Αυτοεκτίμηση και σχολική επίδοση στο γλωσσικό μάθημα σε σχέση με το φύλο  του μαθητή  και το μορφωτικό επίπεδο των γονέων του.

( Έρευνα σε μαθητές Ε΄ - ΣΤ΄ τάξεων Δημοτικού σχολείου και Γ΄- Δ΄ Γυμνασίου )

 

Του Νίκου Τσακιράκη και του Ηλία Παπαρούνα

Κατόχους Μεταπτυχιακού  Ειδικής Παιδ/κής 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η ερευνητική μελέτη για τη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης και των παραγόντων που επιδρούν σ΄ αυτήν, αποτελεί σημαντική περιοχή ψυχοπαιδαγωγικής έρευνας δεδομένου ότι σήμερα η αυτοεκτίμηση θεωρείται μια πολυδιάστατη έννοια, που διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση διαφόρων μεταβλητών όπως είναι το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, το κοινωνικοοικονομικό τους επίπεδο , το πολιτισμικό πλαίσιο του παιδιού , η ηλικία και το φύλο του , οι προσδοκίες  των εκπαιδευτικών και γονέων η προσωπική ιστορία του ατόμου κ.α.

Στο παρελθόν η σχολική επίδοση των μαθητών θεωρούνταν κυρίως αποτέλεσμα της νοημοσύνης τους . Σήμερα όμως δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στα συναισθήματα  και στην αγωγή τους και μελετάται με κάθε λεπτομέρεια ο τρόπος δημιουργίας μιας θετικής αυτοεκτίμησης .

Ο σκοπός της ερευνητικής μας προσπάθειας , μέρος της οποίας παρουσιάζεται στην παρούσα εισήγηση ,  ήταν να εξακριβώσει εάν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ γενικής - σχολικής - κοινωνικής αυτοεκτίμησης  (των μαθητών Ε΄ - ΣΤ΄ τάξεων του δημοτικού σχολείου καθώς επίσης και των μαθητών Β΄- Γ΄ γυμνασίου) και της επίδοσής τους στο γλωσσικό μάθημα, σε συνάρτηση με το μορφωτικό επίπεδο των γονέων και το φύλο του μαθητή.

Οι μεταβλητές που εξετάζονται στην έρευνά μας είναι : η ανεξάρτητη μεταβλητή ‘’αυτοεκτίμηση’’ και η εξαρτημένη μεταβλητή ‘’επίδοση στο γλωσσικό μάθημα’’ σε συνάρτηση με το μορφωτικό επίπεδο των γονέων και το φύλο του μαθητή .

Γενική αυτοεκτίμηση: Εννοούμε το συνολικό βαθμό που έλαβε ο μαθητής από το ερωτηματολόγιο που του χορηγήθηκε και φανερώνει το βαθμό στον οποίο πιστεύει ότι είναι ικανός, σημαντικός, επιτυχής και αξιόλογος. Είναι δηλαδή η προσωπική κρίση για την αξία του.

Σχολική αυτοεκτίμηση:  Εννοούμε το συνολικό βαθμό που έλαβε ο μαθητής από την ομάδα ερωτήσεων που αφορούν την αυτοεκτίμησή του στο σχολικό περιβάλλον

Κοινωνική αυτοεκτίμηση : Είναι ο συνολικός βαθμός του μαθητή από τις ερωτήσεις που σχετίζονται με την αυτοεκτίμησή του μέσα από την οικογένεια ή μέσα από τους σημαντικούς άλλους (φίλοι , συμμαθητές κ . λ. π. ) .

Γλωσσική επίδοση : Είναι ο βαθμός του μαθητή στα γλωσσικά μαθήματα σύμφωνα με την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού .

Μεθοδολογία της έρευνας

α)  Δείγμα

Το δείγμα της έρευνάς μας αποτέλεσαν 191 μαθητές του δημοτικού σχολείου και 208 του γυμνασίου. Η δειγματοληψία έγινε από τα νότια, ανατολικά και το κέντροτου λεκανοπεδίου Αττικής. Από το σύνολο των 191 μαθητών του Δ.Σ. ποσοστό 50,8% ήταν αγόρια και 49,2%. κορίτσια . Τα αντίστοιχα στοιχεία για το γυμνάσιο είναι  48,1% αγόρια και 51,9% κορίτσια .

β) Μέσα συλλογής δεδομένων

Για τη διεξαγωγή της έρευνας χρησιμοποιήσαμε ως όργανο μέτρησης ένα ερωτηματολόγιο, για τη δημιουργία του οποίου στηριχτήκαμε:

·         Στην κλίμακα  Piers-Harris (1969)

·         Στην κλίμακα αυτοεκτίμησης (self appraisal scale) των Davidson and Greenberg.

·         Στην κλίμακα σχολικής προσαρμογής Power C. Gotterell , students in transition. Uni of South Australia School of Educaτion 1979. Μετάφραση-τροποποίηση στα ελληνικά Α. Κακαβούλης 1984

·         Στο ερωτηματολόγιο Ruth Wylie USA τροποποιημένο και μεταφρασμένο στα γαλλικά από τους Pierrehumbert and Plancherel 1987.

·         Στο ερωτηματολόγιο από το βιβλίο του Γ. Μάρκου , Selbstkonzept  Schulerfolg und Integration griechische Schüler in der B.R.D

    Έτσι λοιπόν δημιουργήσαμε το δικό μας ερωτηματολόγιο το οποίο δεν ανταποκρίνεται σε μια γενική και αφηρημένη αντίληψη του παιδιού για τον εαυτό του , αλλά σε μια συγκεκριμένη ανάλυση της αυτοεκτίμησής του μέσα στο σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον του σε σχέση με τη σχολική του επίδοση .

     Για την επεξεργασία των δεδομένων μας χρησιμοποιήσαμε το στατιστικό πακέτο SPSS. Οι υποθέσεις που κάναμε ήταν της μορφής :1. Μηδενική υπόθεση (Ηο): Δεν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ δύο μεταβλητών.  2. Εναλλακτική υπόθεση (Η1): Υπάρχει συσχέτιση μεταξύ δύο μεταβλητών.

     Για την επαλήθευση των υποθέσεων της έρευνάς μας χρησιμοποιήσαμε τον έλεγχο χ2 ( έλεγχος Pearson ) .

 

Αποτελέσματα της έρευνας  και ερμηνεία των ευρημάτων

 

α)   Αυτοεκτίμηση και επίδοση στο γλωσσικό μάθημα

Από τα ευρήματα της έρευνάς μας  διαπιστώνουμε ότι μεταξύ της γενικής ατυτοεκτίμησης των μαθητών ( τόσο για το δημοτικό σχολείο όσο και για το γυμνάσιο) και της επίδοσής τους στο γλωσσικό μάθημα υπάρχει θετική συνάφεια.  Ο έλεγχος χ2 έδειξε κριτική τιμή 0.002 για το δημοτικό σχολείο και 0,007 για το γυμνάσιο. Μεγαλύτερη συνάφεια βέβαια βρέθηκε μεταξύ σχολικής αυτοεκτίμησης και γλωσσικής επίδοσης (0,000). Αυτό σημαίνει ότι όσο υψηλότερη είναι η γενική αυτοεκτίμηση ενός μαθητή , τόσο καλύτερη είναι και η επίδοσή του στη γλώσσα. Η σχέση μεταξύ των δύο αυτών μεταβλητών είναι αμφίδρομη όπως είναι και η σχέση μεταξύ αυτοεκτίμησης και γενικότερης σχολικής επίδοσης. Εξάλλου οι περισσότερες έρευνες καταλήγουν στην αμοιβαιότητα των μεταβλητών αυτοεκτίμησης  και σχολικής επίδοσης.  Σε παρόμοια αποτελέσματα έχουν καταλήξει και οι έρευνες των Hansford , Hattie (1982) , Steinkamp & Maehr(1983) , Byrne(1984) Φλουρής (1983) και (1984) οι οποίοι διαπίστωσαν τη θετική συνάφεια μεταξύ της γενικής αυτοεκτίμησης και της σχολικής επίδοσης , υψηλότερη όμως συσχέτιση βρέθηκε να υπάρχει , μεταξύ της αυτοεκτίμησης του μαθητή σ’ ένα συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο και της επίδοσής του σ ’αυτό .

Σε θετική συνάφεια μεταξύ της γενικής αυτοεκτίμησης και της γλωσσικής επίδοσης (αναγνωστική ικανότητα) καταλήγει η Χατζηθεολόγου (1984).Επίσης οι έρευνες των Matsh , Parker , Smith(1983) διαπιστώνουν ικανοποιητική συσχέτιση μεταξύ αυτοεκτίμησης και γλωσσικής επίδοσης .

Όσον αφορά το κοινωνικό πλαίσιο (οικογένεια ,συνομήλικοι κ.ά.) δηλαδή τη σχέση της κοινωνικής αυτοεκτίμησης με την επίδοση στο γλωσσικό μάθημα τα στατιστικά αποτελέσματα της έρευνας μας καταλήγουν:

Για τα παιδιά του δημοτικού σχολείου η συνάφεια μεταξύ κοινωνικής αυτοεκτίμησης (μέσα από την οικογένεια) και επίδοσης στη γλώσσα είναι σημαντική (0.022) , σε αντίθεση με τα παιδιά του γυμνασίου όπου διαπιστώσαμε να μην υπάρχει θετική συνάφεια μεταξύ των μεταβλητών κοινωνικής αυτοεκτίμησης και γλωσσικής επίδοσης . Θεωρούμε ότι οι διαφορές στη σχέση αυτοεκτίμησης και γλωσσικής σχολικής επίδοσης μεταξύ των παιδιών του δημοτικού σχολείου και του γυμνασίου ίσως οφείλονται στο γεγονός ότι οι γονείς των παιδιών του δημοτικού σχολείου ασχολούνται περισσότερο με το διάβασμα των παιδιών τους και δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στους τομείς του γλωσσικού μαθήματος θεωρώντας τη γλώσσα στο δημοτικό σχολείο σαν μια ισχυρή βάση για τη μετέπειτα σχολική πορεία  των παιδιών τους.

 

β)  Αυτοεκτίμηση και επίδοση στο γλωσσικό μάθημα σε σχέση με το  φύλο του μαθητή (γλωσσική επίδοση και φύλο – αυτοεκτίμηση και φύλο )  

 

Στην περίπτωση της γενικής αυτοεκτίμησης των μαθητών του δημοτικού ,το φύλο δεν παίζει σημαντικό ρόλο. Δηλαδή αν ο μαθητής είναι αγόρι ή κορίτσι δεν επηρεάζει την γενική αυτοεκτίμηση του παιδιού με κριτική τιμή 0.164 , ενώ στα παιδιά του γυμνασίου έχει σημαντικό ρόλο με κριτική τιμή 0.001 , που είναι ιδιαίτερα χαμηλή και υποδεικνύει πως εδώ το φύλο παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο.     
     Στη σχέση κοινωνικής αυτοεκτίμησης και φύλου των παιδιών μέσα από την οικογένεια , τόσο στα παιδιά του δημοτικού όσο και του γυμνασίου υπάρχει συσχέτιση με κριτικές τιμές 0.005 για το δημοτικό και 0.043 για το γυμνάσιο . Επομένως η εξάρτηση είναι πολύ έντονη στα παιδιά του δημοτικού και λιγότερο στα παιδιά του γυμνασίου. 
    Παρατηρώντας τα αποτελέσματα της έρευνάς μας για τους μαθητές του δημοτικού σχολείου, η σχέση της κοινωνικής αυτοεκτίμησης (οικογένεια) και του φύλου , με ελαφρά υπεροχή υπέρ των κοριτσιών πιθανόν να οφείλεται στη συχνότερη γλωσσική αλληλεπίδραση των κοριτσιών με τους γονείς τους και ιδιαίτερα με τη μητέρα και κατά συνέπεια αναπτύσσουν ταχύτερα τις γλωσσικές τους δεξιότητες. Η σχέση αυτή συνεχίζεται και στο γυμνάσιο με ελαφρά υπεροχή των κοριτσιών (87.7% είναι κορίτσια με θετική αυτοεκτίμηση και 63% αγόρια).Στο δημοτικό σχολείο το 61.1% είναι κορίτσια με θετική αυτοεκτίμηση και το 38% αγόρια. 

Γενικά μπορούμε να πούμε ότι για τη σχέση αυτοεκτίμησης και φύλου άλλες έρευνες βρίσκουν μια συνάφεια ενώ κάποιες αποτυγχάνουν να βρουν μια συσχέτιση. Η Wilie (1977) και η Harter αργότερα υποστηρίζουν σταθερά τις επιδράσεις του φύλου στους επιμέρους τομείς της αυτοεκτίμησης .Στα ίδια αποτελέσματα καταλήγει και ο Piers (1984)  ενώ η Α. Χατζηθεολόγου (1994) δε διαπιστώνει σημαντικές διαφορές , κάτι που εμείς βρήκαμε για τα παιδιά του δημοτικού σχολείου  μεταξύ της γενικής αυτοεκτίμησης και του φύλου των παιδιών.

 

γ) Αυτοεκτίμηση και γλωσσική επίδοση σε σχέση με το μορφωτικό
 επίπεδο των γονέων. (Αυτοεκτίμηση και μορφωτικό επίπεδο
 γονέων–γλωσσική επίδοση και μορφωτικό επίπεδο γονέων)

  

Στα παιδιά τόσο του δημοτικού σχολείου όσο και του γυμνασίου που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση το μορφωτικό επίπεδο των γονέων τους δεν επιδρά στη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησής τους . Ο έλεγχος χ2 έδειξε κριτική τιμή 0.190 για το δημοτικό σχολείο και 0,946 για το γυμνάσιο. Αντιθέτως στην περίπτωση των παιδιών του δημοτικού σχολείου και γυμνασίου με μέτρια και θετική αυτοεκτίμησή υπάρχει μεγάλη συσχέτιση μεταξύ του μορφωτικού επίπεδο των γονέων τους και της αυτοεκτίμησης  (κριτικές τιμές 0,004 και 0.000 αντίστοιχα).

Το γεγονός της θετικής συσχέτισης του μορφωτικού επιπέδου , και των δύο γονέων μαζί, με την αυτοεκτίμησή των παιδιών ( μέτρια και θετική ) μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανόν η συσχέτιση αυτή να οφείλεται στο ότι οι γονείς αυτοί έχουν στενότερες επαφές με τα παιδιά τους , ίσως και ίδιοι έχοντας θετική αυτοεκτίμηση , ενθαρρύνουν και καλλιεργούν και στα ίδια τα παιδιά τους μια θετικότερη εικόνα για τον εαυτό τους. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι ασχολούνται περισσότερο μαζί τους γι’ αυτό και τα παιδιά αυτά έχουν καλύτερη γλωσσική επίδοση. Αντιθέτως το γεγονός της αρνητικής συσχέτισης του μορφωτικού επιπέδου με την αυτοεκτίμηση ( χαμηλή) και τη σχολική επίδοση (χαμηλή-ελλειπής) πιθανόν να οφείλεται στο ότι οι γονείς αυτοί , ανεξάρτητα από το μορφωτικό τους επίπεδο δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με τα παιδιά τους .

Η έρευνα μας συμφωνεί με τα αποτελέσματα των ερευνών των Mc Pherson & Rust(1987) , Song και Hattie (1985) , Olson (1984) , Φλουρή –Κασσωτάκη –Βάμβουκα (1985), Χατζηθεολόγου (1994), σύμφωνα με τις οποίες η ακαδημαϊκή μόρφωση των γονέων καλλιεργεί και στους ίδιους τους γονείς θετική αυτοεκτίμηση καθιστώντας τους ικανούς να βοηθήσουν τα παιδιά τους ώστε να διαμορφώσουν και εκείνα μια θετικότερη αυτοεκτίμηση . Η διαφορά  της δικής μας έρευνας από τις παραπάνω είναι ότι τα αποτελέσματα μας ισχύουν μόνο   για τους μαθητές που έχουν μέτρια και θετική αυτοεκτίμηση και το μορφωτικό επίπεδο αφορά  και τους δύο γονείς μαζί .

 

 

 

 

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ζαφειροπούλου, Μ. –Σωτηρίου, Α. (2001) : Σχέσεις μεταξύ της αυτοεκτίμησης των μαθητών και του ψυχολογικού κλίματος της τάξης τους. Παιδαγωγική επιθεώρηση , 31, εκδ. Ατραπός. Σελ.  151.

Κολιάδης , Ε. (1997) : Θεωρίες μάθησης και εκπαιδευτική πράξη, τόμοι Β΄,Γ΄ Αθήνα

Κουμή ,Γ. (1997) : Η κοινωνική προέλευση της αυτοαντίληψης και ο παρωθητικός  ρόλος της στη μάθηση και τη συμπεριφορά των μαθητών. Στο: Πουρκός Μ. , Ατομικές διαφορές και εναλλακτικές ψυχοπαιδαγωγικές προσεγγίσεις , Αθήνα , εκδ. Gutenberg.

Μεγάρη ,Ε.(1998) : Προσωπικότητα και σχολική επίδοση. Αυτοεκτίμηση και προσωπικός έλεγχος στη μαθησιακή πορεία μαθητών Ε΄και ΣΤ΄τάξης δημοτικού σχολείου. Διδακτορική διατριβή, Αθήνα.

Μπότσαρη , Ε. Μ. (2001) : Αυτοαντίληψη και αυτοεκτίμηση. Μοντέλα, ανάπτυξη, λειτουργικός ρόλος και αξιολόγηση. Αθήνα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα.

Ράπτης , Α. (2001) : Η αυτοεκτίμηση των μαθητών και ο ρόλος του εκπαιδευτικού στην ενίσχυσή της. Πρακτικά Πανελλήνιου συνεδρίου ΄΄Σχολική γνώση και διδασκαλία στην πρωτοβάθμια εκπ/ση. Π.Τ.Δ.Ε. Ιωάννινα 3-6 Μάη 2001.

Σακελλαρίδη, Φ. (2001) : Αυτοαντίληψη και επαγγελματικές προσδοκίες μαθητών διαπολιτισμικών σχολείων . Επιθεώρηση Συμβουλευτικής –Προσανατολισμού. , τεύχος  56-57 Μάρτιος-Ιούνιος 2001

Στεφάνου , Γ. (2001) : Ο ρόλος της ακαδημαϊκής αυτοεκτίμησης στην περίπτωση των μαθητών του γυμνασίου. Επιθεώρηση συμβουλευτικής και προσανατολισμού. τεύχος 56-57, Μάρτιος –Ιούνιος 2001, σελ . 173-190.

Χατζηθεολόγου ,Αικ. (1994) : Η αυτοαντίληψη σε σχέση με την αναγνωστική ικανότητα του μαθητή στο Δ.Σ. Διδακτορική διατριβή , Αθήνα.

Χατζηχρήστου,Χ. –Hopf, D. (1992) : Αυτοαντίληψη μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παιδαγωγική επιθεώρηση, 17, σελ. 253-269.

Beane, J. (1999) : Sorting out the self-esteem controversy Educational Leadership, 49(1)  Sept.  25-30.

Charlot, B. (1992) : Ecole et savoir dans les banlieues et ailleurs , Armand colin, Paris

Harter, S. (1995) : Historical roots of contemporary issues concerning self-concept. In B.A. Bracken (Ed.)  Handbook of self-concept. Developmental social and clinical considerations. New York : Wiley.

Marsh, H. –Parker, J. – Barnes, J. (1985) : Multidimensional Adolescent self-concept : Their Relationship to Age , sex and Academic Measures.  American Educational Research council , vol.  22 , σελ. 422-444

Peters, T.J. –Waterman, R.H. (1990) : Auf der Suche nach Spitzenleistungen. Was man von den bestgeführten  , Us- unternehmen lernen kann. München.

www. [email protected] 1995 : , Selpstkonzept und Informationsverarbeitung.