Η αξιοποίηση του μη «σχολικού χρόνου»

αντίπαλο δέος της «σχολικής εργασίας»

 

 

Του Ιωάννη Β. Γαληνέα 

                                                                                                               

 

Το φαινόμενο της αγωγής δεν περιορίζεται σήμερα μόνο στη μελέτη της διαδικασίας εκπαιδεύσεως του ανθρώπου και διαμορφώσεως του χαρακτήρα του σύμφωνα με τα ιδεώδη ενός ορισμένου ηθικοκοινωνικού συστήματος1, αλλά επεκτείνεται και στη σπουδή και άλλων πτυχών της ζωής του. Μια από αυτές τις πτυχές αποτελεί και η αξιοποίηση του ελεύθερου  χρόνου.

 Η βαθιά και εκτεταμένη διερεύνηση του θέματος αυτού είναι πάντοτε επίκαιρη και αναγκαία, διότι οι νέοι αποτελούν μια ζωντανή και κοινωνική δύναμη, από την οποία εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό το  μέλλον της κοινωνίας2. Από όλους λοιπόν είναι παραδεκτό ότι οι νέοι χρειάζονται διαπαιδαγώγηση, σωστή διδασκαλία και ενημέρωση, ώστε να μπορέσουν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που θα συναντήσουν στην ενεργό κοινωνική τους ζωή και να προσαρμοστούν ομαλά στον ευρύτερο κοινωνικό τους περίγυρο3. Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου έχουν γίνει αρκετές κοινωνιολογικές μελέτες που ασχολούνται διεξοδικά με τον τρόπο διαβίωσης, τον ρόλο που διαδραματίζουν μέσα στην κοινωνία, αλλά και τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι στην καθημερινή τους ζωή.

Μια μελέτη που προέρχεται από τη μεγάλη έρευνα του ΕΚΚΕ4 Νέοι: Διάθεση χρόνου – Διαπροσωπικές σχέσεις, έδειξε ότι η σύγχρονη καταναλωτική μας κοινωνία προσφέρει ποικίλες ψυχαγωγικές ευκαιρίες στην αναζήτηση της προσωπικής ικανοποίησης της κοινωνικής ζωής των νέων. Η δημιουργική συμπεριφορά, ιδιαίτερα στα παιδιά, κρίνεται σωστότερα σύμφωνα με ψυχολογικά κριτήρια, παρά με κοινωνιολογικά. Ο Thurstone 5 αντιλαμβάνεται τη δημιουργικότητα σαν συνδυασμό ιδιοτήτων της προσωπικότητας και διανοητικών ικανοτήτων. Κάποιες από τις ιδιότητες αυτές είναι η παρρησία, η πρωτοτυπία, η ανεξαρτησία και άλλες.Ο δημιουργικός χρόνος είναι ο σωστά αξιοποιημένος χρόνος, είναι ο χρόνος της ελευθερίας και της πραγματικής ζωής, εκείνος που γεμίζει την ανθρώπινη ψυχή και ανανεώνει τις ψυχοσωματικές δυνάμεις του ατόμου.

Ο  τρόπος που επιλέγει κάποιος να αξιοποιήσει τον ελεύθερο του χρόνο είναι στοιχείο που χαρακτηρίζει την προσωπικότητα του.

Πώς ο ελεύθερος χρόνος  θα γίνει δημιουργικός;

Είναι κοινή η διαπίστωση ότι τα μουσεία τέχνης 6 έχουν περιορισμένο κοινό. Ίσως η βασική αιτία για τη δυσάρεστη αυτή κατάσταση να βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται στα μουσεία τα διάφορα εκπαιδευτικά προγράμματα. Τις περισσότερες φορές τα προγράμματα παίρνουν τη μορφή ξεναγήσεων και οι πληροφορίες που μεταδίδονται στο θεατή αφορούν συνήθως στοιχεία για το όνομα του καλλιτέχνη, την περίοδο που έζησε και το χρόνο κατασκευής των έργων.

 Η κατανόηση και η ερμηνεία των έργων αφήνεται στην διαίσθηση του κοινού. Έτσι είναι αναμενόμενο τα παιδιά και οι νέοι να μην αποκτήσουν ποτέ ενδιαφέρον για τα διάφορα μουσειακά έργα, και να μην επιλέξουν να τα επισκεφθούν στον ελεύθερο τους χρόνο.Η ξενάγηση στα μουσεία πρέπει να συνοδεύεται πάντοτε από κάποιο μουσειοπαιδαγωγό, ώστε να επιτυγχάνεται η επαφή των νέων με τα εικαστικά έργα και να δραστηριοποιείται η φαντασία και η παρατηρητικότητα τους. Επίσης, τα εκπαιδευτικά προγράμματα στα μουσεία τέχνης πρέπει να στοχεύουν να συσχετίσουν τις συλλογές ή τα επιμέρους εκθέματα με τα ενδιαφέροντα των επισκεπτών στα μουσεία. Αυτό σημαίνει ότι το έργο των μουσειοπαιδαγωγών 7, στην περίπτωση αυτή, είναι να προσεγγίζουν τα ίδια εκθέματα με διαφορετικούς τρόπους, ώστε να ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα και στις ανάγκες των επισκεπτών Έτσι λοιπόν για την οργάνωση μιας επίσκεψης σε μουσείο τέχνης, κατά τη διαδικασία της προετοιμασίας είναι απαραίτητη η προσέγγιση του ιστορικού πλαισίου στο οποίο αναφέρεται η μουσειακή συλλογή την οποία πρόκειται να διερευνήσουν οι θεατές. Ωστόσο στις παραδοσιακές μουσειακές ξεναγήσεις η περιγραφή του ιστορικού πλαισίου γίνεται από τους ξεναγούς, με τη χρησιμοποίηση της μεθόδου της αφήγησης.

     Τα έργα τέχνης αποτελούν αυθεντικά τεκμήρια, που εκφράζουν τις τάσεις ενός πολιτισμού και τις αντιλήψεις μιας δεδομένης εποχής για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Η εικαστική έκφραση αποτελεί διεθνή γλώσσα, γιατί αποκαλύπτει με περισσότερη σαφήνεια την ενότητα της πνευματικής ζωής μέσω των εικαστικών έργων. Αν δεχθούμε ότι οι τέχνες αποτελούν τους τρόπους που οι άνθρωποι αναπαράγουν τις αντιλήψεις τους για τον κόσμο, πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε και ως βασικούς τρόπους γνώσης του κόσμου.

Εξάλλου, εφόσον οι γραπτές πηγές περιορίζονται σε ένα σχετικά μικρό αριθμό θεμάτων, τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι απόλυτα αναγκαία για τη δημιουργία ενός πλαισίου έρευνας και ερμηνείας των ιστορικών πηγών και τη βίωση προηγούμενων εποχών. Ενδιαφέρουσα παρουσιάζεται η άποψη του D. Frey, που θεωρεί ότι τα έργα τέχνης αποτελούν προβολές των βιωμάτων των ανθρώπων, και του H. Lutzeler, που υποστηρίζει ότι μέσω της τέχνης το καθ’ αυτό ανθρώπινο μπορεί να γίνει ορατό, και επομένως η τέχνη πρέπει να θεωρείται πρωταρχικά αφετηρία για τη διερεύνηση του κόσμου της ζωής.

Κατόπιν όλων αυτών είναι δύσκολο να αμφισβητήσουμε πόσο δημιουργικός θα ήταν ο ελεύθερος χρόνος των νέων αν διατίθετο σε μια επίσκεψη σε κάποιο μουσείο ή αρχαιολογικό χώρο. 

Κάνοντας αναφορά για την επωφελή αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου δεν θα πρέπει να απορρίπτουμε και τη χρησιμοποίηση του για τη χαλάρωση από την ένταση, που είναι επίσης και μια ανθρώπινη αναγκαιότητα. Ωστόσο η ανάγνωση ενός βιβλίου δεν χαλαρώνει μονάχα από την ένταση της ημέρας, αλλά του φωτίζει τον νου του ανθρώπου, τον δραστηριοποιεί, τον πλουτίζει με εικόνες αποκαλυπτικές και με γνώσεις για το ανθρώπινο είδος και τη ζωή, τον κάνει να επικοινωνεί με ξένες εμπειρίες. Το καλό και το υπεύθυνο βιβλίο μας μεταδίδει συγκινήσεις και πάθη που μας ευφραίνουν και όταν ακόμη είναι νοσηρά. Το βιβλίο ζωντανεύει την ιστορία, καθρεφτίζει τον άνθρωπο σαν βιολογικό και σαν κοινωνικό φαινόμενο, σαν θρησκευτική και σαν φιλοσοφική συνείδηση. Δίνει ζωντανή καλλιτεχνική υπόσταση στα ιδανικά των λαών και των κοινωνιών, και μεταμορφώνει τη γλώσσα σε καλλιτέχνημα, τη γλώσσα που είναι το μόνο όργανο άμεσης επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους.

     Παράλληλα όμως με το βιβλίο είναι επίσης ωφέλιμος και ο τύπος, ή η ανάγνωση ενός ποιοτικού περιοδικού. Η ανάγνωση του τύπου είναι ο διάλογος με τον κόσμο. Οι εφημερίδες συντελούν στη καλύτερη ολοκλήρωση των ατόμων μέσα στην κοινωνία και ευνοούν την συμμετοχή τους στη συλλογική ζωή.

Όταν μάλιστα οι εφημερίδες δεν είναι άμεσα ιδεολογικά όργανα, βοηθούν να διαδίδονται πολιτικές και ηθικές αξίες, και έτσι συμμετέχουν στην λειτουργία της κοινωνικής ζωής. Με το να επιβάλλει συλλογικά στους αναγνώστες του τα ίδια σκεπτικά θέματα, που τα γεγονότα της μεγάλης ή της μικρής επικαιρότητας προσφέρουν ημερησίως, ο τύπος εναρμονίζει τις αντιδράσεις τους και ισοσταθμίζει, με κάποιο τρόπο, τη συλλογική συνείδηση. Δεν θα πρέπει να είναι αμελητέο το φαινόμενο ότι ο τύπος παρέχει υλικό για πολλές συζητήσεις σε διάφορα θέματα.

Ο αθλητισμός είναι μια απασχόληση που συνδέεται άμεσα με τον ελεύθερο χρόνο των περισσότερων ανθρώπων. Μέσα στα πλαίσια λοιπόν της σωστής χρησιμοποίησης και της δημιουργικής αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου των νέων για έναν καλύτερο τρόπο ζωής, είναι απαραίτητα να στραφεί το ενδιαφέρον τους προς τον ατομικό και ομαδικό αθλητισμό.

     Ο αθλητισμός περιλαμβάνει όλες τις αθλητικές δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται με την ενεργό συμμετοχή του ανθρώπου στα διάφορα αθλήματα ή με το θέαμα που απολαμβάνει κανείς στους αθλητικούς αγώνες. Ανάμεσα όμως στον αθλητή ή αθλούμενο και στο φίλαθλο ή θεατή υπάρχει μεγάλη διαφορά ως προς την αξιοποίηση του αθλητικού πνεύματος. Ο πρώτος αθλείται σωματικά, και έτσι συμμετέχει ενεργά στις αθλητικές δραστηριότητες, ενώ ο δεύτερος παρακολουθεί παθητικά τους αθλητικούς αγώνες ως αμέτοχος θεατής. Τόσο όμως ο ενεργά αθλούμενος όσο και ο φίλαθλος θεατής αφιερώνουν ένα μέρος του ελεύθερου τους χρόνου στις αθλητικές δραστηριότητες. Αυτό σημαίνει ότι με αυτή την αυθόρμητη ενέργεια τους αισθάνονται ατομική ευχαρίστηση και ψυχική ανακούφιση, διότι εκτονώνονται και ικανοποιούν τις προσωπικές τους επιθυμίες και τις ανθρώπινες ανάγκες τους, και για το λόγο αυτό ψυχαγωγούνται.

Κλασικοί Έλληνες φιλόσοφοι, όπως είναι γνωστό, έχουν αποφανθεί ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός έχει έμφυτη την τάση προς το «αγαθό», νοούμενο ασφαλώς και ως μορφωτικό αγαθό και ως παιδεία 8. Η μουσική λοιπόν ήδη από την κλασική αρχαιότητα κατανοήθηκε ως ένα από τα μορφωτικά αγαθά, και μάλιστα από τα χαρακτηριστικότερα για την ηθικο- παιδαγωγική του αξία.  Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι :«διά μουσικής πράττειν τε και ρυθμίζειν επί το εύσχημον...πρός πάντα καί πάντα καί πασαν εσπουδασμένην πράξιν».  Η παιδαγωγική εκτίμηση δεν έχει αντιρρήσεις πάνω στο γεγονός ότι η μουσική αγωγή αποτελεί και βασικό και ουσιώδες ηθικο – παιδαγωγικό μέσο.

     Η μουσική είναι μορφή και τρόπος χρήσης της ανθρώπινης φωνής, συστηματικά οργανωμένος. Είναι ένας αρμονικός μετασχηματισμός της ανθρώπινης φωνής από άμορφη ηχητική μάζα σε τραγούδι. Μια τέτοια λοιπόν συστηματική συγκρότηση προϋποθέτει, αλλά και συνεπάγεται γνώση, πειθαρχημένη έκφραση και άσκηση. Μέσα λοιπόν σε ένα πλαίσιο όπου κυριαρχούν απόλυτη γνώση, πειθαρχία και άσκηση, είναι φανερό ότι ο νέος θα να επενδύσει δημιουργικά τον ελεύθερο του χρόνο. Η μουσική καταφέρνει να συνδυάσει την ευχαρίστηση με την παιδεία της ψυχής, την ποιότητα του ήθους με το χρόνο της ανάπαυσης.

Ο Αριστοτέλης σχετικά με την παιδευτική αξία της μουσικής αγωγής παρατηρούσε ότι: «EΣΤΙ ΔE ΤΕΤΤΕΡΑ ΣΧΕΔOΝ Α ΠΑΙΔΕYΕΙΝ ΕΙΩΘΑΣΙ, ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗΝ ΚΑΙ ΤΈΤΤΑΡΤΟΝ ΕΝΙΟΙ ΓΡΑΦΙΚΗΝ, ΤΉΝ ΜΕΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΝ ΚΑΙ  ΓΡΑΦΙΚΗΝ ΩΣ ΣΥΝΤΕΙΝΟΥΣΑΝ ΩΣ ΑΝΔΡΕΙΑΝ, ΤΗΝ ΔΕ ΜΟΥΣΙΚΗΝ ΗΔΗ ΔΙΑΠΟΡΗΣΕΙΕΝ ΑΝ ΤΙΣ, ΝΥΝ ΜΕΝ ΓΑΡ ΩΣ ΗΔΟΝΗΣ ΧΑΡΙΝ ΟΙ ΠΛΕΙΣΤΟΙ ΜΕΤΈΧΟΥΣΙΝ ΑΥΤΗΣ, ΟΙ ΔΕ ΕΞ ΑΡΧΗΣ ΕΤΑΞΑΝ ΕΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΔΙΑ ΤΟ ΦΥΣΙΝ ΑΥΤΉΝ ΖΗΤΕΙΝ, ΟΠΕΡ ΠΟΛΛΑΚΙΣ ΕΙΡΗΤΑΙ, ΜΗ ΜΟΝΟΝ ΑΣΧΟΛΕΙΝ ΟΡΘΩΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΑΖΕΙΝ ΔΥΝΑΣΘΑΙ ΚΑΛΩΣ, ΑΥΤΉ ΓΑΡ ΑΡΧΗ ΠΑΝΤΩΝ, ΙΝΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙΝ ΕΙΠΩΜΕΝ ΠΕΡΙ ΑΥΤΗΣ, ΕΙ ΓΑΡ ΑΜΦΩ ΜΕΝ ΔΕΙ, ΜΑΛΛΟΝ ΔΕ ΑΙΡΕΤΟΝ ΤΟ ΣΧΟΛΑΖΕΙΝ ΤΗΣ ΑΣΧΟΛΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ, ΖΗΤΗΤΈΟΝ ΤΙ ΠΟΙΟΥΝΤΕΣ ΔΕΙ ΣΧΟΛΑΖΕΙΝ».

     Η απασχόληση με τη μουσική μπορεί να είναι ενεργητική και παθητική, ανάλογα με τις περιστάσεις. Η μάθηση για παράδειγμα ενός μουσικού οργάνου ή της ευρωπαϊκής μουσικής, ή και η ζωγραφική απασχόληση, αποτελούν μορφές ενεργητικής απασχόλησης με τις καλές τέχνες. Από την άλλη πλευρά όμως η ακρόαση συναυλιών ή δίσκων καλής μουσικής, η παρακολούθηση διαλέξεων, εορτών και άλλων μορφωτικών εκδηλώσεων, που δεν παίρνει ο νέος συμμετοχή για τη διοργάνωση τους, αποτελούν παθητική απασχόληση, ταυτόχρονα όμως και εξαίρετο μέσο αγωγής και μορφώσεως.

     Ο κινηματογράφος και το θέατρο δεν τόσο μεγάλη απήχηση όσο η τηλεόραση, δεν παύουν όμως να αποτελούν μέσα ψυχαγωγίας για τους νέους. Για το λόγο αυτό τα θεατρικά έργα και κινηματογραφικές ταινίες θα πρέπει να είναι ποιοτικά.

Στις καλλιτεχνικές ασχολίες εντάσσεται και το θεατρικό παιχνίδι.

Με το θεατρικό παιχνίδι αναπτύσσεται η ικανότητα του παιδιού στο να χρησιμοποιεί τον προφορικό λόγο, να αναλάβει καθήκοντα και ευθύνες και να έχει ευκαιρίες για κοινωνική ανάπτυξη και δημοκρατικές συνήθειες. Άλλες αξίες που παιδαγωγικές που γεννιούνται με το θεατρικό παιχνίδι είναι η δημιουργική χρήση και ο χειρισμός της νόησης και της σκέψης, η συνδρομή του ψυχοκινητικού τομέα στην ανάλυση, αλλά και στην επικοινωνία με το κοινωνικό λειτούργημα της τέχνης αυτής. Το παιδί χρησιμοποιεί ελεύθερα τη φαντασία του, αλλά κυρίως αξιοποιεί τον ελεύθερο του χρόνο. Θα πρέπει λοιπόν η θεατρική αγωγή και το θεατρικό παιχνίδι να αποτελέσει δράση και μαθησιακή απασχόληση σε όλες τις βαθμίδες του σχολείου και της εκπαίδευσης.

 Μέσα από το παιχνίδι και την πράξη (δράση – δρώμενο) η μάθηση αναδύεται αβίαστα, φυσιολογικά και ευχάριστα.Ο Δρ Μendel προβαίνει σε μερικές συστάσεις: «Πρέπει», γράφει, «να αναπτύξουμε πρακτικούς τρόπους ανατροφής των παιδιών και προγράμματα εκπαιδευτικά που θα προετοιμάσουν την κοινωνία μας να αντιμετωπίσει τις νέες ευκαιρίες που θα προσφέρει η αργία για μια πλούσια και δημιουργική ζωή»...«Εάν θέλουμε να αλλάξουμε γραμμή και αντί απλώς να υποφέρουμε τον ελεύθερο χρόνο, να ζούμε και να χαιρόμαστε μια ζωή που προσφέρει πολύ ελεύθερο χρόνο, πρέπει πρώτα να αλλάξουμε τις έννοιες που έχουμε σχηματίσει για το χρόνο. Με την ηθική του παρόντος σκεπτόμαστε ότι διαθέτουμε και χρησιμοποιούμε το χρόνο, προλαβαίνουμε και αφήνουμε πίσω μας το χρόνο, τον  στενεύουμε και τον απλώνουμε»...«να αφήνουμε τη δημιουργικότητα μας ελεύθερη από πρακτικές σκοπιμότητες. Να ξαναμάθουμε να βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας όμορφο και πάντα νέο, και τη ζωή σαν κάτι ανεξερεύνητο ακόμα και ανεξάντλητο, ανοιχτό στη φαντασία και στις λαχτάρες μας. Όταν το επιτύχουμε αυτό, θα πάψει πλέον να είναι πρόβλημα για μας ο ελεύθερος χρόνος...». Ε. Π. Παπανούτσος

 «...Η ορθή χρήση του ελεύθερου χρόνου πρέπει να βοηθήσει το σύγχρονο άνθρωπο στη γενική του μόρφωση και καλλιέργεια. Ο νέος άνθρωπος πρέπει να συγκροτηθεί πνευματικά και να καταρτιστεί με τη μελέτη νέων βιβλίων...Ο άνθρωπος πρέπει να οπωσδήποτε να καλλιεργεί και να αναπτύσσει τις διάφορες ικανότητες και κλίσεις του. Η καλλιτεχνική μόρφωση αποτελεί βασική πνευματική ανάγκη του ανθρώπου. Υπάρχουν πολλοί τομείς, που μπορεί να καταπιαστεί ο άνθρωπος στον ελεύθερο χρόνο του. Πρέπει να καλλιεργεί τις ανθρώπινες σχέσεις του ουσιαστικά και να τις ζωντανεύει με την παρουσία του Θεού. Η μετοχή του ανθρώπου στη λατρεία της Κυριακής αποτελεί βασική ανάγκη της ανθρώπινης υπάρξεως και όχι μόνο την εκτέλεση ενός τυπικού θρησκευτικού καθήκοντος». Κ.Σ. Γρηγοριάδης

«....Μόνο οι συλλογές δεν μπορούν να γεμίσουν τον χρόνο μας. Ο χρόνος μας θα γεμίσει με διάφορες παρακολουθήσεις, ακροάσεις, μεταβάσεις και γενικά συμμετοχές. Εννοώ την παρακολούθηση ταινιών, θεατρικών έργων, ομιλιών και διαλέξεων, συναυλιών και συμμετοχή στην οικογενειακή και κοινωνική ζωή 9.

 

 

Βιβλιογραφικές παραπομπές και σημειώσεις

 

 

1 Αριστοτέλης, πολιτικά, 1337 Β

2 Α.Ε.Παπάς: Μαθητοκεντρική διδασκαλία. Τόμοι Α΄Β΄Γ΄,Αθήνα 1996, Εκδόσεις Βιβλία για όλους

3 Αντ.Δανασσής-Αφεντάκης: Θεματική της παιδαγωγικής επιστήμης, τ.Α΄,Γ΄εκδοση, Αθήνα 1985

 4 Dewey L.:  Democracy and Education, NY, Macmillan, 1961.

5 Thurstone, 1990

6 Βαγιανός Γ.:Ο μύθος.Μέσο επικοινωνίας και κατανόησης,εκδ.Γρηγόριος Παλαμάς, Θεσ/νίκη 1999.

7 Πλούταρχος, Περί Μουσικής, 1140 13-6,28

8  Α.Ε.Παπάς: Μαθητοκεντρική διδασκαλία. Τόμοι Α΄Β΄Γ΄,Αθήνα 1996, Εκδόσεις Βιβλία για όλους

9 Reich, Hans: Interculturelle Pädagogik - eine Zwissenbilanz, in: Zeitschrift für Pädagogik, 1994.

 

 

 

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ   ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ   ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

 

ΒΡΕΤΤΟΣ Ι. - ΚΑΨΑΛΗΣ: Αναλυτικά Προγράμματα, Εκδ. Art of Text Θεσ/νίκη 1994.

ΓΑΛΗΝΕΑΣ Β. Ι.: Πεδίο δραστηριότητας του Συμβουλευτικού παιδαγωγού στις πρωτογενείς και δευτερογενείς παιδαγωγικές ομάδες, « Παιδαγωγική Ευθύνη », έκδοση Μεταπτυχιακών Φοιτητών, Υπεύθυνος Α. Ε. Παπάς, Αθήνα, Ακαδ. Έτος 2001-2002.

ΓΚΙΒΑΛΟΥ - ΚΑΤΣΙΚΗ Α.: Φιλολογικές Διαδρομές, Εκδ. Οδυσσέας 1990.

ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ Θ.: Δοκίμια Θεατρολογίας, Αθήνα, Επικαιρότητα, 1990.

Δ.Ο.Ε.: Τα Νέα Αναλυτικά Προγράμματα και βιβλία για μαθητές και δα­σκάλους, Αθήνα 1989.

ΔΑΝΑΣΣΗΣ – ΑΦΕΝΤΑΚΗΣ: Α Η εξέλιξη της Παιδ/κής και Διδ/κής Σκέψης, Αθήνα 1993.

ΔΡΑΚΟΣ Γ.: Η Παιδ/κή του Λόγου και της ομιλίας, Εκδ. ΑΦΟΙ ΤΟΛΙΔΗ. Αθήνα 1991.

ΕΞΑΡΧΑΚΟΣ Θ.:Διδακτική Μαθηματικών.Αθήνα 1998.

ΕΞΑΡΧΑΚΟΣ Θ. :Εισαγωγή στη θεωρία των ομάδων, Πειραιάς 1980.

ΖΑΧΑΡΗΣ Δ. : Από την Ψυχολογία στη Διδακτική Μεθοδολογία, Πάτρα  1987.

ΚΟΥΤΣΟΥΒΑΝΟΥ Ε. :Η θεωρία του Piaget και παιδαγωγικές εφαρμογές στην

προσχολική εκπαίδευση, Αθήνα 1994.

ΚΑΨΑΛΗΣ Α. & ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ.: Σχολικά εγχειρίδια. Θεσμική εξέλιξη και σύγχρονη προβληματική. Θεσσαλονίκη. Αrt of Text. 1993.

ΚΟΛΙΑΔΗΣ ΕΜΜ.: Θεωρίες Μάθησης και Εκπαιδευτική Πράξη, τόμ. Β΄, Κοινωνικογνωστικές Θεωρίες, Αθήνα 1990.

ΜΑΛΑΦΑ­ΝΤΗΣ Κ.: Γιορτές και επέτειοι στα αναγνωστικά του Δημ. Σχολείου Περ. «ΔΙΑΒΑΖΩ» τ. 277. 1991.­

ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ Κ.: Γλωσσοπαιδαγωγικές απόψεις στο έργο του Κ. Παλαμά. Παν/μιο Πατρών 1989.

ΜΑΛΙΚΙΩΣΗ – ΛΟΙΖΟΥ Μ. :Συμβουλευτική Ψυχολογία, Αθήνα 1995.

ΜΑΝΟΣ Κ.: Ψυχοπαιδαγωγική Συμβουλευτική Ι (Θεωρία), Αθήνα 1991.

ΜΑΤΣΑΓΓΟΥΡΑΣ Η. : Η σχολική τάξη, (τόμοι Α- Β) Αθήνα 2001.

ΜΕΡΑΚΛΗΣ Μ.: Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στη μέση εκπ/ση,  1987.

ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ Γ.: Ελληνική Γλώσσα. Εγχειρίδιο διδ/λίας της Ελληνικής  ως δεύτερης ξένης γλώσσας, Αθήνα 1993.

ΝΑΚΑΣ Θ.: Γλωσσοφιλολογικά, τ. Β'. «Εκπ/τήρια ΔΟΥΚΑ. 1988. 

ΞΩΧΕΛΛΗΣ Π.: Θεμελιώδη Προβλήματα της Παιδ/κής Επιστήμης, Θεσ/νί­κη 1984.

ΞΩΧΕΛΛΗΣ Π.: Παιδαγωγική του Σχολείου, Θεσ/νίκη 1986.

ΠΑΠΑΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Γ.: Το Γλωσσικό μάθημα στο Δημοτικό Σχολείο και τα νέα βιβλία, Περιοδ. «ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΑΙ ΣΠΙΤΙ» 1984.

ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΑΠ.: Ελληνικά Παλαιότυπα σε βιβλιοθήκες της περιοχής Ζαγορίου Ιωαννίνων (1645-1863): Ιωάννινα 1980.

ΠΑΠΑΣ Ε. ΑΘ.: Διδακτική Μεθοδολογία και Προσχολική Πρακτική, Αθήνα 1990.

ΠΑΠΑΣ Ε. ΑΘ.: Η Αντιπαιδαγωγικότητα της Παιδ/κής, Δ' έκδοση Εκδ. «ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ» Αθήνα 1987.

ΠΑΠΑΣ Ε. ΑΘ.: Μαθητοκεντρική Διδασκαλία, τ. 1, 2, 3 Β' έκδοση, Εκδ. «ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ» Αθήνα 1990.

ΠΑΠΑΣ Ε. ΑΘ.: Σύγχρονη Θεωρία και Πράξη της Παιδείας, τ. Α' και Β' Εκδ. ΔΕΛΦΟΙ, Αθήνα 1994.

ΠΑΠΑ AΘAN. ΜΟΝΙΚΑ : Οι διαχρονικές αξίες της ελληνικής παιδείας αντίπαλο δέος στην παγκοσμιοποίηση . Εισήγηση στο Ι΄Διεθνές Συνέδριο της Παιδαγωγικής Εταιρίας Ελλάδος , Ναύπλιο 2001.

ΠΑΠΑ AΘAN. ΜΟΝΙΚΑ : Ο τρισδιάστατος μαθητής και ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην κατάκτηση των γνώσεων, των αξιών και των δεξιοτήτων, Πρακτικά 2ου Πανελληνίου Συνεδρίου του ΕΛΛ.Ι.Ε.Π.ΕΚ. με διεθνή συμμετοχή, Μάρτιος 2003.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ Ι.: Εξελικτική Ψυχολογία. 4 τόμοι, Αθήνα.

ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ: Δυσλεξία, ανάγκη για έρευνα, πε­ριοδ. ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ, τεύχ. 36, Αθήνα. 1985.

ΡΑΠΤΗΣ Ν.: Μορφο-μεθοδολογικά στοιχεία για το μάθημα της Ανάγνω­σης (Ειδική Διδ/κή), Αθήνα 1979.

ΣΑΛΒΑΡΑΣ Γ.: Διαδικασία μάθησης στο γλωσσικό μάθημα. Εκδ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ. Αθήνα 1981.

ΣΠΑΝΟΣ Γ.Ι.: Διδακτική μεθοδολογία, τ. Α', Αθήνα 1996.

ΤΖΑΝΗ Μ.: Σχολική επιτυχία: ζήτημα ταξικής προέλευσης και κουλτού­ρας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1983.

ΤΡΙΛΙΑΝΟΣ Θ.: Μεθοδολογία της Διδασκαλίας Ι και ΙΙ, εκδ. Τολίδη, Αθήνα 1991.

ΦΟΥΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ ΖΩΗ : Μάθηση και Διδασκαλία, τ. Α΄, Συνειρμική Ψυχολογία, Αθήνα 2001.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗΣ Χ.: Παρατηρήσεις στη γλώσσα του παιδικού βιβλίου. Στον τόμο: Παιδική λογοτεχνία. Θεωρία και πράξη, επιμ. Α. Κατσίκη - Γκίβαλου, Α' τόμος, Αθήνα 1993: Εκδόσεις Καστανιώτη.

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ   ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ   ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Arnold, Rolf: Berufspädagogik. Lehren und Lerner in der berufllichen Bildug. Zürich (Berufspädagogik bei Sauerländer und Diesterweg 17 (Aarau/Frankfurt) 1990.

Assagioli, Roberto: Die Schulung des Willens. Methoden der Psycho­therapie und der Selbstherapie. 5. Aufl. 1987. Paperback. Appelt, Dieter: Bildungskooperation als Entwickungsinstrument. München 1990.

Aurion K. : Die Bedeutung der Beratung und der Stellenwert des Beratungs Lehrer     in der Schule , 1991.

Brezinka, Wolfang: Erziehung in einer wertunsicheren Gesellschaft. Beitrδäe zur Praktischen Pädagogik (Gesammelte Schhriften;3) 2. Aufl.1986.Bütner, Christian: "Mit aggressiven Kindern leben". (Reihe Pädagogik, 2) unveränd. Auf1.1989.Bütner, Christian: Video-Hörer. Schule und Gewalt. (Beltz Grüne Reihe) 1990. Broschiert.

chronologische Disziplin. Zur Technologie-Diskussion in den So­zialwissenschaften 1978.

Fthenakis , W. E.: Väter. Band 1 : Zur Psychologie der Vater – Kind –Beziehung . Band 2 : Zur Vater – Kind – Beziehung in verschiedenen Familienstrukturen. München , Urban , 1985 .Montessori, Maria: Kinder sind anders. Aus dem Italienischen von Percy Eckstein und Ulrich Weber 11. Aufl. 1986. Leinen.

Popp, Manfred: Einführung in die Grundbegriffe der algemeinen Psy­chologieüberarb. Aufl. 1990 in Vorbereitung.Praktischen Pädagogik (Gesammelte Schriften; 2) 3.Aufl.1988.

Reble, Albert: Geschichte der Pädagogik 13, Aufl. 1980. Linson

Reichert, Waltraud: Erziehungskonzeptionen der griechischen Antike. Rheinfelden. 1990.

Richter, Erwin: Wenn ein Kind anfängt zu stottern. Ratgeber für Eltern und Erzieher. Aufl. 1990.

Rumpf, Horst: Unterricht und Identität. Perspektiven für ein humanes Lernen, 3, Augl. 1986.

Rupert Laireiter, Anton: Gabriele Elke (Hrsg.): Selbsterfahrung in der Verhaltenstherapie. 1994.