“ Αντιλήψεις παιδιών προσχολικής ηλικίας για τη λειτουργία του γραπτού λόγου και την τεχνική γλώσσα της ανάγνωσης και της γραφής”

 

 

Της Κατερίνας Μιχαλοπούλου,

Λέκτορας στο Π.Τ.Π.Ε.

του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

 

 

Ι. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Ένας από τους ρόλους του νηπιαγωγείου σύμφωνα με το διαθεματικό ενιαίο πλαίσιο προγραμμάτων σπουδών για το Νηπιαγωγείο ( ΦΕΚ 18-10-2001, τ.Β, αρ.φ.1376 ) είναι η εξοικείωση του παιδιού με το γραπτό λόγο, η προετοιμασία για την κατανόηση και την παραγωγή του. Αναγνωρίζεται ως κύριος στόχος η παροχή εμπειριών και γνώσεων που σχετίζονται με γνωστικές κατακτήσεις της ανάδυσης του γραμματισμού.

Γενικά, το να μάθουμε πώς εισάγονται τα παιδιά στη γραφή είναι θέμα που απασχολεί πολλούς ερευνητές.

Σύμφωνα με τη δομητική προσέγγιση για την εκμάθηση της γραπτής γλώσσας -η οποία συνδέεται με τις εργασίες των E.Ferreiro και A.Teberosky- τα μικρά παιδιά, πριν προσέλθουν στο νηπιαγωγείο, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πώς λειτουργεί ο γραπτός λόγος που κυριαρχεί παντού. Ζώντας σε μια εγγράμματη κοινωνία και ερχόμενα αντιμέτωπα πολύ συχνά στην καθημερινή τους ζωή με ερεθίσματα γραπτού λόγου και μηνύματα, συμμετέχουν ενεργά σε διάφορες δραστηριότητες και παρατηρούν άτομα του περιβάλλοντός τους να διαβάζουν και να γράφουν. Κατά τη Ferreiro ( 1998 ) τα μικρά παιδιά πολύ πριν μάθουν να αναπαριστάνουν τα γράμματα εκδηλώνουν την επιθυμία να γράψουν.

Κατά την άποψη άλλων ερευνητών (Bernardin, 1997, σ.27, Schnewly, 1988, σ.133) όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες, όταν δηλαδή παρέχεται στο παιδί ένα περιβάλλον πλούσιο σε ερεθίσματα γραπτού λόγου σε συνδυασμό με ενήλικες που ενθαρρύνουν τον πειραματισμό και δε δυσπιστούν απέναντι στις πρώτες προσπάθειες του παιδιού, τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά : το παιδί αρχίζει να κατανοεί πως η μάθηση της ανάγνωσης και της γραφής είναι αναπόσπαστο κομμάτι της όλης διαδικασίας της μάθησης ενώ ενισχύεται η αυτοπεποίθησή του ως προς την ανάγνωση και τη γραφή.

Κατά την Goodman ( 1986, σ.9 ), το παιδί αρχίζει να συνειδητοποιεί την αντιστοιχία προφορικού-γραπτού λόγου και σχηματίζει τις πρώτες παραστάσεις: κατανοεί ότι δεν διαβάζονται οι εικόνες ή τα κενά διαστήματα ανάμεσα στις λέξεις, αλλά τα γράμματα. Επίσης, κατανοεί τη φορά της ανάγνωσης, αρχίζει να διαχωρίζει κάποια φωνήματα στις λέξεις και να συγκρίνει το μέγεθος των λέξεων βασιζόμενο στις συλλαβές και τα φωνήματα των λέξεων και όχι στο μήνυμα-νόημα της λέξης. Γενικά έχει την ικανότητα να αποκτά αναγνωστικές εμπειρίες και γνώσεις με φυσικό τρόπο μέσα σε ένα πλούσιο σε αναγνωστικά ερεθίσματα περιβάλλον. 

Κατά τους Sulzby, Teale και Kamberelis ( 1989, σ.65 ), η γραφή των μικρών παιδιών είναι το μέσο με το οποίο εξηγούν τις καλλιτεχνικές τους δημιουργίες, δηλαδή εξηγούν τι ζωγράφισαν.

Οι J.Downing και J.Fijalkow ( 1984 ) συγκλίνουν στην άποψη πως ένας σημαντικός παράγοντας εισαγωγής του παιδιού στο γραπτό λόγο είναι η καθαρότητα της σκέψης του παιδιού σε σχέση με την ανάγνωση και τη γραφή. Κατά την άποψή τους, ο μελλοντικός αναγνώστης και γραφέας πρέπει να έχει μια σαφή εικόνα του αντικειμένου του, δηλαδή να γνωρίζει πώς συμπεριφέρεται κάποιος που γράφει και διαβάζει, να γνωρίζει πώς ο γραπτός, όπως και ο προφορικός λόγος είναι μέσο επικοινωνίας, να έχει μια καθαρή σκέψη σε ό,τι αφορά τη γραπτή γλώσσα και τον κώδικά της. Θεωρούν πως προκειμένου το παιδί να αποδυθεί στην προσπάθεια κατάκτησης του γραπτού λόγου, πρέπει να έχει σαφή αντίληψη αφενός για τη λειτουργία του γραπτού ως επικοινωνιακού εργαλείου, αφετέρου για τη μορφή του κώδικα που χρησιμoποιείται ( Παπούλια – Τζελέπη, 2001, σ.147 ).

Αυτή η σχετική με την ανάγνωση και τη γραφή έννοια της καθαρότητας εκφράζεται από τους J.Downing και J.Fijalkow (E. Fijalkow,1992, σς.27-28) στη θεωρία τους της γνωστικής καθαρότητας, η οποία  αφορά στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες:

-                             στην αναγνώριση των συμπεριφορών ανάγνωσης και γραφής : για παράδειγμα, το παιδί ξεχωρίζει ένα υποκείμενο που διαβάζει από ένα που γράφει.

-                             στην κατανόηση της λειτουργίας του γραπτού λόγου που αφορά στον επικοινωνιακό χαρακτήρα της γραφής και παραπέμπει στις γνώσεις του παιδιού για τη χρησιμότητά της.

-                             στην τεχνική γλώσσα της ανάγνωσης και της γραφής, δηλαδή στην κατανόηση του λεξιλογίου που χρησιμοποιείται στην τάξη, στην αναγνώριση όρων όπως ‘‘γράμμα’’,‘‘λέξη’’,‘‘πρόταση’’, ‘‘τίτλος ’’.

 

 ΙΙ. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

Στην έρευνα που παρουσιάζεται εδώ  μελετάμε τις αναπαραστάσεις, τις ιδέες, τις αντιλήψεις των παιδιών για το γραπτό λόγο. Ειδικότερα, ενδιαφερόμαστε για τη δεύτερη και τρίτη κατηγορία της γνωστικής καθαρότητας, που αφορούν στη λειτουργία του γραπτού λόγου και στην τεχνική γλώσσα της ανάγνωσης και της γραφής :

α. Διερευνήσαμε την επιθυμία των νηπίων σχετικά με την εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής, η οποία αποκαλύπτει τις γνώσεις των παιδιών σε σχέση με τον επικοινωνιακό χαρακτήρα της γραφής και τη χρησιμότητά της.

β. Εξετάσαμε τις γνώσεις των παιδιών σχετικά με τους ακόλουθους όρους :

    ‘‘γράμμα’’,‘‘λέξη’’,‘‘πρόταση’’, ‘‘τίτλος’’.

Στο πλαίσιο της προβληματικής που αναπτύξαμε, οι υποθέσεις της έρευνάς μας είναι οι ακόλουθες :   

-                             Τα νήπια, ζώντας σε μια εγγράμματη κοινωνία, έχουν σχηματίσει ιδέες για τη χρησιμότητα του γραπτού λόγου και αρχίζουν να  αποκτούν  κίνητρα  προκειμένου  να μάθουν αργότερα ανάγνωση και γραφή.

-                             κατέχουν δεξιότητες της τεχνικής γλώσσας του γραμματισμού.

Η μέθοδος που χρησιμοποιήσαμε είναι η συνέντευξη, που έλαβε μέρος σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο εκτός της αίθουσας.

Για τις ερωτήσεις που αφορούν στην τεχνική γλώσσα του γραμματισμού, χρησιμοποιήσαμε καρτέλες και ζητήσαμε από τα παιδιά να κλείνουν σε κύκλο τους αντίστοιχους όρους.

Στην έρευνα πήραν μέρος 100 παιδιά 5 – 6 χρονών, 53 αγόρια και 47 κορίτσια, που φοιτούν σε Νηπιαγωγεία του Βόλου. Τα Νηπιαγωγεία αντιπροσώπευαν ένα ευρύ φάσμα κοινωνικοοικονομικών επιπέδων, όπως συνάγεται από την τοποθεσία τους στην πόλη του Βόλου. 

 

ΙΙΙ. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ-ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Οι απαντήσεις των νηπίων στις ερωτήσεις 2, 3, 4 και 5 μας δίνουν πληροφορίες ως προς τις ιδέες τους για τη χρησιμότητα του γραπτού λόγου, καθώς αποκαλύπτουν τους λόγους που ζητούν να μάθουν ανάγνωση και γραφή.

Συγκεκριμένα, ρωτήσαμε τα νήπια εάν θέλουν να μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν καθώς και να φανταστούν τι θα μπορούν να κάνουν έχοντας αναπτύξει αυτή την ικανότητα. Επίσης, ζητήσαμε να αιτιολογήσουν την απάντησή τους.

Τα αποτελέσματα που παρουσιάζονται συνοπτικά στον Πίνακα Ι αποκαλύπτουν ότι :

Η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών (93%) απαντούν πως θέλουν να μάθουν ανάγνωση και γραφή.

Αν εξαιρέσουμε τα παιδιά που δεν επιθυμούν να μάθουν  να διαβάζουν και να γράφουν (7%) γιατί προτιμούν τα παιχνίδια τους ή γιατί θεωρούν την ανάγνωση “πολύ δύσκολη” δραστηριότητα, “για τους μεγάλους”, καθώς και αυτά που δεν φαίνεται να γνωρίζουν τη χρησιμότητα της ανάγνωσης και της γραφής (7%), ορισμένα (9%) δίνουν ταυτολογικές απαντήσεις, όπως για παράδειγμα: “θα ξέρω να διαβάζω”. Για τα παιδιά αυτά η ανάγνωση και η γραφή προβάλλονται ως αυτοσκοπός. Φαίνεται πως δε μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους σα μελλοντικό αναγνώστη, δε μπορούν να αντιληφθούν τη χρησιμότητα της γραφής, δεν κατέχονται από μια ενεργητική – ερευνητική διάθεση απέναντι στο γραπτό λόγο.

Ωστόσο, για τα περισσότερα παιδιά (77%) η μελλοντική επίτευξη του στόχου φαίνεται πως έχει λειτουργικό, χρηστικό χαρακτήρα.

Η χρησιμότητα της ανάγνωσης και της γραφής εντάσσεται στο σχολικό πλαίσιο για το 19 % του δείγματος και συνδέεται με την κατάκτηση επιμέρους ικανοτήτων, όπως η αναγνώριση γραμμάτων. Μερικές από τις αιτιολογήσεις των παιδιών όσον αφορά στην επιθυμία τους για την εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής είναι οι ακόλουθες: “για να πηγαίνω στο μεγάλο σχολείο”, “για να γράφω ορθογραφία”, “για να γράφω γλώσσα, μαθηματικά”, για να διαβάζω τη Γλώσσα - το βιβλίο “Γλώσσα” της Α΄Δημοτικού – “για να τελειώσω τα βιβλία και μετά να τελειώσω και το σχολείο”, “για να γίνω ο πρώτος μαθητής”, “για να γράφω λέξεις”, “για να γράφω γράμματα ”.

Όσον αφορά στη σύνδεση με τον έντυπο λόγο, την πρώτη θέση στις απαντήσεις κατέχει το βιβλίο. Τα παιδιά σε ποσοστό 10 % θέλουν να μάθουν να διαβάζουν τα βιβλία τους, κατά κύριο λόγο παραμύθια και εικονογραφημένες ιστορίες, ιστορίες για ζώα, χιουμοριστικές ιστορίες κ.λ.π., θεωρώντας τη δυνατότητα πρόσβασης στη λογοτεχνία πρωταρχικό λόγο για την εκμάθηση της ανάγνωσης. Γενικά, δεν αναφέρουν άλλα έντυπα.

Επίσης, η επιθυμία συνδέεται με το κοινωνικό πλαίσιο και τις προσδοκίες του κοινωνικού περιβάλλοντος εκφράζοντας εξωτερικά κριτήρια ( 14% - “για να με δει η μαμά μου ότι ξέρω να διαβάζω”, “για να μου πει μπράβο η κυρία”) ή με παιχνιώδη κατάσταση, συμβολικό παιχνίδι και υιοθέτηση ρόλων ( 4 % -“για να παίζω τη δασκάλα”, “για να παίζουμε το σχολείο”).

Η επικοινωνιακή διάσταση του γραπτού λόγου δεν τονίζεται ιδιαίτερα εφόσον μόνο το 15% των παιδιών συνδέει την επιθυμία εκμάθησης ανάγνωσης και γραφής με επικοινωνιακά κριτήρια. Στις απαντήσεις αυτές, τα νήπια επιθυμούν  να   γράφουν ευχετήριες κάρτες για τους γονείς τους, να γράφουν γράμματα σε φίλους, να διαβάζουν παραμύθια στα μικρότερα αδέλφια τους.

Επίσης, μικρό ποσοστό (6%) συνδέει τη γνώση για το γραπτό λόγο με μελλοντικό επάγγελμα θεωρώντας την ανάγνωση μέσο επαγγελματικής επιτυχίας (“θα πιάσω δουλειά”, “θα γίνω δασκάλα”) αλλά και με κριτήρια μάθησης (9%) (“θα μάθω πολλά πράγματα”, “θα μπορώ να έχω πολλές ιδέες”, “θα γράφω για τον κόσμο”), που οδηγούν σε συναισθηματική πληρότητα και καθιστούν την ανάγνωση πηγή ευχαρίστησης (“θα ευχαριστηθώ να διαβάζω”,”θα νιώθω ωραία γιατί μ’ αρέσουν πολύ τα παραμύθια”).

Παρατηρούμε λοιπόν πως ένας αριθμός των νηπίων του δείγματος ευαισθητοποιείται στην αξία που έχει η γραφή ως μέσο που μας βοηθά να επικοινωνούμε, να αναπτύσσουμε τις ιδέες μας και να μεταφέρουμε πληροφορίες, αλλά και ως πηγή ευχαρίστησης και απόλαυσης.

Εξάλλου ρωτήσαμε τα παιδιά ( ερώτηση 6 )  ποιος πιστεύουν ότι θα τους μάθει ανάγνωση και γραφή. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι γονείς κατέχουν την εξέχουσα θέση στις απαντήσεις τους αλλά και τα αδέλφια ή η δασκάλα της πρώτης τάξης του Δημοτικού Σχολείου. Κανένα νήπιο δεν πιστεύει ότι θα του μάθει ανάγνωση και γραφή η νηπιαγωγός της τάξης όπου φοιτεί. Πράγματι, οι νηπιαγωγοί εφαρμόζουν δραστηριότητες που δεν είναι άμεσα συνδεδεμένες με τη γραφή, πράγμα που γίνεται αντιληπτό από τα νήπια. Την εντύπωσή τους αυτή προφανώς ενισχύει η γενικά αποδεκτή άποψη σύμφωνα με την οποία η εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής είναι έργο του σχολείου. Γενικά, μέχρι πρότεινος, δραστηριότητες που αφορούν διάκριση φωνημάτων, ταύτιση φωνήματος – γραφήματος, αναγνώριση και γραφή γραμμάτων, αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία. Ωστόσο στο Νέο Πρόγραμμα της Νεοελληνικής γλώσσας στην Προ-Δημοτική Εκπαίδευση και το Νηπιαγωγείο, τονίζεται πως στο χώρο του Νηπιαγωγείου μία από τις ικανότητες που επιδιώκεται να αναπτυχθούν είναι η αναγνώριση οικείων λέξεων στον περιβαλλοντικό έντυπο λόγο και μέσα στα κείμενα. Φαίνεται λοιπόν πως η έλλειψη εξοικείωσης του παιδιού με πλευρές της γλώσσας που έχουν σχέση με το γραπτό λόγο, αναγνωρίζεται και τείνει να αναπληρωθεί με μια προοπτική καλύτερης προετοιμασίας των παιδιών για την ένταξή τους σε μια κοινωνία γραπτής επικοινωνίας όπως η σημερινή.

Όσον αφορά στην τεχνική γλώσσα της ανάγνωσης και τις γραφής, μπορούμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα ( Πίνακας ΙΙ ) :

-                   Η πλειοψηφία των παιδιών προσποιούνται ότι διαβάζουν το κείμενο και όχι  την εικόνα, ενώ βάζουν σε κύκλο την ιστορία, όπως τους ζητείται. Εξάλλου, η Goodman (1986) θεωρεί ότι όταν τα παιδιά πλησιάζουν την ηλικία των πέντε ετών αρχίζουν να κατανοούν ότι διαβάζουμε το κείμενο και όχι τις εικόνες. Αντίθετα, παιδιά μέχρι την ηλικία των τριών ετών πιστεύουν ότι δεν είναι το  κείμενο που παράγει νόημα, αλλά η εικόνα (Τάφα, 2001). Ωστόσο 17% του δείγματος κυκλώνει μία οποιαδήποτε λέξη, συνήθως την πρώτη.

-                             Σχετικά με το γράμμα, μπορούμε να διαχωρίσουμε τις απαντήσεις σε σωστές, ενδιάμεσες και λανθασμένες. Στις ενδιάμεσες απαντήσεις, το παιδί κυκλώνει ένα γράμμα, όπως του ζητείται στην ερώτηση 8.1, όχι όμως το ‘‘α’’ αλλά ένα οποιοδήποτε άλλο (4%). Σωστά απαντά το 62% του δείγματος. Στις ερωτήσεις 8.6 και 8.7. ορισμένα παιδιά επιλέγουν το πρώτο γράμμα της πρώτης λέξης (14%)  ή το τελευταίο της τελευταίας (12%) και όχι κάθε λέξης, όπως ζητείται. Στην ερώτηση 8.4 τα παιδιά σε ποσοστό 47% διακρίνουν τον αριθμό από τα γράμματα.

-                             Στην ερώτηση 8.5, 15% του δείγματος κυκλώνει ολόκληρη τη λέξη στην οποία εμπεριέχεται το κεφαλαίο γράμμα,  ενώ 38% κυκλώνει το σωστό γράμμα.

-                             Όσον αφορά στην έννοια της λέξης, 61% των νηπίων δεν τη συγχέουν με γράμμα( ερώτηση 8.2). Όπως όμως φαίνεται από τις απαντήσεις στην ερώτηση 8.1, μία μικρή λέξη δύο γραμμάτων μπορεί να θεωρηθεί γράμμα(23 %).

-                             Η φράση συγχέεται σχεδόν πάντα (94%) με τη γραμμή (ερώτηση 8.8).Προφανώς, τα  παιδιά δεν αντιλαμβάνονται την παρουσία των σημείων στίξης, καθώς δεν παρατηρούν την τελεία Συγχέεται επίσης με την έννοια της λέξης αλλά και του γράμματος(ερώτηση 8.3), καθώς μόλις 20% των νηπίων απαντούν σωστά στην ερώτηση. Το παιδί αντιλαμβάνεται τη φράση σα μια σειρά στοιχείων, αλλά δεν ξεχωρίζει το μέρος(λέξη) από το όλο(φράση).

-                             Ο τίτλος του ποιήματος και το όνομα του ποιητή αναγνωρίζονται από ένα μεγάλο αριθμό παιδιών( 63% και 27% αντίστοιχα).Ωστόσο, 7% φαίνεται να γνωρίζει πως ο τίτλος είναι ένα σύνολο γραπτών στοιχείων που αποσπάται από το σύνολο, αλλά έχει ξεχάσει τη θέση του και θεωρεί το όνομα του συγγραφέα σαν τίτλο.

Τα ευρήματα αυτής της έρευνας ως προς τους λόγους που τα παιδιά ζητούν να μάθουν ανάγνωση και γραφή :

-                             συνάδουν προς τις θέσεις των J.Bernardin (1997) και Weiss, M. & Hagen, R. (1988), ότι η συμβολή της ανάγνωσης  στην κατάκτηση της γνώσης, στην επικοινωνία, στην ψυχαγωγία και της γραφής στην επικοινωνία δεν έχουν ακόμα συνειδητοποιηθεί από την πλειοψηφία των παιδιών, ενώ αντίθετα συνδέονται έντονα με το σχολικό και κοινωνικό πλαίσιο καθώς και με εξωτερικά κίνητρα.

-                             ως προς την τεχνική γλώσσα της ανάγνωσης και της γραφής, ανάλογη έρευνα έχει πραγματοποιηθεί από την E. Fijalkow (1992) κατά την οποία το ένα τρίτο περίπου των παιδιών του δείγματος που φοιτούν στο νηπιαγωγείο και στην πρώτη δημοτικού καταλαβαίνουν την τεχνική γλώσσα της ανάγνωσης και της γραφής.

Στο πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας, η έρευνα της Βαρνάβα-Σκούρα δείχνει ότι τα παιδιά της πρώτης τάξης δεν αντιλαμβάνονται το νόημα των μεταγλωσσικών όρων του γραπτού, όπως “λέξη”, “πρόταση” κ.λ.π. Επίσης, οι Παντελιάδου και Χεπάκη ερμηνεύουν τις δυσκολίες πολλών παιδιών πρώτης και δευτέρας δημοτικού στην κατάκτηση της τεχνικής γλώσσας της ανάγνωσης και της γραφής ( Παπούλια – Τζελέπη, 2001, σ.126 ).

 

ΙV. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σύμφωνα με την έρευνά μας, η συμβολή της ανάγνωσης και της γραφής στην επικοινωνία δεν έχει ακόμα συνειδητοποιηθεί από την πλειοψηφία των παιδιών, ενώ αντίθετα συνδέονται έντονα με το σχολικό και κοινωνικό πλαίσιο καθώς και με εξωτερικά κίνητρα.

Η λειτουργική και επικοινωνιακή χρήση του λόγου έχει νόημα εφόσον εισάγουμε στο νηπιαγωγείο τις μορφές του γραπτού λόγου που χρησιμοποιούμε καθημερινά στην κοινωνία, δηλαδή εκτός από το βιβλίο, ποικίλα άλλα έντυπα (Lentin, 1977, σ.83 & Jolibert, 1984, σ.17 )

Στο χώρο του Νηπιαγωγείου μπορούν να εξασφαλιστούν οι προϋποθέσεις ώστε τα παιδιά να έρθουν σε επαφή με διαφορετικές εκδοχές του γραπτού λόγου για διαφορετικούς λόγους, όπως κάρτες με ευχές, ετικέτες προϊόντων, συνταγές, καταλόγους με αντικείμενα μιας συλλογής, λεζάντες που συνοδεύουν φωτογραφίες ή ζωγραφιές, καθώς και ποικίλα κείμενα. Στην περίπτωση αυτή, ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει το Νηπιαγωγείο στην πιο ομαλή εισαγωγή του παιδιού στον κόσμο του γραπτού λόγου και στην πρόληψη της σχολικής αποτυχίας, είναι σημαντικός.

Ο παιδαγωγός της προσχολικής ηλικίας θα πρέπει να διαμορφώσει αντίστοιχα μια “πραγματολογική” στάση απέναντι στη γλώσσα και τη διδασκαλία της, δηλαδή να συνειδητοποιήσει ότι το παιδί διδάσκεται τη γλώσσα για να εκτελεί αποτελεσματικά γλωσσικές πράξεις, υπό την έννοια ότι παράγει λόγο που βασίζεται σε επικοινωνιακό στόχο. Για να προετοιμάσει λοιπόν τα παιδιά για την κατανόηση και την παραγωγή γραπτού λόγου, ενδείκνυται να χρησιμοποιεί πραγματικά κείμενα, δηλαδή κείμενα γραμμένα σε πραγματικές, αυθεντικές συνθήκες επικοινωνίας., έτσι ώστε να καλλιεργήσει την επιθυμία για την εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής. Το νέο αναλυτικό πρόγραμμα για το Νηπιαγωγείο χαράσσει μία πορεία προς αυτή την κατεύθυνση.

Τέλος, ανιχνεύοντας στοιχεία γνωστικής καθαρότητας, ο νηπιαγωγός μπορεί να αξιολογήσει την αντίληψη της γραπτής γλώσσας που έχουν τα παιδιά σε μια στιγμή της σχολικής χρονιάς.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΠΘ (1996). Το παιδί και η γραφή. Μια σχέση – κλειδί για τη δια βίου μάθηση, Αθήνα: ΟΕΔΒ.

ΒΑΜΒΟΥΚΑΣ, Μ. ( 1991 ). Οι λειτουργίες επικοινωνίας της γραπτής γλώσσας και σχετικές παραστάσεις των μαθητών, Τα Εκπαιδευτικά, 24, 76-102.

ΒΑΡΝΑΒΑ-ΣΚΟΥΡΑ, ΤΖ. ( 1994 ). Οι ιδέες των παιδιών προσχολικής ηλικίας για τη γραφή και η μαθησιακή διαδικασία, Εκπαιδευτική Κοινότητα, 18-20.

BERNARDIN, J. (1997). Comment les enfants entrent dans la culture écrite, Paris: Retz.

ΔΙΑΘΕΜΑΤΙΚΟ ΕΝΙΑΙΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΝΗΠΙΑΓΩΓΕΙΟ ( ΦΕΚ 18-10-2001, τ.Β, αρ.φ.1376 ).

DOWNING, J. & FIJALKOW, J. (1984). Lire et raisoner, Privat : Toulouse.

FERREIRO, E. (1979). “La decouverte du système de l’ écriture par l’ enfant”, Apprentissage et pratique de la lecture, Actes du colloque de Paris.

FIJALKOW, E. (1992). Η μέτρηση της γνωστικής καθαρότητας: η τεχνική γλώσσα ανάγνωσης και γραφής, στο Τ.Ανθουλιάς, Τα προβλήματα διδασκαλίας της πρώτης γραφής και ανάγνωσης, Ελληνικά Γράμματα: Αθήνα.

FRANCIS, H. ( 1997 ). Teaching beginning reading : A case for monitoring feelings and attitudes?, Reading, 31 ( ! ), 5-8.

GOODMΑN, Y.M. (1986). Children coming to know literacy.W.H.Teale & E.Sulzby.Emergent literacy :writing and reading.Norwood, NJ :Ablex.

HALL, N (1987). The Emergence of Literacy, Kent: Hodder and Stoughton.

JOLIBERT, J. (1984). Groupe - lecture d’ Ecouen, Former les enfants lecteurs, Cycle G5/CP/CE1, Paris: Hachette.

LENTIN, L. (1977). Du parler au lire, Tome 3, Paris : ESF.

ΠΑΝΤΕΛΙΑΔΟΥ, Σ. & ΧΕΠΑΚΗ, Τ. ( 1995 ). Τεχνική γλώσσα γραφής και ανάγνωσης στα δύο πρώτα σχολικά χρόνια, Γλώσσα, 37, 21-38.

ΠΑΠΟΥΛΙΑ – ΤΖΕΛΕΠΗ, Π. (1993 β). Η ανάδυση του γραμματισμού και το νηπιαγωγείο (εμπειρική έρευνα). Γλώσσα, 31, 4-16.

ΠΑΠΟΥΛΙΑ – ΤΖΕΛΕΠΗ, Π. ( 2001 ). Ανάδυση του γραμματισμού. Έρευνα και πρακτική, Αθήνα : Καστανιώτη.

SCHNEUWLY, B. (1988). La conception vygotskyenne du langage écrit, Etudes de linguistique appliquées, 73, 107-117.

SULZBY, TEALE & KAMBERELIS ( 1989 ). Emergent writing in the classroom : home and school connections. Στο D.S.Strickland & L.M.Morrow. Emerging literacy : young children learn to read and write. Newark : International Reading Association.

ΤΑΦΑ, Ε.(2001). Ανάγνωση και γραφή στην Προσχολική Εκπαίδευση, Ελληνικά Γράμματα : Αθήνα.

VYGOTSKY, L.S. (1984). Le problème de l’ enseignement et du développement mental à l’ âge scolaire, Vygotsky aujourd’hui,  Paris : Delachaux et Niestlé.

WEISS, M. & HAGEN, R. ( 1988 ). A key to literacy : kindergardner’s awareness of the function of print, The Reading Teacher, 41(6), 574-578.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ, Α. & ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΙΔΗΣ, Σ. (1997). Η διδασκαλία της λειτουργικής χρήσης της γλώσσας: Θεωρία και πρακτική εφαρμογή, Θεσσαλονίκη: Κώδικας.

ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΙΔΗΣ, Σ. (2002). Η Γλωσσική Αγωγή στο Νηπιαγωγείο, δραστηριότητες για την καλλιέργεια της επικοινωνιακής ικανότητας και του γραμματισμού, Βάνιας : Αθήνα.

 

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

1.       Ξέρεις να διαβάζεις;

2.       Θέλεις να μάθεις να διαβάζεις; Γιατί;

3.       Γιατί θα ήταν ωραία να μάθεις να διαβάζεις; Όταν θα ξέρεις να διαβάζεις, τι θα μπορείς να κάνεις;

4.       Θέλεις να μάθεις να γράφεις; Γιατί;

5.       Όταν θα ξέρεις να γράφεις, τι θα μπορείς να κάνεις;

6.       Ποιος θα σου μάθει να διαβάζεις και να γράφεις ;

7.       Βάλε σε κύκλο την ιστορία(εικόνα παραμυθιού και σύντομο κείμενο)

8.       1.Βάλε σε κύκλο το γράμμα :            α                      το         αν         και

2. Βάλε σε κύκλο τη λέξη :   Μ                     κεράσι              β          Γ

3......την πρόταση :  Τα παιδιά παίζουν                      κύκλος              πήγα

4......τον αριθμό :                 δ                      5          ο          η

5.....το κεφαλαίο γράμμα :    γάλα     από      γιατί      Πιάτο

6......το πρώτο γράμμα κάθε λέξης :  Σήμερα πήγαμε εκδρομή

7......το τελευταίο γράμμα κάθε λέξης :          Πηγαίνουμε βόλτα

8......την πρόταση(σε δύο σειρές) :     Το παιδί παίζει  /  στην αυλή

9.....τον τίτλο του ποιήματος και το όνομα του ποιητή.

 

Πίνακας Ι : Χρησιμότητα της ανάγνωσης και της γραφής

 

                  ΚΡΙΤΗΡΙΑ                                             ΝΗΠΙΑ

Απουσία επιθυμίας για εκμάθηση ανάγνωσης-      γραφής

                             

7 %

Απουσία αιτιολόγησης

7 %

Ταυτολογικές απαντήσεις

9 %

Σχολικό πλαίσιο

19 %

Δυνατότητα πρόσβασης στη λογοτεχνία

10 %

Κοινωνικό πλαίσιο

14 %

                                                                                                                    Σύνδεση με παιγνιώδη κατάσταση

 

4 %

Επικοινωνιακοί στόχοι

15 %

Μελλοντικό επάγγελμα

6 %

Κριτήρια μάθησης

9 %

 

Πίνακας ΙΙ : Τεχνική γλώσσα της ανάγνωσης και της γραφής     

                             

ΟΡΟΙ                                                          ΠΟΣΟΣΤΟ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ

Κείμενο

83 %

Λέξη (διάκριση από γράμματα )

61 %

Γράμμα ( διάκριση από λέξεις )

62 %

Αριθμός (διάκριση από γράμματα)

47 %

Κεφαλαίο γράμμα

38 %

Πρώτο γράμμα

14 %

Τελευταίο γράμμα

12 %

Φράση

20 %

Τίτλος ποιήματος

63 %

Όνομα ποιητή

27 %