Οι αντιλήψεις των μαθητών για τους δασκάλους

 και των δασκάλων για τους μαθητές σε ένα δημοτικό σχολείο

 

 

Του  Ανδρέα Τσιάκκιρου, Υποψ. Διδάκτορα

του  Πανεπιστημίου Κύπρου

 

 

Εισαγωγή

Το σχολείο ως θεσμός και εκπαιδευτήριο, ρυθμίζει και ορίζει το πλαίσιο μέσα στο οποίο μαθητές και δάσκαλοι καλούνται να δράσουν, για να οδηγηθούν σε εκείνα τα αποτελέσματα που καθορίζονται από τους διάφορους φορείς που εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην εκπαιδευτική διαδικασία. Τα προβλήματα όμως διαιωνίζονται, αφού ουσιαστικά δε γνωρίζουμε σε τι ακριβώς συνίσταται το κάθε μικρό ή μεγάλο σχολικό πρόβλημα (Πηγιάκη, 1988), κοινωνικού ή μαθησιακού χαρακτήρα, αν μπορούμε να τα διαχωρίσουμε.

Αναμφισβήτητα, η μελέτη των αντιλήψεων των μαθητών για τους δασκάλους τους και των δασκάλων για τους μαθητές τους κρίνεται αναγκαία για την ανακάλυψη αυτής της δυναμικής που δίνει λειτουργικότητα στο σχολικό χώρο, αφού η οργανωτική κουλτούρα και το οργανωτικό κλίμα αποτελούν δυο σύγχρονες προοπτικές για την εξέταση των ξεχωριστών χαρακτηριστικών κάθε σχολικής μονάδας (Hoy & Miskel, 2001).

 

Βιβλιογραφική ανασκόπηση

 Στη διεθνή βιβλιογραφία έχει επανειλημμένα αποδειχθεί ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες που χαρακτηρίζει το αποτελεσματικό σχολείο και συμβάλλει στην παραγωγικότητα και επιτυχία του είναι η σχολική κουλτούρα και κλίμα, τα οποία επιδρούν στη μάθηση και στις διαπροσωπικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των εκπαιδευτικών με τους μαθητές (Πασιαρδή, 2000). Αφού τόσο ο δάσκαλος όσο και ο μαθητής, ως δρώντα συνυποκείμενα συμβάλλουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της κουλτούρας και του κλίματος ενός σχολείου, τότε η εξέταση των αντιλήψεων των μεν για τους δε καθίσταται πολύ χρήσιμη. Ότι γίνεται μέσα στο σχολικό χώρο περνά μέσα από την κρίση, τη λογική και την αντίληψη των μελών του και αυτό έχει άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα της εργασίας που αυτό παράγει.

Η εθνογραφία, ως ανθρωπολογική μέθοδος κοινωνικής έρευνας, ήταν η απάντηση στα πολλαπλά κοινωνικά προβλήματα των οποίων η ερμηνεία και η λύση φαινόταν ανύπαρκτη και κυρίως ανυποψίαστη. Η δυναμική που κρυβόταν πίσω από κάθε κοινωνικό πεδίο και οι πραγματικές δυνάμεις ισορροπίας που το συγκροτούσαν αποτελούσαν για τους ερευνητές ένα ανεξερεύνητο έδαφος. Ο Αστρινάκης (1998) ορίζει την εθνογραφία ως την περιγραφή των όψεων της κοινωνικής πραγματικότητας και τη μεταγραφή της σε επιστημονικό λόγο.

Ο εθνογράφος προσπαθεί να γνωρίσει και να ανακαλύψει τα «μικρά μυστικά» των ομάδων που εξετάζει και να κατανοήσει καλύτερα τη λειτουργία τους μέσα από μια επιτόπια έρευνα. Όπως αναφέρουν οι Hammersley και Atkinson (1995), η αλήθεια υπάρχει μέσα στον εμπειρικό κόσμο και όχι μέσα στις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για τη μελέτη του κόσμου αυτού. Έτσι, ο ερευνητής φυσικά και αβίαστα εισχωρεί στις ομάδες που θα μελετήσει προσπαθώντας να πάρει τις πληροφορίες που χρειάζεται, ελαχιστοποιώντας την επίδραση που θα έχει η παρουσία του. Σύμφωνα με το Hammersley (1992), οι εθνογράφοι όχι μόνο προσφέρουν περιγραφές των φαινομένων, αλλά συχνά παρουσιάζουν και εξηγήσεις. Άρα, δεν είναι αρκετό ένας ερευνητής να περιοριστεί στην απλή παράθεση των γεγονότων που έχει παρατηρήσει, αλλά θα πρέπει να προσπαθήσει να δει και πίσω από τα γεγονότα προσπαθώντας να εξηγήσει γιατί αυτά συμβαίνουν, βάζοντας τη δική του συνεισφορά στο οικοδόμημα της γνώσης.

 

Σκοπός της έρευνας και ερευνητικά ερωτήματα

 Ο σκοπός της έρευνας είναι να διερευνήσει τις αντιλήψεις των μαθητών για τους δασκάλους τους και αντίστροφα σε ένα συγκεκριμένο σχολείο, σε μια προσπάθεια προώθησης ενός πιο ανοιχτού και δημιουργικού συστήματος επικοινωνίας που θα οδηγήσει στην κατανόηση και μετέπειτα στη βελτίωση των σχέσεων των εμπλεκομένων, με απώτερο στόχο την αλλαγή της κουλτούρας και του κλίματος του σχολείου.

Τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα έχουν ως εξής:

1.    Ποιες είναι οι αντιλήψεις των μαθητών για τους δασκάλους τους και των δασκάλων για τους μαθητές τους;

2.    Ποιο είδος δασκάλου και μαθητή θα ήθελαν να είχαν αντίστοιχα οι δυο ομάδες;

3.    Ποιες ενέργειες των μαθητών και των δασκάλων θεωρούνται αποδεκτές από τις δυο ομάδες και ποιες όχι;

4.    Υπάρχει κάτι που ήθελαν να αλλάξουν στη συμπεριφορά τους και οι δυο ομάδες;

 

Μεθοδολογία

 Στην εθνογραφική έρευνα τα κύρια όργανα συλλογής δεδομένων είναι η παρατήρηση και η συνέντευξη. Για σκοπούς μεθοδολογικής τριγωνοποίησης χρησιμοποιήθηκε η τριγωνοποίηση σε σχέση με τη συγκέντρωση δεδομένων. Η παρατήρηση χαρακτηρίζεται από την Πηγιάκη (1988) ως η καρδιά της εθνογραφίας και πρωταρχικό μέλημα του παρατηρητή είναι να απαλλαγεί από τις προσωπικές του αντιλήψεις σχετικά με το εξεταζόμενο φαινόμενο για να μπορέσει να ανακαλύψει τα φαινόμενα όπως αυτά είναι στην πραγματικότητα. Η άμεση παρατήρηση, λοιπόν, ήταν μια από τις τρεις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν για τη συλλογή των δεδομένων και αφορούσε το φυσικό περιβάλλον (περιγραφική), καθώς και το κοινωνικό – ανθρωπογενές (εστιασμένη). Καταγραφή δεδομένων έγινε τόσο με παρακολούθηση διαφόρων μαθημάτων στις τρεις τάξεις, όσο και με παρατήρηση των παιδιών στην αυλή, στις τάξεις κατά τη διάρκεια του πρωινού ή των διαλειμμάτων. Η παρατήρηση των εκπαιδευτικών έγινε κατά τη διάρκεια του μαθήματος, στα διαλείμματα και στις συνεδρίες προσωπικού.

Η δεύτερη μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ήταν οι ομαδικές συνεντεύξεις, οι οποίες βοηθούν στην αποκάλυψη ομόφωνων αποφάσεων, παράγουν πλουσιότερες απαντήσεις, χρησιμοποιούνται για να επιβεβαιώσουν ερευνητικές ιδέες και επαυξάνουν την αξιοπιστία των απαντήσεων των παιδιών (Lewis, 1992). Οι συνεντεύξεις αυτές συνδύασαν την άτυπη και τυπική συνέντευξη. Στην περίπτωση των δασκάλων υπήρχε πάλι το γενικό πλάνο των ερωτήσεων το οποίο επεκτεινόταν ανάλογα με το υποκείμενο.

Στην τελευταία φάση της έρευνας έγινε μελέτη των διοικητικών και σχολικών αρχείων (Γώγου-Κρητικού, 1994), καθώς και κανόνων που καθόριζαν το επιδιωκόμενο ήθος του σχολείου. Μελετήθηκε οποιοδήποτε γραπτό κείμενο όπως βιβλία, τετράδια μαθητών, εβδομαδιαίος προγραμματισμός δασκάλων, πινακίδες σχολείου, μαθητολόγιο, μητρώο, πρακτικά συνεδριάσεων προσωπικού.

Η έρευνα έγινε σε ένα τριδιδάσκαλο μικρό σχολείο της υπαίθρου, με 57 μαθητές και 4 δασκάλους. Το σχολείο αποτελείται από τρία συμπλέγματα των τάξεων Α’+Β’, Γ’+Δ’ και Ε’+Στ’. Υπάρχουν τρεις αίθουσες διδασκαλίας, γραφείο διευθυντή και προσωπικού, μικρή κουζίνα, αποχωρητήρια μαθητών – δασκάλων και αποθήκη. Οι οικονομικοί πόροι του σχολείου είναι περιορισμένοι και η υλικοτεχνική υποδομή μπορεί να χαρακτηριστεί ως ικανοποιητική.

 

Ανάλυση και παρουσίαση των αποτελεσμάτων
 Κατά την ώρα των μαθημάτων κυριαρχεί η διαλεκτική προσέγγιση, παρά η διερευνητική μέθοδος διδασκαλίας. Λόγω της συμπλεγματοποίησης των τάξεων χρησιμοποιείται πολλή γραπτή εργασία και μεταξύ των παιδιών υπάρχει συνεργασία. Κάθε τάξη έχει το δικό της καθεστώς που πηγάζει από την προσωπικότητα του δασκάλου, αλλά και την ηλικία και το χαρακτήρα των παιδιών.

Στην προσπάθειά τους να καταγράψουν εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα ήθελαν να είχε ο δάσκαλος της φαντασίας τους και που θα ήταν γι’ αυτούς ο ιδανικός δάσκαλος, αρχικά τα παιδιά επικέντρωσαν την προσοχή τους στα εξωτερικά χαρακτηριστικά που θα ήθελαν να έχει. Κυρίαρχο εξωτερικό χαρακτηριστικό είναι τα ξανθά μαλλιά, τα γαλανά μάτια, η ομορφιά και το ύψος. Στα εσωτερικά χαρίσματα τα παιδιά ανέφεραν την εξυπνάδα, την καλοσύνη, τη σοβαρότητα, αλλά και την αίσθηση του χιούμορ. Σχεδόν όλα τα παιδιά αναφέρθηκαν στα μαθήματα που θα ήθελαν να τους κάνει ο ιδανικός αυτός δάσκαλος, ανάλογα με τις προτιμήσεις του το καθένα. Μεταξύ άλλων εξέφρασαν την επιθυμία για λιγότερα μαθήματα και περισσότερο παιχνίδι, ενώ μερικά παιδιά πιστεύουν ότι ο ιδανικός δάσκαλος είναι εκείνος που έχει σχέσεις με τα παιδιά και εκτός μαθημάτων.

Οι πρώτες πέντε δηλώσεις για το τι κάνουν και αρέσει στους δασκάλους τους με το μεγαλύτερο αριθμό απαντήσεων είναι: να μελετώ στο σπίτι, να μην κάνω λάθη, να είμαι φρόνιμος, να συμμετέχω στο μάθημα και να γράφω ωραία γράμματα. Αντίθετα, αυτά που δεν αρέσουν στους δασκάλους είναι: όταν μιλώ στην τάξη, όταν κάνω λάθη, όταν είμαι άτακτος το διάλειμμα, όταν δεν κάνω τις εργασίες μου και όταν είμαι αφηρημένος. Όσον αφορά την ερώτηση αν θα ήθελαν να αλλάξουν κάτι στον εαυτό τους και γιατί, εννέα στα δέκα παιδιά είπαν ότι πραγματικά θα ήθελαν να αλλάξουν και να γίνουν καλύτεροι μαθητές, ενώ μόνο ένας στους δέκα μαθητές δήλωσε πως θέλει να μείνει όπως είναι.

Οι δάσκαλοι συμφώνησαν στο ότι η καλή συμπεριφορά και η ψηλή επίδοση είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά του ιδανικού μαθητή, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στα πιο κάτω: ευγένεια, εξυπνάδα, φιλοτιμία, φιλαναγνωσία, εργατικότητα, υπακοή, φρονιμάδα. Επίσης, να έχει πολλά ενδιαφέροντα και να ασχολείται με άλλα θέματα εκτός εκείνων του σχολείου και να εμπλουτίζει τις γνώσεις του παρακολουθώντας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Όσον αφορά την τάξη τους οι δάσκαλοι έδειξαν πολύ απογοητευμένοι. Πιστεύουν ότι οι προσπάθειες που καταβάλλουν είναι πολύ μεγάλες και η ανταπόκριση των παιδιών μικρή, συγκριτικά με την προσπάθεια και τα αποτελέσματα που είχαν σε άλλα σχολεία που εργάστηκαν προηγουμένως. Δεν τους αρέσει που οι μαθητές είναι άτακτοι και μιλούν την ώρα του μαθήματος, που δεν κάνουν τις εργασίες τους και δε φέρνουν τα βιβλία και τα τετράδιά τους και δεν παρατηρείται αλλαγή στη συμπεριφορά τους, παρά τους κανόνες που όλοι μαζί θέτουν. Από την άλλη, είναι ευχαριστημένοι με μερικά παιδιά που είναι μελετηρά, με καλή συμπεριφορά και ήθος, ενδιαφέρονται για τα μαθήματά τους, εκτελούν τις οδηγίες που τους δίνονται και αναγνωρίζουν το έργο του δασκάλου τους.

Από τη μελέτη των διοικητικών και σχολικών αρχείων φαίνεται ότι οι περισσότερες μητέρες είναι οικοκυρές, ενώ η πλειονότητα των πατέρων ασχολείται με χειρωνακτικές εργασίες. Η μόρφωση των γονέων είναι χαμηλή. Σημαντικές πηγές για την έρευνα θεωρήθηκαν και οι κανόνες που ήταν αναρτημένοι στις τάξεις και φιλοδοξούσαν να διακανονίσουν τις σχέσεις μεταξύ των παιδιών και των δασκάλων τους. Οι κανονισμοί αυτοί μπορούν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες:       (1) συμπεριφορά των παιδιών στην τάξη και οι υποχρεώσεις τους ως μαθητές,       (2) συμπεριφορά των παιδιών στα διαλείμματα, (3) καθαριότητα τάξης, σχολικού χώρου και περιποίηση κήπου και (4) σχέσεις των παιδιών μεταξύ τους.

 

Ερμηνεία και συζήτηση των αποτελεσμάτων
 Οι αντιλήψεις των μαθητών για τους δασκάλους τους, αλλά και αντίστροφα, διαμορφώνουν, αλλά και υποδεικνύουν το σχολικό ήθος, την κουλτούρα και το κλίμα του σχολείου, αλλά και του κοινωνικού χώρου στον οποίο εντάσσονται. Η κουλτούρα που φέρνουν τα παιδιά μαζί τους απέχει πολύ από αυτήν που επιμελώς προωθεί το σχολείο. Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη τη χαμηλή κοινωνικοοικονομική, αλλά και μορφωτική κατάσταση των οικογενειών των παιδιών αυτών, ως παράγοντα χαμηλών σχολικών επιτευγμάτων, τόσο στην επίδοση, όσο και στη συμπεριφορά και των προσδοκιών από την άλλη των δασκάλων τους, ως εκπροσώπων του συστήματος, γίνεται εμφανής η εσωτερική δυναμική που επικρατεί.

Η πλήρης οργάνωση και τάξη που υπάρχει σε κάθε δραστηριότητα, η επιμελής προσπάθεια τήρησης κανόνων και κανονισμών, η ευρεία χρήση της αμοιβής και της στέρησής της αποσκοπούν στη δημιουργία όσο το δυνατό καλύτερων μαθητών. Η αδυναμία, όμως, των παιδιών να φτάσουν στα επιδιωκόμενα επίπεδα, όπως τα ορίζει ο κάθε δάσκαλος, τόσο στην επίδοση όσο και στη συμπεριφορά, προκαλεί στους δασκάλους δυσφορία, απογοήτευση και ένταση. Από την άλλη, τα παιδιά νιώθουν ότι οι δάσκαλοί τους θα τους αγαπούσαν περισσότερο αν ήταν καλύτεροι μαθητές. Τα παιδιά, όμως, φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται καλύτερα τι είναι εκείνο που ζητούν οι δάσκαλοί τους. Οι δάσκαλοι από την άλλη κατανοούν σε μικρότερο βαθμό τι ζητούν από αυτούς τα παιδιά, όσον αφορά στάσεις και συμπεριφορές.

Παράλληλα, ενδόμυχα τα παιδιά απορρίπτουν την επιβολή εξουσίας από μέρους των δασκάλων. Αυτό φάνηκε και στα χαρακτηριστικά που έδωσαν για τον ιδανικό δάσκαλο. Δεν αναφέρθηκαν ούτε σε μεθόδους διδασκαλίας, αλλά ούτε και σε δραστηριότητες μαθημάτων. Πολλά παιδιά μάλιστα επιζητούν κάποιες στενότερες σχέσεις με τους δασκάλους τους, στο διάλειμμα ή και εκτός σχολείου.

 

Συμπεράσματα

 Στο υπό διερεύνηση σχολείο υπάρχει μια σχετική ισορροπία, αφού τόσο οι δάσκαλοι όσο και οι μαθητές δείχνουν να έχουν μάθει καλά τους κανόνες του «παιχνιδιού». Έχουν υιοθετήσει εκείνες τις μορφές συμπεριφοράς που τους κάνουν να συνυπάρχουν με τα άλλα μέλη της ομάδας, βρίσκοντας τόσο τρόπους προσαρμογής όσο και διαφυγής. Λόγω του μικρού μεγέθους της σχολικής μονάδας η καλή γνώση της ψυχολογίας των μελών μεταξύ τους οδηγεί στην καλύτερη λειτουργία της.

Η γνώση των αντιλήψεων και των προσδοκιών του ενός για τον άλλο είναι σημαντικός παράγοντας δημιουργίας ενός ευτυχισμένου σχολικού χώρου. Τα άτομα δείχνουν να είναι συνειδητοποιημένα στις σχέσεις και τους ρόλους τους, παρόλες τις αντιξοότητες που υπάρχουν λόγω της διαφοράς της ατομικής κοινωνικής κουλτούρας των παιδιών και αυτής που επιδιώκει το σχολείο ως θεσμός. Η μελέτη της υποκειμενικής ζωής των ανθρώπων μπορεί να λειτουργήσει και ως κριτήριο για την αξιολόγηση των αντικειμενικών δομών του συστήματος στο οποίο εντάσσονται. Από τη μια ανιχνεύονται οι δυνάμεις της αντίστασης και σύγκρουσης μεταξύ των ατόμων και του συστήματος και από την άλλη οι δομές που το συντηρούν και το στηρίζουν. Ως αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας αναμένεται ότι θα δοθεί στο σχολείο μια νέα προοπτική και δυναμική από όλα τα δρώντα υποκείμενα, η οποία θα αποβεί προς όφελος πρωταρχικά των ίδιων των μαθητών, οι οποίοι αποτελούν και το επίκεντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας και ακολούθως των δασκάλων τους.

 

Βιβλιογραφία

Αστρινάκης,    Α.   (1998).   Μικροκοινωνιολογική    και   ανθρωπολογική   επιτόπια εθνογραφική   έρευνα.  Στη   Γ.   Παπαγεωργίου   (Επιμ.   Έκδ.),   Μέθοδοι   στην κοινωνιολογική    έρευνα:   Διερεύνηση    ορισμένων   βασικών   θεωρητικών   και μεθοδολογικών διαφορών (σσ. 39-72). Αθήνα: Τυπωθήτω.

Γώγου-Κρητικού,     Λ.      (1994).      Κοινωνικές      αλληλεπιδράσεις,     κοινωνικές αναπαραστάσεις: Τι λένε οι δάσκαλοι για τους γονείς; Αθήνα: Πορεία.

Hammersley, M. (1992). What’s wrong with ethnography? London: Routledge.

Hammersley,  M., &  Atkinson P. (1995). Ethnography: Principles  in  practice. (2nd Ed.). London: Routledge.

Hoy, W. K., & Miskel,  C. G. (2001). Educational  administration: Theory, research and practice (6th ed.). New York: McGraw-Hill, Inc.

Lewis,  A. (1992). Group  child  interviews  as a  research  tool. British  Educational Research Journal, 18 (4), 413-421.

Πασιαρδή,  Γ.  (2000).  Το  σχολικό  κλίμα  στην  πρωτοβάθμια  και  δευτεροβάθμια Εκπαίδευση  από τη σκοπιά των Κυπρίων εκπαιδευτικών. Στους  Σ. Ν. Γεωργίου,

     Λ. Κυριακίδη και  Κ. Χρίστου (Επιμ. Έκδ.), Σύγχρονη  έρευνα στις  επιστήμες της  αγωγής (σσ. 163-179). Λευκωσία.

Πηγιάκη,  Π.  (1988).   Εθνογραφία:  Η   μελέτη   της   ανθρώπινης   διάστασης   στην   κοινωνική και παιδαγωγική έρευνα. Αθήνα: Γρηγόρης.