Πρώιμοι αναγνώστες:

Mια συγκριτική προσέγγιση ατομικών χαρακτηριστικών τους

και της  αναγνωστικής τους επίδοσης

 

 

Της Στέλας Κουτσουράκη

 

 

 

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Η κατάκτηση της αναγνωστικής δεξιότητας, αποτελεί μια πολύπλοκη πνευματική δραστηριότητα στενά δεμένη με τη σκέψη και τη νόηση (Βάμβουκας Μ.,1987) και δεν είναι υπόθεση της σχολικής διδασκαλίας και μόνο, γεγονός που διαπιστώνεται, άλλωστε, ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. (Ferreiro E.& Teberosky A.,1982, Goodman Y.,1984, Τeale W., & Sulzby E.,1986, Λοϊζου Ε.,1998, Κουτσουράκη Σ.,2001&2002). Σήμερα η κατάκτηση του γραμματισμού νοείται ως μια αναπτυξιακή συνέχεια χωρίς όρια ανάμεσα στις αναγνωστικές συμπεριφορές που λαμβάνουν χώρα μέσα στο ανεπίσημο κοινωνικό και οικογενειακό πλαίσιο κατά την προσχολική ηλικία και του συμβατικού γραμματισμού που διδάσκεται μέσα στο επίσημο εκπαιδευτικό πλαίσιο. (Teale W.,1987, Sulzby E.,1991). Μολονότι η έρευνα για τον πρώιμο γραμματισμό προέρχεται από μια μεγάλη ομάδα ερευνητών, διάφορων επιστημονικών κλάδων, με διαφορετικές πεποιθήσεις για τη σχέση διδασκαλίας-μάθησης, γλώσσας και διαδικασίας κατάκτησής της και διαφορετικές μεθοδολογικές κατευθύνσεις (Goodman Y.,1990), συγκλίνει, μεταξύ άλλων, στην υιοθέτηση της αντίληψης των παιδιών ως ενεργών δημιουργών της γνώσης τους και της οικογένειας ως ουσιαστικού παράγοντα στήριξης και προώθησης του  πρώιμου γραμματισμού. (Campbell R.,1998).

Η έρευνα του πεδίου των Πρώιμων Αναγνωστών (Π.Α.), ειδικότερα, χρονολογείται από τη δεκαετία του ’60, δηλαδή πριν ακόμη συνειδητοποιηθεί η στροφή του επιστημονικού χώρου στην κατανόηση της ανάπτυξης του παιδιού και της ενεργής συμμετοχής του στην απόκτηση της γλώσσας. (Sulzby E.,1991). Η ψυχολογική έρευνα έχει δώσει κατά καιρούς έμφαση στα «επίπεδα γραμματισμού», στην αναγνωστική ετοιμότητα, σε μεθόδους διδασκαλίας πρώτης ανάγνωσης και σε προβλήματα στην ανάγνωση, ενώ λιγότερο έχει διερευνηθεί η πορεία της επιτυχούς ανάπτυξης της αναγνωστικής δεξιότητας. (Clark M.,1976). Ιστορικά, οι μελέτες των Π.Α. της D. Durkin (1966), της M. Clark (1976) κ.ά. απελευθέρωσαν την άποψη της αναγνωστικής ετοιμότητας από την αυστηρή εμμονή στο «πότε» και επικέντρωσαν την προσοχή της εκπαιδευτικής κοινότητας στο «πώς» και το «τι» της αναγνωστικής πορείας. (Thomas K.F.,1981). Σήμερα, είναι γεγονός ότι η βαθιά γνώση θεμάτων, όπως η πορεία ανάπτυξης της αναγνωστικής δεξιότητας και τα χαρακτηριστικά των Π.Α., συμβάλλουν στην κατανόηση των μηχανισμών που εμπλέκονται στην αναγνωστική πορεία, παρέχουν ενδείξεις για τη διδασκαλία της ανάγνωσης (Anbar A.,1986) καθώς και σημαντικές γνώσεις για τη φύση των ατομικών διαφορών που παρατηρούνται στο ξεκίνημα της μάθησής της. Οι Π.Α. είναι μια ιδιαιτέρως κατάλληλη ομάδα όπου μπορούν να παρατηρηθούν οι διαφορές αυτές, επειδή δεν έχουν διδαχθεί ακόμη συστηματικά ανάγνωση και οι ατομικές δυνάμεις και αδυναμίες τους είναι πολύ πιο ενδεικτικές απ’ τις αντίστοιχες άλλων καλών αναγνωστών. (Jackson N., Donaldson G.,&Gleland L.,1988). Τα παραπάνω - σε συνδυασμό με την έλλειψη σχετικών ερευνών από την ελληνική βιβλιογραφία -μάς ώθησε στη διεξαγωγή μιας μελέτης που επιχειρεί να καταγράψει τα ατομικά χαρακτηριστικά των Π.Α. συμπεριλαμβανομένης και της προόδου τους στην ανάγνωση κατά το πρώτο έτος φοίτησής τους στο Δημοτικό Σχολείο. Μ’ άλλα λόγια, ο σκοπός της έρευνας είναι διπλός: α. Αφενός, μελετάται το επίπεδο ανάπτυξης της αναγνωστικής δεξιότητας των Π.Α. και η πορεία που αυτή ακολουθεί ως το τέλος της Α΄ Δημοτικού και β. Αφετέρου, επιχειρείται ο εντοπισμός παραγόντων που είναι πιθανό να συμβάλλουν στην εμφάνιση του φαινομένου της πρώιμης κατάκτησης της αναγνωστικής δεξιότητας.

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Το δείγμα της έρευνας προέρχεται από τον πληθυσμό των παιδιών πρώτης σχολικής ηλικίας, τα οποία φοιτούσαν στην Α΄ τάξη των Δημοτικών Σχολείων της πόλης του Ηρακλείου κατά το σχολικό έτος 2000-2001. Αποτελείται από 152 υποκείμενα. Τα μισά (76) ήταν Π.Α. (είχαν κατακτήσει σε σημαντικό βαθμό την αναγνωστική δεξιότητα πριν διδαχθούν συστηματικά ανάγνωση) καθένας από τους οποίους εξισώθηκε κατά ηλικία, φύλο, φοίτηση σε νηπιαγωγείο, σχολείο και τμήμα όπου φοιτούσε με έναν Μη Πρώιμο Αναγνώστη (Μ.Π.Α.). Έτσι σχηματίστηκαν 76 ζευγάρια που προέρχονται από 16 Δημοτικά Σχολεία της πόλης του Ηρακλείου.

Για τον εντοπισμό των Π.Α. έγινε χρήση ενός τεστ ανάλογου με αυτά που έχουν χρησιμοποιηθεί σε παρόμοιες έρευνες (Durkin D.,1966, Thomas K.F.,1981, Tobin A.,1981). Για την αξιολόγηση της αναγνωστικής δεξιότητας χρησιμοποιήθηκαν δυο ισοδύναμες μορφές της Δοκιμασίας Αξιολόγησης της Πρώιμης Αναγνωστικής Δεξιότητας (Δ.Α.Π.Α.ΔΕ.), που προσαρμόστηκε στα ελληνικά από το TERA-2, (Test of Early Reading Ability) των Reid D., Hresko W., & Hammill D. (1989). Η δοκιμασία, που περιγράφεται αναλυτικά σε σχετική εργασία μας (Κουτσουράκη Σ., & Βάμβουκας Μ., 2002), αξιολογεί την κατάκτηση των τριών όψεων της ανάγνωσης, οι οποίες θεωρούνται ως οι τρεις αλληλοσχετιζόμενες συνιστώσες της κατά τη διάρκεια της προσχολικής ηλικίας: των λειτουργιών, της μορφής και των συμβάσεων του γραπτού λόγου. (Reid D., Hresko W., & Hammill D.,1989, Mason J. M.,1980). Η πρώτη μορφή της χορηγήθηκε ατομικά σε όλα τα υποκείμενα, πριν τη συστηματική διδασκαλία ανάγνωσης (αρχή της σχολικής χρονιάς) και η δεύτερη μετά απ’ αυτήν (τέλος της σχολικής χρονιάς). Η συλλογή δεδομένων σχετικά με τα ατομικά χαρακτηριστικά των Π.Α. έγινε με δυο ερωτηματολόγια, ένα από τα οποία απευθυνόταν στους γονείς και ένα στους δασκάλους των υποκειμένων.

 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ

 Από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων προέκυψαν ορισμένα συμπεράσματα, για το επίπεδο ανάπτυξης και τη φύση της αναγνωστικής δεξιότητας των Π.Α., αφενός, και για διάφορα ατομικά χαρακτηριστικά συμπεριλαμβανομένης και της σχολικής τους επίδοσης, αφετέρου.

 

Α. Αναγνωστική δεξιότητα

Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων, διαπιστώθηκε ότι η αναγνωστική δεξιότητα των Π.Α. είναι περισσότερο ανεπτυγμένη από των συνομηλίκων τους Μ.Π.Α. δεν έχει όμως κατακτηθεί επαρκώς  πριν τη συστηματική διδασκαλία ανάγνωσης. Από τις τρεις αλληλοσχετιζόμενες όψεις της η γνώση της

Γραφική παράσταση Ι: Μέσοι όροι της συνολικής                                    Γραφική παράσταση ΙΙ: Μέση επίδοση Π.Α. και Μ.Π.Α

    επίδοσης Π.Α. και Μ.Π.Α. στην ανάγνωση,                                              στις επιμέρους όψεις της αναγνωστικής δεξιότητας,

    πριν και μετά τη συστηματική διδασκαλία ανάγνωσης                            πριν &μετά τη συστηματική διδασκαλία  ανάγνωσης.

 

μορφής βρίσκεται σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο από τη γνώση των λειτουργιών και των συμβάσεων του γραπτού λόγου, επίπεδο μάλιστα που καταδεικνύει την επαρκή κατοχή της. Η επίδοση των Π.Α. σε όλες τις συνιστώσες της αναγνωστικής δεξιότητας είναι σημαντικά υψηλότερη από των συνομηλίκων τους. Η μεγαλύτερη διαφορά σημειώνεται στο επίπεδο κατάκτησης της μορφής, ενώ η μικρότερη στη γνώση των συμβάσεων του γραπτού λόγου. Η αναγνωστική δεξιότητα των Π.Α. καθώς και οι επιμέρους όψεις της έχουν αναπτυχθεί επαρκώς στο τέλος της Α΄ Δημοτικού, ενώ αντίθετα, των Μ.Π.Α., αν και βρίσκεται σε σημαντικά ανώτερα επίπεδα απ’ ότι στην αρχή της χρονιάς, δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως. Η υπεροχή των Π.Α. ως προς το επίπεδο ανάπτυξης της αναγνωστικής δεξιότητας και μετά τη διδασκαλία ανάγνωσης στο Δημοτικό Σχολείο, έχει διαπιστωθεί από αρκετές μελέτες στο παρελθόν (Durkin D.,1966, Clark M.,1976,  Mills J. & Jackson N.,1990, King E.M.,&Friesen D.T.,1972, Huba M.,& Ramisetty-Mikler S.,1995), ορισμένες από τις οποίες μάλιστα καταλήγουν στο ότι οι Μ.Π.Α., μετά από ένα έτος συστηματικής διδασκαλίας, φτάνουν σχεδόν στο επίπεδο που βρισκόταν οι Π.Α. στην αρχή της χρονιάς, στην ανάγνωση λέξεων. (King E.M.,&Friesen D.T.,1972).

Η υπεροχή αυτή διατηρείται σε όλες τις δοκιμασίες, η μεγαλύτερη όμως διαφορά μεταξύ των δυο ομάδων παρατηρείται στην κατάκτηση των συμβάσεων, ενώ η μικρότερη στη γνώση της μορφής του γραπτού λόγου. Επομένως, το επίπεδο ανάπτυξης των τριών συνιστωσών της αναγνωστικής δεξιότητας των Π.Α. διαφοροποιείται σημαντικά τόσο πριν όσο και μετά τη συστηματική διδασκαλία ανάγνωσης. Η ύπαρξη διαφορετικών επιπέδων κατά την ανάπτυξη της αναγνωστικής δεξιότητας, στις επιμέρους όψεις της, που διαπιστώθηκε στην παρούσα μελέτη και υποστηρίζεται μάλιστα από αρκετούς ερευνητές (Mason J., 1980, Anbar A.,1986, Bissex  G.,1980), αποτελεί σημαντική γνώση για τους εκπαιδευτικούς και θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά τη διδασκαλία πρώτης ανάγνωσης και γραφής.

 

Β. Άλλα ατομικά χαρακτηριστικά

1. Σχολική επίδοση

 Από την επεξεργασία των δεδομένων που συλλέχθηκαν από τους δασκάλους των υποκειμένων διαπιστώθηκε ότι οι Π.Α., ως ομάδα, αποδίδουν καλύτερα από τους συνομηλίκους τους Μ.Π.Α. στην ανάγνωση, την αναγνωστική κατανόηση, την ορθογραφία, τη γραφή, τη γραπτή έκφραση και τα μαθηματικά, στο τέλος της Α΄ Δημοτικού. Διαθέτουν πιο εκτεταμένο λεξιλόγιο από τους συνομηλίκους τους, μεγαλύτερη ικανότητα στη διατύπωση και έκφραση ιδεών, ενώ δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου στην κατάκτηση της γραφής. Τα συμπεράσματα επιβεβαιώνουν διαπιστώσεις σχετικών ερευνών που έχουν καταλήξει στο ότι οι Π.Α. στο τέλος της Α΄ και της Β΄ Δημοτικού κατανοούν καλύτερα από τους συνομηλίκους τους ό,τι διαβάζουν. (Huba M.,&Ramisetty-Mikler S.,1995). Η διαπίστωση των Stainthorp R.,&Hughes D., (1999), ότι η γραφή, στα αρχικά στάδια εκμάθησής της, είναι εξίσου απαιτητική εργασία τόσο για τους Π.Α. όσο και για τους Μ.Π.Α δεν επιβεβαιώνεται στην παρούσα μελέτη, όπου παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δυο ομάδες. Η συντριπτική πλειοψηφία των Π.Α. δεν δυσκολεύτηκε να μάθει να γράφει, ενώ οι Μ.Π.Α συνάντησαν περισσότερες δυσκολίες. Παρ’ όλ’ αυτά έχουν μέση επίδοση στη γραφή μικρότερη απ’ ότι στην ανάγνωση.

Η πρώιμη γλωσσική ευχέρεια, η ύπαρξη της οποίας διαπιστώνεται συχνά στους Π.Α. (Durkin D.,1966, Clark M.,1976, Thomas K.F.,1981, Huba M.,&Ramisetty-Mikler S.,1995), συνδέεται κατά την Thomas K.F. (1981) με την ικανότητα έκφρασης ιδεών, είναι πιθανό μάλιστα να αποτελεί ένα δείκτη της ικανότητας των Π.Α. να διαμορφώνουν και να εκφράζουν ιδέες και συμβάλλει στην πρώιμη κατάκτηση της αναγνωστικής δεξιότητας, καθώς διευκολύνει την κατανόηση του πολύπλοκου γλωσσικού συστήματος και ειδικότερα της δομής του γραπτού λόγου.

Είναι ευνόητο ότι η αξιολόγηση της επίδοσης σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα, με τον τρόπο που έγινε στη συγκεκριμένη μελέτη, δεν μπορεί παρά να σκιαγραφήσει το μαθητικό προφίλ των Π.Α. Καθένας από τους αξιολογούμενους τομείς χρήζει αναλυτικότερης εκτίμησης προκειμένου να κατανοηθούν σε βάθος οι δυνάμεις και οι αδυναμίες των Π.Α.

 

2. Χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, συνήθειες και ενδιαφέροντα για το γραπτό λόγο και τον ελεύθερο χρόνο

Οι Π.Α. χαρακτηρίζονται από γονείς και δασκάλους πιο περίεργοι από τους συνομηλίκους τους, αλλά και τελειομανείς στις εργασίες με τις οποίες καταπιάνονται. Επιπλέον, θεωρούνται από τους δασκάλους τους περισσότερο ανταγωνιστικοί, επίμονοι και ανεξάρτητοι. Συγκεντρώνονται περισσότερο όταν εργάζονται, έχουν καλύτερη μνήμη και συνήθως είναι πιο αγχώδεις από τους Μ.Π.Α. Έχει διαπιστωθεί, ότι η ιδιοσυγκρασία των παιδιών σχετίζεται με τη σχολική επίδοση. Ειδικότερα έχει εκτιμηθεί η προγνωστική αξία ορισμένων χαρακτηριστικών και έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη σχέσεων ανάμεσα σε κάποια από αυτά και την κατάκτηση δεξιοτήτων γραμματισμού κατά την πρώιμη παιδική ηλικία. Η ικανότητα συγκέντρωσης της προσοχής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, για παράδειγμα, και το χαμηλότερο επίπεδο ενεργητικότητας, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα χαρακτηριστικά που μπορούν να προβλέψουν, πολύ περισσότερο από άλλους παράγοντες, την κατάκτηση δεξιοτήτων που σχετίζονται με το γραπτό λόγο. (Coplan R.J.et al,1999). Σε προηγούμενες μελέτες, διαπιστώθηκε επίσης ότι η περιέργεια, η επιμονή, η επιμέλεια και η προσαρμοστικότητα είναι γνωρίσματα που αναφέρονται συχνότερα όταν περιγράφονται παιδιά που έμαθαν να διαβάζουν πριν φοιτήσουν στο Δημοτικό Σχολείο. (Durkin D., 1966, Thomas K.F.,1981, Clark M.,1976, Ellis D.W.,1975, Tobin A.,1981). Γενικά, τα παραπάνω ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ορισμένα χαρακτηριστικά των παιδιών είναι δυνατόν να ευνοήσουν ή να παρεμποδίσουν την ικανότητά τους να επωφεληθούν από τη μαθησιακή ατμόσφαιρα. (Newman J. et.al.,1998). Στη μελέτη μας, η αξιολόγηση των χαρακτηριστικών αυτών από τους γονείς δεν διαφοροποίησε σε γενικές γραμμές τις δυο ομάδες. Οφείλουμε όμως να σταθούμε ιδιαίτερα σε δυο σημεία, στα οποία φαίνεται να συμφωνούν γονείς και δάσκαλοι. Οι Π.Α. περιγράφονται ως πιο προσεκτικοί κι επιμελείς έως και τελειομανείς όταν εργάζονται, αλλά και άτομα που εκδηλώνουν μεγάλη περιέργεια.. Τα δυο αυτά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους έχουν εντοπιστεί και σε άλλες μελέτες. Υποστηρίζεται μάλιστα ότι η πρώιμη αναγνωστική δεξιότητα κινητοποιείται από μια συνεργατική σχέση των ατομικών αυτών γνωρισμάτων των παιδιών και του ενδιαφέροντος των γονέων τους να προωθήσουν το ακαδημαϊκό τους δυναμικό. (Tobin A., 1981).

Διαπιστώθηκε ακόμη ότι το ενδιαφέρον που εκδηλώνουν οι Π.Α. για το γραπτό λόγο είναι μεγαλύτερο από των συνομηλίκων τους. Πριν φοιτήσουν στο Δημοτικό Σχολείο επιχειρούν συχνότερα από τα υπόλοιπα παιδιά να αποκρυπτογραφήσουν τον έντυπο λόγο του περιβάλλοντός τους, συμμετέχουν συχνότερα σε καθημερινές δραστηριότητες γραμματισμού της οικογένειας, και εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους για την ανάγνωση νωρίτερα από τους συνομηλίκους τους Μ.Π.Α. και μάλιστα πριν καν φοιτήσουν στο Νηπιαγωγείο. Ασχολούνται με τη γραφή από την προσχολική ηλικία και προτιμούν να γράφουν το όνομά τους και κεφαλαία γράμματα. Γράφουν όμως και λέξεις και απλές προτάσεις με μεγαλύτερη συχνότητα από ότι τα παιδιά που κατακτούν αργότερα την αναγνωστική δεξιότητα. Τα περισσότερα από τα ευρήματα σχετικά με την επαφή με την πρώιμη επαφή των Π.Α. με το γραπτό λόγο επιβεβαιώνουν συμπεράσματα προηγούμενων ερευνών και παρέχουν, ως ένα βαθμό, ένα ερμηνευτικό πλαίσιο για την πρώιμη κατάκτηση της αναγνωστικής δεξιότητας.

Όσον αφορά τα ενδιαφέροντα των Π.Α. που αφορούν τον ελεύθερο χρόνο τους, στις πρώτες προτιμήσεις τους κατατάσσονται γενικά τα ήσυχα παιχνίδια και κυρίως όσα συμπεριλαμβάνουν δραστηριότητες γραμματισμού, ενώ προτιμούν λιγότερο όσα παίζονται σε εξωτερικούς χώρους και απαιτούν έντονη φυσική δραστηριότητα. Οι επιλογές των δραστηριοτήτων του ελεύθερου χρόνου τους δεν διαφοροποιούνται σημαντικά από των συνομηλίκων τους, εκτός από τη μεγαλύτερη κλίση τους στα βιβλία, τα οποία συμπεριλαμβάνουν συχνότερα στις καθημερινές τους ενασχολήσεις.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε ότι η ενεργή συμμετοχή του παιδιού στην κατάκτηση της ανάγνωσης και η αυτορρυθμιζόμενη πορεία που ακολουθεί, εκμεταλλευόμενο τις προσωπικές του εμπειρίες (Cox C., & Zarrillo J., 1993), φαίνεται να επαληθεύονται σε πρώτη φάση από τα ευρήματα αυτής της μελέτης. Φυσικά τα παραπάνω δεν συνιστούν σε καμιά περίπτωση οριστικά συμπεράσματα, καθώς τέτοια μπορούν να διατυπωθούν μόνο μετά από λεπτομερή, διαχρονική παρατήρηση της εξέλιξης της αναγνωστικής δεξιότητας.

Η συγκριτική προσέγγιση Π.Α. και Μ.Π.Α. που επιχειρήσαμε, υποδεικνύει το προβάδισμα των πρώτων πριν και μετά τη συστηματική διδασκαλία ανάγνωσης, διαγράφοντας μια γενική εικόνα της ανάπτυξής της και παρέχει ενδείξεις ότι ορισμένοι παράγοντες, οι οποίοι διαφοροποιούνται ανάμεσα στις δυο ομάδες, είναι πιθανό να συντελούν στην πρώιμη εκμάθηση της ανάγνωσης. Υποβάλλει ταυτόχρονα ερωτηματικά και προβληματισμούς που οφείλουν να αποτελέσουν αντικείμενο μελλοντικών ερευνών ώστε να διαμορφωθεί πληρέστερη εικόνα για το επίπεδο, τη φύση και την εξέλιξη της αναγνωστικής δεξιότητας των παιδιών που κατακτούν, σε σημαντικό βαθμό, το γραπτό λόγο νωρίς, αλλά και για τη βαρύτητα του πρώιμου αυτού ξεκινήματος στη μετέπειτα επίδοσή τους.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Anbar A., Reading Acquisition of Preschool Children Without Systematic Instruction, Early Childhood Research Quarterly, 1986, 1, 69-83

Βάμβουκας Μ., Η αναγνωστική δεξιότητα μαθητών ηλικίας 9-12 ετών, Γλώσσα, 1987, 13, 40-54 & 15, 38-49

Bissex G.L., GNYS AT WRK: A child learns to write and read, Cambridge, Harvard University Press, 1980

Campbell R., Looking at literacy learning in preschool settings. In R. Campbell (eds), Facilitating preschool literacy, Newark, International Reading Association, 1998, 70-83

Clark M., Young Fluent Readers, London, Heinemann, 1976

Coplan R.J.et.al., The Role of Child Temperament as a Predictor of Early Literacy and Numeracy Skills in Preschoolers, Early Childhood Research Quarterly, 1999, 14(4), 537-553

Cox C., & Zarrillo J., Teaching Reading with Children’s Literature, New York, Maxwell Macmillan Company, 1993

Durkin D., Children who read early. Two longitudinal studies, New York, Teachers College Press, 1966

Ellis D. W., Cognitive Development of Early Readers, Unpublished Doctoral Dissertation, Dekald, University of Northern Illinois, 1975

Ferreiro E., & Teberosky A., Literacy before schooling, Portsmouth, Heinemann, 1982

Goodman Y., The development of initial literacy. In H. Goelman, A. Oberg & F. Smith (eds), Awakening to literacy, Portsmouth, Heinemann, 1984, 102-109

Goodman Y., Discovering Children’s Inventions of Written Language. In Goodman Y. (eds), How Children Construct Literacy. Piagetian Perspectives, Newark, International Reading Association, 1990, 1-11

Huba M.,& Ramisetty-Mikler S., The Language Skills and Concepts of Early and Nonearly Readers, The Journal of Genetic Psychology, 1995, 156, 313-331

Jackson N., Donaldson G., & Gleland L., The structure of Precocious Reading Ability, Journal of Educational Psychology, 1988, 80(2), 234-243

King E.M., & Friesen D.T., Children who read in kindergarten, The Alberta Journal of Educational Research, 1972, 18(3), 147-161

Κουτσουράκη Σ., Ατομικά και οικογενειακά χαρακτηριστικά των πρώιμων αναγνωστών: Μια συγκριτική μελέτη, Διπλωματική Εργασία Ειδίκευσης στις Επιστήμες Αγωγής, Ρέθυμνο, Παν/μιο Κρήτης, 2001

Κουτσουράκη Σ., Αναγνωστικές γνώσεις και εμπειρίες παιδιών πρώτης σχολικής ηλικίας, Υπό δημοσίευση στα πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου: «Ψυχοπαιδαγωγική της προσχολικής ηλικίας», του Π.Τ.Ν. Παν/μίου Κρήτης (18-20 Οκτωβρίου 2001), 2002

Κουτσουράκη Σ., Βάμβουκας Μ., Η πρώιμη αναγνωστική δεξιότητα και η αξιολόγηση του επιπέδου ανάπτυξής της, Υπό δημοσίευση στο περιοδικό Επιστήμες Αγωγής, 2002

Λοϊζου Ε., Αλφαβητισμική ανάπτυξη, Νέα Παιδεία, 1998, 88, 136-141

Mason J. M., When do children begin to read?: An exploration of four year old children’s letter and word reading competencies, Reading Research Quarterly, 1980, 15(2), 203-227

Mills J. & Jackson N., Predictive Significance of Early Giftedness: The Case of Precocious Reading, Journal of Educational Psychology, 1990, 82(3), 410-419

Newman J. et al., Temperament, Selected Moderating Variables and Early Reading Achievement, Journal of School Psychology, 1998, 36(2), 215-232

Reid D., Hresko W., & Hammill D., Test of early reading adility, Austin, TX:PRO-Ed, 2nd  edition, 1989

Sulzby E., The development of the young child and the emergence of literacy. In Flood J., et.al. (eds), Handbook of Research on the Teaching the English Language Arts, N.Y., Macmillan Publishing Company, 1991, 273-285

Stainthorp R., & Hughes D., Learning from Children Who Read at an Early Age, London & N.Y., Routledge, 1999

Teale W., Emergent Literacy: Reading and Writing Development in Early Childhood. In Research in Literacy: Merging Perspectives. 36th  Yearbook of the National Reading Conference, N.Y., National Reading Conference, 1987, 45-74

Teale W.H., & Sulzby E., Emergent literacy as a perspective for examining how young children become writers and readers. Ιn W. Teale & E. Sulzby (Eds), Emergent literacy: Writing and reading, Norwood, N.J., Ablex, 1986, vii-xxv

Thomas K.F., Early Readers: A comparative analysis of matched pairs and their performance on selected cognitive and affective variables, Unpublished Doctoral Dissertation, University of Pittsburgh, 1981

Tobin A., A multiple discriminant cross-validation of the factors associated with the development of precocious reading achievement, Unpublished Doctoral Dissertation, Newark, University of Delaware, 1981