Το γλωσσικό μάθημα στο Δημοτικό σχολείο :

Συγκριτική θεώρηση των Α.Π. του 1984 και του 1999.

 

Της Ζαχαρούλας Ταβουλάρη

Master Επιστημών της Αγωγής

 

Εισαγωγή

Η γλώσσα είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου που τον κάνει να ξεχωρίζει από τα ζώα[1] . Είναι το τελειότερο συμβολικό σύστημα που αποδεσμεύει τον άνθρωπο από το «εδώ» και το «τώρα» , αφού, « μόνο η γλώσσα μπορεί να σπάσει τα δεσμά  της άμεσης εμπειρίας στην οποία παγιδεύεται κάθε άλλο πλάσμα, οδηγώντας μας έτσι σε απεριόριστες ελευθερίες χώρου και χρόνου»[2]. Ταυτόχρονα είναι το πλέον απαραίτητο μέσο με το οποίο ο άνθρωπος διεκπεραιώνει το μεγαλύτερο μέρος των καθημερινών του δραστηριοτήτων, εφ’ όσον είναι το σαφέστερο και οικονομικότερο μέσο επικοινωνίας. Οι μαθητές μας ως αυριανοί πολίτες θα πρέπει να είναι σε θέση να χρησιμοποιούν τη γλώσσα στην καθημερινή εξυπηρέτησή τους στις επικοινωνιακές τους ανάγκες αλλά και για να εκφράζουν  με σαφήνεια και καθαρότητα τις σκέψεις τους , τις απόψεις τους , τις πεποιθήσεις τους.

Αποτελεί λοιπόν, επιτακτική ανάγκη το γλωσσικό μάθημα στην Α/θμια εκπαίδευση να ξεφύγει από την αποσπασματική γνώση και να προκαλέσει το ενδιαφέρον του μαθητή, ο οποίος αποτελεί τον κύριο συντελεστή της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Εξάλλου, η ολοκληρωμένη γλωσσική αγωγή συνδυάζει τη γνώση του συστήματος της γλώσσας με την ταυτόχρονη ικανότητα χρήσης, δηλ.. εκμετάλλευσής του για αποτελεσματικότερη επικοινωνία.

 

Εννοιολογικές αποσαφηνίσεις

Επικοινωνία

Η γλώσσα είναι ένας κώδικας σημείων γλωσσικής μορφής με τα οποία επιτυγχάνεται επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας γλωσσικής κοινότητας[3].

Με τον όρο «Γλωσσική κοινότητα» εννοούμε  το σύνολο των ανθρώπων που έχουν την ίδια μητρική γλώσσα». Τα μέλη της γλωσσικής κοινότητας  πρέπει να επι- κοινωνούν  χωρίς απαραίτητα  να ομονοούν. 

Με τον όρο «επικοινωνία» εννοούμε την ανταλλαγή μηνυμάτων . Για να πραγματοποιηθεί γλωσσική επικοινωνία είναι απαραίτητο να υπάρχει ο ομιλητής  (πομπός) και ο ακροατής  (δέκτης). Το επικοινωνιακό μήνυμα επηρεάζεται από τα συμφραζόμενα στην πρόταση και τον επιτονισμό. Τη φωνητική δυνατότητα που έχει κάθε ανθρώπινη γλώσσα να διαφοροποιεί σημασιολογικά την ίδια φράση προφέροντάς την διαφορετικά. Σοβαρή πτυχή της επικοινωνίας είναι και η περίσταση επικοινωνίας.

Αναλυτικό πρόγραμμα

Είναι το αποτέλεσμα και προϊόν συγκεκριμένων διαδικασιών σχεδιασμού και σύνταξης ενός γενικού πλαισίου οργάνωσης της διδασκαλίας. Το αναλυτικό πρόγραμμα του σχολείου βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος όχι μόνο των συντακτών του αλλά και των εκπαιδευτικών γιατί αποτελεί μια θεμελιώδη διάσταση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Αυτό καθορίζει το πλαίσιο των ποικίλων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων που οφείλουν να αναπτυχθούν στο σχολείο[4]. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται και ο όρος Curriculum . Ο όρος αυτός υποδηλώνει ένα είδος προγράμματος που δεν περιλαμβάνει μόνο τη διδακτέα ύλη και τους γενικούς σκοπούς αλλά και πολλά άλλα στοιχεία όπως είναι: οι γενικοί σκοποί, οι ειδικοί στόχοι, η μέθοδος , τα μέσα διδασκαλίας, ο τρόπος αξιολόγησης και άλλα χρήσιμα στοιχεία για το διδάσκοντα. Αποτελεί δηλαδή το Curriculum ένα πλήρη οδηγό διδασκαλίας[5].

 

Σκοπός και Μεθοδολογία της Έρευνάς μας

 

Η έρευνά μας  έγινε υπό το πρίσμα «ότι ο σκοπός της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας στο δημοτικό σχολείο είναι να καταστήσει τους μαθητές επαρκείς χρήστες της γλώσσας και όχι να τους μεταδώσει γνώσεις για τη γλώσσα Να διευκολύνει τόσο την πνευματική συγκρότηση τα μαθητών όσο και την αποτελεσματική επικοινωνία τους με το περιβάλλον[6]». Με βάση τον παραπάνω σκοπό μελετήθηκαν τα Αναλυτικά προγράμματα του 1984 και το Πρόγραμμα  Σπουδών του 1999, τα οποία αποτέλεσαν και το πρωτογενές υλικό της παρούσας έρευνας.  Η ανίχνευση λοιπόν της επικοινωνιακής διάστασης στο συγκεκριμένο μάθημα, διαδικασία που απαιτεί οργανωμένη και συστηματική έρευνα, μάς ώθησε στην Ανάλυση Περιεχομένου ως την πλέον ενδεδειγμένη μέθοδο. Μέσα από αυτήν, είναι εφικτή μια αντικειμενική, συστηματική και ποιοτική περιγραφή του περιεχομένου μιας επικοινωνίας[7]. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ανησυχία και η φροντίδα για την εξαντλητικότητα, την αντικειμενικότητα και το σεβασμό της σημασίας σημειώνοντας ότι αποκαλύπτει και γνωστοποιεί ένα δυναμικό χαρακτήρα του λόγου  θεωρούμενου ως σύστημα μεταβολών[8].

          Συνεπώς γίνεται αντιληπτό ότι αποτελεί τη μόνη  αποτελεσματική μέθοδο για την έρευνα της οργάνωσης του λόγου και μάλιστα αυτό είναι εφικτό με την ποιοτική θεματική ανάλυση.  Με το χαρακτήρα της μεθοδικής παρέμβασης που υποδεικνύει, εξασφαλίζεται η αντικειμενικότητα των ερευνητικών ενεργειών και ευρημάτων και αποφεύγεται η σύγχυση που δημιουργείται, όταν δεν υπάρχει συστηματική κατηγοριοποίηση των θεμάτων βάσει των αρχών που η Ανάλυση Περιεχομένου   αποδέχεται.  Η ποιοτική ανάλυση περιεχομένων επιμένει στην αναγκαιότητα να υπολογισθεί το υπονοούμενο, αυτό που θα ονομάζαμε «λανθάνον» ή «υφέρπον» περιεχόμενο, που γίνεται αντιληπτό μέσω των «δισταγμών», των αποσιωπητικών, των επαναλήψεων. Με τη  μελέτη των περιπτώσεων και την ανάδειξη της εξαίρεσης που η ποιοτική ανάλυση κατορθώνει να επισημάνει φωτίζονται καλύτερα οι βασικές ιδέες και οι σταθερές του υλικού επικοινωνίας που αναλύεται[9].             

Με την έρευνα του υλικού, όπως παρατίθεται παρακάτω, θα αποπειραθούμε να αξιολογήσουμε με τον αποδοτικότερο τρόπο τα στοιχεία οργάνωσης και λειτουργίας του μαθήματος της Γλώσσας προκειμένου να γίνει αντιληπτός ο βαθμός και ο τρόπος με τον οποίο το συγκεκριμένο μάθημα συντελεί στην «επικοινωνιακή διάσταση»  της διδασκαλίας της μητρικής γλώσσας.

Αναδείχθηκαν λοιπόν και αξιολογήθηκαν συγκριτικά οι παρακάτω θεματικές ενότητες:

 Α) Τα Αναλυτικά Προγράμματα 1982- 1984 για τη διδασκαλία του Γλωσσικού μαθήματος στο Δημοτικό σχολείο και.

Β) Το Νέο Πρόγραμμα Σπουδής της Γλώσσας στο Δημοτικό.

Μετά τον προσδιορισμό των θεματικών ενοτήτων διαμορφώθηκαν οι κατηγορίες-θέματα  που αφορούν τη συγκριτική θεώρηση : 1) των γενικών χαρακτηριστικών του Αναλυτικού Προγράμματος του 1984 και του Προγράμματος Σπουδών του 1999,  2) του Γενικού Σκοπού και των  Στόχων του Γλωσσικού μαθήματος,  όπως διατυπώνονται στα αντίστοιχα Αναλυτικά προγράμματα και

3) των διδακτικών μέσων που προτείνονται από τα προγράμματα της γλώσσας.

 Από την όλη μέχρι τώρα εξαντλητική ανάγνωση του Α.Π. και την προσέγγιση της συναφούς με την επικοινωνιακή διάσταση βιβλιογραφίας δε φαίνεται ότι είναι απαραίτητο να κάνουμε υποθέσεις. Είναι όμως σίγουρο ότι τα ερευνητικά ερωτήματα προς τα οποία θα κατατείνουμε, για να δώσουμε απαντήσεις με την ερευνητική εργασία μας είναι:

Α) Ο προβαλλόμενος ως επικοινωνιακός χαρακτήρας στην προσέγγιση της γλώσσας είναι επιστημονικά οργανωμένος;

Β) Η προσέγγιση των βασικών διαστάσεων της γλώσσας, της ομιλίας και της γραφής, είναι με τέτοιο τρόπο θεωρημένες από το Α.Π., ώστε σκοποί και στόχοι, περιεχόμενα και δραστηριότητες διδασκαλίες να τις εντάσσουν στο ευρύτερο συστηματικό πλαίσιο που υποδεικνύει η φιλοσοφία της επικοινωνιακής διδασκαλίας της γλώσσας;

 

Γενικά χαρακτηριστικά του Α. Π. του 1984 και του Π. Σ. του 1999.

 

Κατά το διάστημα 82- 84  περίοδος έντονης κινητικότητας σε θέματα γλωσσικής διδασκαλίας δημοσιεύτηκαν σταδιακά τα Α. Π. για τη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος  στο  Δημοτικό Σχολείο.

1982 : Α.Π. των  Α΄ και Β΄ τάξεων  ( Π. Δ. 583 / 82 )

1983:  Α.Π.  των  Γ΄ και Δ΄ τάξεων  ( Π. Δ. 449 / 83)

1984:  Α. Π. των  Ε΄ και Στ΄ τάξεων ( Π. Δ. 528 / 84 )

Τα προγράμματα αυτά αποτέλεσαν μια σημαντική πρόοδο σε σχέση με τα παλαιότερα που ήρθαν να αντικαταστήσουν .  Περιείχαν : Το γενικό σκοπό του μαθήματος της γλώσσας , το περιεχόμενο και τις επιδιώξεις του μαθήματος για όλες τις τάξεις, γενικές παρατηρήσεις και τέλος περιεχόμενο, στόχους και δραστηριότητες για κάθε τάξη χωριστά.

Το περιεχόμενο του  μαθήματος διαιρείται σε έξι τομείς  : ακρόαση, προφορικά έκφραση, ανάγνωση, γραπτή έκφραση, λεξιλόγιο και γραμματική. Για καθένα από τους τομείς αυτούς προβλέπονται συγκεκριμένες ενότητες ύλης με τις  οποίες επιδιώκεται η καλλιέργεια ενός μεγάλου αριθμού ικανοτήτων που πρέπει να αναπτύξουν οι μαθητές  μέσα από τη γλωσσική διδασκαλία για να γίνουν επαρκείς χρήστες της νεοελληνικής γλώσσας τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Το γλωσσικό μάθημα αντιμετωπίζεται σφαιρικά και ενοποιείται.

     Το Φεβρουάριο του 1999 δημοσιεύτηκε το  Νέο  Πρόγραμμα Σποδών για τη  Διδασκαλία της  Nεοελληνικής Γλώσσας στο  Νηπιαγωγείο και στο Δημοτικό Σχολείο   (Φ. Ε. Κ.  93/ 10-2-1999 ), του οποίου η εφαρμογή προβλεπόταν για το σχολικό έτος (1999- 2000 ).

Το « Πρόγραμμα Σπουδής της Νεοελληνικής  Γλώσσας στο Δημοτικό Σχολείο» αποτελεί μέρος του Ενιαίου  Προγράμματος Σπουδών της Γλώσσας και αποτελείται από το Γενικό Σκοπό και από τρία κεφάλαια : Α. Στόχοι και δραστηριότητες, Β. Η προσέγγιση και τα μέσα  και Γ. Η αξιολόγηση.

Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο Στόχοι και δραστηριότητες διαιρείται σε πέντε υποκεφάλαια : 1. Προφορικός λόγος, 2.Γραπτός λόγος , 3. Λεξιλόγιο , 4. Γραμματική , 5. Διαχείριση της πληροφορίας. Ο προφορικός λόγος αντιμετωπίζεται ενιαία ως ακρόαση και ως προφορική έκφραση. Στο υποκεφάλαιο  Γραπτός λόγος  περιλαμβάνεται : η  Ανάγνωση, η Γραφή , η παραγωγή γραπτού λόγου και η Λογοτεχνία.

Κάθε τομέας που αντιστοιχεί στα πέντε αυτά  υποκεφάλαια και τις υποδιαιρέσεις τους χωρίζεται σε δύο επίπεδα : ένα για τις τάξεις Α΄ και Β΄ και ένα για τις τάξεις Γ΄  έως Στ΄ Για καθένα από τους παραπάνω τομείς παρατίθενται με μορφή καταλόγου , σε μια στήλη οι γλωσσικοί στόχοι και οι δεξιότητες που πρέπει να   έχουν αναπτυχθεί ως αποτέλεσμα της διδασκαλίας και σε άλλη στήλη το περιεχόμενο και ενδεικτικές δραστηριότητες με τα οποία θα επιτευχθούν  οι στόχοι.

 

Ο γενικός σκοπός και οι στόχοι  του γλωσσικού μαθήματος , όπως διατυπώνονται στο Αναλυτικό Πρόγραμμα και στο Πρόγραμμα Σπουδής.

Σύμφωνα με τα αναλυτικά προγράμματα του 1982- 1984 το γλωσσικό μάθημα επιδιώκει[10]:

Να γίνουν οι μαθητές ικανοί χρήστες της γλώσσας με την καλλιέργεια των δεξιοτήτων που σχετίζονται με την ακρόαση, την προφορική έκφραση , την ανάγνωση και τη γραπτή έκφραση.

Να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στον προφορικό λόγο.

Να έρχονται οι μαθητές σε επαφή με κείμενα τα οποία είναι αντιπροσωπευτικά των ποικίλων μορφών  γραπτής επικοινωνίας.

Η  γλώσσα να αντιμετωπίζεται ενιαία με την έννοια ότι ακρόαση, προφορική έκφραση , ανάγνωση, γραπτή έκφραση και γραμματική δε θα διδάσκονται ανεξάρτητα.

Να συνεχίζεται στο σχολείο ο προσχολικός  φυσικός τρόπος εκμάθησης της γλώσσας.

Η καλλιέργεια της προφορικής και της γραπτής έκφρασης πρέπει να γίνεται με την άσκηση των μαθητών στη χρήση της γλώσσας.

 Η μελέτη του σκοπού και των στόχων του Αναλυτικού προγράμματος καθιστά σαφές ότι εγκαταλείπεται η παραδοσιακή εμμονή στη σχολαστική διδασκαλία της  γραμματικής που οδηγούσε στην απόχτηση στείρων γραμματικών γνώσεων και δίνεται έμφαση στην καλλιέργεια της γραπτής και προφορικής έκφρασης των μαθητών ώστε να εξοικειωθούν με ποικίλες μορφές προφορικής και γραπτής επικοινωνίας.

Το Πρόγραμμα Σπουδής της μητρικής γλώσσας ορίζει ως γενικό σκοπό ότι οι μαθητές πρέπει να μάθουν να καταλαβαίνουν , να μιλούν , να διαβάζουν και να γράφουν με άνεση την κοινή νέα ελληνική . Ειδικότερη αναφορά γίνεται στις επικοινωνιακές περιστάσεις, στη γεωγραφική και κοινωνική διαφοροποίηση της γλώσσας, στη λογοτεχνία, στη γνώση του γλωσσικού συστήματος, στη γλωσσική παράδοση, στον πολιτισμό, στην τεχνολογία της πληροφορικής, στη γλωσσική αγωγή των αλλοδαπών μαθητών.

Η μελέτη του σκοπού και των στόχων καθιστά σαφές ότι οι αναφορές σε επικοινωνιακές όψεις της γλώσσας είναι αριθμητικά περισσότερες από εκείνες που σχετίζονται με τα τυπικά στοιχεία του γλωσσικού συστήματος.. Το νέο πρόγραμμα σπουδών υιοθετεί και προωθεί έναν επικοινωνιακό προσανατολισμό για τη γλωσσική διδασκαλία[11]..

Στόχος είναι να καταστήσει το μαθητή ικανό να εκτελεί αποτελεσματικά «γλωσσικές  πράξεις» δηλ. να χρησιμοποιεί τα γλωσσικά μέσα με τρόπο αποτελεσματικό και κατάλληλο για κάθε ειδική περίσταση επικοινωνίας[12].

Πιο συγκεκριμένα το Π. Σ. λαμβάνοντας υπόψη τα πορίσματα των ερευνών της Γλωσσολογίας, τις αλλαγές που συντελέστηκαν στην Ελλάδα κατά το χρονικό διάστημα που χωρίζει το παρόν πρόγραμμα από την εποχή που είχαν εκπονηθεί τα προηγούμενα Αναλυτικά προγράμματα, την είσοδο των προσφύγων, τα φαινόμενα πολυγλωσσίας στην Ελλάδα :

Προτείνει τη γλωσσική πράξη ως μονάδα επικοινωνίας παράλληλα με την πρόταση.

Δίνει έμφαση στη δομή και δόμηση του κειμένου.

Προτείνει τρόπους εμπλοκής του μαθητή στα δρώμενα.

Αποκαθιστά την περίληψη ως βασική διδακτική πρακτική και μέσο μάθησης.

Εισάγει την πρόσβαση στα μέσα πληροφόρησης.

Παρουσιάζει τη λογοτεχνία ως ιδιαίτερο τομέα του προγράμματος .

Προτείνει τρόπους αξιολόγησης.

Επιχειρεί την εξοικείωση του μαθητή με την ύπαρξη κοινωνικών και τοπικών ελληνικών ιδιωμάτων.

Η μελέτη του σκοπού και των στόχων του Π. Σ. καθιστά σαφές  ότι είναι το πρώτο που συνδυάζει σύγχρονες αντιλήψεις για τη γλώσσα και τη διδασκαλία της επιχειρώντας μια τομή στη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος στο Δημοτικό.

Μεθοδολογικές υποδείξεις που προτείνονται από το Α. Π. και το Π. Σ.

Στα Α. Π. του  ’82 – 84 δεν περιλαμβάνονται συστηματικές μεθοδολογικές υποδείξεις για τη διδασκαλία των συγκεκριμένων κεφαλαίων ή των επιμέρους διδακτικών ενοτήτων. Η έλλειψη αυτή καλύπτεται από τις αναλυτικές υποδείξεις που υπάρχουν στα  «βιβλία του δασκάλου».

Το Πρόγραμμα Σπουδών  δεν  προτείνει μια συγκεκριμένη μέθοδο με αυστηρά προκαθορισμένες ενέργειες. Αντίθετα προτείνει μια  «διδακτική προσέγγιση» δηλαδή ένα πλαίσιο αρχών και στόχων . Υπαγορεύει την ανάληψη ευθυνών και πρωτοβουλιών από το δάσκαλο ώστε να προσαρμόζει συχνά τους τρόπους και τα μέσα διδασκαλίας στις περιστάσεις και στους στόχους του κάθε μαθήματος. Η πρωτοβουλία προϋποθέτει επίγνωση των στόχων , ενημέρωση, κίνητρα και καθοδήγηση. Κοινός παρανομαστής όλων των επιμέρους μεθόδων είναι  οι αρχές :

Ο δάσκαλος να διαμορφώσει πραγματιστική στάση απέναντι στη γλώσσα. .Να συνειδητοποιήσει ότι το παιδί διδάσκεται τη γλώσσα για να εκτελεί αποτελεσματικά γλωσσικές πράξεις. Γι αυτό πρέπει να εκτίθεται σε παραγωγή λόγου και να εμπλέκεται στα δρώμενα.

Διδασκαλία της γλώσσας σημαίνει διδασκαλία της γραμματικής σε τρία επίπεδα: γραμματική της λέξης,   γραμματική της πρότασης , γραμματική του κειμένου και της επικοινωνίας. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στο κείμενο και στην επικοινωνία.

Κάθε στόχος της γλωσσικής διδασκαλίας αποτελεί  «οριζόντιο στόχο» όλων των μαθημάτων. Ιδιαίτερα η επεξεργασία του κειμένου πρέπει να αξιοποιείται σε όλα τα μαθήματα. 

 

Συμπεράσματα

 

Η ερευνητική εργασία που πραγματοποιήσαμε σχετικά με τη συγκριτική θεώρηση των Α. Π. και του Π. Σ. με τη βοήθεια της Ανάλυσης περιεχομένου μας οδήγησε στα παρακάτω συμπεράσματα :

Τα αναλυτικά Προγράμματα του 82- 84 αντιμετωπίζουν το γλωσσικό μάθημα στη σφαιρικότητά του ώστε όλες οι διδακτικές ενέργειες να προάγουν την ικανότητα  για κατανόηση και έκφραση, που είναι οι δύο άξονες στη διαδικασία της επικοινωνίας.  Προσεγγίζουν αισθητά το επικοινωνιακό μοντέλο και αποβλέπουν στην καλλιέργεια ικανοτήτων μέσα από τη γλωσσική διδασκαλία ώστε να καταστούν οι μαθητές επαρκείς χρήστες της νεοελληνικής γλώσσας τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο.

Το Π. Σ. Της μητρικής γλώσσας στο δημοτικό του 1999:

Αποβλέπει στην προσέγγιση από το μαθητή  του συστήματος της γλώσσας , ώστε να καταστεί ικανός να τη χειρίζεται δημιουργικά έχοντας ως αφετηρία το επίπεδο της δικής του γλωσσομάθειας.  Η γλωσσική διδασκαλία στηριζόμενη σε δραστηριότητες όπως : η ζωντανή συνομιλία, οι ερωταποκρίσεις, η αφήγηση, η δραματοποίηση,  ο ηχογραφημένος διάλογος , η ακρόαση οδηγεί τους μαθητές από τη χρήση της γλώσσας στην κατανόηση της λειτουργίας και της δομής της.

Αναγνωρίζει την σπουδαιότητα  και το ρόλο του προφορικού λόγου ο οποίος αποτελεί το φυσικό και αυθόρμητο τρόπο  επικοινωνίας μεταξύ των μελών της γλωσσικής κοινότητας.

Είναι εμφανές ότι βασική επιδίωξη της γλωσσικής διδασκαλίας είναι οι μαθητές να οδηγούνται στην ουσιαστικότερη συσχέτιση και αξιοποίηση των τεσσάρων τομέων της γλώσσας :  ομιλία, ακρόαση, ανάγνωση και γραφή.

Σύμφωνα με τους σκοπούς, τους στόχους,, και τις δραστηριότητες του Π. Σ. Επιδιώκεται οι μαθητές να ασκούνται στην προσαρμογή και αναπροσαρμογή του λόγου τους ανάλογα με την περίσταση και τους αποδέκτες.

Στους εκπαιδευτικούς της Α/θμιας εκπαίδευσης είναι γνωστή τόσο η σημασία της γλώσσας ως κυρίαρχου μέσου κατά τη διαπραγμάτευση της κάθε ενότητας σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα από τη Φυσική ως τα  Μαθηματικά και από την καλλιτεχνική έκφραση ως την ίδια τη διδασκαλία της , όσο και η δυσκολία  για την εκμάθησή της  ιδιαίτερα της γραπτής έκφρασης. Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των εκπαιδευτικών για τη διδασκαλία όχι μόνο της γλώσσας αλλά όλων των μαθημάτων αποτελεί η ενημέρωσή τους και μελέτη του  Α. Π. γιατί αυτό καθορίζει το πλαίσιο των ποικίλων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων που οφείλουν να αναπτυχθούν στο Σχολείο.



[1] Hofstatter Peter , Εισαγωγή στην κοινωνική ψυχολογία, Πρόλογος- Επιμέλεια Β. Φίλια, μτρφ. Τζένη Μαστοράκη, εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα 1978, σ. 227.

[2] Γασπαράκης Μ. , Περισκοπώντας τη βιολογική δομή της γλώσσας , «Σύγχρονη εκπαίδευση», τχ. 111, σ. 114.

[3] Μπαμπινώτης  Γ., Θεωρητική γλωσσολογία, Αθήνα 1998, σ. 30.

[4] Φλουρής Γ. , Αναλυτικά προγράμματα για μια νέα εποχή στην εκπαίδευση, εκδ. γρηγόρη , Αθήνα 1983, σ. 9.

[5] Βλ. Σχετικά : Westrphalen Klaus, Αναμόρφωση των Αναλυτικών προγραμμάτων (Δ/νση σειράς : Π. Ξωχέλλης, Ν. Τερζής, Α. Καψάλης – μτφρ. Ι. Πυργιωτάκη, Θεσσαλονίκη, 1982, σ. 12)

[6] Παπαρίζος Χρ. , Το γλωσσικό μάθημα στο Δημοτικό σχολείο, Αθήνα 1989, σ. 26.

[7] Berleson B., Content Analysis in Communication research, Hetner Publishing Company, N.Y. 1971, σελ. 18.

[8] Πάλλα Μαρία «Η Ανάλυση   Περιεχομένου», Φιλόλογος, Άνοιξη 1992, τ. 67 σ.σ. 45 –46.

[9] Berleson B., Content Analysis in Communication research, Hetner Publishing Company, N.Y. 1952, σ.σ. 114-34.

[10] Βλ. σχετικά  : Βουγιούκας Α., το γλωσσικό μάθημα στην πρώτη βαθμίδα της νεοελληνικήε εκπαίδευσης ,  Θεσσαλονίκη 1994, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών , σ. 38-44.

[11] Χαραλαμπόπουλος Αγ. , Το Πρόγραμμα της γλώσσας για το  Δημοτικό Σχολείο : Μια κριτική προσέγγιση. Πρακτικά διεθνούς Συνεδρίου : « Μάθηση και Διδασκαλία της Ελληνικής ως μητρικής και ως δεύτερης γλώσσας», εκδ. Ατραπός , Ρέθυμνο 2000, σ. 67.

[12] Παπαρίζος Χρ., Μπασλής Γ. , Το νέο πρόγραμμα σπουδής της γλώσσας  στο Δημοτικό , Γλώσσα, τχ. 46, Καλοκαίρι 1998, σ. 68-74.