Τα εργαστήρια Φυσικής – Χημείας – Βιολογίας
στα Σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης
Του Μιχάλη Γλαμπεδάκη
Τακτικού Καθηγητή ΤΕΙ Αθηνών
Μελετητές και ερευνητές της εκπαιδευτικής διαδικασίας υποστηρίζουν
ότι το παιδί μαθαίνει ευκολότερα όταν το ενδιαφέρει το διδασκόμενο
αντικείμενο και συγκεντρώνει την προσοχή του σε αυτό κατά τη διάρκεια της
διδασκαλίας. Τέτοιες αρχές οδήγησαν τους ερευνητές στη διατύπωση ολοκληρωμένων
προτάσεων για την τεχνική της διδασκαλίας. Πώς δηλαδή πρέπει ο εκπαιδευτικός να διδάσκει και τί μέσα πρέπει να χρησιμοποιεί ως
βοηθήματα. Τα εκπαιδευτικά μέσα διδασκαλίας, από τους απλούς χάρτες και τα
μαθηματικά σχήματα μέχρι τις σύνθετες φυσικές και χημικές διατάξεις, βοηθούν
στην εμπέδωση της διδακτέας ύλης, αφού κεντρίζουν το ενδιαφέρον του μαθητή.
Στις ίδιες αρχές στηρίζεται η παιδαγωγική σχολή που υποστηρίζει το Σχολείο Εργασίας,
στο οποίο οι μαθητές μαθαίνουν κατασκευάζοντας και πειραματιζόμενοι.
Τα εποπτικά μέσα διδασκαλίας είναι σημαντικός βοηθός του
εκπαιδευτικού στην προσπάθεια του να μεταδώσει γνώσεις και εμπειρίες.
Χαρακτηριστικές είναι οι απόψεις που αναφέρονται από ειδικούς: «Οι καλές εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις
βελτιώνουν τις διαδικασίες μάθησης και είναι ιδανικά εργαλεία για τον
εκπαιδευόμενο και τον εκπαιδευτικό, αφού βοηθούν στην επίτευξη των στόχων της
εκπαίδευσης» υποστηρίζει ένας μεγάλος οργανισμός σχεδιασμού εκπαιδευτικού
εξοπλισμού. Στα Σχολεία της Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, αν και με την ευρεία
έννοια είναι απαραίτητα εργαστήρια για όλα σχεδόν τα μαθήματα, μπορούμε να
θεωρήσουμε ότι απόλυτα απαραίτητα είναι τα εργαστήρια για τα αντικείμενα της
Πληροφορικής, Φυσικής, Χημείας και Βιολογίας. Για οικονομία χώρου τα τρία
εργαστήρια Φ, Χ, Β, αν και ανεξάρτητα μεταξύ τους, μπορούν να συστεγάζονται σε
έναν κοινό χώρο που ονομάζεται Εργαστήριο
Επιστημών (Science Laboratory).
Αυτό συμβαίνει και σε άλλες χώρες.
Στην Ελλάδα η ανάγκη δημιουργίας εργαστηρίων Φυσικής – Χημείας
-Βιολογίας είχε εντοπισθεί αρκετά χρόνια πριν. Έτσι ζητήθηκε το 1978 από τη
Διεθνή Τράπεζα η ένταξη στο Δ΄ Εκπαιδευτικό Σχέδιο του εξοπλισμού αρχικά 61
Γυμνασίων. Αργότερα τα Γυμνάσια αυξήθηκαν στα 150. Όμως, η μονομερής εκ μέρους
της Διεθνούς Τραπέζης ακύρωση του δανείου εξυπηρέτησης του Δ΄ Εκπαιδευτικού
Σχεδίου, δεν επέτρεψε τον εξοπλισμό τους.
Το Υπουργείο Παιδείας ανέθεσε τον Ιούλιο του 1997 σε επιτροπή υπό την
Προεδρία μου τη διεξαγωγή πανελλαδικής έρευνας για την «ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΗΣ
ΥΠΑΡΧΟΥΣΑΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ και την ΥΠΟΒΟΛΗ ΣΧΕΔΙΟΥ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΗΣ
ΥΠΟΔΟΜΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΦΥΣΙΚΗΣ-ΧΗΜΕΙΑΣ-ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΗΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ "
Πραγματοποιήσαμε την έρευνα μέσω ερωτηματολογίων και προσωπικών επισκέψεων
και εκπονήσαμε μελέτη ανάπτυξης των εργαστηρίων την οποία υποβάλαμε στο
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ τον Μάρτιο του 1998. Η έρευνα στοιχειοθετούσε την ανάγκη
ανάπτυξης των εργαστηρίων σχεδόν όλων των Ελληνικών Λυκείων και η Μελέτη
προσδιόριζε τον απαιτούμενο εξοπλισμό κατά είδος, ποσότητα, ποιότητα και
κόστος. Το Υπουργείο Παιδείας ζήτησε βάσει της μελέτης αυτής από το ΕΠΕΑΕΚ τη
χρηματοδότηση ενός τεραστίου προγράμματος εξοπλισμού των Ελληνικών Σχολείων. Η
Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε το αίτημα και το ΥΠΕΠΘ προκήρυξε Διεθνείς Διαγωνισμούς
ύψους περίπου 4 δις. δρχ. για τον εξοπλισμό Εργαστηρίων Φυσικής-Χημείας-Βιολογίας
σε περισσότερα από 1100 Λύκεια της Χώρας. Για τα υπόλοιπα σχολεία μπορούν οι
ΔΗΜΟΙ και οι ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ να υποβάλλουν τώρα στις περιφέρειες αντίστοιχα αιτήματα για τα σχολεία της περιοχής τους.
Η μελετητική ομάδα σε πρώτη φάση αναζήτησε πρωτογενή στοιχεία
για την υπάρχουσα εργαστηριακή υποδομή στο ΥΠΕΠΘ, στον Οργανισμό Σχολικών
Κτιρίων (ΟΣΚ) και στην ΕΣΥΕ, διαπιστώθηκε όμως ότι δεν τηρούνται από κάποιον αρμόδιο
φορέα συστηματικά στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε.
Συγκεντρώθηκαν στοιχεία από τρεις ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία,
Γαλλία και Μ. Βρετανία) και τις Η.Π.Α, ώστε να ληφθεί υπόψη η αντίστοιχη
κατάσταση στις χώρες αυτές. Ζητήθηκαν οι γνώμες των Ενώσεων Φυσικών, Χημικών
και Βιολόγων. Μελετήθηκαν τα Αναλυτικά Προγράμματα Μ.Ε. της χώρας μας και
περιγράφηκαν τεχνικές, ασκήσεις και πειράματα που έπρεπε να εκτελεστούν
προκειμένου να πραγματοποιηθεί ο σκοπός της εργαστηριακής άσκησης, που το
σύνολο των καθηγητών ζητούσε να είναι «με συμμετοχή των μαθητών» και όχι «επίδειξης
από τον καθηγητή».
Πραγματοποιήθηκε έρευνα αγοράς τόσο στο εσωτερικό, όσο και
στο εξωτερικό, για να μελετηθούν οι σύγχρονες μέθοδοι εξοπλισμού των
εργαστηριακών χώρων και να εντοπισθούν τα υπάρχοντα κατάλληλα αντικείμενα
ειδικής επίπλωσης, συσκευών και οργάνων των εργαστηρίων καθώς και να προσδιοριστεί
το κόστος προμήθειάς τους.
Τα στοιχεία της έρευνας και της μελέτης που εκπονήσαμε το 1997-98, αν
και κατατέθηκαν στο ΥΠΕΠΘ και στο ΤΕΙ ΑΘΗΝΩΝ ουδέποτε είδαν το φως της
δημοσιότητας. Στο Συνέδριο αυτό μου δίνεται η ευκαιρία να παρουσιάσω για πρώτη
φορά μερικά από τα στοιχεία αυτά, ενώ το σύνολό τους είναι στη διάθεση κάθε
ενδιαφερομένου στη Βιβλιοθήκη του ΤΕΙ Αθηνών καθώς και στο Γραφείο μου στο
ΤΕΙ Αθηνών/Γενικό Τμήμα Μαθηματικών.
Το μαθητικό δυναμικό της δημόσιας εκπαίδευσης αυξήθηκε από 750.503
μαθητές το έτος 1986/87 σε 803.626 το 1999/2000 δηλαδή μόλις κατά 7,08%, (ενώ
στην ιδιωτική εκπαίδευση αυξήθηκε κατά 40,28% την ίδια περίοδο).
Ο αριθμός των
αιθουσών διδασκαλίας αυξήθηκε κατά 44,64% την ίδια δεκαπενταετία 1986-2000.
Συγκρίνοντας τους δείκτες μεταβολής μαθητικού δυναμικού με τον δείκτη
μεταβολής των διαθέσιμων αιθουσών στα δημόσια σχολεία, καταλήξαμε στο
συμπέρασμα ότι από το έτος 2000 και μετά θα αρχίσει να βελτιώνεται σημαντικά η
κατάσταση στέγασης των σχολείων. Αυτό προέκυψε από το γεγονός ότι με τον τότε
ρυθμό αύξησης των αιθουσών, το έτος 2000 θα υπήρχαν στη διάθεση των σχολείων
44% περισσότερες αίθουσες από ότι το 1986. Ο λόγος μαθητές ανά αίθουσα από 1
προς 30 που ήταν το 1986/87 έγινε 1 προς 26 το 1993/94 και προβλεπόταν ότι θα
γινόταν 1 προς 20 από το 2000 και μετά.
Τα παραπάνω στοιχεία θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπ’όψη από
τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΕΠΘ κατά τη χάραξη της στρατηγικής του Υπουργείου.
Ειδικότερα προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:
·
Θα μπορούν με βάση τις παραπάνω
προβλέψεις να σχεδιασθούν τμήματα με μέγιστο αριθμό 20 μαθητών. Το θέμα αυτό
βέβαια δεν αφορά μόνο τις αίθουσες αλλά και το υπάρχον διδακτικό προσωπικό, η
υποδομή όμως για να υλοποιηθεί θα υπάρχει.
·
Τα εργαστήρια που θα αναπτυχθούν στο
μέλλον θα πρέπει να είναι χωρητικότητας το πολύ 20 θέσεων.
·
Η πολιτική του ΥΠΕΠΘ και των
αρμόδιων υπηρεσιών του (ΟΣΚ κλπ) θα πρέπει να προσανατολισθεί πλέον κυρίως στη
βελτίωση των υποδομών, (κτίρια, αίθουσες, εργαστήρια), στον καλύτερο
σχεδιασμό (σχολείων, τμημάτων, τάξεων κλπ) και λιγότερο στην επέκταση της κτιριακής
υποδομής.
Ο λόγος εργαστηρίων προς σχολεία
της Δημόσιας Εκπαίδευσης βελτιώθηκε σημαντικά και έφθασε το 1992/93 στο
0,73 (73%) υπολειπόταν όμως σημαντικά του αντίστοιχου λόγου της Ιδιωτικής Εκπαίδευσης
που ήταν 1,15 (115%).
Το 68% των σχολείων του δείγματος δήλωναν ότι
υπήρχε εργαστηριακός χώρος Φυσικής, Χημείας ή/και Βιολογίας. Το ποσοστό αυτό
αποτελούσε ένα σημαντικό δείγμα αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων της έρευνας,
αφού ήταν σχεδόν όμοιο με την καταγραφή που κάνει κάθε χρόνο το Τμήμα
Εκπαίδευσης της ΕΣΥΕ.
Το επίπεδο του εξοπλισμού των εργαστηρίων στα σχολεία της
δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κρίθηκε ιδιαίτερα χαμηλό. Μόνο το 5,3% των σχολείων είχαν πλήρως εξοπλισμένο εργαστήριο. Ενώ το
94,70% δεν μπορούσαν να πραγματοποιήσουν το μάθημα λόγω της έλλειψης εξοπλισμού
και ειδικής επίπλωσης.
Στο 44,4% των σχολείων η υπάρχουσα κτιριακή υποδομή και οι
υπάρχουσες αίθουσες εργαστηρίων πληρούσαν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης
εργαστηρίων συμμετοχής, αφού διέθεταν αίθουσες άνω των 50 τετραγωνικών μέτρων
(τ.μ.). Στο 22,2% των σχολείων θα μπορούσε με κάποιον ειδικό σχεδιασμό να πει
κανείς ότι δεν απαιτούνται επιπλέον χώροι ή αίθουσες. Τέλος, σε ένα 33,5% των
σχολείων δεν υπήρχαν οι κτιριακές προϋποθέσεις για δημιουργία εργαστηρίου με
βάση τις σημερινές ανάγκες. Μπορούσε όμως να δημιουργηθεί και σ’ αυτά ένα
εργαστήριο 18 θέσεων για το οποίο ο απαιτούμενος χώρος να είναι 42 τ.μ. περίπου
Οι καθ’ύλην αρμόδιοι καθηγητές πίστευαν σχεδόν στην παμψηφία τους (99,20%) στην αναγκαιότητα της εργαστηριακής άσκησης στα μαθήματα Φυσικής, Χημείας και Βιολογίας. Το γεγονός αυτό αποτελούσε σημαντικό παράγοντα στήριξης και επιτυχίας της όποιας προσπάθειας θα γινόταν από το ΥΠΕΠΘ για ανάπτυξη εργαστηρίων και καθιέρωση της εργαστηριακής άσκησης ως βασικού συστατικού στοιχείου της διδασκαλίας των μαθημάτων αυτών.
Το σύνολο σχεδόν των
εκπαιδευτικών συμφωνούσε και θα στήριζε προφανώς τους όποιους σχεδιασμούς
γίνονταν.
Οι απαντήσεις στο ερώτημα Η
εργαστηριακή άσκηση πρέπει να γίνεται με Συμμετοχή των μαθητών;(92,00%)
Επίδειξη;(5,40%) Και τα δύο;(2,00%) κάνουν εμφανή τη συμφωνία απόψεων
μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών για τον χαρακτήρα των εργαστηρίων που πρέπει να
αναπτυχθούν. Όλοι, ΥΠΕΠΘ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Ενώσεις και Καθηγητές
συμφωνούν ότι στην εποχή μας ως εργαστηριακή άσκηση νοείται η άσκηση σε
εργαστήρια συμμετοχής και όχι επίδειξης.
Το θέμα διερευνήθηκε με ειδική ερώτηση προς τους καθηγητές.
Η διατύπωση της ήταν: «Ποιός είναι ο
μεγαλύτερος αριθμός μαθητών, που μπορούν, κατά την γνώμη σας, να
παρακολουθήσουν ως ομάδα την πειραματική άσκηση;»
Ο μέσος όρος των μαθητών σύμφωνα με τις απαντήσεις των
καθηγητών ήταν: 9 μαθητές.
Αντίθετα, τόσο από πλευράς Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, όσο και
από την πλευρά των Ενώσεων των καθηγητών η άποψη που υπερίσχυε ήταν ότι οι
μαθητές πρέπει να είναι σε ομάδες των 2.
Οι απαντήσεις των καθηγητών είναι προφανές ότι δόθηκαν με
βάση την εμπειρία τους στα σχολεία, όπου η πειραματική άσκηση γινόταν μέχρι
τότε κυρίως με πειράματα επίδειξης. Ο υψηλός αριθμός μαθητών ανά ομάδα, που προέκυψε
από την έρευνα, αφορούσε επομένως τις ασκήσεις επίδειξης.
Το στοιχείο αυτό έδειξε ότι απαιτείτο ενημέρωση των
καθηγητών σχετικά με τις μεθόδους εργαστηριακής άσκησης ώστε να αποφασίζουν στη
συνέχεια για το πλήθος των μαθητών στις ομάδες εργασίας, ώστε να αποφασίζουν
στη συνέχεια για τον καλύτερο αριθμό των μαθητών σε μια ομάδα εργασίας.
Ο απαιτούμενος χρόνος προετοιμασίας της
εργαστηριακής άσκησης είναι 1 ώρα και 20 λεπτά κατά μέσο όρο με βάση τις
απαντήσεις των καθηγητών.
Η πλειοψηφία των καθηγητών (61,60%) θεωρούσε ότι η
εργαστηριακή άσκηση πρέπει να καλύπτει επιλεγμένη
ύλη των μαθημάτων Φυσικής, Χημείας και Βιολογίας και όχι το σύνολο της
ύλης. Υπήρχε και ένα σημαντικό ποσοστό καθηγητών (36%) που θεωρούσαν ότι
πρέπει να καλύπτεται όλη η ύλη. Η άποψη αυτή συναντάται σε μεγαλύτερο βαθμός
στους φυσικούς και σε καθηγητές με λίγα έτη υπηρεσίας.
Το 87,60% περίπου των καθηγητών θεωρούσε ότι η εργαστηριακή
άσκηση πρέπει να καλύπτεται από ειδικό για το σκοπό αυτό βιβλίο. Το 4,4% θεωρούσε
ότι είναι αρκετές οι σημειώσεις του διδάσκοντα και το 7,10% ότι απαιτείται και
βιβλίο και σημειώσεις από τον διδάσκοντα.
Οι παραπάνω απόψεις εκφράζονται σε ίδια σχεδόν ποσοστά σε
όλες τις ειδικότητες εκπαιδευτικών.
Καθολική σχεδόν είναι η άποψη ότι
απαιτείται επιμόρφωση των καθηγητών έτσι ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν με
επιτυχία στις ανάγκες της εργαστηριακής άσκησης. Τα ποσοστά συμφωνίας με την
άποψη αυτή ξεπερνούν το 90% για όλες τις ειδικότητες εκπαιδευτικών.
Το γεγονός αυτό οδηγεί στο
συμπέρασμα ότι η προσπάθεια ανάπτυξης εργαστηρίων και καθιέρωσης της
εργαστηριακής άσκησης εκτός των άλλων απαιτεί και σημαντικά κονδύλια για την
επιμόρφωση των καθηγητών.
Η πλειοψηφία των καθηγητών
θεωρούσε ότι δεν απαιτείτο ειδικό βοηθητικό προσωπικό για την προετοιμασία και
διενέργεια της εργαστηριακής άσκησης. Συγκεκριμένα μόλις το 0,7% απάντησε «ναι» στο ερώτημα αυτό, το 35% περίπου
είχε «ουδέτερη» γνώμη και την
εξαρτούσε από το είδος της εργαστηριακής άσκησης αλλά και το είδος του
βοηθητικού προσωπικού, ενώ το 60% ήταν αρνητικό.
Οι απόψεις για το είδος
του βοηθητικού προσωπικού διίστανται. Το 19% θεωρεί ότι ως βοηθητικό προσωπικό
πρέπει να προσληφθούν νέοι καθηγητές, ενώ το 27% προτείνει ως βοηθητικό
προσωπικό παρασκευαστές – τεχνικούς.
Η ύπαρξη βοηθητικού προσωπικού, σε κάθε
περίπτωση δεν απορρίπτεται. Από τις συζητήσεις μάλιστα με τους εκπαιδευτικούς
κατά την έρευνα πεδίου στα σχολεία, προέκυψε το συμπέρασμα ότι η ύπαρξη
παρασκευαστών-τεχνικών θα διευκόλυνε σημαντικά το έργο των εκπαιδευτικών
κυρίως στην προετοιμασία της πειραματικής άσκησης. Με την άποψη αυτή
συμφωνούσαν και οι επιστημονικοί φορείς, ενώ υπάρχει και η θετική εμπειρία από
την τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπου από πολλά χρόνια έχει διοριστεί βοηθητικό
προσωπικό στα εργαστήρια.
Από τα στοιχεία της έρευνας που πραγματοποιήθηκε στα σχολεία
της Μ.Ε., ανακεφαλαιώνουμε τα ακόλουθα:
1.
Από τα 818 σχολεία του δείγματος, τα 558 (68.2%) διέθεταν εργαστηριακό χώρο.
Ποσοστό αρκετά υψηλό.
2.
Μόνο το 5.3% των σχολείων είχαν πλήρως εξοπλισμένα εργαστήρια Φ-Χ-Β. Ποσοστό υπερβολικά χαμηλό.
3.
Δεν υπήρχε ομοιογένεια διαθέσιμων χώρων, ούτε οι χώροι ήταν έτοιμοι να υποδεχθούν τον εξοπλισμό. Δεν υπήρχαν
κανάλια παροχών, αποχετεύσεων, απαγωγής αερίων κ.τ.λ.
4.
Το 99.3% των καθηγητών ζητούσε διενέργεια εργαστηριακών ασκήσεων με
πλήρη συμμετοχή των μαθητών, γεγονός που προϋποθέτει πλήρως
εξοπλισμένα εργαστήρια.
5.
Οι καθηγητές (91.3%) ζητούσαν
επιμόρφωση προκειμένου να χρησιμοποιήσουν το εργαστήριο.
6.
Απαιτούντο εργαστηριακά βιβλία
σύμφωνα με τις απόψεις του 87.6% των καθηγητών, τα οποία θα βοηθήσουν τους
μαθητές και τους εκπαιδευτικούς στη σωστή και ασφαλή διεξαγωγή των ασκήσεων και
των πειραμάτων.
7.
Σήμερα, η κατάσταση είναι σαφώς
καλύτερη μετά τον εξοπλισμό των 1.100 σχολικών εργαστηρίων και αύριο θα είναι
ακόμα καλύτερη αν οι ΔΗΜΟΙ και οι ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ αξιοποιήσουν την ευκαιρία που τους
δίνει το ΕΠΕΑΕΚ ΙΙ για την ανάπτυξη εργαστηρίων και βιβλιοθηκών στα σχολεία της
περιφέρειάς τους.