσωπικού Ελέγχου για Παιδιά" των Nowicki και Strickland (1973) που αποτελείται από 20 ερωτήσεις-προτάσεις, σε κάθε μία από τις οποίες τα παιδιά καλούνται να δηλώσουν αν συμφωνούν ή δεν συμφωνούν.  Όσο μεγαλύτερη βαθμολογία έχει ένα παιδί στην κλίμακα αυτή τόσο μεγαλύτερο εξωπροσωπικό  έλεγχο φανερώνει  και αντίστοιχα λιγότερο ενδοπροσωπικό  έλεγχο.

Τα τεστ τόσο των Wallach-Kogan  όσο και του Guilford βαθμολογήθηκαν από δύο ερευνητές, τα μισά τεστ βαθμολόγησε ο ένας και τα άλλα μισά ο άλλος ερευνητής. Στη συνέχεια κατεγράφησαν όλες οι απαντήσεις και τέσσερις ερευνητές αποφάσισαν ποιες θα ληφθούν υπόψη στη βαθμολογία και ποιες όχι. Επομένως δεν χρειάστηκε να βρεθεί η αξιοπιστία μεταξύ βαθμολογητών, διότι η μέθοδος που ακολουθήθηκε κρίθηκε πιο αξιόπιστη.

Συμμετέχοντες. Το δείγμα αποτελούνταν από 60 μαθητές και μαθήτριες (31 μαθητές και 29 μαθήτριες) των Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄  τάξεων του Δημοτικού σχολείου, ηλικίας 10, 11 και 12 ετών.

Στατιστική ανάλυση. Συσχετίστηκε η βαθμολογία του τεστ ενδο/εξω-προσωπικού ελέγχου τόσο με τη βαθμολογία σε καθένα από τα χρησιμοποιηθέντα τεστ δημιουργικότητας όσο και με την αθροιστική βαθμολογία σε όλα τα τεστ,  γλωσσικά και μη-γλωσσικά (οπτικά) τεστ των Wallach-Kogan και στα τεστ του Guilford ως προς την ποσότητα και την πρωτοτυπία των ιδεών. Χρησιμοποιήθηκε ο συντελεστής συνάφειας του Pearson, για να βρεθούν οι συνάφειες μεταξύ του τεστ ενδο/εξω-προσωπικού ελέγχου και των τεστ δημιουργικότητας. Στη συνέχεια απομονώθηκε η επίδραση της ηλικίας και του φύλου με τη χρησιμοποίηση της μερικής συνάφειας.

 

Αποτελέσματα και Συζήτηση

Καταρχάς, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι στη στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν όλοι οι συμμετέχοντες για την εύρεση των συναφειών του Pearson, για την μερική συνάφεια, όμως, χρησιμοποιηθηκαν 56 συμμετέχοντες.

Πίνακας 1

Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις και συντελεστές συνάφειας μεταξύ ενδο/εξω-προσωπικού ελέγχου και των επιμέρους τεστ των Wallach-Kogan και του Guilford

 

Δημ/τητα

ΟΚ

ΕΧ

Ο

Σχ

Γ

ΑΧ

Συ

Τ

 

Μέσοι ΄Οροι

Ποσότητα

16.75

11.03

12.67

8.98

9.53

4.93

4.02

3.73

Πρωτοτυπία

1.00

.63

.75

1.03

1.43

.30

.53

.35

 

Τυπικές Αποκλίσεις

Ποσότητα

4.59

3.79

6.75

4.67

5.32

1.61

1.66

2.11

Πρωτοτυπία

1.10

.99

1.35

1.45

1.99

.56

.62

.55

 

Συνάφειες

Ποσότητα

.06

-.13

-.23

.06

-.05

.06

.03

.07

 

(.04)

(-.12)

(-.26*)

(.05)

(-.07)

(.07)

(-.03)

(.02)

Πρωτοτυπία

-.06

-.19

-14

-.28*

-.30*

-.13

-.25*

-.10

 

(-.06)

(-.18)

(-.08)

(-.29*)

(-.30*)

(-.13)

(-.31*)

(-.07)

 

*P<.05,  **P<.01,  (κριτήριο διπλής κατεύθυνσης). (   )  μερικές συνάφειες, όταν απομονώσουμε την ηλικία και το φύλο. ΟΚ= Όμοιες Κατηγορίες, ΕΧ= Εναλλακτικές Χρήσεις , Ο= Ομοιότητες,

 Σχ= Σχήματα, Γ= Γραμμές,  ΑΧ= Ασυνήθεις Χρήσεις,  Συ= Συνέπειες, Τ= Τροποποιήσεις

 

Ο Πίνακας 1 παρουσιάζει τους μέσους όρους, τις τυπικές αποκλίσεις και τους συντελεστές συνάφειας του Pearson και της μερικής συνάφειας όσον αφορά τον ενδο/εξω-προσωπικό έλεγχο και τα επιμέρους τεστ των Wallach-Kogan (Όμοιες Κατηγορίες, Εναλλακτικές Χρήσεις, Ομοιότητες, Σχήματα και Γραμμές,) και του Guilford (Ασυνήθεις Χρήσεις, Συνέπειες και Τροποποιήσεις). Παρατηρούμε ότι ως προς την ποσότητα των ιδεών στα παραπάνω τεστ καμία συνάφεια του Pearson δεν είναι στατιστικώς σημαντική και όλες οι μερικές συνάφειες είναι χαμηλότερες από τις συνάφειες του Pearson, εκτός από τη συνάφεια μεταξύ ενδο/εξω-προσωπικού ελέγχου και Ομοιοτήτων που είναι στατιστικώς σημαντική  αναφορικά με τη μερική συνάφεια.

Ως προς την πρωτοτυπία ιδεών για τα πιο πάνω τεστ βλέπουμε ότι στατιστικώς σημαντικές συνάφειες παρουσιάζονται μεταξύ ενδο/εξω-προσωπικού ελέγχου και Σχημάτων και Γραμμών από τα τεστ των Wallach-Kogan και Συνεπειών από τα τεστ του Guilford. Δεν υπάρχουν διαφορές ως προς τους συντελεστές συνάφειας του Pearson και των μερικών συναφειών  εκτός από τον συντελεστή που αναφέρεται στις Συνέπειες.

Πίνακας 2

Μέσοι όροι, τυπικές αποκλίσεις και συντελεστές συνάφειας μεταξύ ενδο/εξω-προσωπικού ελέγχου και των ολικών τεστ των Wallach-Kogan και του Guilford

 

Δημιουργικότητα

ΟΓ

ΟΟ

Ο

ΔΣ

ΔΣΣ

 

Μέσοι ΄Οροι

Ποσότητα

40.45

18.52

20.98

12.68

13.87

Πρωτοτυπία

2.35

2.47

 

1.18

 

 

Τυπικές Αποκλίσεις

Ποσότητα

11.41

9.57

11.34

4.36

4.69

Πρωτοτυπία

2.67

3.11

 

1.02

 

 

Συνάφειες

Ποσότητα

-.15

-.001

-.09

.07

.002

 

(-.18)

(-.01)

(-.10)

(.02)

(-.04)

Πρωτοτυπία

-.16

-.32*

 

-.28*

 

 

(-.13)

(-.33**[AD1] )

 

(-.29*)

 

 

*P<.05,  **P<.01,  (κριτήριο διπλής κατεύθυνσης). (   )  μερικές συνάφειες, όταν απομονώσουμε την ηλικία και το φύλο. ΟΓ= Ολική Γλωσσική βαθμολογία, ΟΟ= Ολική Οπτική  (μη γλωσσική) βαθμολογία, Ο= Ολική βαθμολογία,  ΔΣ= Δημιουργική Σκέψη, ΔΣΣ= Δημιουργική Σκέψη Σύνολο

 

 

       Στον Πίνακα 2 παρουσιάζονται οι μέσοι όροι, οι τυπικές αποκλίσεις και οι συντελεστές συνάφειας του Pearson και της μερικής συνάφειας όσον αφορά τον ενδο/εξω-προσωπικό έλεγχο και τα ολικά τεστ των Wallach-Kogan (Ολικό Γλωσσικό, Ολικό μη γλωσσικό (Οπτικό), Ολικό) και του Guilford (Δημιουργική Σκέψη, Δημιουργική Σκέψη Ολικό). Ως προς την ποσότητα των ιδεών καμία συνάφεια μεταξύ ενδο/εξω-προσωπικού ελέγχου και της ολικής βαθμολογίας στα τεστ των Wallach-Kogan και του Guilford δεν είναι στατιστικώς σημαντική και οι συντελεστές συνάφειας στις μερικές συνάφειες είναι κατά  τι υψηλότερες από όσο είναι στις συνάφειες του Pearson.

Αντιθέτως, αναφορικά με την πρωτοτυπία, στατιστικώς σημαντικές συνάφειες παρατηρούνται μεταξύ ενδο/εξω-προσωπικού ελέγχου και ολικής βαθμολογίας στα μη γλωσσικά (οπτικά) τεστ καθώς και στα τεστ Δημιουργικής Σκέψης. Γενικώς, φαίνεται ότι η ηλικία και το φύλο δεν παίζουν σηματνικό ρόλο στη σχέση μεταξύ δημιουργικότητας και ενδο/εξω-προσωπικού ελέγχου.

Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας συμφωνούν με αυτά  των Glover και Sautter (1976) ως προς την πρωτοτυπία των ιδεών, αλλά διαφέρουν από τα ευρήματα των άλλων ερευνητών που μνημονεύθηκαν στην εισαγωγή. Έτσι, και από αυτήν την έρευνα προκύπτει ότι η δημιουγικότητα συσχετίζεται, ως ένα βαθμό, με τον ενδο/εξω-προσωπικό έλεγχο, αλλά αυτό δεν είναι βέβαιο. Αυτό, ίσως, σημαίνει ότι τα δημιουγικά άτομα πιστεύουν ότι είναι υπεύθυνα για τις πράξεις τους. Τίθεται, όμως, το ερώτημα: Είναι τα άτομα δημιουργικά επειδή είναι υπεύθυνα για τις πράξεις τους ή είναι τα άτομα υπεύθυνα για τις πράξεις τους, επειδή είναι δημιουργικά; Δεν είναι, λοιπόν, σαφής η σχέση αιτίας και αποτελέσματος.


Βιβλιογραφία

Bamber, R. T., Jose, P. E., & Boice, R.  (1975). Creativity as affected by differential reinforcements and test instructions. Bulletin of the Psychonomic Society, 6, 361-363.

Bolen, L. M., &  Torrance, E. P. (1978). The influence on creative thinking of locus of control, cooperation, and sex. Journal of Clinical Psychology, 34, 903-907.

Cohen, S., & Oden, S. (1974). An examination of creativity and locus of control in children. Journal of Genetic Psychology, 124, 179-185.

Dowd, E. T. (1989). The self and creativity: Several constructs in search of  a theory. Στο Glover, J. A., Ronning, R. R., & Reynolds, C. R. (Eds.), Handbook of creativity. New York: Plenum.

DuCette, J., Wolk, S., & Friedman, S. (1972). Locus of control and creativity in black and white children. Journal of Social Psychology, 88, 297-298.

 Getzels, J. W., & Jackson, P. W. (1962). Creativity and intelligence. New York: Wiley.

Glover, J. A., & Sautter, F. (1976). An investigation of the relationship of four components of creativity to locus of control. Social Behavior and Personality, 4, 257-260.

Guilford, J. P. (1967). The nature of human intelligence. New York: McGraw Hill.

Καψάλης, Α. Γ. (1981). Παιδαγωγική ψυχολογία. Θεσσαλονίκη: Κυριακίδης.

Κωσταρίδου-Ευκλείδη, Α. (1989). Δημιουργική σκέψη. Στο Παπαχριστοφίλου, Δ. Ε. (Εκδ.), Παιδαγωγική ψυχολογική εγκυκλοπαίδεια-Λεξικό. (Τομός 3ος) (σσ. 1333-1336). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Μαρμαρινός, Ι. Γ. (1978). Δημιουργικότης και κοινωνικοοικονομικό επίπεδο. Αθήνα: Αυτοέκδοση.

Mednick, S. A. (1962). The associative basis of the creative process. Psychological Review, 69, 220-232.

Nowicki, S. J., & Strickland, B. R. (1973). A locus of control scale for children. Journal of Consulting Clinical Psychology, 40, 148-155.

Πασσάκος, Κ. Γ. (1977). Η δημιουργική σκέψις εις την εφηβείαν. Αθήνα: Αυτοέκδοση.

Richmond, B. O., & de la Serna, M.  (1980). Creativity and locus of control among Mexican college students. Psychological Reports, 46, 979-983.

Rotter, J. B. (1966). Generalized expectancies for internal versus external control of reinforcement. Psychological Monographs, 80, 1-27.

Torrance, E. P. (1974). Torrance tests of creative thinking: Norms, technical manual. Lexington, MA: Ginn.

Torrance, E. P. (1988). The nature of creativity as manifest in testing. Στο Sternberg R. J. (Ed.), The nature of creativity. Cambridge: Cambridge University Press

Wallach, M., & Kogan, N. (1965). Modes of thinking in young children. New York: Holt, Rinehart & Winston.

 


 

 

 

 

 

 

 


 [AD1]