Η επίδραση των διάφορων μορφών εκπαίδευσης του Δημοτικού Σχολείου στη διαμόρφωση του ελεύθερου χρόνου των μαθητών

- Μια εμπειρική έρευνα σε 360 μαθητές της Κρήτης –

 

Του Παναγιώτη Διαμαντόπουλου

 

  1. Εισαγωγή

Η προοδευτική μείωση του χρόνου εργασίας στη διάρκεια του 20ού αιώνα οδήγησε στην εμφάνιση ενός νέου χρόνου,  που προκύπτει από τη διαφορά του καθημερινού χρόνου και του χρόνου που απαιτείται για την εργασία, τον ύπνο, την ξεκούραση και την ανανέωση των δυνάμεων των εργαζομένων. Ο νέος αυτός χρόνος, που αποτελεί απαραίτητο και αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής του σύγχρονου ανθρώπου, καθιερώθηκε ως «ελεύθερος χρόνος» (βλ. Giesecke 1974, σελ. 75, Nahrstedt 1995, σελ. 9 κ.ε.). Στην περίπτωση του μαθητή, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ελεύθερος χρόνος ο χρόνος που προκύπτει από τη διαφορά των παραπάνω στοιχείων, αρκεί στη θέση του χρόνου εργασίας να μπει ο χρόνος που αφιερώνει ο μαθητής στην παρακολούθηση του σχολικού προγράμματος, στην προετοιμασία των μαθημάτων της επόμενης ημέρας και στην παρακολούθηση ενδεχόμενων φροντιστηριακών μαθημάτων.

Σ’ αυτόν τον ελεύθερο χρόνο έχει ο μαθητής, όπως και κάθε άνθρωπος, την ελευθερία (Aznar 1997, σελ. 236) να ικανοποιεί τις προσωπικές του ανάγκες, να καταγίνεται με τα προσωπικά του ενδιαφέροντα και να κάνει αυτό που θέλει, χωρίς να αισθάνεται την πίεση του χρόνου (βλ. Handke 1979, σελ. 170). Το τι θέλει να κάνει ο μαθητής στον ελεύθερο χρόνο του, προσδιορίζεται σε σημαντικό βαθμό από την ατομική του ιδιαιτερότητα και τις εσωτερικές του ανάγκες, καθώς και από τις συνθήκες που διαμορφώνονται και επικρατούν στο περιβάλλον του και ιδιαίτερα στο χώρο του σχολείου, το οποίο αποτελεί σχεδόν τον αποκλειστικό παράγοντα διαμόρφωσης της ποσοτικής διάστασης του ελεύθερου χρόνου, αλλά και σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης της ποιοτικής του διάστασης.

Η επίδραση, που ασκεί το σχολείο στη διαμόρφωση του ελεύθερου χρόνου των μαθητών, εξαρτάται κυρίως από τη μορφή και το περιεχόμενο του προγράμματός του, από την οργάνωση και τη χρήση του χώρο-χρόνου, από την έκταση και την ποιότητα των δραστηριοτήτων που διοργανώνονται και πραγματοποιούνται σ’ αυτό, από τις ευκαιρίες που προσφέρονται για κοινές δραστηριότητες μεταξύ του σχολείου και της ευρύτερης κοινότητας, καθώς και από τα χρονικά περιθώρια που αφήνει στο κάθε παιδί για ελεύθερες δραστηριότητες στον εξωσχολικό του χρόνο. Τα στοιχεία αυτά προσδιορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τον τύπο του σχολείου που παρακολουθεί το παιδί.

 Οι μορφές εκπαίδευσης, που εφαρμόζονται σήμερα στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση στη χώρα μας, διακρίνονται στο καθιερωμένο παραδοσιακό σχολείο, με το πρωινό ωράριό του, και στο ολοήμερο σχολείο, το οποίο έκανε την εμφάνισή του στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Το πρώτο, δηλαδή το κανονικό πρωινό σχολείο, είναι αρκετά γνωστό σ’ όλους και δεν απαιτεί ιδιαίτερη ανάλυση. Το ολοήμερο σχολείο, όμως, αποτελεί νέο θεσμό. Στο νέο αυτό θεσμό, που αποτελεί βασική παράμετρο για την έρευνα του ελεύθερου χρόνου των μαθητών στην παρούσα εργασία, θα αναφερθούμε με συντομία στη συνέχεια.

Ο βαθμιαίος μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας σε σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, η ανάληψη από την Ελληνίδα μητέρα υπεύθυνου ρόλου στην παραγωγή, η συνεχής μετεξέλιξη της ελληνικής οικογένειας από οικογένεια των πολλών γενεών σε οικογένεια μόνο των γονέων και των παιδιών (πυρηνική οικογένεια) και η συνακόλουθη παραμονή του παιδιού στο σπίτι, χωρίς επιτήρηση, κατά τις μεσημβρινές και πρώτες απογευματινές ώρες, ανάγκασαν τους εργαζόμενους γονείς  να προχωρήσουν, με την ανοχή της πολιτείας, στη δημιουργία ειδικών τμημάτων επιτήρησης των παιδιών τους εντός του σχολείου. Τα τμήματα αυτά, γνωστά ως «Τμήματα Δημιουργικής Απασχόλησης», δημιουργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και χρηματοδοτήθηκαν αποκλειστικά από τους γονείς, λειτουργώντας με προσωπικό αδιόριστων εκπαιδευτικών που αμείβονταν από τους γονείς στη βάση της αποζημίωσης των συμβασιούχων του δημοσίου.

 Το Υπουργείο Παιδείας, ακολουθώντας με καθυστέρηση μιας πενταετίας τα βήματα των γονέων, προχωρεί το σχολικό έτος 1994-95 στη δοκιμαστική εφαρμογή δικών του Προγραμμάτων Δημιουργικής Απασχόλησης για τα παιδιά των εργαζόμενων γονέων, αντίστοιχων και παράλληλων προς εκείνα των γονέων (βλ. Φ13/ 1155 Γ1/ 1079/ 30.11.1994 και Φ13/ 1225/ Γ1/ 1145/ 12.12.1994 εγκύκλιοι του ΥΠΕΠΘ), με κύριο σκοπό τη συστηματική αντιμετώπιση των εκπαιδευτικών και κοινωνικών αναγκών των παιδιών των εργαζόμενων γονέων (Περσιάνης 1997, σελ. 61).

Η οριστική θεσμοθέτηση του ολοήμερου σχολείου γίνεται με την ψήφιση του νόμου 2525/ 1997. Ο νόμος αυτός αποτέλεσε τη βάση για τη λειτουργία τόσο των Προγραμμάτων Δημιουργικής Απασχόλησης, γνωστών ως Ολοήμερων Σχολείων Διευρυμένου Ωραρίου με προαιρετική την παραμονή των μαθητών, όσο και των Πιλοτικών Ολοήμερων Σχολείων με δεσμευτικά προγράμματα για όλους τους μαθητές.

Τα ολοήμερα σχολεία της πρώτης κατηγορίας αποβλέπουν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στη διεύρυνση του ωραρίου παραμονής των παιδιών των εργαζόμενων γονέων στο σχολείο, έτσι ώστε ο χρόνος αναχώρησής τους από το σπίτι και επιστροφής τους σ’ αυτό να συμπίπτει με το χρόνο αναχώρησης και επιστροφής των γονέων. Η εξυπηρέτηση του κύριου αυτού στόχου και η έλλειψη συγκεκριμένων παιδαγωγικών στόχων συνετέλεσαν στο χαρακτηρισμό τους ως «παιδοφυλακτήρια», απ’ όπου οι γονείς παίρνουν τα παιδιά τους όποτε τους βολεύει. 

Αντίθετα, τα Πιλοτικά Ολοήμερα Σχολεία, τα οποία άρχισαν να λειτουργούν το σχολικό έτος 1999-200 και χρηματοδοτούνται από σχετικό πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελούν ένα είδος σύγχρονων ολοήμερων σχολείων εφάμιλλων των αντίστοιχων ευρωπαϊκών.

 

2. Σκοπός της Έρευνας

Η έρευνα αυτή, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη, αποσκοπεί στη διαπίστωση της διαφορετικής ή όχι επίδρασης των διάφορων μορφών εκπαίδευσης του Δημοτικού Σχολείου στη διαμόρφωση του ελεύθερου χρόνου των μαθητών, μέσα από τη διερεύνηση και στατιστική ανάλυση των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν από την εμπειρική έρευνα που πραγματοποιήσαμε την άνοιξη του 2002 σε μαθητές των τάξεων Γ΄, Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄ μιας σειράς σχολείων (πρωινών και ολοήμερων) της Κρήτης.

 

3. Υποθέσεις της έρευνας

Βασική υπόθεση της έρευνας αυτής, σύμφωνα με τα θεωρητικά δεδομένα του εισαγωγικού κεφαλαίου, είναι η εξής: Ο ελεύθερος χρόνος που έχουν στη διάθεσή τους οι μαθητές και η διαμόρφωση των δραστηριοτήτων τους στη διάρκειά του επηρεάζονται σημαντικά από τη μορφή του σχολείου που παρακολουθούν. Πιο συγκεκριμένα, ο ελεύθερος χρόνος των μαθητών του παραδοσιακού σχολείου θα είναι αυξημένος σε σχέση με τα ολοήμερα σχολεία με φθίνουσα πορεία από το παραδοσιακό προς το ολοήμερο πιλοτικής εφαρμογής, ενώ οι δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου θα εμφανίζουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των μαθητών των τριών αυτών μορφών εκπαίδευσης, λόγω του διαφορετικού ωραρίου λειτουργίας των σχολείων και των διαφορετικών ερεθισμάτων, που προσφέρει καθένα, για τη διαμόρφωση ελεύθερων δραστηριοτήτων.

 

  1. Ο πληθυσμός, το δείγμα και η διαδικασία της έρευνας

Ο πληθυσμός της έρευνας συγκροτείται από τους μαθητές των τάξεων Γ΄, Δ΄, Ε΄, και ΣΤ΄ των Δημοτικών Σχολείων της Κρήτης, παραδοσιακών και ολοήμερων. Από τον πληθυσμό αυτόν διαμορφώσαμε το δείγμα της έρευνας, το οποίο αποτελείται από 360 μαθητές, κατανεμημένους ισάριθμα κατά φύλο, τάξη και μορφή εκπαίδευσης. Έτσι, έχουμε 120 μαθητές από κάθε τύπο σχολείου (Πρωινό, Ολοήμερο Διευρυμένου Ωραρίου και Πιλοτικό Ολοήμερο) που προέρχονται από 15 αγόρια και 15 κορίτσια κάθε τάξης.

Η έρευνα έγινε με τη μέθοδο του ερωτηματολογίου στη διάρκεια των μηνών Μαρτίου, Απριλίου και Μαΐου του 2002.

 

5.  Συμπεράσματα - Προτάσεις

Τα στοιχεία, που προκύπτουν από την ανάλυση του περιεχομένου των ερωτηματολογίων και από τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων, διαμορφώνουν μια διπλή διάσταση του ελεύθερου χρόνου, την ποσοτική και την ποιοτική.

Η ποσοτική διάσταση του ελεύθερου χρόνου των μαθητών επηρεάζεται καθοριστικά από τις εργασίες που τους αναθέτει το σχολείο για το σπίτι, αφού ο πραγματικός ελεύθερος χρόνος τους δεν αρχίζει με την επιστροφή τους από το σχολείο στο σπίτι, αλλά πολύ αργότερα, όταν έχουν ολοκληρώσει αυτές τις εργασίες, καθώς και όποιες άλλες προστίθενται από τους γονείς. Ο χρόνος που χρειάζονται τα παιδιά στο σπίτι για την προετοιμασία των μαθημάτων της επόμενης ημέρας διαφοροποιείται κατά τάξη και μορφή εκπαίδευσης.

Έτσι, οι μαθητές που φοιτούν σε κανονικά πρωινά σχολεία χρειάζονται για την προετοιμασία των μαθημάτων της επόμενης ημέρας σχεδόν διπλάσιο χρόνο απ’ ό,τι οι μαθητές του Πιλοτικού Ολοήμερου Σχολείου και τριπλάσιο απ’ ό,τι οι μαθητές του Ολοήμερου Σχολείου Διευρυμένου Ωραρίου. 

Εάν στον απαιτούμενο χρόνο, για την προετοιμασία των μαθημάτων της επόμενης ημέρας, προσθέσουμε και το χρόνο που αφιερώνουν πολλοί μαθητές για την παρακολούθηση φροντιστηριακών μαθημάτων ξένης γλώσσας, καθώς και το χρόνο που διαθέτουν για βοήθεια στις διάφορες εργασίες του σπιτιού, γίνεται φανερό ότι ο χρόνος που απομένει για προσωπική χρήση, δηλαδή ο ελεύθερος χρόνος, περιορίζεται σημαντικά και κυμαίνεται περίπου στις τρεις ώρες την ημέρα. Τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, τον έχουν οι μαθητές των κανονικών πρωινών σχολείων και το λιγότερο οι μαθητές των Πιλοτικών Ολοήμερων Σχολείων. Οι πρώτοι, δηλαδή, διαθέτουν 3,4 ώρες ελεύθερο χρόνο την ημέρα και οι δεύτεροι 2,1 ώρες, ενώ μεταξύ αυτών παρεμβάλλονται οι μαθητές των Ολοήμερων Σχολείων Διευρυμένου Ωραρίου με 2,7 ώρες, όπως δείχνει ο ακόλουθος πίνακας.

     

 Πίνακας: Ελεύθερος χρόνος κατά τύπο σχολείου

 

Ελεύθερος Χρόνος

Τύπος σχολείου

Σύνολο

%

Κανονικό πρωινό %

Ολοήμερο διευρυμένου

ωραρίου %

Πιλοτικό

ολοήμερο %

1 ώρα

7,5

12,5

37,5

19,2

2 ώρες

22,5

35,0

34,2

30,6

3 ώρες

30,0

30,0

14,1

24,0

4 ώρες

12,5

15,0

10,8

12,8

5 ώρες

15,0

5,0

1,7

7,2

>5 ώρες

12,5

2,5

1,7

5,5

 

Ν=120

Ν=120

Ν=120

Ν=360

_

Χ

3,4 h

2,7 h

2,1 h

2,7 h

 

Ωστόσο, ο ρόλος του σχολείου δεν περιορίζεται μόνο στη διαμόρφωση της ποσοτικής διάστασης του ελεύθερου χρόνου, αλλά επεκτείνεται και στη διαμόρφωση της ποιοτικής του διάστασης, η ποία, σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνας, καταγράφεται ως εξής:

 Οι μαθητές του Πιλοτικού Ολοήμερου Σχολείου εμφανίζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για δραστηριότητες που συνδέονται με τη μουσική, τη ζωγραφική και το θέατρο, ενώ οι υπόλοιποι μαθητές φαίνεται να προτάσσουν αυτών των δραστηριοτήτων την τηλεόραση και το παιχνίδι.

Επίσης, οι πρώτοι δηλώνουν εντονότερο ενδιαφέρον από τους δεύτερους για τον αθλητισμό και η συμμετοχή τους σε οργανωμένες αθλητικές δραστηριότητες εμφανίζει σημαντικό προβάδισμα. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί, μάλιστα, η συμμετοχή των μαθητριών του Πιλοτικού Ολοήμερου Σχολείου σε οργανωμένες αθλητικές δραστηριότητες, η οποία εμφανίζει υπερδιπλάσιο ποσοστό από εκείνο των υπόλοιπων μαθητριών .

Διαφοροποιημένη εμφανίζεται, επίσης, η συμπεριφορά των μαθητών κάθε μορφής εκπαίδευσης αναφορικά με την παρακολούθηση των τηλεοπτικών προγραμμάτων. Οι μαθητές των πρωινών σχολείων αφιερώνουν, τόσο τις καθημερινές όσο και τα Σαββατοκύριακα, περισσότερο χρόνο στην παρακολούθηση τηλεοπτικών εκπομπών απ’ ό,τι οι μαθητές των ολοήμερων σχολείων.

Αντίθετα, η σχέση των μαθητών με το εξωσχολικό βιβλίο, τόσο ως προς το χρόνο που αφιερώνουν για μελέτη εξωσχολικών βιβλίων όσο και ως προς το είδος των βιβλίων που επιλέγουν, δε φαίνεται να επηρεάζεται από τον τύπο του σχολείου που παρακολουθούν. Επίσης, δε φαίνεται να διαφοροποιείται σε σχέση με τη μορφή του σχολείου η παρακολούθηση εξωσχολικών-φροντιστηριακών μαθημάτων.

Γενικότερα, η έρευνα οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο ελεύθερος χρόνος των μαθητών είναι περιορισμένος, αν και είναι οπωσδήποτε απαραίτητος για τη φυσιολογική ανάπτυξη και εξέλιξη του παιδιού. Κάθε παιδί χρειάζεται επαρκή ελεύθερο χρόνο για να μπορεί να ξεκουράζεται και να ανανεώνει τις δυνάμεις του, αλλά και να δραστηριοποιείται στο πλαίσιο των ιδιαίτερων ενδιαφερόντων του, των επιθυμιών του και των ικανοτήτων του, επιτυγχάνοντας έτσι την εσωτερική του ικανοποίηση και την ψυχοσωματική του ολοκλήρωση (Lesnik 1980, σελ. 199) και διευκολύνοντας τη φυσική του πορεία προς την αυτονομία και την ένταξή του στο κοινωνικό περιβάλλον (βλ. Opaschowski 1990, σελ. 13 κ.ε.).

 Ο ελεύθερος χρόνος των παιδιών θα μπορούσε να αυξηθεί αφενός με τη μείωση του χρόνου για τις «κατ’ οίκον εργασίες», αφετέρου με τον περιορισμό των ιδιαίτερων-φροντιστηριακών μαθημάτων και την καλύτερη κάλυψή τους από το σχολείο.

Παράλληλα με τη διεύρυνση του ελεύθερου χρόνου είναι απαραίτητη και μια ποιοτική αναβάθμισή του, κυρίως μέσα από την τηλεοπτική αγωγή. Η διαπίστωση ότι τα παιδιά αυτής της ηλικίας κάθονται μπροστά από την τηλεόραση 14 και πλέον ώρες την εβδομάδα, αποτελεί σοβαρό λόγο  για να σημάνει, επιτέλους, για την οικογένεια και το σχολείο, το καμπανάκι του κινδύνου και να προσφερθούν στα παιδιά εναλλακτικές λύσεις για μια καλύτερη διαμόρφωση του ελεύθερου χρόνου, διότι δεν μπορεί να αναμένει κανείς μια καλύτερη συμπεριφορά από τα παιδιά,  εάν αυτά δεν έχουν άλλη δυνατότητα από το πάτημα του τηλεκοντρόλ.

Το χρέος για αναβάθμιση του ελεύθερου χρόνου των παιδιών δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην οικογένεια και το σχολείο, αλλά πρέπει να επεκτείνεται σε όλους τους θεσμούς αγωγής, καθώς και σε κάθε φορέα ελεύθερων δραστηριοτήτων. Έτσι, μόνο, μπορούμε να δώσουμε μια νέα διάσταση στον ελεύθερο χρόνο και να προσφέρουμε στα παιδιά μας την ευκαιρία και τη χαρά να γευθούν και να απολαύσουν τα δώρα του ελεύθερου χρόνου, τα οποία, σύμφωνα με το Giesecke, δεν μπορούσαν καν να φανταστούν οι παππούδες μας και εμείς δεν τα έχουμε ακόμη καλά-καλά δοκιμάσει.

 

Βιβλιογραφία

Aznar, G.: Λιγότερη δουλειά – Δουλειά για όλους (μετ. Μ. Παγουλάτου), εκδόσεις Π. Τραυλός – Ε. Κωσταράκη, Αθήνα 1997, σελ. 236

Giesecke, H. (Hrsg.): Freizeit und Konsumerziehung, Göttingen 1974

Handke, H.: Freizeit in der BRD, Berlin 1979, σελ. 170

Lesnik, R./ Grabbe, H. (Hrsg.): Freizeit und Selbstorganisation, Frankfurt 1985

Nahrstedt, W.: «Freizeit, Kulturarbeit, Reisepädagogik». Freizeitpädagogik, Forum für Kultur-Medien-Sport-Tourismus, 1, 1995

Opaschowski, H. W.: Pädagogik und Didaktik der Freizeit, Opladen 1990

Περσιάνης, Π.: Φιλοσοφικά, παιδαγωγικά και πρακτικά προβλήματα που σχετίζονται με την καθιέρωση και λειτουργία του ολοήμερου σχολείου. Στο: Παιδαγωγική Επιθεώρηση, τεύχος 26, Θεσσαλονίκη 1997