Εκπαιδευτικές δραστηριότητες και προγράμματα

 διασύνδεσης σχολείου και μουσείου

 

 

Της Γιώτας Ξανθάκου, Επίκ. Καθηγήτριας

του Πανεπιστημίου Αιγαίου

 και του Νίκου Ναχόπουλου

Υπ.Δρ. του Πανεπιστημίου Αιγαίου

 

 

Ο μορφωτικός και εκπαιδευτικός ρόλος του μουσείου, η συνεργασία με το σχολείο και ο αναπροσδιορισμός του ρόλου του συζητείται και προβάλλεται όλο και περισσότερο  και στη χώρα μας.  Η αξιοποίηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και η εμπλοκή της στην εκπαιδευτική και παιδαγωγική διαδικασία είναι μια δυναμική πρόκληση που βρίσκει όλο και περισσότερους αποδέκτες.

Σε ότι αφορά τον όρο μουσείο το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων (I.C.O.M.) στο καταστατικό του προσδιορίζει ότι: «Μουσείο είναι ένα μη κερδοσκοπικό μόνιμο ίδρυμα στην υπηρεσίας της κοινωνίας και της εξέλιξής της, ανοιχτό στο κοινό, που αποκτά διατηρεί, ερευνά, επικοινωνεί και εκθέτει για σκοπούς μελέτης, εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας υλικό-μαρτυρία του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του»[1]. Βλέπουμε λοιπόν εξ’ αρχής κι εξ’ ορισμού θα λέγαμε ότι τίθεται και το θέμα που αφορά τον εκπαιδευτικό τομέα του μουσείου.

Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ήδη από το 19ο αι.  θεμελιώθηκε η μουσειοπαιδαγωγική και προβλήθηκε η ιδέα ότι τα μουσεία δεν προορίζονται μόνο για ενήλικους επισκέπτες αλλά και για μαθητές[2].

Αλλά και στον τόπο μας, παρατηρήθηκε ένα πρώιμο ενδιαφέρον για την ίδρυση μουσείων και μια προσπάθεια διασύνδεσης τους με το σχολείο αλλά και την εκπαίδευση γενικότερα. Ο Καποδίστριας το 1829 με εγκύκλιό του προβλέπει την ίδρυση μουσείου στο ορφανοτροφείο της Αίγινας[3], ενώ λίγο νωρίτερα, το 1825 διάταγμα του Υπουργού των Εσωτερικών όριζε τη συγκέντρωση των αρχαιολογικών ευρημάτων, που ήταν  ακόμη διάσπαρτα και τη φύλαξή τους στα σχολεία, ώστε με τον καιρό, να αποχτήσει κάθε σχολείο το μουσείο του.[4]

 Το πρώιμο αυτό ενδιαφέρον δε βρήκε ανάλογη εφαρμογή και σε πρακτικό επίπεδο, έτσι παρατηρήθηκε σημαντική καθυστέρηση στην προσέγγιση σχολείου και μουσείου. Ο συγκεντρωτικός τρόπος λειτουργίας του σχολείου από τη μια, και ο παραδοσιακός τρόπος λειτουργίας του μουσείου από την άλλη, δημιουργούσαν στεγανά ανάμεσα σε αυτούς τους δυο μορφωτικούς φορείς κάνοντας δύσκαμπτη τη συνεργασία τους.

Τα τελευταία όμως χρόνια, φαίνεται η κατάσταση ν’ αλλάζει. Παρατηρήθηκαν βήματα προόδου στον τομέα αυτό κι άρχισε μια εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ σχολείου και μουσείου. Οι εκπαιδευτικοί κοίταξαν έξω από τη σχολική τάξη και διέκριναν ένα διευρυμένο πεδίο δράσης που το αντιλήφθηκαν ως φυσική προέκταση του σχολικού χώρου.  Από την απέναντι πάλι πλευρά έγινε πεποίθηση ότι ο ρόλος του μουσείου δεν μπορεί να περιορίζεται σε αυτόν του σιωπηλού μάρτυρα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και να περιμένει αυτάρεσκα να το ανακαλύψουν. Πολλά ελληνικά μουσεία   άρχισαν να εκσυγχρονίζονται και να υιοθετούν νέες ερμηνευτικές θεωρίες ως βάση για την οργάνωση των μουσειακών εκθέσεων και την υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων.[5]   Έτσι εμφανίζεται σιγά-σιγά μια άλλη όψη, ενός μουσείου ανοιχτού, που έχει τον τρόπο και τη δυνατότητα να κερδίζει το κοινό του, ενός μουσείου που μπορεί να προσφέρει όχι μόνο τη γνώση αλλά και τη χαρά, την ψυχαγωγία, το παιχνίδι.

Άλλος παράγοντας που συνέβαλλε στη συνεργασία σχολείου και μουσείου είναι η εκπαίδευση και η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, πάνω σε θέματα Μουσειολογίας, Μουσειοπαιδαγωγικής και Μουσειακής Αγωγής. Σε αρκετά πανεπιστημιακά τμήματα της χώρας μας διδάσκονται τα μαθήματα αυτά σε μια προσπάθεια διασύνδεσης της παιδαγωγικής επιστήμης με το μουσείο, την τέχνη και τον πολιτισμό.[6]  Επίσης, η παραγωγή εκπαιδευτικού υλικού από τα μουσεία βασισμένο σε σύγχρονες παιδαγωγικές αρχές, με τη συνεργασία αρχαιολόγων ή άλλων ειδικών επιστημόνων και εκπαιδευτικών, συμβάλουν προς την κατεύθυνση αυτή. Τέλος, τα αναλυτικά προγράμματα, ή προγράμματα σπουδών πλέον, είναι πιο ευέλικτα κι επιτρέπουν τέτοιου είδους συνεργασίες.

Όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα η κατάσταση, οι μαθητές έχουν τη δυνατότητα να προσεγγίσουν τα μουσεία βασικά με δυο τρόπους: μέσα από τις  εκπαιδευτικές επισκέψεις, την οργάνωση και την εποπτεία των οποίων έχει το σχολείο, και μέσα από τα εκπαιδευτικά προγράμματα που υλοποιούν τα ίδια τα μουσεία με δική τους πρωτοβουλία. Οι εκπαιδευτικές επισκέψεις είναι πιο γνωστές σε όλους μας που λίγο πολύ έχουμε κάποια σχετική εμπειρία. Μια επίσκεψη για να είναι εποικοδομητική απαιτεί τρία βασικά στάδια: προετοιμασία στο σχολείο, επίσκεψη στο μουσείο, δραστηριότητες μετά την επίσκεψη.

Στο σχεδιασμό και την οργάνωση της επίσκεψης, σημαντικό είναι να συμμετέχουν όλοι (εκπαιδευτικός, μαθητές, ειδικό προσωπικό του μουσείου) και να μη γίνεται μονομερώς. Ο  εκπαιδευτικός και οι μαθητές ορίζουν το θέμα κι επιλέγουν το μουσείο ή τη συγκεκριμένη συλλογή, αν το μουσείο είναι μεγάλο. Οι στόχοι είναι συνδυασμός της ηλικίας των μαθητών, των γνώσεων που έχουν αποκτήσει και του προγράμματος σπουδών. Η προσέγγιση των εκθεμάτων γίνεται διαθεματικά, μέσα από στρατηγικές διερεύνησης με τις οποίες ο μαθητής οδηγείται να ανακαλύψει τη γνώση.  Πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν οι μαθητές ενώ ο εκπαιδευτικός λειτουργεί ως συντονιστής και κάποιες φορές ως συμπληρωματική πηγή γνώσης. 

Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης οι μαθητές ανακαλύπτουν νέα γνώση παρατηρώντας τα εκθέματα και συμμετέχοντας στις δραστηριότητες που έχουν οργανωθεί για το σκοπό αυτό. Η επίσκεψη στο μουσείο αποτελεί ταυτόχρονα και μια αισθητική εμπειρία για τα παιδιά που δίνει τα δικά της ερεθίσματα. Με την ολοκλήρωσή της και την επιστροφή στην τάξη ακολουθούν άλλες δραστηριότητες με σκοπό την εμπέδωση αλλά και την διεύρυνση των γνώσεων που απόκτησαν οι μαθητές στο μουσείο.

 

Εκπαιδευτικά προγράμματα

Τα τελευταία χρόνια σχεδιάζονται, οργανώνονται και υλοποιούνται  εκπαιδευτικά προγράμματα από τα ίδια τα μουσεία τα οποία απευθύνονται στους μαθητές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Οργανώνονται από το εκπαιδευτικό τμήμα του μουσείου, όπου υπάρχει,  διαφορετικά από το λοιπό προσωπικό του σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες κι εκπαιδευτικούς.

Ο θεσμός των προγραμμάτων αυτών προωθήθηκε  γιατί:

·  Τα μουσεία διαθέτουν πρωτότυπο υλικό και αποτελούν έτσι κατάλληλο τόπο για την απόκτηση της ιστορικής γνώσης, αλλά και την εισαγωγή των μαθητών στην ιστορική μέθοδο.

·  Καλλιεργείται σ’ αυτά η κριτική σκέψη με ευρύτερες προεκτάσεις στο πολιτισμικό και φυσικό περιβάλλον.

·  Υπάρχει δυνατότητα για ερμηνεία και κριτική προσέγγιση των αντικειμένων από τους ίδιους τους μαθητές με προεκτάσεις διάφορες στην εποχή του αντικειμένου.

·  Το μουσείο αντιμετωπίζεται όχι μόνο ως χώρος απόκτησης ακαδημαϊκής γνώσης, αλλά και ως χώρος επικοινωνίας, σκέψης και συνάντησης διαφορετικών πολιτισμών. 

Τα προγράμματα αυτά σχεδιάζονται, όπως είπαμε, από τα ίδια τα μουσεία και υλοποιούνται σχεδόν κατά αποκλειστικότητα από αυτά. Εφαρμόζονται από το προσωπικό του μουσείου και ο εκπαιδευτικός ελάχιστα, έως καθόλου, συμμετέχει στην όλη διαδικασία. Για τη στάση αυτή εκφράστηκαν αντιρρήσεις επειδή η σχέση που έχει αναπτύξει ο εκπαιδευτικός με τους μαθητές του αποτελεί προϊόν μακρόχρονης συμβίωσης και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται.[7].  

Πέρα από τα προγράμματα αυτά εφαρμόζονται και κάποια άλλα, τα οποία οργανώνονται μεν από το μουσείο, αλλά υλοποιούνται από τον εκπαιδευτικό στο χώρο του μουσείου και του σχολείου.  Αυτά βάζουν σε πλεονεκτική θέση τον εκπαιδευτικό, από τον οποίο όμως απαιτούν αυξημένο ενδιαφέρον και προσπάθεια. Είναι πιο ευέλικτα από τα προηγούμενα και μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς αυστηρό περιορισμό συμμετοχής, σε αντίθεση με τα προηγούμενα που εφαρμόζονται, λόγω της ιδιομορφίας τους και των απαιτήσεων τους, από περιορισμένο αριθμό ομάδων κάθε χρονική περίοδο.

Με τα προγράμματα αυτά μπορούν οι εκπαιδευτικοί πιο άνετα να αξιοποιήσουν τον πολιτιστικό πλούτο της χώρας μας, βασιζόμενοι στη μελέτη, την οργάνωση, τις αρχές της μουσειοπαιδαγωγικής, αλλά και στη φαντασία και το μεράκι τους.

 

Έρευνα στο χώρο της Μακεδονίας

Από έρευνα που διενεργήσαμε στο χώρο της Μακεδονίας σχετικά με τα μουσεία και τα εκπαιδευτικά προγράμματα που υλοποιούν διαπιστώσαμε τα εξής:

Εντοπίσαμε και καταγράψαμε στο σύνολό τους 61 μουσεία όλων των κατηγοριών.  Από αυτά  21 είναι Αρχαιολογικά και Βυζαντινά, 20 Λαογραφικά, 10 Τεχνικά και 11 διαφόρων άλλων κατηγοριών, (πολεμικά, εκκλησιαστικά κ.ά.).

 Αρκετά από τα μουσεία αυτά βρίσκονται στην πόλη της Θεσσαλονίκης ενώ τα υπόλοιπα διαμοιράζονται στους άλλους νομούς της Μακεδονίας.  Από τα 61 Μουσεία της Μακεδονίας μόνο τα 20 υλοποιούν εκπαιδευτικά προγράμματα και από αυτά τα 12 είναι στη Θεσσαλονίκη. Έτσι, απομένουν μόνο 8 για τους υπόλοιπους νομούς. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε 6 νομούς, παρότι υπάρχουν μουσεία με σημαντικά εκθέματα και με μεγάλο πληθυσμό μαθητών, δεν υλοποιείται κανένα πρόγραμμα. Αλλά και στο νομό Σερρών από τα 10 μουσεία που βρίσκονται εκεί μόνο 1 έχει εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Από την επεξεργασία των στοιχείων βλέπουμε  ότι το 66% των μουσείων είναι Αρχαιολογικά και Λαογραφικά, που σημαίνει ότι ο εκπαιδευτικός ρόλος του μουσείου εξακολουθεί να επικεντρώνεται στην καλλιέργεια της αγάπης για το «απαράμιλλο μεγαλείο της ελληνικής αρχαιότητας και στην απόδειξη της διαχρονικής συνέχειας του ελληνισμού».[8]

Από την έρευνα φάνηκε ακόμη ότι τα περιφερειακά επαρχιακά Μουσεία είναι εκείνα που υλοποιούν τα λιγότερα προγράμματα, ενώ εκείνα της Θεσσαλονίκης τα περισσότερα. Ως εξαιρέσεις μπορούμε να αναφέρουμε το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής Κοζάνης και Δίου Πιερίας, καθώς και το Βυζαντινό Μουσείο Βέροιας  που υλοποιούν προγράμματα σημαντικά εδώ και αρκετά χρόνια.

Σε ότι αφορά τα προγράμματα των μουσείων της Θεσσαλονίκης, υπάρχει πραγματική δυσκολία να εξασφαλίσει κανείς μια ημερομηνία συμμετοχής, γιατί παρότι φαίνονται πολλά σε σχέση με τις άλλες επαρχιακές πόλεις της Μακεδονίας, αποδεικνύονται λίγα για τις ανάγκες του μαθητικού δυναμικού της πόλης.  

Επιχειρώντας μια διερεύνηση των λόγων της εκπαιδευτικής απραξίας, των μουσείων αυτών που δεν υλοποιούν κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, καταλήγουμε ότι αυτό οφείλεται στην έλλειψη οικονομικών πόρων, προσωπικού και χώρου κατάλληλου.

Η εξεύρεση οικονομικών πόρων για την κάλυψη των απαιτήσεων ενός προγράμματος αποτελεί ίσως το κυριότερο εμπόδιο  στην υλοποίηση των προγραμμάτων. Μερικά προγράμματα στηρίζονται στον προϋπολογισμό του μουσείου, κάποια άλλα στη ιδιωτική πρωτοβουλία και χορηγίες ιδιωτικών επιχειρήσεων, ενώ ορισμένα επιχορηγούνται από προγράμματα της Ε.Ε. Στις περιπτώσεις εκείνες που το μουσείο αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα, η πρώτη περικοπή που κάνει πάντα είναι στα εκπαιδευτικά προγράμματα[9].

Σε ότι αφορά το προσωπικό, τα μεγάλα μουσεία διαθέτουν συνήθως αρκετό προσωπικό, μέρος του οποίου συνεργάζονται με ειδικούς επιστήμονες, κυρίως μουσειοπαιδαγωγούς, κριτικούς τέχνης, εκπαιδευτικούς, κ.ά. κι εκπονούν αξιόλογα εκπαιδευτικά προγράμματα[10]. Μερικά μάλιστα διαθέτουν κι εκπαιδευτικό τμήμα που αναλαμβάνει τα προγράμματα αυτά.  Τα μικρότερα όμως μουσεία στερούνται προσωπικού σε βαθμό που δυσχεραίνεται ακόμη και η λειτουργία τους, πόσο δε μάλλον να έχουν τη δυνατότητα να ξεκινήσουν την υλοποίηση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος. 

Η έλλειψη χώρου είναι επίσης ανασταλτικός παράγοντας για την πραγματοποίηση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος.  Έτσι ακόμη κι εκεί που ενδεχομένως να υπάρχει το κατάλληλο προσωπικό ή έχουν εξευρεθεί τα αναγκαία κονδύλια, η έλλειψη χώρου δυσκολεύει την εφαρμογή του. Όπου επιχειρήθηκε να εφαρμοστούν κάποια προγράμματα παραβλέποντας το πρόβλημα του χώρου, ή υλοποιώντας το πρόγραμμα μέσα στις αίθουσες των εκθεμάτων, προέκυπταν προβλήματα που επιβάρυναν και δυσχέραιναν  τη λειτουργία του.

Μέσα από τα εκπαιδευτικά προγράμματα των μουσείων το όφελος αποβαίνει διπλό, γιατί και τα ίδια επενδύουν κατά κάποιο τρόπο στη διασφάλιση του κοινού τους[11] το οποίο θα αποτελέσουν οι μαθητές όταν ενηλικιωθούν[12].

Σε ότι αφορά λοιπόν τη σχέση σχολείου μουσείου και την επιτυχία των εκπαιδευτικών προγραμμάτων συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι απαιτούν ειδικά εκπαιδευμένο ή επιμορφωμένο προσωπικό, ευαισθητοποιημένους εκπαιδευτικούς και διάθεση συνεργασίας μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων στη διαδικασία αυτή.  Χρειάζεται ενίσχυση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων των μουσείων με την ενεργή συμμετοχή και του εκπαιδευτικού. Ο χώρος του μουσείου επιβάλλεται να αξιοποιηθεί εκπαιδευτικά γιατί μέσα εκεί ο μαθητής υπερβαίνοντας το ρόλο του απλού θεατή μπαίνει σ’ ένα γόνιμο διάλογο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, εκφράζει ιδέες, απόψεις, εξωτερικεύει τα συναισθήματά του, κεντρίζει τη φαντασία του και αναπλάθει όψεις του ιστορικού παρελθόντος επιχειρώντας παράλληλα κάποιον προσδιορισμό της ιστορικής εξέλιξης.

 

Βιβλιογραφία

Άλκηστις, (1996), Μουσεία και Σχολεία, Δεινόσαυροι και Αγγεία,  Ελληνικά Γράμματα, 2η έκδοση, Αθήνα.

Βαϊνά Μαρία, (1997), Θεωρητικό πλαίσιο διδακτικής της Τοπικής Ιστορίας για τον εικοστό πρώτο αιώνα, Αθήνα, Gutenberg.

Beardsley D., (1975), Helping teachers to use museums, Curator.

Δάλκος Γ., (2000), Σχολείο και Μουσείο, Καστανιώτης, Αθήνα.

Falk J., Dierking L., (1992), The museum experience, Washington.

Hein G., (1988), Learning in Museum Routledge, London.

Κόκκινος Γ., Αλεξάκη Ε., 2002), Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις στη Μουσειακή Αγωγή, Μεταίχμιο, Αθήνα.

Κόκκου Α. (1977), Η μέριμνα για τις αρχαιότητες στην Ελλάδα και τα πρώτα Μουσεία, Ερμής.



[1] Άλκηστις, (1996), Μουσεία και Σχολεία, Δεινόσαυροι και Αγγεία,  Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

[2] Βαϊνά Μαρία, (1997), Θεωρητικό πλαίσιο διδακτικής της Τοπικής Ιστορίας για τον εικοστό πρώτο αιώνα, Αθήνα, Gutenberg, σ. 143.

[3]  Βλ. Μαίρη Μιχαηλίδου, (2002), «Μουσείο: πορεία και προοπτικές προς τον 21ο αιώνα» στο: Γ. Κόκκινος, Ε. Αλεξάκη,(επιμ.), Διεπιστημονικές προσεγγίσεις στη Μουσειακή αγωγή, Μεταίχμιο, Αθήνα.

[4] Δημαράς, Αλέξης, (1990), Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, Α΄, 1821-1894, Αθήνα, Ερμής, σ. 13.

[5] Στέλιος Παπαδόπουλος, (1999),  «Ο ρόλος του Μουσειολόγου. Μεταξύ  “κοινών τόπων” και “ουτοπίας”», Αρχαιολογία και Τέχνες, 71, σ.45.

[6] Σήμερα διδάσκεται Μουσειολογία, Μουσειοπαδαγωγική στα Πανεπιστήμια: Θεσσαλίας, Ιωαννίνων, Αιγαίου, στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης κ.ά.

[7] Γιώργος Δάλκος, (2002),  «Η στρατηγική ανάπτυξης μουσειοπαιδαγωγικών  προγραμμάτων για την Πρωτοβάθμια,  Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση», στο: Γιώργος Κόκκινος, Ευγενία Αλεξάκη,(επιμ.), Διεπιστημονικές προσεγγίσεις στη Μουσειακή αγωγή, Μεταίχμιο, Αθήνα,  σ.172.

[8] Σοφία Βούρη, (2002), «Μουσείο και συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας», στο: Γιώργος Κόκκινος, Ευγενία Αλεξάκη,(επιμ.), Διεπιστημονικές προσεγγίσεις στη Μουσειακή αγωγή, Μεταίχμιο, Αθήνα, σ. 63.

[9] Jean-Marc Blais, «Creating Exhibitions for Learning», σ. 29.

[10] Για το σχεδιασμό, την οργάνωση και τη λειτουργία χρειάζεται πολλές φορές η συνεργασία με προσωπικό διαφόρων ειδικοτήτων όπως: αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, ζωγράφοι, μακετίστες, γραφίστες, ξυλουργοί, ηλεκτρολόγοι, φωτογράφοι κ.ά. 

[11] Άλκηστις, (1996), ό.π., σ. 19, 25.

[12] Γιώργος Δάλκος, ό.π., σ.163.