Η Αισθητική Παιδεία στις μικρές ηλικίες

 

 

Του Ανδρέα Χαραλάμπους

 

 

Στα πρώτα βήματα της αισθητικής αγωγής, στο νηπιαγωγείο, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε τις τέχνες - μουσική, εικαστικά, θεατρικό παιγνίδι, χορό- αγκαλιασμένες. Τα χρώματα της μιας να περνούν τα όρια και να μπαίνουν μέσα στα χρώματα της άλλης. Να μην υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές και οριοθετήσεις. Το μόνο που θα βοηθήσουμε τα παιδιά να διακρίνουν θα είναι τα πρωτογενή στοιχεία και υλικά της κάθε μιας. Ήχος, ρυθμός, χρώμα, σχήμα, κίνηση, έκφραση. Όλα μαζί μέσα στα μουσικά παιγνίδια, στα μικρά δρώμενα, στο τραγούδι με δραματοποίηση και τις ενεργητικές μουσικές ακροάσεις θα έχουν ένα στόχο: να βοηθήσουν τα παιδιά να γνωρίσουν την ομορφιά να την αναζητούν και να ζουν μαζί της. Μόνο έτσι, μεγαλώνοντας, θα γνωρίσουν όλα τα «χρώματα» και τις αποχρώσεις τους και θα δικαιολογούν της ύπαρξή τους στον πλανήτη.

Ανακατεύοντας τα χρώματα, μουτζουρώνοντας τα χαρτιά, αυτοσχεδιάζοντας κινήσεις του κορμιού με ή χωρίς μουσική, αλλάζοντας την έκφραση του προσώπου, μουρμουρίζοντας ένα τραγούδι, χαμογελώντας ντροπαλά, διαπιστώνουμε ότι η τέχνη δεν είναι μόνο θεωρία. Παίρνει δύναμη και αξία όταν δραπετεύει από τις σελίδες των βιβλίων και γίνεται πράξη. Η πραγμάτωση κάποιων σκέψεων την τοποθετεί σε επίπεδα αξιολογικά και όχι κάποιες θεωρητικές απόψεις άχρωμες και άρρυθμες στο χαρτί. Και όσο μικρότερες είναι οι ηλικίες τόσο η απουσία της θεωρίας βοηθά και διευκολύνει τα πράγματα. Η πράξη διεγείρει, αναστατώνει  νου, καρδιά, ψυχή, σώμα. Και το παιδί δημιουργεί και χαίρεται και αγαπά αυτό που δημιουργεί. Χαρά και Δημιουργία λοιπόν συμβάλλουν θετικά και ουσιαστικά στην αισθητική καλλιέργεια του παιδιού της προσχολικής ηλικίας.

Στην αρχή, στα πρώτα στάδια, η μουσική περνά σαν  μέρος του παιγνιδιού, χωρίς να τονίζουμε το γεγονός και τη σημασία της και χωρίς να την αναλύουμε και να την επεξηγούμε στα παιδιά, γιατί τότε θα μετατραπεί σε γνωστικό αντικείμενο. Έτσι θα χάσει την αξία της. Άλλωστε το παιδί θα αντιδράσει όταν του επιβληθεί σαν άμεση γνώση κανόνων. Η δύναμή της είναι μεγάλη και στο πέρασμα και  άκουσμά της  αφήνει τα ίχνη της. Ο ρυθμός, η μελωδία, η αρμονία, η ενορχήστρωση έχουν τεράστια δύναμη. Φωλιάζουν στις υποδοχές αισθητικής που, δυνάμει, το κάθε παιδί διαθέτει και αθόρυβα κάνουν τη δουλειά της.

Κάποιο από τα επιμέρους στοιχεία και υλικά δόμησης  του έργου θα το εντυπωσιάσει και έτσι «κρατά» το μουσικό απόσπασμα. Ακόμα μπορεί να το αποδεχθεί και να εντυπωσιαστεί από το έργο στο σύνολό του. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση το κέρδος είναι μεγάλο και με αυτό τον τρόπο αρχίζει η αισθητική αγωγή. Με το νου ή την καρδιά, όποιο από τα δύο προλάβει, γίνεται η αρχή, το ξεκίνημα, η πρώτη επαφή. Αργότερα ίσως γίνει και με τα δύο μαζί. Σημασία έχει το γεγονός ότι η πρώτη γνωριμία με το έργο θα γίνει χωρίς επιβολή, χωρίς καταπίεση, αλλά σχεδόν ουδέτερα μέσα από το παιγνίδι, σαν μέρος του παιγνιδιού. Έτσι, την «ευθύνη» του εντυπωσιασμού την αναλαμβάνει το ίδιο το παιδί με δική του πρωτοβουλία, αλλά και το ίδιο το έργο, αφού πάντα υπάρχει διάλογος.

Έτσι αρχίζουν να «βομβαρδίζονται» οι «υποδοχές αισθητικής» που το κάθε παιδί όπως και κάθε ενήλικας διαθέτει. Αυτές ποτέ δεν γεμίζουν παρά μόνο εμπλουτίζονται. Και όσο πιο πολύ αυτό γίνεται, τόσο πιο πολύ το παιδί αισθάνεται «ωραία», «γεμάτο», «χαρούμενο», «πλούσιο». Η μόνη διαφορά είναι ότι οι υποδοχές αισθητικής διαφέρουν σε μέγεθος και επίπεδα φιλτραρίσματος από παιδί σε παιδί, από άτομο σε άτομο, ώστε να γίνεται φανερό ότι από το κάθε έργο τέχνης δεν παίρνουμε όλοι τα ίδια πράγματα σε ποσότητα και ποιότητα.

Έργο του παιδαγωγού είναι να φέρνει τα  παιδιά σε επαφή με ποικίλα έργα τέχνης κάθε εποχής  όσο πιο συχνά μπορεί. Και χωρίς να προσπαθεί να τα επηρεάσει για το άλφα ή βήτα, να αφήνει καθένα να παίρνει από την «πηγή» την ποσότητα που θέλει ή μπορεί, γιατί αν προσπαθήσει κάτι άλλο να κάμει, δηλαδή να  επιβάλει τις δικές του απόψεις, το μόνο που θα καταφέρει είναι κάποια  απ’ αυτά να τα αφήνει «διψασμένα», ενώ κάποια άλλα να τα «πνίξει».

Με το έργο τέχνης το παιδί, όπως και κάθε άλλο άτομο, θα πρέπει να έχει μια ανενόχλητη, διαπροσωπική επαφή. Τα κάποια «τεχνικής φύσης» υλικά που δομούν το έργο ας το βοηθήσουμε  να τα γνωρίσει πολύ αργότερα και με τρόπο που η γνώση αυτή να μην καταστρέψει την ουσία του με τη δική μας μεσολάβηση στην ανάλυση και παρουσίαση του . Το ίδιο το έργο, όπως κάθε έργο τέχνης, έχει τη δύναμη από μόνο του να επικοινωνεί με τον καθένα μας χωριστά, σε διαφορετικό επίπεδο. Έτσι συμβάλλει στην αισθητική καλλιέργεια είτε του παιδιού είτε του μεγάλου. Σίγουρο είναι ότι τα επίπεδα επικοινωνίας έργου και ατόμου είναι διαφορετικά για τον καθένα, όπως διαφορετική είναι και η ουσιαστική ποσότητα του έργου  που κάθε άτομο κατακτά. Στην περίπτωση αυτή μερίδιο ευθύνης έχει το έργο τέχνης αλλά και η ποιότητα των υποδοχών αισθητικής του κάθε παιδιού και του καθενός μας χωριστά. Και αυτό πάλι οφείλεται σε πολλούς και διάφορους λόγους, κληρονομικότητα, περιβάλλον και άλλα.

Όσο πιο νωρίς αρχίσει το παιδί να  έχει μια σωστή επαφή με τα έργα τέχνης, τα κατάλληλα για την ηλικία του, χρονική και πνευματική, τόσο πιο γρήγορα θα έχουμε θετικά αποτελέσματα. Και ο χώρος του νηπιαγωγείου είναι ο πιο κατάλληλος για μια σωστή αρχή, με σωστές και γερές βάσεις, στη συνάντηση παιδιού και τέχνης, άρα και στην απαρχή της αισθητικής καλλιέργειας.

Η πορεία προς την τέχνη, μέσα από τα στοιχεία  και υλικά που τη συνθέτουν, είναι μία περιπέτεια που ενθουσιάζει το παιδί, την αγαπά, δεν θα την ξεχάσει ποτέ γιατί λειτουργεί βιωματικά.

Το «αντιλαμβάνεσθαι», το «συναισθάνεσθαι», και το «δημιουργείν» είναι τρεις καταστάσεις που συνυπάρχουν στα πρώτα βήματα των παιδιών σαν σύνολο  και δεν είναι ανάγκη στο στάδιο αυτό να προσπαθήσει κανείς να σπρώξει τα παιδιά να τις ξεχωρίσουν. Χρειάζεται χρόνος και ωριμότητα χρονική, πνευματική και συναισθηματική, ώστε στην ώρα τους να αρχίσουν να λειτουργούν χωριστά. Η αντίληψη των τριών καταστάσεων σαν σύνολο δεν εμποδίζει τα νήπια να βρίσκονται κοντά στη μουσική, τη ζωγραφική και το θεατρικό παιχνίδι και να παίρνουν, αργά-αργά απ’ αυτές, το απαραίτητο νέκταρ που είναι γενικά η αισθητική της ομορφιάς. Ακόμα δε περισσότερο δεν τα εμποδίζει να συναντούν και να γνωρίζουν τα πρωτογενή υλικά τους που είναι ο ήχος, ο ρυθμός, το σχέδιο, το χρώμα και η έκφραση. Και δεν θα πρέπει να βιάσουμε το νου και την ψυχή τους μόνο και μόνο για να φτάσουν στο επόμενο στάδιο του επιμερισμού των καταστάσεων. Το ότι όλα βρίσκονται σε μια συνολική μορφή βοηθά τα παιδιά να παίζουν, δημιουργώντας μέσα από το παιγνίδι και αδιαφορώντας μέχρι πού φθάνει η λεπτομέρεια της κάθε μιας χωριστά μέσα από τα στοιχεία και τα υλικά της.

Η «αισθητική καλλιέργεια» δεν αποτελεί ύλη και κεφάλαια που μπορούν να διδαχθούν σταδιακά όπως οι αριθμοί, η ιστορία, τα γράμματα. Η αισθητική είναι μια ελεύθερη δύναμη που ωριμάζει μέσα στο χρόνο με ρυθμούς και ερεθίσματα, εξωτερικά και εσωτερικά, τα οποία θα πρέπει να αγκαλιάζονται, να ταυτίζονται, ώστε να υπάρξει αποτέλεσμα. Είναι μια διαδικασία, την οποία ούτε να επισπεύσεις μπορείς αλλά ούτε και να την επιβάλεις βιάζοντας ταυτόχρονα νου και καρδιά, παρά μόνο να τη «βοηθήσεις», να τη «στηρίξεις», ώστε συνεχώς να εμπλουτίζεται. Είναι μια συνεχής διαδικασία που χτίζεται και ολοκληρώνεται στο χρόνο, χωρίς ημερομηνία έναρξης και λήξης.

                   Η αισθητική καλλιέργεια  δεν επιβάλλεται.

 

Δεν είναι μάθημα, τουλάχιστον σ’ αυτές τις ηλικίες, και δεν υπάρχει συγκεκριμένη ύλη την οποία θα καλύψουν τα παιδιά σε τακτά χρονικά διαστήματα. Είναι μια όμορφη περιπέτεια στο χωροχρόνο. Είναι μια συνάντηση του παιδιού με τα έργα τέχνης και διαπροσωπική σχέση των δύο. Αυτό κρατάει χρόνο και το επίπεδο συνεχώς ανεβαίνει, πλαταίνει, βαθαίνει και ολοκληρώνεται. Όλα ενεργοποιούνται στο παιδί από τη νηπιακή ηλικία, όταν τα μάτια αρχίζουν να διακρίνουν χρώματα και σχήματα, και το αυτί να ξεχωρίζει τους ήχους. Οι υποδοχές αισθητικής «βομβαρδίζονται» καθημερινά όλη την ώρα σε όλη τους τη ζωή. Αυτού του τύπου οι επιθέσεις που δέχεται το νήπιο από τον άμεσο  ή έμμεσο χώρο δεν το ενοχλούν, δεν το κουράζουν. Αντίθετα, λειτουργούν σαν αντίβαρο στις «γνωστικές» επιθέσεις - ιδίως στις άμεσες, τις επιβεβλημένες - που το κουράζουν και στις οποίες, συνήθως αντιδρά.

Στην τέχνη, το μικρό παιδί θα πρέπει να λαμβάνει μέρος ενεργά, δηλαδή χτυπώντας ένα κρουστό όργανο ρυθμικά, πότε σιγά και πότε δυνατά, ή τραγουδώντας ένα παιδικό τραγούδι, ενώ ταυτόχρονα το δραματοποιεί, ανακατεύοντας τα χρώματα, μουντζουρώνοντας κόλλες, χαρτιά, χέρια και πρόσωπο. Προσπαθώντας να κάνει δικές του, αυτοσχέδιες κινήσεις και ταυτόχρονα να αλλάζει έκφραση προσώπου. Μόνο τότε παίρνει «γεύση» . Μόνο τότε ζει την τέχνη. Μόνο τότε η τέχνη το αποζημιώνει.

Στις μικρές ηλικίες τα παιδιά αγνοούν, ευτυχώς τους κανόνες της καλλιτεχνικής δημιουργίας οι οποίοι λειτουργούν δεσμευτικά, κουράζοντάς τα. Η ελεύθερη έκφραση μαζί με τη δημιουργική φαντασία, σαν παιγνίδι, λειτουργούν ώστε, μαζί με μια εσωτερική ανάγκη να δημιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για να κάνουν κάτι που μπορεί να εξελιχθεί σε καλλιτεχνική δημιουργία, για την οποία δεν ενδιαφερόμαστε, τουλάχιστον στο πρώτο στάδιο, γιατί  κάλλιστα μπορεί να είναι μια ευχάριστη ενασχόληση με τα υλικά μιας τέχνης, τα οποία απλώς εντυπωσίασαν τα παιδιά.

Στην αρχή θα το δουν σαν παιγνίδι. Στη συνέχεια κάποιο από τα πρωτογενή υλικά θα «μιλήσει» στο κάθε παιδί με ένα  ιδιαίτερο τρόπο και αυτό θα ανταποκριθεί. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει και η ιδιαίτερη σχέση της τέχνης μαζί του. Αρχίζει με εντυπωσιασμό για κάποιο υλικό ή για τον  τρόπο χρήσης του και γενικά το «στήσιμο της περιπέτειας» του άγνωστου που εμφανίζεται τμήμα-τμήμα και εν χρόνω ολοκληρώνεται. Κάποια  απ’ αυτές  θα μονοπωλήσει το ενδιαφέρον του που στη συνέχεια θα μετατραπεί σε αγάπη, και ο καλλιτέχνης-δημιουργός γεννιέται.