Εμπειρική προσέγγιση της σχολικής επίδοσης μαθητών Ολιγοθέσιων και Πολυθέσιων Δημοτικών Σχολείων στην Ελλάδα.

 

 

Του Ιωάννη Φύκαρη, Διδάκτορα

 

 

Το ζήτημα των Ολιγοθέσιων Δημοτικών Σχολείων (ΟΔΣ), όπως προκύπτει από τη διεθνή βιβλιογραφία αποτελεί ουσιαστικό αντικείμενο της παιδαγωγικής συζήτησης σε πολλές χώρες. Οι απόψεις για την αποτελεσματικότητα των σχολείων αυτών συχνά διίστανται, δημιουργώντας τόσο υποστηριχτές όσο και αντιπάλους, οι οποίοι τονίζουν αντίστοιχα τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα των ΟΔΣ. Βιβλιογραφικά, επίσης, διαπιστώνεται ότι η διατύπωση ενός σαφούς και κοινά αποδεκτού ορισμού των ΟΔΣ παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία, για το λόγο ότι στην προσπάθεια ορισμού τους χρησιμοποιούνται διαφορετικά κριτήρια, τα οποία εξαρτώνται από ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών, εκπαιδευτικών, δημογραφικών, οικονομικών και νομοθετικών παραμέτρων.

Ο ορισμός, ωστόσο, που τείνει να αποκτά μια γενικότερη αποδοχή είναι εκείνος που αναφέρει ως "Ολιγοθέσιο", το σχολείο εκείνο στο οποίο εργάζονται έως 3 εκπαιδευτικοί με διδακτικά καθήκοντα πλήρους απασχόλησης, οι οποίοι διδάσκουν τα διδακτικά αντικείμενα τουλάχιστον δύο διαφορετικών τάξεων και υπάρχει συνύπαρξη και συνδιδασκαλία δύο τουλάχιστον διαφορετικών ηλικιακών βαθμίδων, επομένως και τάξεων, μέσα στην ίδια σχολική αίθουσα.

Ο παραπάνω ορισμός αποσαφηνίζει και το πλαίσιο λειτουργίας των ΟΔΣ, για το οποίο έχει ασκηθεί τόσο θετική όσο και αρνητική κριτική, κυρίως όσον αφορά τρεις βασικές παραμέτρους: α) την εκπαιδευτική, β) την κοινωνική και γ) την οικονομική.

Η θεμελίωση της κριτικής έγινε με τη στήριξη μιας σειράς ερευνών, οι οποίες, ωστόσο, συχνά καταλήγουν σε αντιφατικά συμπεράσματα. Η πλειοψηφία των ερευνών αυτών επικεντρώθηκε κατά βάση στην εκπαιδευτική διάσταση και ιδιαίτερα στη σύγκριση του επιπέδου επίδοσης των μαθητών που φοιτούν σε ΟΔΣ και των φοιτούντων σε Πολυθέσια Δημοτικά Σχολεία (ΠΔΣ) και στις στάσεις και απόψεις εκπαιδευτικών των ΟΔΣ για το συγκεκριμένο σχολικό τύπο.

       Οι πρώτες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 1935-1975 τόσο στη Δ. Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ κατέληξαν στην πλειοψηφία τους στο συμπέρασμα ότι οι μαθητές των ΟΔΣ είχαν χαμηλότερη επίδοση συγκριτικά με την επίδοση μαθητών ΠΔΣ. Οι εκτιμήσεις αυτές οδήγησαν στην κατάργηση πολλών ΟΔΣ. Οι έρευνες, ωστόσο, αυτές επιστημονικά κρίθηκαν ανεπαρκείς για το λόγο ότι δεν είχαν λάβει υπόψη τους το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονταν τα σχολεία και δεν ήταν συστηματικές. Νεότερες έρευνες, κυρίως από το 1980 και έπειτα, που οργανώθηκαν και διενεργήθηκαν με επιστημονικότητα, συστηματικότητα και μεθοδολογική εγκυρότητα, απέδειξαν την ύπαρξη μιας διαφορετικής εικόνας των ΟΔΣ, διαπιστώνοντας μεταξύ των άλλων ότι η ατμόσφαιρα του Ολιγοθέσιου προσφέρει θετικότερο-μαθησιακό περιβάλλον τόσο για τους μαθητές όσο και για τους εκπαιδευτικούς, αλλά και ότι όπου υπάρχει συνδιδασκαλία τάξεων δεν επηρεάζεται αρνητικά η επίδοση των μαθητών. Καταλήγουν δε στη βασική διαπίστωση ότι το Ολιγοθέσιο Σχολείο μπορεί να είναι αποτελεσματικό αν χρησιμοποιεί κατάλληλες μεθόδους και διαμορφώσει κατάλληλη οργανωτική δομή.

Όσον αφορά την ελληνική πραγματικότητα δεν είχε διενεργηθεί καμία διευρυμένη έρευνα που να προσεγγίζει την επίδοση των μαθητών των ΟΔΣ, αν και ο συγκεκριμένος σχολικός τύπος αποτέλεσε και αποτελεί  το βασικό τύπο Δημοτικού Σχολείου στις αγροτικές περιοχές από την ίδρυση του Νεοελληνικού κράτους.

Για το λόγο αυτό επιχειρήθηκε εμπειρική προσέγγιση της επίδοσης των μαθητών ΟΔΣ στα μαθήματα της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών και σύγκριση των επιδόσεων αυτών με τις αντίστοιχες επιδόσεις μαθητών που φοιτούν σε ΠΔΣ.

 

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

 

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ- ΔΕΙΓΜΑ

Πληθυσμό της έρευνας αποτέλεσαν όλοι οι μαθητές των ΟΔΣ και πολυθεσιών Δημοτικών σχολείων της χώρας.

Το δείγμα ήταν στατιστικά τυχαίο, με διαστρωμάτωση κατά φάσεις.

Τα κριτήρια επιλογής του δείγματος ήταν τα εξής:

·       Στατιστικά τυχαίο δείγμα επιλεγμένο από τον εθνικό χώρο (13 γεωγραφικά διαμερίσματα).

·       Ένας νομός από κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα (εκτός των γεωγραφικών διαμερισμάτων της Αττικής, τα οποία εξαιτίας του μικρού αριθμού ΟΔΣ θεωρήθηκαν ως ένα ενιαίο γεωγραφικό διαμέρισμα). Με αυτόν τον τρόπο επιλέγησαν 10 νομοί.

·       Από κάθε γεωγραφικό διαμέρισμα 1 νομός (αυτός με τα περισσότερα ΟΔΣ).

·       Στις περιπτώσεις των νομών όπου υπήρχαν περισσότερα των 100 ΟΔΣ ελήφθη το 1/10 των σχολείων αυτών, ενώ στους νομούς που υπήρχαν λιγότερα των 100 ελήφθη το 1/5 (η αναλογία αυτή κρίθηκε η καταλληλότερη προκειμένου να υπάρξει ισομερισμός σχολείων σε όλους τους νομούς).

·       Τα πολυθεσία ελήφθησαν σε αναλογία 1 προς 3 ολιγοθέσια (η αναλογία αυτή κρίθηκε κατάλληλη, ώστε να υπάρχει ισομερισμός των μαθητών που φοιτούν σε ΟΔΣ και πολυθεσία και αποτέλεσαν, το δείγμα των μαθητών). Τελικά επιλέγησαν 167 Δημοτικά σχολεία (125 ολιγοθέσια και 42 πολυθεσία). Οι μαθητές των σχολείων αυτών αποτέλεσαν το δείγμα των μαθητών της έρευνας.

·       Διαστρωμάτωση των σχολείων σε όλο το νομό και αντιπροσώπευση από κάθε περιοχή όλων των τύπων σχολείων.

·       Τυχαία επιλογή σχολείων των περιοχών αυτών με κλήρωση (τα σχολεία αριθμήθηκαν τυχαία και χωριστά ολιγοθέσια και πολυθέσια και λαμβάνονταν ανά 5 ένα σχολείο έως ότου συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός σχολείων ανά νομό).

Σχολεία

Σύνολο Ολιγοθεσίων Δημοτικών Σχολείων : 125

1/Θ - 36 σχολεία ή 28,8% του δείγματος, 2/Θ - 50 σχολεία ή 40% του δείγματος και 3/Θ - 39 σχολεία ή 31,2% του δείγματος

Σύνολο Πολυθεσιών Δημοτικών σχολείων: 42

Σύνολο Μαθητών δείγματος

2266 μαθητές/τριες, εκ των οποίων οι 1042 φοιτούσαν σε ΟΔΣ και οι 1224 σε πολυθεσία Δημοτικά σχολεία. (Στο δείγμα δεν συμπεριελήφθησαν αλλοδαποί, παλιννοστούντες και οι δίγλωσσοι μαθητές, οι οποίοι δεν κατανοούσαν επαρκώς την ελληνική γλώσσα, προκειμένου να αποφευχθεί η αλλοίωση των πορισμάτων από παράγοντες που δεν σχετίζονται με το σχολείο)

Το δείγμα των μαθητών αποτέλεσαν μαθητές των Δ' και Στ' τάξεων για τους εξής λόγους:

·       Έπρεπε να έχουν τη δυνατότητα να κατανοούν, να γράφουν, να διαβάζουν και να εκφράζονται με σχετική ευχέρεια και ταχύτητα ώστε να είναι σε θέση να συμμετάσχουν σε όλη τη διαδικασία.

·       Οι μαθητές των Ολιγοθεσίων των Δ΄ και Στ' τάξεων έχουν διδαχθεί και τους δυο κύκλους μαθημάτων.

·       Βιβλιογραφικά διαπιστώνεται ότι με τη διερεύνηση δυο τάξεων, που απέχουν χρονικά δυο έτη επιτυγχάνεται εγκυρότερη διαπίστωση των συνθηκών του τρόπου λειτουργίας του σχολείου.

ΟΡΓΑΝΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ

Για τη  συλλογή των  δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν δομημένα ερωτηματολόγια, που αποτελούνταν από δύο μέρη: Στο πρώτο μέρος υπήρχαν ερωτήσεις που σχετίζονταν με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των μαθητών και τη στάση τους προς το σχολείο, ενώ στο δεύτερο μέρος υπήρχαν δοκιμσίες γλωσσικών και μαθηματικών ικανοτήτων των μαθητών με βάση τη διδαχθείσα ύλη των μαθημάτων της Νεοελληνικής  Γλώσσας  και  των  Μαθηματικών προσαρμοσμένα  στις δυνατότητες των μαθητών των δυο τάξεων. Επιλέγησαν τα συγκεκριμένα μαθήματα για τους εξής λόγους: α)Κατέχουν κυρίαρχη θέση στα Ωρολόγια Προγράμματα και β)Υπάρχει κάθε φορά ένα συγκεκριμένο και άμεσα μετρήσιμο τελικό ζητούμενο.

Πριν τη διαδικασία συλλογής των δεδομένων πραγματοποιήθηκε πιλοτική δοκιμασία, το Νοέμβριο 1998, και η κύρια φάση της συλλογής των δεδομένων πραγματοποιήθηκε από τον Ιανουάριο ως το Μάιο του 1999. Η επεξεργασία των δεδομένων έγινε με το πρόγραμμα στατιστικής επεξεργασίας SPSS και με τη μέθοδο της Τεχνικής Ανάλυσης Πινάκων.

 

ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα βασικά συμπεράσματα που εξάγονται από την παρούσα έρευνα είναι τα ακόλουθα:

Όσον αφορά την επίδοση των μαθητών του δείγματος, στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, διαπιστώνεται ότι η οργανικότητα του σχολείου στο οποίο φοιτούν, δεν επηρεάζει σημαντικά την επίδοση τους στο μάθημα αυτό, παρά το ότι διαπιστώνεται μια σχετική υπεροχή των μαθητών των Πολυθέσιων Σχολείων. Συγκεκριμένα τόσο οι μαθητές των Πολυθέσιων όσο και των Ολιγοθέσιων τείνουν προς ανώτερου και ανώτατου επιπέδου επίδοση.

Όσον αφορά, επίσης, την επίδοση στο μάθημα των Μαθηματικών διαπιστώνεται ότι η επίδοση των μαθητών δεν επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό από την οργανικότητα του σχολείου στο οποίο φοιτούν και ισομερίζεται μεταξύ μέσου και κατώτερου επιπέδου.

Το φύλο φαίνεται να επηρεάζει την επίδοση των μαθητών του δείγματος, στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, αλλά όχι σε σημαντικό βαθμό, ενώ δεν επηρεάζει την επίδοση στο μάθημα των Μαθηματικών.

Η περιοχή στην οποία βρίσκεται το σχολείο στο οποίο φοιτούν οι μαθητές του δείγματος δεν επηρεάζει την επίδοση τους τόσο στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας, όσο και των Μαθηματικών.

Το επάγγελμα των γονέων επηρεάζει τη σχολική επίδοση των μαθητών του δείγματος, σε σχετικό βαθμό, τόσο στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας όσο και των Μαθηματικών, αλλά δεν συνεπάγεται και τη φοίτηση σε κάποιο συγκεκριμένο τύπο σχολείου.

Το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων επηρεάζει σε σχετικό βαθμό την επίδοση των μαθητών του δείγματος είτε φοιτούν σε Πολυθέσια είτε σε Ολιγοθέσια τόσο στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας όσο και των Μαθηματικών.

Ο αριθμός των μελών της οικογένειας επηρεάζει σε σχετικό βαθμό, επίσης, την επίδοση των μαθητών και στα δύο μαθήματα μελέτης ανεξάρτητα της οργανικότητας του σχολείου φοίτησης.

Η παροχή εξωσχολικής βοήθειας στους μαθητές του δείγματος και ανεξαρτήτως οργανικότητας, δεν συνεπάγεται και καλύτερη σχολική επίδοση τόσο στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας όσο και των Μαθηματικών.

 

ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ

Η βιβλιογραφική διερεύνηση αλλά και η εμπειρική προσέγγιση οδηγεί στη γενικότερη διαπίστωση ότι δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για τη διδακτική «ανεπάρκεια» των Ολιγοθέσιων Δημοτικών Σχολείων. Η γενικότερη εκτίμηση είναι ότι τα Ολιγοθέσια Δημοτικά Σχολεία έχουν τη δυναμική να παρέχουν ουσιαστική εκπαίδευση. Χρειάζονται, ωστόσο, ενίσχυση και δημιουργία μιας σύγχρονης προοπτικής, η οποία για να επιτευχθεί απαιτείται αλλαγή της αντίληψης των ιθυνόντων της εκπαιδευτικής πολιτικής.

Το ελληνικό Ολιγοθέσιο Δημοτικό Σχολείο δείχνει ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις σύγχρονες εκπαιδευτικές απαιτήσεις. Προς την κατεύθυνση αυτή μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά η κατάλληλη βασική εκπαίδευση των δασκάλων για διδασκαλία σε Ολιγοθέσια Δημοτικά Σχολεία με τη δημιουργία ειδικής κατεύθυνσης στα τμήματα αυτά, συνδυαστικά με τη συνεχή και συστηματική επιμόρφωση των εργαζομένων δασκάλων στα Ολιγοθέσια Δημοτικά Σχολεία. Επιπλέον πρέπει να τονισθεί η ανάγκη επέκτασης της έρευνας για τη διερεύνηση και άλλων παραμέτρων που αφορούν το συγκεκριμένο σχολικό τύπο, κυρίως όμως απαιτείται η αλλαγή αντίληψης που προωθεί ως μόνη και ενδεδειγμένη λύση την κατάργηση των σχολείων αυτών, προς χάριν μιας «πολυθέσιας Δημοτικής εκπαίδευσης» για την ανωτερότητα ή την αποτελεσματικότητα της οποίας δύσκολα κανείς μπορεί να αποφανθεί.

 

Μπρούζος, Α., "Ο εκπαιδευτικός και κοινωνικός αποκλεισμός στα ολιγοθέσια σχολεία. Μύθοι και πραγματικότητα", Κωνσταντίνου, Χ. - Πλειός, Γ. (επιμ.) Κοινωνικός αποκλεισμός και σχολική αποτυχία, Πρακτικά 8ου Διεθνούς Συνεδρίου Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος, Αθήνα 1999, σελ. 263-279.

Μπρούζος, Α., "Στάσεις και αντιλήψεις δασκάλων για τα Μονοθέσια και τα Ολιγοθέσια Σχολεία",  Χάρη, Κ. (επιμ.) : Ελληνική παιδαγωγική και εκπαιδευτική έρευνα, Πρακτικά 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος, Αθήνα 2000, σελ. 824-831.

Παπασταμάτης, Α., Τα Ολιγοθέσια Δημοτικά Σχολεία της ελληνικής υπαίθρου, Αθήνα1996.

Φύκαρης, Ι., Τα Ολιγοθέσια Δημοτικά Σχολεία και Ελληνική Εκπαίδευση, Θεωρητική και εμπειρική προσέγγιση, Θεσσαλονίκη 2002.

Barker, O. "Distance Learning technologies. Curriculum equalities in rural and small schools" Journal Rural and small schools, Vol. 1, No 2, 1986, σελ. 4-7.

Bell, A. and Singsworth, A., "The closure debate", In Waugh, D. (eds): Small Primary schools, Hull: University of Hull-Institute education 1991.

Faller, W., One-room schools of the Middle west, Kansas: University of Kansas 1994.

Fickerman, W. Und Weishaupt, H. (Hrsg.): Klein Grundschulen in Europa, Weinheim: Dt Studien· 1998.

Galton, M. and Patrick, H., Curriculum Provision in the small primary schools, London: Routledge 1990.

Galton, M., et al., "Classroom Practice and the National curriculum in small rural primary schools", British Educational Research Journal, Vol. 24, No. 1, 1998, σελ. 43-61.

Keast., D., The educational reform and small primary school, Exeter University of Exeter 1990.

Tabitha, D. and Terry, K., Multiage Classroom by design. Beyond the one room school, California: Corwin Press Inc 1995.