Πλαίσιο Ερευνητικής Μεθοδολογίας  & Πιλοτική Εφαρμογή Ανάλυσης Κοινωνικών Δικτύων: Συμβολή στις τεχνικές απεικόνισης

& ανάλυσης των κοινωνικών δικτύων

Του Α. Εμβαλωτή
Παιδαγωγικό Τμήμα Δ.Ε.

Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

 

1. Άτομα & Ομάδες – Θεωρία Ομάδων

Στο κλασικό “The Psychology of Peoples” του Gustave Le Bon (1898) επιχειρείται για πρώτη φορά η εισαγωγή στην κοινωνική ψυχολογία των ομάδων. O συντάκτης του κειμένου επιχειρεί να μελετήσει τη συλλογική δράση ως αποτέλεσμα εφαρμογής των αναφορών που προκύπτουν από τη θεωρία των ενστίκτων και της δράσης του “αγελαίου ενστίκτου”. Στη σύγχρονη σχετική βιβλιογραφία η έννοια της ομάδας προσεγγίζεται από δύο διαφορετικές θεωρητικές οπτικές[1]. Οι θεωρητικές προσεγγίσεις οργανώνονται σε σχήματα με αναφορές στο πεδίο των μακροθεωρήσεων και των μικροπροσεγγίσεων. Στην πρώτη ενότητα η ομάδα ορίζεται ως σύνολο ατόμων τα οποία προσδιορίζονται από κοινά χαρακτηριστικά (εθνικά, φυλετικά, θρησκευτικά, επαγγελματικά, ταξικά κτλ). Ο τύπος αυτών των θεωρήσεων, περισσότερο προσιτός σε ερευνητές οι οποίοι κινούνται στο χώρο της μακροκοινωνιολογίας, έρχεται σε αντιδιαστολή με τις μικροπροσεγγίσεις οι οποίες χρησιμοποιούν τις έννοιες της αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας για τη μελέτη ενός δυναμικού συνόλου ατόμων “με κάποιο σκοπό, που κάτω από συνθήκες που ευνοούν την ενότητα, εξελίσσεται σε ένα οργανωμένο σύστημα με αλληλεξαρτώμενους ρόλους, θεσμούς, κοινούς στόχους, αξίες, στάσεις και ομοιογενή συμπεριφορά, που ικανοποιεί τις ανάγκες των μελών” (Γεώργας 1999 :22)[2]. Η συνηθέστερη τεχνική τυποποίηση των ομάδων επιτρέπει τη διάκριση σε πρωτογενείς και δευτερογενείς ομάδες.

(α) Οι πρωτογενείς ομάδες, συνήθως ολιγομελείς, διακρίνονται από τις άμεσες, υψηλές σε συχνότητα και σταθερότητα προσωπικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη τους. Παραδείγματα πρωτογενών ομάδων είναι η οικογένεια και οι ομάδες συνομηλίκων.

(β) Οι δευτερογενείς ομάδες, συνήθως τεχνητές, συγκροτούνται από πολυάριθμες επιμέρους μονάδες, προσδιορίζονται από προδιαγεγραμμένους στόχους και οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη τους δεν είναι τόσο σταθερές και συχνές όσο στις πρωτογενείς ομάδες. Η περίπτωση της σχολικής τάξης αποτελεί ένα από τα συνηθέστερα παραδείγματα δευτερογενούς σχολικής ομάδας.

Μια λειτουργική ταξινόμηση των ομάδων διακρίνει τις ομάδες σε τυπικές και άτυπες.

(α) Οι τυπικές ομάδες προκύπτουν από συμβατικές υποχρεώσεις, προσδιορισμένες επίσημες προδιαγραφές και στοχεύουν στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων. Οργανώνονται εσωτερικά με συγκεκριμένη δομή, ορισμένες φορές ετεροπροσδιορισμένη, και η λειτουργία τους προβλέπεται από επίσημες διατάξεις και προδιαγραφές.

(β) Οι άτυπες ομάδες αναπτύσσονται χωρίς συγκεκριμένη οργάνωση. Προκύπτουν ως ανάγκη των μελών τους να διαπεραιώσουν μια συγκεκριμένη στόχευση. 

Η διάκριση των ομάδων σε τυπικές και άτυπες δεν είναι αυστηρή, ούτε αποκλειστική. Υπάρχει  ενδεχόμενο στα πλαίσια μια τυπικής ομάδας να αναπτυχθούν εσωτερικές άτυπες ομάδες. Έτσι επί παραδείγματι στα πλαίσια μιας σχολικής τάξης (τυπική ομάδα) είναι δυνατό να αναπτυχθούν επιμέρους άτυπες ομάδες, οι οποίες θα συγκροτούνται στη βάση κάποιων κοινών χαρακτηριστικών ή διαπροσωπικών σχέσεων.

 

2. Μεθοδολογικές προτάσεις και ερευνητικές τεχνικές για την ανάλυση της δυναμικής των ομάδων.

 

2.1 Η Κοινωνιομετρία: Ιστορικές αναφορές

 

Σε ό,τι αφορά στις τεχνικές ανάλυσης των ομάδων η σχετική συζήτηση περιορίζονταν μέχρι πρότινος -όπως προκύπτει από την εξέταση της πλειοψηφίας των σχετικών βιβλιογραφικών αναφορών- στις κοινωνιομετρικές τεχνικές. Ο εισηγητής της κοινωνιομετρίας Jacob Moreno (1889–1974) ορίζει την τεχνολογική του πρόταση ως τη “μαθηματική μελέτη των ψυχολογικών χαρακτηριστικών των κοινωνικών ομάδων, η πειραματική τεχνική των ποσοτικών μεθόδων και τα αποτελέσματα που λαμβάνουμε όταν τις εφαρμόζουμε” (Moreno 1953:10). O Chapin (1940) προσεγγίζει τον όρο μέσω της νομιναλιστικής εκδοχής του, επιτρέποντας κατ’ αυτό τον τρόπο την απλούστευση της σχετικής θεώρησης. Σημειώνει ενδεικτικά “προτιμώ ν’ αναφερθώ στην ετυμολογία της λέξης η οποία προκύπτει ως παράθεση του λατινικού socium (και με ευρεία έννοια του όρου “κοινωνικό”) και του λατινικού metrum ή του ελληνικού metron (το μέτρο). Έτσι η λέξη θα μπορούσε να σημαίνει το κοινωνικό μέτρο” (Chapin 1940:245). Ο Znaniecki (1943) προεκτείνει τη θεωρητική συζήτηση, εκτιμώντας ότι “η κοινωνιομετρία μοιάζει να έχει επιλύσει την παραδοσιακή μεθοδολογική δυσκολία εισάγοντας τις ποσοτικές μεθόδους στην κοινωνιολογία, με έναν ικανοποιητικότερο τρόπο σε σχέση με όλες τις άλλες σχετικές προσπάθειες, και αυτό γιατί σύμφωνα με την συνήθη έκφραση του Moreno, ‘δεν θυσιάζεται το socius στο metrum’, το εμπειρικό περιεχόμενο στη μορφή που επιβλήθηκε από την τεχνική” (Znaniecki 1943: 227). Ο ίδιος (Znaniecki) σε άλλο σημείο επισημαίνει ότι “ένας νέος σταθμός προς την εξάλειψη αυτής της παλιάς πηγής σύγχυσης [που υπήρχε με το να θεωρείται το άτομο μια οντότητα αδιαίρετη και το συλλογικό φαινόμενο απλό άθροισμα ατομικών φαινομένων] είναι η πρόσφατη ανάπτυξη της κοινωνιομετρίας, μέθοδος έρευνας πλούσια σε πιθανότητες, που μέχρι σήμερα δεν είχαν ερευνηθεί παρά μόνο μερικώς” (Znaniecki 1945: 519), ενώ ο Leopold von Wiese σχολιάζει αναφορικά με την κοινωνιομετρία ότι “θεωρούμε την κοινωνιομετρία μια μέθοδο η οποία εφαρμοζόμενη προσεκτικά, και με τον κατά το δυνατό περισσότερο κατανοητό τρόπο, επιχειρεί στον τομέα της επιστήμης μας μια μεταμόρφωση ανάλογη με εκείνη που σημάδεψε το πέρασμα της αστρολογίας στην αστρονομία’ (Wiese 1948, όπως παραπέμπει ο Moreno 1970: ix)[3]. O H. Jennings σημειώνει σχετικά (1948:11) ότι “η κοινωνιομετρία μπορεί να περιγραφεί σαν ένα μέσο που παρουσιάζει απλά και γραφικά όλη τη δομή των σχέσεων που υπάρχουν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας. Ο κεντρικός άξονας επικοινωνίας, ή ο τρόπος έλξης ή απόρριψης σε όλο του το εύρος γίνονται κατανοητά με μια ματιά”[4].

 

Με αφετηρία την πρόταση του Moreno (1934), οι κοινωνιομετρικές τεχνικές υιοθετήθηκαν –κυρίως από τους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς ψυχολόγους[5] (Berg 1998:173)- ως απόρροια της ανάγκης για προσδιορισμό του βαθμού αποδοχής ή απόρριψης ενός ατόμου και τον εντοπισμό των περιπτώσεων εκείνων στις οποίες ο κίνδυνος κοινωνικής απόρριψης δεν έχει  γίνει αντιληπτός ή δεν αναδεικνύεται. Οι Johnson κ.ά. (1994) ισχυρίζονται, δικαίως, ότι παρόλο που έχει αναπτυχθεί μια ποικιλία από κοινωνιομετρικά εργαλεία[6], στο μεγαλύτερο μέρος της σχετικής έρευνας σε παιδιά σχολικής ηλικίας[7] έχουν χρησιμοποιηθεί κλίμακες εκλογών (θετικών & αρνητικών), με αποτέλεσμα το κύρος κάθε μαθητή/τριας να προσδιορίζεται είτε από τον συμψηφισμό θετικών και αρνητικών εκλογών, είτε από τον υπολογισμό της εκτίμησής του μέσου όρου (Johnson κ.ά. 1994: 36). Στην Ελλάδα η κοινωνιομετρική προσέγγιση “… ως μεθοδολογία, τρόπο περιγραφής και αξιολόγησης των αλληλεπιδράσεων των μελών μιας ομάδας” (Γεώργας 1999: 41) προτάθηκε ή/και υιοθετήθηκε από σειρά ερευνητών[8].

 

2.1.1 Εφαρμογές της κοινωνιομετρίας: Μεθοδολογικά ζητήματα

 

Από τις γνωστότερες ερευνητικές δράσεις με υιοθέτηση κοινωνιομετρικών τεχνικών είναι η έρευνα των Rubin & Asendorpf (1993)[9]. Οι συγκεκριμένοι ερευνητές διαπίστωσαν ότι παιδιά τα οποία επιδεικνύουν ντροπαλή και υποχωρητική συμπεριφορά στην προσχολική ηλικία, όταν κατ’ εξακολούθηση απομονώνονται από τους συμμαθητές τους, είναι πιθανό -με όρους στατιστικής σημαντικότητας- να αναγορευθούν σε αντιπαθείς από τους συνομηλίκους τους και να παρουσιάσουν διαταραχές όπως η κατάθλιψη. Η συζήτηση αναφορικά με τις μεθοδολογικές αδυναμίες των κοινωνιομετρικών τεχνικών αναδεικνύεται ως απόρροια ερευνητικών πορισμάτων (βλ. ενδεικτικά Parker & Asher 1993). Στην έρευνα των Parker & Asher (1993) διαπιστώθηκε ότι μαθητές με χαμηλό κοινωνιομετρικό status συγκροτούσαν ισχυρούς θύλακες φιλίας και αντίστροφα μαθητές με υψηλό κοινωνιομετρικό status δεν έλαβαν παρά ελάχιστες θετικές εκλογές σε σχετικό ερωτηματολόγιο κοινωνιομετρικής στάθμισης. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν και οι Johnson, Poteat & Ironsmith (1991). Προκύπτουν κατά συνέπεια ζητήματα εγκυρότητας και αξιοπιστίας των εργαλείων[10].

 

2.2  Από την Κοινωνιομετρία στην Ανάλυση των Κοινωνικών Δικτύων

 

Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας παρατηρείται -εντονότερα στη δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής- μετάβαση από την κλασική κοινωνιομετρική προσέγγιση για την ανάλυση των ομάδων στην τεχνική της “Ανάλυσης των Κοινωνικών Δικτύων” (Social Network Analysis), με ταυτόχρονη ανάδυση και ανάδειξη των (μικρο)κοινωνιολογικών θεωρήσεων[11]. Η νέα πρόταση απαντά στην κριτική που ασκήθηκε προσωπικά στον Moreno, αναφορικά με τον ‘ψυχολογισμό’ που φαίνεται να υφέρπει στην κλασική θεωρητική του προσέγγιση. (βλ. ενδεικτικά Parlebas 1992: 23-31, Maisonneuve 1990:76-77). Ειδικότερα στις πρώτες δημοσιεύσεις του ο Moreno ισχυρίζονταν ότι η ομάδα υφίσταται ως απλή “συνάθροιση προσώπων”. Μάλιστα ολισθαίνοντας επικίνδυνα ισχυρίζεται ότι “η ομάδα δεν είναι παρά μια μεταφορά: δεν υπάρχει παρά ως αυτόνομη πραγματικότητα, δεν είναι στο περιεχόμενό της παρά το σύνολο των ατόμων που την αποτελούν” (Moreno 1944 όπως αναφέρεται από τον Cuvillier 1954). Η συνύπαρξη όμως ορισμένων ατόμων σε κάποιο χώρο ή και η διαπίστωση κοινών στόχων στα άτομα, δεν αποτελεί ικανή προϋπόθεση για την αναγόρευση του συνόλου σε ομάδα[12]. Η συνάθροιση στη στάση μιας αστικής λεωφορειακής γραμμής δεν αποτελεί ομάδα. Παρά το γεγονός ότι όλοι περιμένουν το λεωφορείο με στόχο να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα μαζικής μετακίνησής τους, η αλληλεπίδραση των ατόμων και ο τύπος της επικοινωνίας που προκύπτει δεν συνηγορούν στο να θεωρηθεί ο περίγυρος ομάδα. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας επιτρέπει στους ερευνητές να ισχυρισθούν ότι το σύνολο δεν προκύπτει απλά από το άθροισμα των μερών του. Η διαφορά ανάμεσα στο άτομο και την ομάδα στην οποία ανήκει δεν είναι η ποσοτική διάσταση της παρουσίας του υποκειμένου στον περίγυρο, αλλά η ποιοτική παράμετρος της άθροισης προσώπων με κοινές αναφορές στην ομάδα. Αυτή η ποιοτική διάσταση της ομαδικής συνεύρεσης ονομάστηκε δυναμικό (potential) της ομάδας (Ναυρίδης, 1994:180). O G. Gurvitch σημειώνει ότι “o Moreno και οι μαθητές του … υποχρεώθηκαν παρά τη θέλησή τους μερικώς να μειονεκτούν από έναν ανομολόγητο και λανθάνων ψυχολογισμό που τους σπρώχνει να μειώσουν την κοινωνική πραγματικότητα σε σχέσεις προτίμησης και αποστροφής ανάμεσα σε άτομα και ομάδες” (Gurvitch 1947:38).

Έννοια – κλειδί στη σχετική προβληματική αποτελεί ή έννοια της δομής (Grosbie 1975: 115-176). Η δομή της ομάδας συγκροτεί το πλαίσιο της ανάλυσης. Δύο τουλάχιστον μεθοδολογικές προσεγγίσεις έχουν προταθεί:

(α) Η πρώτη από αυτές προσδιορίζει τη σύσταση της δομής στον εντοπισμό των υποομάδων με βάση τη συνοχή ή την ισχύ της αλληλεπίδρασης (Burt 1983a & 1983b)[13]. Πρόκειται για την τυπική τεχνική ανίχνευσης κλικών, με υιοθέτηση της εισήγησης για την έννοια της κλίκας από τον L. Sailer (1978)[14].

(β) Η δεύτερη προσέγγιση επιχειρεί την εξέταση της δομής με όρους δομικής ομοιότητας δρώντων προσώπων (structural similarity of the actors). Η δομική ομοιότητα εξετάζεται με βάση την αρχή της ισοδυναμίας (Faust 1988). Οι προσεγγίσεις της ισοδυναμίας είναι αλγεβρικής καταβολής και συγκροτούν τα γνωστά ‘δομικά μοντέλα’ (White, Boorman & Breiger 1976)[15]

Οι Johnson, Poteat & Ironsmith (1991) εκτιμούν ότι “η προσέγγιση της κλίκας είναι περισσότερο κατάλληλη για να εντοπίζει ομάδες μέσα στο σχολικό περιβάλλον … ενώ η προσέγγιση της ισοδυναμίας εντοπίζει τα συστήματα θέσης/ρόλου” (Johnson, Poteat & Ironsmith 1991: 41-42 πρβλ. και Burt 1983b).

Στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία ανιχνεύονται ποικίλες μεθοδολογίες για την εκτίμηση του κοινωνιομετρικού status με τη βοήθεια της ανάλυσης των κοινωνικών δικτύων, οι οποίες βασίζονται στο μοντέλο της εκτίμησης και έχουν χρησιμοποιηθεί ευρύτατα από τους κοινωνικούς αναλυτές (Burt & Minor 1983). Ενδεικτικά αναφέρονται οι ερευνητικές εργασίες των Festinger (1949), Harary & Ross (1957), Lindzey & Byrne (1968), Johnson, Poteat & Ironsmith 1991), κ.ά. Ένα από τα σημαντικότερα θέματα με τα οποία ασχολήθηκαν οι αναλυτές των κοινωνικών δικτύων ήταν η βελτιστοποίηση των μεθοδολογιών για την αποτίμηση του κοινωνικού status (ενδεικτικά Foster & Richey 1979, Berkowitz 1966). Ανεξάρτητα από τις επί μέρους διαφοροποιήσεις, οι περισσότεροι ερευνητές αξιοποιούν τις δηλώσεις των εκλογών (θετικών και αρνητικών) από τους συμμετέχοντες στο δίκτυο, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση και άλλων τεχνικών συναφούς ανίχνευσης, όπως είναι η παρατήρηση ή και κάποιος τύπος συνέντευξης (Olson & Lifgren 1988, Ironsmith & Poteat 1990).

Ως απόρροια της ανάγκης για πληρέστερη περιγραφή του κοινωνικού δικτύου κατέστη αναγκαία η χρήση μαθηματικών[16] μοντέλων για την ανάκληση και αξιοποίηση των σχετικών αλγορίθμων. Η μαθηματική πλαισίωση επιτρέπει άλλωστε την εξαντλητική δομική ανάλυση του δικτύου σε ελάχιστο χρόνο με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών υπολογιστών[17].

 

3. Ανάλυση Κοινωνικών Δικτύων & οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας & των Επικοινωνιών

 

Στη σχετική βιβλιογραφία επισημαίνεται η καθοριστική σημασία της μαθηματικής επεξεργασίας των δεδομένων του κοινωνικού δικτύου με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Στα βασικότερα πλεονεκτήματα αναφέρονται και τα εξής:

(α) Η συστηματική ανάλυση των δεδομένων του κοινωνικού δικτύου είναι - για τις κλασικές κοινωνιομετρικές σταθμίσεις- διαδικασία ανιαρή και χρονοβόρα, πολύ περισσότερο όταν ο αριθμός των δρώντων υποκειμένων ή ο αριθμός των τύπων σχέσεων ανάμεσα στα δρώντα υποκείμενα είναι μεγάλος. Η σχετική επεξεργασία είναι επαναλαμβανόμενη και πληκτική, απαιτεί όμως ακρίβεια. Η αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, απαλλάσσει τον ερευνητή από το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής επιβάρυνσης.

(β) Οι παραγόμενοι -σε ελάχιστο χρόνο- πίνακες και τα σχετικά διαγράμματα (πίνακες κοινωνιομετρικής στάθμισης και κοινωνιογράμματα) επιτρέπουν τη λιτή -πλην όμως συστηματική και ολοκληρωμένη- απεικόνιση, συνοψίζοντας και εκθέτοντας γρήγορα, σειρά πολύπλοκων πληροφοριακών δεδομένων αναφορικά με τις κοινωνικές σχέσεις.

(γ) Η μαθηματική προσέγγιση (επί παραδείγματι μέσα από τη θεωρία γράφων ή την αλγεβρική τοπολογία) επιτρέπει την ανάδειξη πτυχών και παραμέτρων, οι οποίες στη συμβατική ανάλυση δεν θα ήταν δυνατό  να εντοπισθούν (Parlebas 1992: 99-127; Scott 1991: 66-72).

Από τη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας διαπιστώνεται ότι οι τεχνικές ανάλυσης των κοινωνικών δικτύων, ειδικότερα με τη συνδρομή ειδικού λογισμικού, ενισχύουν κατά τρόπο “καθοριστικό την προσπάθεια που επιχειρείται για την πληρέστερη κατανόηση του ρόλου και των σχέσεων ανάμεσα στα υποκείμενα” (Bullock, Ironsmith & Poteat 1988:303).

 

 

4. Το OPTICON

 

Στα πλαίσια της παραπάνω προβληματικής αναπτύχθηκε το OPTICON. Πρόκειται για την πρώτη ελληνική εφαρμογή οπτικοποίησης κοινωνικών δικτύων[18] η οποία αναπτύχθηκε στο Εργαστήριο Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας Συμβουλευτικής & Έρευνας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Στην παρούσα ανακοίνωση εξετάζεται η δυνατότητα κοινωνιομετρικής στάθμισης σχολικών τάξεων και κάποια πρώτα αποτελέσματα της πιλοτικής εφαρμογής του. Βασική θεωρητική παραδοχή της εφαρμογής είναι η θεώρηση της σχολικής τάξης όχι ως αυθαίρετη ή απλή συνάθροιση μεμονωμένων ατόμων, αλλά ως δυναμική κοινωνική ομάδα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, διαμορφωμένες ή υπό διαμόρφωση σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της, η οποία (ομάδα) στοχεύει στην επίτευξη συγκεκριμένων κριτηρίων. Κάθε ανάλυση σχολικής τάξης οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τόσο τις επίσημες – προγραμματικές όσο και τις ανεπίσημες εκδοχές των μετεχόντων μερών αναφορικά με τους ρόλους και τις πραγματώσεις αυτών.

Στην επιχειρούμενη από την εφαρμογή ανάλυση της εσωτερικής δυναμικής των σχολικών τάξεων, η αναγνώριση της σχετικής θέσης ενός υποκειμένου στην ομάδα είναι δυνατό να αποτελέσει για τον ερευνητή-εκπαιδευτικό το στοιχείο – κλειδί για την περαιτέρω ανάλυση και εξειδικευμένη παρέμβαση στα στοιχεία των επιμέρους δομών (ενδεικτικά Hagborg 1994 και Burt & Minor 1983). Ο προσδιορισμός των αστέρων -πρόσωπα με υψηλό κοινωνιομετρικό status απόρροια του αριθμού των θετικών εκλογών- επιτρέπει στον διαχειριστή της ομάδας να ελέγξει τη ροή πληροφορίας προς τα μέλη της ομάδας και να  ασκήσει σκόπιμη επιρροή.  Ο εντοπισμός των απομονωμένων ατόμων καθιστά τον εκπαιδευτικό συντονιστή των “παρεμβατικών δράσεων αποκατάστασης” και κριτικό “ακροατή” των όποιων ταξινομήσεων (Manuel de Queiroz 2000: 109-117). Η κοινωνιομετρική έρευνα παίρνει έτσι το χαρακτήρα έρευνας δράσης (action research) (Βάμβουκας 1998: 323), παρέχοντας στον ερευνητή δεδομένα κοινωνιομετρικού status για το κάθε μέλος, καθώς επίσης και προϋποθέσεις μεταβολής και αναδιοργάνωσης. Αποκαλύπτει τις διαπροσωπικές σχέσεις και τα «σημεία τριβής» συμβάλλοντας στη γνώση και την εξελικτική προσέγγιση της  ομάδας.

 

Στις δυνατότητες της εφαρμογής[19] εμπεριέχεται η ανάπτυξη και διαχείριση πολυδιάστατων πινάκων κοινωνιομετρικής στάθμισης και κοινωνιογραμμάτων. Κάθε κοινωνιόγραμμα συγκροτείται ως πλέγμα σχέσεων ανάμεσα σε κόμβους (δρώντα υποκείμενα) που συνδέονται με συγκεκριμένους τύπους σχέσεων[20]. Ένα διάγραμμα μπορεί να παρουσιάζει ένα μόνο τύπο σχέσεων ανάμεσα στα δρώντα υποκείμενα (απλό), ή περισσότερα από ένα είδη σχέσεων (πολύπλοκο). Κάθε δεσμός ή σχέση μπορεί να είναι μονόδρομα κατευθυνόμενος (π.χ. αρχίζει από ένα υποκείμενο ‘πηγή’ και φτάνει σε συγκεκριμένο υποκείμενο ‘στόχος’), ή μπορεί να αποτυπώνει την συν-ύπαρξη αμοιβαίων επιλογών ανάμεσα στα υποκείμενα (Parlebas 1992: 194-208). Η ένταση των δεσμών ανάμεσα στα δρώντα υποκείμενα σε ένα διάγραμμα μπορεί να είναι ονομαστική ή δυαδική και εξαρτάται από την παρουσία ή την απουσία δεσμού, συμβολική [με παρουσία αρνητικής (απόρριψη) ή θετικής (εκλογή) επιλογής], τακτική όταν εξετάζεται η ιεράρχηση των εκλογών, ή τέλος εκτιμώμενη με μέτρηση των σχέσεων σε κλίμακες διαστήματος ή αναλογίας.

Βάση των παραπάνω θεωρήσεων υιοθετήθηκαν ή/και προσαρμόσθηκαν οι παρακάτω δείκτες[21]:

 

Weight

=

 όπου  είναι ο αριθμός των εκλογών που κάθε Μέλος (i) έχει δεχθεί και Ν ο αριθμός των μελών της ομάδας.

Emotional effusiveness

=

 όπου  είναι ο αριθμός των εκλογών που κάθε Μέλος (i) επιχειρεί και Ν ο αριθμός των μελών της ομάδας.

Satisfaction

=

 όπου  είναι ο αριθμός των αμοιβαίων εκλογών του Μέλους (i) και ο αριθμός των εκλογών του Μέλους (i).

Status

=

 όπου το  αντιστοιχεί στον αριθμό των θετικών εκλογών του Μέλους (i) και το  αντιστοιχεί στον αριθμό των αρνητικών εκλογών του Μέλους (i). Το Ν αντιστοιχεί στον αριθμό των μελών της ομάδας.

Density

=

 όπου το Μ αντιστοιχεί στον αριθμό των εκλογών και το Ν στον αριθμό των μελών της ομάδας.

Cohesion

=

 όπου το  αντιστοιχεί στον αριθμό των θετικών αμοιβαίων εκλογών και το Ν στον αριθμό των μελών της ομάδας.

Stability

=

 όπου το Μ αντιστοιχεί στον αριθμό των μη-αμοιβαίων εκλογών, το Κ στον αριθμό των αμοιβαίων εκλογών και το Ν στον αριθμό των μελών της ομάδας.

Intensity

=

 όπου το Μ αντιστοιχεί στον αριθμό των εκλογών, το Κ στον αριθμό των αμοιβαίων εκλογών και το Ν στον αριθμό των μελών της ομάδας.

 

 

Μετά την ολοκλήρωση όλων των απαραίτητων ελέγχων κανονικότητας της εφαρμογής, σήμερα εξετάζονται τα ερευνητικά δεδομένα τριακοσίων εξήντα τμημάτων διδασκαλίας, στα οποία επιτρέπεται η εκτίμηση του βαθμού συνοχής των ομάδων. Παράλληλα, έχει ολοκληρωθεί η δυνατότητα της εφαρμογής να αποδίδει την τρισδιάστατη απεικόνιση των σχέσεων (εικόνα 1), το ερωτηματολόγιο στάθμισης, τον πίνακα κοινωνιομετρικής στάθμισης (εικόνα 2), το κοινωνιόγραμμα σε τρισδιάστατη μορφή (εικόνα 3), την οργάνωση της ομάδας σε υπο-ομάδες (βασισμένη σε ειδικό μαθηματικό μοντέλο) και επεξεργασμένους όλους τους δείκτες[22].


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Alpert, G., & Dunham, R. (1988). Police and Multi-Ethnic Neighbourhoods. New York: Greenwood Press.

Anzieu, D., Martin, J-Y. (1979). La dynamique des groupes restreints (6 ed.). Paris: Presses Universitaires de France.

Arabie, P. (1984). Validation of sociometric structure by data on individuals' attributes. Social Networks, 6, 373-403.

Asher, S., & Hymel, S. (1981). Social competence in peer-relations: Sociometric and behavioural assessment. In J. Wine, & Smye, M. (Ed.), Social Competence. New York: Cuilford Press.

Aubry, J.-M., & Arnaud, Y.-S. (1968). Dynamique des Groupes: Initiation à son esprit et a quelques-unes de ses techniques (5 ed.). Paris: Editions Universitaires.

Βάμβουκας, Μ. (19985). Εισαγωγή στην Ψυχοπαιδαγωγική Έρευνα και Μεθοδολογία.Αθήνα: Γρηγόρης.

Bastin, G. (1970). Les Techniques sociométriques (3 ed.). Paris: Presses Universitaires de France.

Berg, B. (1998). Qualitative research methods for the social sciences (3 ed.). Boston: Allyn and Bacon.

Berg, B., & Rounds, D. (1992). Sociometric applications in criminology and other settings: A reexamination of a traditional method. Sociological Practice Review, 3(3), 126-132.

Berkowitz, L. (1966). Personality and Group Position. In P. Hare, Borgatta, E., & Bales, R. (Ed.), Small Groups: Studies in Social Interaction. New York: 1966.

Blanchet, A., & Trognon, A. (1997). Ψυχολογία Ομάδων: Θεωρητικές Προσεγγίσεις και Εφαρμογές των Ομαδικών Μοντέλων. Αθήνα: Σαββάλας.

Βολιώτης, Ν. (1980). Η κοινωνιομετρία στο σχολείο. Νέα Παιδεία, 3(12), 97-120.

Bullock, M.,  Ironsmith, M., & Poteat, M. (1988).  Sociometric techniques with young children:  A review of psychometrics and classification schemes.  School Psychology Review, 17, 289-303.

Burt, R., & Minor, M. (1983). Applied Νetwork Αnalysis: a methodological introduction. Beverly Hills: Sage Publications.

Burt, M. (Ed.), Applied network analysis (pp. 262-282). Beverly Hills: Sage.

Burth, R. (1983a). Cohesion versus structural equivalence as a basis for network subgroups. In R. M.

Burth, R. (1983b). Toward a structural theory of action. New York: Academic Press.

Γεώργας, Γ. (19995). Κοινωνική Ψυχολογία (Τομ. Β΄). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Chapin, F. S. (1940). Trends in Sociometrics and Critique. Sociometry, 3(3), 245-262.

Coleman, J. (1961). The Adolescent Society. New York: Free Press.

Grosbie, P. (1975). Interaction in Small Groups. New York: Macmillan Publishing Co., Inc.

Cuvillier, A. (1954). Introduction à la sociologie (5e éd., rev. et augm. ed.). Paris: A. Colin.

Δεληκωστοπούλου, Μ., & Γράψας, Σ. (1981). Η κοινωνιομετρία στη Σχολική Τάξη. Αθήνα.

Δερβίσης, Σ. (1998). Οι μαθητές μιας τάξης ως κοινωνική ομάδα και η ομαδοκεντρική διδασκαλία. Αθήνα: Gutenberg.

Δημητρόπουλος. (1994). Εισαγωγή στη Μεθοδολογία της Επιστημονικής Έρευνας. Αθήνα: Έλλην.

Εμβαλωτής, Α. (2002). Στοχεύοντας στην ανάλυση της εσωτερικής δυναμικής των ομάδων: Νεότερα δεδομένα στην οπτικοποίηση των κοινωνικών δικτύων στο Γ. Καψάλης, & Κατσίκης, Α. (Επιμ.), Σχολική Γνώση & Διδασκαλία στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση: Πρακτικά Πανελλήνιου Συνεδρίου (Τομ. Α΄, σσ. 66-79). Ιωάννινα: Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Εμβαλωτής, Α., & Τριάντης, Α. (2002). OPTICON: Μια πιλοτική εφαρμογή Ανάλυσης Κοινωνικών Δικτύων στο Α. Δημητρακοπούλου (Επιμ.), Οι Τεχνολογίες της Πληροφορίας & της Επικοινωνίας στην Εκπαίδευση: Πρακτικά του 3ου Πανελλήνιου Συνεδρίου με Διεθνή Συμμετοχή (Τομ Α΄, σσ. 699-708). Ρόδος: Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Ευαγγελόπουλος, Σ. (1998). Θέματα Παιδαγωγικής Ψυχολογίας (Τόμος Β΄). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Faust, K. (1988). Comparison of methods of positional analysis: Structural and general equivalences. Social Networks (10), 313-341.

Festinger, L. (1949). The analysis of sociograms using matrix algebra. Human Relations, 2, 153-158.

Forsyth, D. R. (1999). Group dynamics (3rd ed.). Belmont, Calif.: Brooks/Cole.

Foster, S., & Ritchey, W. (1979). Issues in the assessment of social competence in children. Journal of Applied Behavior Analysis, 12, 625-638.

Gurvitch, G. (1947). Sociology of law. London: K. Paul, Trench, Trubner.

Grawitz, M. (1981). Méthodes des Sciences Sociales (5 ed.). Paris: Dalloz.

Hagborg, W. (1994). Sociometry and Educationally Handicapped Children. Journal of Group Psychotherapy, Psychodrama & Sociometry, 47(1), 4-14.

Hampson, R. (1984). Adolescent prosocial behaviors: Peer-group and situational factors associated with helping. Journal of American Psychological Association, 46(1), 153-162.

Harary, F., & Ross, I. (1957). A procedure for clique detection using the group matrix. Sociomerty, 20, 205-215.

Harary, F. (1969). Graph theory. Reading, Mass.,: Addison-Wesley Pub. Co.

Jennings, H. (1948). Sociometry in Group Relations. Washington: American Council on Education.

Johnson, J., Ironsmith, M., Poteat, M. (1994). Assessing Children's Sociometric Status: Issues and Application of Social Network Analysis. Journal of Group Psychotherapy, Psychodrama and Sociometry, 47(2), 36-48.

Johnson, J., Poteat, M., Ironsmith, M. (1991). Structural vs. marginal effects: A note on the importance of structure in determinining sociometric status. Journal of Social Behavior and Personality(6), 489-508.

Ironsmith, M., & Poteat, G. (1990). Behavioral correlates of preschool sociometric status and the prediction of teacher ratings of behavior in kindergarten. Journal of Clinical Child Psychology, 19, 17-25.

Leedy, P. (1993). Practical Research: Planning and Design. New York: Macmillan.

Lewin, K. (1951). Field theory in social science. New York: Harper.

Lindzey, G., & Byrne, D. (1968). Measurement of social choice and interpersonal attractiveness. In G. Lindzey, & E. Aronson, (Ed.), The hadbook of social psychology (2 ed.). Reading: Addison-Wesley.

Maisonneuve, J. (1990). Η Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Ι. Ζαχαρόπουλος.

Manuel de Queiroz, J. (2000).Το Σχολείο και οι Κοινωνιολογίες του. Αθήνα: Gutenberg.

Milgram, S. (1967). The Small World Problem. Psychology Today, 1, 61-67.

Moreno, J. L. (1954). Fondements de la sociométrie. Paris: Presses universitaires de France,.

Moreno, J. L. (1953). Who shall survive? Foundations of sociometry, group psychotherapy and sociodrama (Rev. ed 1934). Beacon, N.Y.: Beacon House.

Moreno, J. L., Moreno, Z. T., & Ancelin Schützenberger, A. (1970). Fondements de la sociométrie (2e éd., rev. et augm. / ed.). Paris: Presses Universitaires de France.

Μπακιρτζής, Κ. (1996). Η δυναμική της αλληλεπίδρασης στην επικοινωνία. Αθήνα: Gutenberg.

Ναυρίδης, Κ. (1994). Κλινική Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Παπαζήσης.

Newcomb, A., & Bukowski, W. (1983). Social impact and social preference as determinants of children's peer group status. Developmental Psychology, 19(856-867).

Northway, M. L. (1967). A primer of sociometry (2d ed.). Toronto: University of Toronto Press.

Olson, S., & Lifgren, K.,. (1988). Concurrent and longitudinal correlates of preschool peers sociometrics: Comparing rating scale and nomination measures. Journal of Applied Developmental Psychology, 9, 409-420.

Parker, J. G. A., S. R. (1993). Friendship and friendship quality in middle childhood: Links with peer group acceptance and feelings of loneliness and social dissatisfaction. Developmental Psychology(29), 611-621.

Parlebas, P. (1992). Sociométrie, réseaux et communication (1re éd. ed.). Paris: Presses Universitaires de France.

Paulston, R., & Liebman, M. (1994). An invitation to Postmodern Social Cartography. Comparative Education Review, 38(2), 215-231.

Rubin, K. H. A., J.B. (1993). Social withdrawal, inhibition and shyness in childhood: Conceptual and definitional issues. In K. H. A. Rubin, J.B. (Ed.), Social withdrawal, inhibition and shyness in childhood. Hillsdale: Earlbaum.

Sailer, L. (1978). Structural equivalence: Meaning and definition, computation and application. Social Networks(1), 73-90.

Σαρρής, Ν. (19952). Εισαγωγή στην Κοινωνιομετρία, στην Ομαδική Ψυχοθεραπεία και το Ψυχόδραμα. Αθήνα: Δανιάς.

Scott, J. (1991). Social Network Analysis: A Handbook. London: Sage.

Shaw, M., Belser, J., & Robbin, R. (1981). Group dynamics : the psychology of small group behavior (3d ed.). New York: McGraw-Hill.

Stevenson, W., Davidson, B., Manev, I., & Walsh, K. (1997). The Small World of the University. Connections, 20(2), 23-33.

Timasheff, N., & Theodorson, G. (1983). Ιστορία Κοινωνιολογικών Θεωριών. Αθήνα: Gutenberg.

Τσιπλητάρης, Α. (19983). Ψυχοκοινωνιολογία της Σχολικής Τάξης. Αθήνα.

Watts, D. (1999). Networks, Dynamics, and the Small-World Phenomenon. American Journal of Sociology, 105(2), 493-527.

White, H., Boorman, S., Brieger, R. (1976). Social structure from multiple networksI: Blockmodels of roles and positions. American Journal of Sociology, 81(4), 730-780.

Znaniecki, F. (1943). Sociometry and Sociology. Sociometry, 6(3), 225-233.

 



[1] Βλ. ενδεικτικά Forsyth 1999; Blanchet & Trognon 1997; Shaw, Belser & Robbin 1981; Anzieu & Martin 1979; Aubry & Arnaud 1968.

[2] Πρβλ. και Timasheff & Theodorson 1983: 382-392.

[3] Έκτοτε έχουν προταθεί συναφείς εννοιολογικοί προσδιορισμοί του όρου ‘κοινωνιομετρία’ με συντομότερες ιστορικές διαδρομές. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εκτιμήσεις των Β. Berg 1998: 160-176; Parlebas 1992: 17-23; Grawitz  1981: 924-925; Northway 1967: 3

[4] Από τα  σημαντικότερα πλεονεκτήματα των κοινωνιομετρικών τεχνικών με ερωτηματολόγια κοινωνιομετρικής στάθμισης, κοινωνιομετρικούς πίνακες και κοινωνιογράμματα είναι η δυνατότητα επανάληψης στη διάρκεια του χρόνου. Ερευνητικά αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθόσον με τη βοήθεια συχνών επαναλήψεων είναι δυνατό να διερευνηθεί ο χρόνος σχηματισμού της “δομής της ομάδας” (Lewin 1951) και ο βαθμός σταθερότητας με την πάροδο του χρόνου. Η γνώση των δύο παραπάνω δεικτών επιτρέπει το σχεδιασμό στρατηγικών παρέμβασης, παρέχοντας συγχρόνως και τη δυνατότητα χρήσης των ευρημάτων ως συμπληρωματικών δεικτών αξιοπιστίας της τεχνικής (Johnson, Poteat & Ironsmith 1991).

[5] Για τις χρήσεις της κοινωνιομετρίας σε άλλους χώρους βλ. ενδεικτικά Anzieu & Martin 1979; Bastin 1970: 161-172 & 218-249.

[6] Η μεθοδολογία της κοινωνιομετρικής προσέγγισης προτείνει σειρά κοινωνιομετρικών τεχνικών, οι γνωστότερες των οποίων είναι:  (α) το κοινωνιομετρικό ερωτηματολόγιο, (β) το κοινωνιομετρικό test, (γ) το test κοινωνιομετρικής αντίληψης, (δ) τις κλίμακες κοινωνιομετρικής εκτίμησης, (ε) το test “μάντεψε ποιος” (test devinez qui cest), (στ) την άμεση παρατήρηση, (ζ) τη συνέντευξη, (η) το παιχνίδι ρόλων και (θ) το κοινωνιόδραμα.

[7] Πολλές εφαρμογές της κοινωνιομετρίας εντοπίζονται σε ανάλυση δομών συλλογικών οργάνων και σε εξέταση στρατιωτικών σχηματισμών (Berg, 1998: 161; Grawitz  1981: 929 κ.ε).

[8] Βλ. ενδεικτικά Γεώργας 1999: 41-45; Βάμβουκας 1998: 319-342; Δερβίσης 1998: 25-33; Ευαγγελόπουλος 1998: 137-146; Μπακιρτζής 1996: 76-90; Τσιπλητάρης 1998; Σαρρής 1995; Δημητρόπουλος 1994: 143-147; Δεληκωστοπούλου & Γράψας 1981; Βολιώτης 1980. Η πρώτη γνωστή ιστορική αναφορά υιοθέτησης της κοινωνιομετρικής τεχνικής σε ερευνητικό εγχείρημα στην Ελλάδα εντοπίζεται στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Πρόκειται για έρευνα του Κ. Μουστάκα, η οποία εκδόθηκε από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Επιστημών με τίτλο Attitudes, sociometric status and ability in Greek Schools.

[9] Ως ενδιαφέρουσες ερευνητικές προσπάθειες αναφέρονται ενδεικτικά των Asher & Hymel 1981; Newcomb & Bukowski 1983; Hampson 1984.

[10] Ως αντιστάθμισμα των ‘μεθοδολογικών ατελειών’ προτάθηκε η ‘μαθηματική κοινωνιομετρία’ σε μια “προσπάθεια να διεκδίκησης της ακρίβειας η οποία ταιριάζει σε περίπλοκες στατιστικές μεθόδους συσχετίσεων” (Berg & Rounds, 1992).

[11] Βασικό κείμενο αναφοράς αποτελεί το Scott, J. (1991). Social Network Analysis: A Handbook. London: Sage.

[12] Πρβλ. επίσης ενδεικτικά και Γεώργας 1999: 11-28; Timasheff & Theodorson 1983: 383.

[13] Βλ. ενδεικτικά τις  εργασίες του Coleman αναφορικά με την κουλτούρα των εφήβων (Coleman 1961), των Alpert & Dunham σχετικά με τις στρατηγικές που αναπτύσσονται σε πολιτικές κοινότητες  (Alpert & Dunham 1988), κ.ά.

[14] Ο L. Sailer όρισε τις κλίκες ως οντότητες “όπως είναι για παράδειγμα οι οικογένειες σε ένα σύστημα συγγένειας”. Η μεθοδολογία σήμανσης και ανάλυσης της υποομάδας προκύπτει στην πλειονότητα των περιπτώσεων μέσω της γραφικής θέσης της (Harary 1969). Βλ. σχετικά και Harary & Ross 1957; White κ.ά 1976; Faust 1988.

[15] Οι συγκεκριμένη προσέγγιση ανταποκρίνεται καλύτερα στην περίπτωση ανάλυσης των ρόλων. Οι διευθυντές δύο σχολικών μονάδων επί παραδείγματι είναι “ισοδύναμοι” λόγω της ομοιότητας των σχέσεων με το διδακτικό τους προσωπικό. Κατ’ αναλογία δύο μαθητές ενδέχεται να είναι “ισοδύναμα” αρχηγοί σε μια σχολική τάξη.

[16]  Η υιοθέτηση μαθηματικών μεθόδων ποιοτικής ανάλυσης και απεικόνισης εξετάζεται παρόλα αυτά ως μια πιθανή ερμηνεία για τη μερική συρρίκνωση του πεδίου εφαρμογής των σχετικών μεθοδολογιών. Ειδικότερα για την ‘μαθηματική κοινωνιομετρία’ βλ. ενδεικτικά Arabie 1984; Leedy 1993.

[17] Μια από τις εντυπωσιακότερες εφαρμογές της Ανάλυσης Κοινωνικών Δικτύων αποτελεί η τεκμηρίωση του αιφνιδιασμού για το ‘πόσο μικρός που είναι ο κόσμος’ Ο ισχυρισμός του δυνητικά αιφνιδιασμένου από την αναπάντεχη συνάντηση συνομιλητή για το ότι ‘ο κόσμος είναι μικρός’ έχει προ πολλού τεκμηριωθεί. Το ‘φαινόμενου του μικρού κόσμου’ (SmallWorld Phenomenon) αναφέρεται στη γειτνίαση και συγγένεια κάθε δομικού μέρους ενός δικτύου (Βλ. το ενδιαφέρον άρθρο των Stevenson κ.ά. 1997 για τον μικρόκοσμο του Πανεπιστημίου). Η σχετική προβληματική προκύπτει με αφετηρία τέσσερις στοιχειώδεις ισχυρισμούς (Watts 1999: 495-496). Κάθε δίκτυο είναι αριθμητικά μεγάλο, υπό την έννοια ότι συγκροτείται από n$1 άτομα. Στον πραγματικό κόσμο το n είναι της τάξης του δισεκατομμυρίου. Κάθε δίκτυο είναι αραιό, υπό την έννοια ότι κάθε άτομο είναι συνδεδεμένο κατά μέσο όρο με κ άτομα. Στον πραγματικό κόσμο το κ είναι της τάξης ορισμένων χιλιάδων, εκατοντάδες χιλιάδες φορές μικρότερο από τον πληθυσμό του πλανήτη. Κάθε δίκτυο είναι αποκεντρωμένο με την έννοια ότι δεν υπάρχει επικρατούσα κεντρική κορυφή στην οποία άλλες κορυφές είναι άμεσα συνδεδεμένες. Το σημείο 3 επηρεάζει το σημείο 2. Όχι μόνο δεν  πρέπει ο μέσος όρος του κ να είναι πολύ μικρότερος του n, αλλά ο μέγιστος βαθμός κ (κ max) για όλες τις κορυφές θα πρέπει να είναι επίσης μικρότερος του n. Κάθε δίκτυο είναι ομαδοποιημένο σε υψηλό βαθμό, κατά τρόπο ώστε οι περισσότεροι ‘φίλιοι’ κύκλοι να επικαλύπτονται σε σημαντικό βαθμό. Η πρώτη απόδειξη ότι ο κόσμος είναι πράγματι μικρός επιχειρήθηκε το 1967 από τον Stanley Miligram.

[18] Στα πλαίσια συγγενών μεθοδολογικών προσεγγίσεων έχουν αναπτυχθεί ορισμένες ακόμη εφαρμογές λογισμικού. Ενδεικτικά αναφέρονται οι UCINET [eclectic.ss.usi.edu/~lin/ucinet.htm], CRACKPLOT [http://www.contrib.andrew.cmu.edu/~krack/] και PAJEK [vlado.fmf.uni-lj.si/pub/networks/pajek/]

[19] Βλ. και τη σχετική ανακοίνωση Εμβαλωτής 2002.

[20] O Jennings (1948:11) σημειώνει ότι “…η κύρια σημασία ενός κοινωνιογράμματος βρίσκεται στην περιεκτική αποκάλυψη της δομής μιας ομάδας και στον προσδιορισμό της κατεύθυνσης της έρευνας”. Αναφορικά με την κοινωνιομετρική χαρτογράφηση (sociometric mapping) πρβλ. επίσης και Paulston & Liebman 1994: 215-231; Parlebas 1992: 99-127; Berg 1998: 168-173; Northway 1967: 3-49.

[21] Γίνεται αναφορά σε ορισμένους μόνο από τους δείκτες. Η εφαρμογή παράγει το σύνολο σχεδόν των δεικτών της σχετικής βιβλιογραφίας (Parlebas 1992; Scott 1991; Bastin 1970)

[22] Το OPTICON και τα εγχειρίδια χρήσης του, διατίθενται για δοκιμαστική εφαρμογή στη δικτυακή θέση http://protagoras.edu.uoi.gr/aemvalot/OPTICON