Η μετάβαση από τη Δευτεροβάθμια στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση: μια συγκριτική μελέτη των συστημάτων επιλογής στην Αγγλία και την Ελλάδα

 

 

Της Ελένης Χειμαριού

 

 

1.ΑΦΕΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ

Αφετηρία της εργασίας αυτής αποτέλεσε αφενός η επί μακρόν ενασχόλησή μου με την προετοιμασία υποψηφίων για τις εισαγωγικές εξετάσεις στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Αφετέρου  το γεγονός ότι κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες η μετάβαση από τη Δευτεροβάθμια στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση απασχολεί την εκπαιδευτική πολιτική της Ελλάδας, όπως και των περισσοτέρων δυτικοευρωπαϊκών, κυρίως, χωρών. Μέσα σε ένα κλίμα έντονου προβληματισμού, συζητήσεων ακόμη και αντιπαραθέσεων αναζητούνται λύσεις που να ανταποκρίνονται στις προκλήσεις του 21ου αιώνα.

Αφετηρία ακόμη της εργασίας αυτής αποτέλεσε και το γεγονός ότι μια σειρά μελετών στη χώρα μας ασχολήθηκε με το πρόβλημα της μετάβασης είτε στην ποσοτική είτε στην ποιοτική διάσταση, ή συνδυάζοντας και τις δύο. Ειδικά στα μέσα της δεκαετίας του ’90 είναι αξιοσημείωτος ο αριθμός των μελετών στις οποίες αποτυπώνεται ο προβληματισμός για τις Γενικές Εξετάσεις, το τότε ισχύον σύστημα επιλογής για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.  Ωστόσο αναζητούνται ή και προτείνονται λύσεις, χωρίς να έχει προηγηθεί μια συστηματική διερεύνηση των παραμέτρων που διεισδύουν και μορφοποιούν την όλη διαδικασία μετάβασης.

Βάσει των διαπιστώσεων αυτών διαμορφώθηκαν οι δύο κύριοι ερευνητικοί στόχοι της μελέτης αυτής. Πρώτον, η διερεύνηση της διαδικασίας επιλογής κατά τη μετάβαση από τη Δευτεροβάθμια στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από τη σύνδεση των δύο βαθμίδων και τη διεύρυνσή τους, ποσοτική και ποιοτική. Δεύτερον, η μελέτη των ποιοτικών χαρακτηριστικών των εξετάσεων- μορφής / διαδικασίας / περιεχομένου - ως κριτηρίων επιλογής για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.

 

2. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ          

Αυτοί οι ερευνητικοί στόχοι υπαγόρευσαν τη συγκριτική προσέγγιση του προβλήματος για δύο λόγους. Πρώτον, η συγκριτική προσέγγιση, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ο. Anweiler,  απαλλάσσει τον ερευνητή από τον «παιδαγωγικό επαρχιωτισμό» και  ενισχύει την κριτική στάση του απέναντι στο υπό εξέταση πρόβλημα. Η μελέτη του συστήματος επιλογής που εφαρμόζεται σε μια άλλη χώρα εμπλουτίζει με χρήσιμα στοιχεία τη διερεύνηση και την αποτίμηση του προβλήματος αυτού στη χώρα μας. Δεύτερον, οι νέες εξελίξεις δεν επιτρέπουν στα εκπαιδευτικά συστήματα να λειτουργούν μέσα σε ένα στενό εθνοκεντρικό πλαίσιο, αποκομμένα από το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Κατά συνέπεια η εκπαιδευτική πολιτική αποκτά ένα διεθνικό χαρακτήρα που ευνοεί τη χρήση συγκριτικών επιχειρημάτων. Eφόσον δεδομένα της συγκριτικής έρευνας ενσωματώνονται στη διαμόρφωση και υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής, η εγκυρότητα και η αξιοπιστία τους διασφαλίζει την ποιότητα στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

Ως χώρα σύγκρισης επιλέχτηκε η Αγγλία για τρεις κυρίως λόγους:

α) Διαθέτει ένα αποκεντρωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, παρ’ όλες τις προσπάθειες να αυξηθεί ο κεντρικός έλεγχος σε αυτό.

β) Έχει εμπλακεί από τη δεκαετία του ’80 σε ένα μακροχρόνιο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, το οποίο είναι ακόμη σε εξέλιξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι βασικές αρχές του προγράμματος αυτού ανάγονται στην νεοφιλελεύθερη ιδεολογία των προηγούμενων συντηρητικών κυβερνήσεων. Ωστόσο εξακολουθούν να προσδιορίζουν την εκπαιδευτική πολιτική της σημερινής κυβέρνησης των Νέων Εργατικών.

γ) Προσπαθεί συστηματικά να διευρύνει την πρόσβαση στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, καθιερώνοντας  εναλλακτικές διόδους σε αυτήν και εναλλακτικά κριτήρια επιλογής πέραν των ακαδημαϊκών κριτηρίων, τα οποία εξακολουθούν να διατηρούν την υψηλή τους ποιότητα και την πρωτοκαθεδρία τους.

Η συγκεκριμένη μελέτη αποσκοπεί κυρίως στη συστηματική περιγραφή και σύγκριση των συστημάτων επιλογής για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Για το λόγο αυτό  επιλέχτηκε η μεθοδολογική προσέγγιση της άμεσης σύγκρισης και το μεθοδολογικό εργαλείο που προτείνει ο G. Bereday. Πιο συγκεκριμένα, επιλέχτηκε η μέθοδος του G. Bereday, γιατί:

α) αναδεικνύει τη σύγκριση ως στρατηγική έρευνας και συστηματοποιεί τη συγκριτική εξέταση,

β) προωθεί τη διεπιστημονική προσέγγιση, η οποία ανταποκρίνεται στον πολυδιάστατο χαρακτήρα της επιλογής για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, και

γ)  εντάσσει στα μεθοδολογικά της εργαλεία την ερμηνεία, αποδεχόμενη τη βασική αρχή της Ερμηνευτικής Παιδαγωγικής, ότι τα παιδαγωγικά δεδομένα εντάσσονται και ερμηνεύονται μέσα σε «συμφραζόμενα».

Η μέθοδος του G. Bereday αποτελείται από τέσσερα στάδια, σύμφωνα με τα οποία διαρθρώνεται το δεύτερο και εκτενέστερο μέρος της εργασίας, το συγκριτικό.

Κατά το στάδιο της περιγραφής εκτίθενται με τρόπο συστηματικό τα δεδομένα των δύο χωρών. Αναζητήθηκαν πρωτογενείς πηγές (κυρίως νομοθετικά κείμενα, επίσημες εκθέσεις, στατιστικά δεδομένα) και δευτερογενείς πηγές με δύο επισκέψεις στην Αγγλία. Σε αυτές είχα την ευκαιρία συζητώντας με υποψηφίους και διδάσκοντες της Δευτεροβάθμιας και της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης να αποκομίσω και μια βιωματική εμπειρία.

Πέραν των άλλων αντικειμενικών δυσκολιών η κυριότερη δυσκολία που αντιμετώπισα σχετίζεται με το γεγονός ότι και στις δύο χώρες η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση είναι σε εξέλιξη. Αυτό σημαίνει ότι η ετοιμότητα και η εγρήγορση του ερευνητή πρέπει να είναι μεγαλύτερη, προκειμένου να αποφύγει τον κίνδυνο να εξετάζει πράγματα που έχουν πάψει να ισχύουν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Ελλάδας, όπου το ισχύον σύστημα αξιολόγησης της επίδοσης των μαθητών, κυρίως σε ό,τι έχει σχέση με την επιλογή των υποψηφίων για εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση έχει τροποποιηθεί συνολικά 7 φορές σε διάστημα τριών χρόνων.

Στο δεύτερο στάδιο, της ερμηνείας εξετάζονται τα δεδομένα σε σχέση με τα ιστορικά, κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά κάθε χώρας. Η εξέταση αυτή παραπέμπει σε μια διεπιστημονική θεώρησή τους, όπως διαφαίνεται από το θεωρητικό μέρος  της εργασίας, στο οποίο καταβλήθηκε προσπάθεια να παρουσιαστούν ευσύνοπτα οι παράμετροι αυτές.

Προκειμένου να διασφαλιστεί κατά το δυνατό αυτή η διεπιστημονική θεώρηση και να ταξινομηθεί ο όγκος των πληροφοριών,  κρίθηκε σκόπιμο για λόγους συστηματικής πρακτικής να χρησιμοποιηθεί το αναλυτικό μοντέλο του B. Holmes στο οποίο αξιοποιούνται οι ιδεότυποι του M. Weber που διευκολύνουν την ανάλυση και την κατανόηση πολύπλοκων καταστάσεων. Εξάλλου ο συνδυασμός περισσότερων ερευνητικών προσεγγίσεων σε μια συγκριτική μελέτη δεν συνιστά μεθοδολογικό εκλεκτισμό.

Στο τρίτο στάδιο, της αντιπαράθεσης, τα δεδομένα επανεξετάζονται και εντοπίζονται οι ομοιότητες και οι διαφορές που παρουσιάζουν τα δύο συστήματα επιλογής, με τη βοήθεια των κριτηρίων συγκρισιμότητας (tertia comparationis), των γενικότερων κοινών για τις δύο χώρες χαρακτηριστικών γνωρισμάτων. Η διαδικασία της αντιπαράθεσης ολοκληρώνεται με τη διατύπωση υποθέσεων,  οι οποίες εκφράζουν την ουσία της συγκριτικής ανάλυσης.

Στο τελικό στάδιο της σύγκρισης (comparison) ελέγχονται οι υποθέσεις που διατυπώθηκαν κατά την αντιπαράθεση των δεδομένων και συνάγονται συμπεράσματα.

 

3. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Συγκεκριμένα, όσον αφορά την Αγγλία, η σημερινή κυβέρνηση μέσα σε ένα πλαίσιο ευρύτερης συνεργασίας και συναίνεσης προωθεί τη μεγιστοποίηση της συμμετοχής σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, την υψηλή ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης και την παροχή ίσων ευκαιριών. Κατά συνέπεια προδιαγράφονται αλλαγές στο σύστημα επιλογής για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, το οποίο μέχρι πρόσφατα ήταν κλειστό, με κύριο χαρακτηριστικό την πρωτοκαθεδρία των ακαδημαϊκών προσόντων ως κριτηρίων επιλογής.

Οι αλλαγές αυτές συνδέονται με δύο εξελίξεις που σημειώθηκαν κατά την προηγούμενη δεκαετία ως αποτέλεσμα του μεταρρυθμιστικού προγράμματος.  Η πρώτη αναφέρεται στην ποσοτική διεύρυνση της μεταϋποχρεωτικής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, η οποία προέκυψε παρά επιδιώχθηκε συστηματικά από την αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών και των εξετάσεων στο τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Η δεύτερη αναφέρεται στην επιδιωχθείσα και ως ένα βαθμό επιτευχθείσα διεύρυνση, ποσοτική  και ποιοτική, της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, με στόχο την ενδυνάμωση της εθνικής οικονομίας, τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη δημιουργία μιας Κοινωνίας Μάθησης, στην οποία θα προωθείται η διαβίου μάθηση.

Σειρά τώρα έχει η ζώνη σύνδεσης της Δευτεροβάθμιας με την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, η μεταϋποχρεωτική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, με κύρια χαρακτηριστικά της:

α) Την έντονη διάκριση της γενικής από την επαγγελματική εκπαίδευση, η οποία αποτυπώνεται και στη διαφοροποίηση των αντίστοιχων προσόντων ως κριτηρίων επιλογής. Στην άρση της διάκρισης αυτής αποσκοπεί η επιχειρούμενη ενσωμάτωση των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προσόντων σε ένα ενιαίο πλαίσιο, το οποίο θα διασφαλίζει την ευελιξία και τη συνοχή τους.

β) Ένα άλλο χαρακτηριστικό της μεταϋποχρεωτικής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης είναι η εμμονή σε μια πρώιμη επιλογή ενός περιορισμένου αριθμού μαθημάτων που δεν ανταποκρίνονται  στις ανάγκες των μαθητών, ούτε όσων δεν ενδιαφέρονται ούτε όσων προετοιμάζονται συστηματικά για την επόμενη βαθμίδα. Το πρόβλημα αυτό σε συνδυασμό με την περαιτέρω διεύρυνση της βαθμίδας αυτής ώστε να πάρει καθολικές διαστάσεις, υπαγόρευσε τις καινοτομικές  παρεμβάσεις αφενός στο πρόγραμμα σπουδών (Curriculum 2000) και αφετέρου στις εξετάσεις. 

Όσον αφορά την Ελλάδα, η σημερινή κυβέρνηση αναγνωρίζει το στρατηγικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η εκπαίδευση στην προσπάθεια της χώρας να ισχυροποιήσει την ανταγωνιστική της θέση στο χώρο των Βαλκανίων αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αναγνωρίζει επίσης ότι η εκπαίδευση στην Κοινωνία της Μάθησης και της Πληροφορίας αποτελεί το αποφασιστικότερο αναπτυξιακό κεφάλαιο. Για το λόγο αυτό θέτει ως άμεση προτεραιότητα την ποιοτική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, την οποία επιχειρεί η πρόσφατη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με πολλές δυσκολίες και προβλήματα και χωρίς να έχει διασφαλίσει εξαρχής τη συναίνεση όλων των ενδιαφερομένων.

Αν και συμπεριελήφθησαν σε αυτήν μέτρα που δικαιολογούν το χαρακτηρισμό της ως εκ των κάτω προς τα άνω, κατά την εφαρμογή τους ίσχυσε το αντίθετο. Εξαρχής δόθηκε έμφαση στη διεύρυνση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης  και στις ποιοτικές αλλαγές στη ζώνη σύνδεσης των δύο βαθμίδων, στη μεταϋποχρεωτική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, με την καθιέρωση του Ενιαίου Λυκείου και των Τεχνικών Επαγγελματικών Εκπαιδευτηρίων/ΤΕΕ. Ειδικότερα, η ανάλογη με την κοινωνική ζήτηση αύξηση των προσφερομένων θέσεων σε προϋπάρχοντα και νεοϊδρυόμενα Τμήματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και η συμμετοχή μη παραδοσιακών υποψηφίων σε προγράμματα μη συμβατικά (Προγράμματα Σπουδών Επιλογής /ΠΣΕ, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο/ΕΑΠ) απηχούν την τάση να διευρυνθεί αφενός η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ποσοτικά και ποιοτικά, αφετέρου η πρακτική της κλειστής πρόσβασης.

Το γεγονός όμως ότι η τύχη των μη συμβατικών προγραμμάτων (ΠΣΕ) είναι νεφελώδης, με εξαίρεση ίσως το ΕΑΠ, ότι οι απόφοιτοι των ΤΕΕ εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση μόνον στα ιδρύματα του τεχνολογικού τομέα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και ότι ο αριθμός των αποφοίτων Ενιαίου Λυκείου εξισώνεται με αυτόν των εισακτέων μέσω των επιλεκτικών διαδικασιών που έχουν προηγηθεί, θέτουν εν αμφιβόλω τη διεύρυνση της πρόσβασης με την καθιέρωση της μικτής στρατηγικής. Η διαπίστωση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι  στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την Αγγλία, η όλη διαδικασία επιλογής των υποψηφίων διεκπεραιώνεται ερήμην των ιδρυμάτων.

Όσον αφορά τη διαδικασία και τα κριτήρια επιλογής, η συγκριτική μελέτη καταλήγει στην εξής κύρια διαπίστωση. Η Ελλάδα διαιωνίζει την ανισοτιμία των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προσόντων ως κριτηρίων επιλογής, εφόσον η Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση δεν αποτελεί δίοδο σε άλλα ιδρύματα πλην των ΑΤΕΙ. Ο συνδυασμός της γενικής παιδείας με την προεπαγγελματική  κατάρτιση προωθείται - στο βαθμό που επιτυγχάνεται - μόνον μέσω του προγράμματος σπουδών του Ενιαίου Λυκείου.

Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί η ανάγκη να διερευνηθούν με τρόπο συστηματικό οι απαιτήσεις των ίδιων των ιδρυμάτων σχετικά με τις δεξιότητες που θα πρέπει να διαθέτουν οι πρωτοετείς φοιτητές, προκειμένου να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις τόσο των σπουδών τους όσο και της αγοράς εργασίας. Ακόμη θα είχε ενδιαφέρον να διερευνηθεί το αν και κατά πόσο οι δεξιότητες αυτές καλλιεργούνται κατά τη φοίτηση στη μεταϋποχρεωτική Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και αξιολογούνται τελικά μέσω των εξετάσεων.

Τέλος, δυο ακόμη διαπιστώσεις αναιρούν τις δεδηλωμένες προθέσεις της πρόσφατης εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Η πρώτη αναφέρεται στη διατήρηση ή μάλλον ενδυνάμωση του προπαρασκευαστικού χαρακτήρα του Λυκείου, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αξία του ως αυτοτελούς μορφωτικής βαθμίδας. Η δεύτερη αφορά στο ότι το ισχύον σύστημα επιλογής δεν κατάφερε να αναστρέψει την επέκταση του εξωσχολικού-ιδιωτικού εκπαιδευτικού δικτύου με το τεράστιο οικονομικό κόστος και τις παιδαγωγικές-κοινωνικές συνέπειες.

Αποτελεί αντικείμενο έρευνας η αναζήτηση νέων στρατηγικών - λύσεων που θα συνέβαλλαν στην αναθεώρηση του ισχύοντος συστήματος επιλογής και θα ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των καιρών. Και στην περίπτωση αυτή συγκριτικά δεδομένα θα μπορούσαν να αποβούν χρήσιμα, με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα αξιοποιηθούν δημιουργικά και όχι ως απλά «δάνεια» που στη συνέχεια θα απορριφθούν ως «ξένα σώματα».