Η αυτοαντίληψη των εφήβων Ελληνοποντίων παλιννοστούντων μαθητών: δομή και παράγοντες συσχέτισης

 

 

Της Ευαγγελίας Γ. Λεζέ,  Δρ. Ψυχολογίας

         του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

 

Εισαγωγή

Οι έννοιες του «εαυτού» (self-concept) και της «αυτοαντίληψης» (self-perception) είναι ιδιαίτερα προσφιλείς και πολύσημες στην επιστήμη της ψυχολογίας. Η ασάφεια της «αυτοαντίληψης»  τόσο σε επίπεδο ορισμού όσο και σε επίπεδο μέτρησης, η πολυπλοκότητα της ίδιας της ανθρώπινης φύσης και οι ραγδαίες κοινωνικές εξελίξεις είναι ορισμένες σημαντικές παράμετροι που διαφοροποιούν κάθε φορά το περιεχόμενό της. Ειδικά η τελευταία παράμετρος συντείνει στην ανάδειξη της διάστασης της «ταυτότητας» (π.χ. κοινωνικής, εθνικής-εθνοτικής, πολιτισμικής κ.ά.) των παιδιών των μεταναστών, των παλιννοστούντων και των προσφύγων, την οποία καλούνται να επαναπροσδιορίσουν στο νέο περιβάλλον διαβίωσης της χώρας υποδοχής ή προέλευσης.

 

1. Αυτοαντίληψη: γενικά και εξελικτικά χαρακτηριστικά

 

- Εννοιολογικός προσδιορισμός του όρου «αυτοαντίληψη» – γενικά στοιχεία: τείνει να γίνει κοινά αποδεκτό σήμερα ότι η φύση της αυτοαντίληψης είναι πολυδιάστατη. Η έννοια αυτή εκλαμβάνεται ως ένα σύστημα γνωστικών και συναισθηματικών δομών του εαυτού του ατόμου, που επηρεάζει τον ψυχισμό και τη συμπεριφορά του και εμπεριέχει βουλητικά, συγκινησιακά και γνωστικά στοιχεία. Συνιστά το σύνολο των πεποιθήσεών του, που περιλαμβάνει τόσο την «αυτοεικόνα» του (self-image), δηλ. τις αυτοπεριγραφές των χαρακτηριστικών του, όσο και την «αυτοεκτίμηση» (self-esteem) ή τη «σφαιρική» του αυτοαξία» (global self-worth), μέσω της οποίας αυτοαξιολογεί γενικότερα τον εαυτό του (Burns 1982, Markus & Nurius 1986, Πετρόφσκι 1989, Δραγώνα 1992).

- Εξελικτικά χαρακτηριστικά: η αυτοαντίληψη του ατόμου αναπτύσσεται εξελικτικά. Οι πρώτες προσπάθειες αυτοσυνειδητοποίησης και κοινωνικής του ένταξης ξεκινούν από τη βρεφική του ηλικία. Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας (3-5 ετών) αυτοαξιολογούνται κάνοντας αναφορά σε γενικά αισθησιο-κινητικά, κοινωνικά και βιοσωματικά τους χαρακτηριστικά, ενώ τα παιδιά σχολικής ηλικίας (6-12 ετών) διαμορφώνουν μια πιο «ρεαλιστική» γενική και ακαδημαϊκή αυτοαντίληψη (Damon & Hart 1982 / 1988, Harter & Pike 1984). Οι προέφηβοι και έφηβοι (13-18 ετών) τείνουν να σταθεροποιήσουν την αυτοαντίληψή τους (παρά τις διακυμάνσεις που διέρχεται σε αυτή τη φάση), δίνοντας έμφαση σε αυτοπεριγραφές των εσωτερικών-ψυχολογικών τους χαρακτηριστικών, και να διαμορφώσουν μια σαφέστερη «αυτοεικόνα» και «αυτοεκτίμηση» (Rosenberg 1979, Protinsky & Farrier 1980, Λεονταρή 1996).

- Αυτοαντίληψη (κ΄ αυτοεκτίμηση) και μετανάστευση: κοινωνικοπολιτισμικά χαρακτηριστικά: Οι αξίες του ατόμου, μέσω των οποίων δίνει έμφαση στην επίτευξη των προσωπικών του στόχων, και οι συλλογικές αξίες της κοινωνικοπολιτισμικής ομάδας στην οποία ανήκει, όπου προτάσσεται η πραγμάτωση των στόχων της ομάδας, συνθέτουν την «ατομικιστική» και «συλλογική εικόνα» του εαυτού του στα προαναφερόμενα πλαίσια (Triandis 1989, Markus & Kitayama 1998). Η δυνατότητα ψυχοσυναισθηματικής ταύτισης με τη δική του εθνική ομάδα αποτελεί μια υποκειμενική και σύνθετη διαδικασία διαμόρφωσης της «εθνικής του ταυτότητας» κι επομένως συνιστά έναν παράγοντα αυτοπροσδιορισμού του στα πολιτισμικά πλαίσια της κοινωνίας όπου ζει (Phinney 1990, Rosenthal & Feldman 1992, Woolf 1995). Η «αρνητική αυτοεκτίμηση» των παιδιών των μεταναστών  συχνά θεωρείται αποτέλεσμα της μετάβασής τους σε ένα άλλο κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο και των δυσκολιών που συναντούν  προκειμένου να αναδομήσουν την ταυτότητά τους, να μάθουν επαρκώς τη «δεύτερη γλώσσα» και να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον (Battle 1981, Γεώργας 1994). Η σχέση «αυτοαντίληψης-αυτοεκτίμησης» και «εθνικής ταυτότητας» φαίνεται να είναι ισχυρή ή ασθενής σχέση συνάφειας (ανάλογα) παρά ταύτισης. Έτσι, άλλες φορές η «θετική» ή η «διπολιτισμική» εθνική ταυτότητα των παιδιών των μεταναστών  σχετίζεται με την ενίσχυση της αυτοαντίληψης ή της κοινωνικοποίησής τους στο νέο περιβάλλον κι άλλοτε όχι. (Koot & Venema 1985, Phinney & Cavira 1992, Nesdale et al. 1997). Ωστόσο, η περαιτέρω διερεύνηση αυτής της σχέσης είναι αναγκαία (μιας και τα διεθνή και τα ελληνικά ερευνητικά στοιχεία φαίνεται να είναι ανεπαρκή), προκειμένου να εξαχθούν πιο αξιόπιστα συμπεράσματα.

 

2. Στόχοι της έρευνας – μεθοδολογία

Βασικοί στόχοι της εν λόγω έρευνας ήταν να διερευνηθεί: (α) η δομή της αυτοαντίληψης που διαμορφώνουν οι έφηβοι Ελληνοπόντιοι παλιννοστούντες μαθητές στους διάφορους τομείς της ζωής τους (π.χ. κοινωνική αποδοχή, σχολική ικανότητα, αθλητική ικανότητα, φυσική εμφάνιση, διαγωγή, σχέσεις με γονείς, «σφαιρική αυτοαξία»), (β) η σχέση του φύλου των μαθητών αυτών και της αυτοαντίληψής τους και (γ) η συσχέτιση των επιμέρους διαστάσεων της «αυτοαντίληψης» και της «σφαιρικής τους αυτοαξίας» με ορισμένους παράγοντες, όπως: της σχολικής (π.χ. ικανοποίηση από το ελληνικό σχολείο, κατανόηση μαθημάτων κ΄ σχολική επίδοση) και κοινωνικής τους προσαρμογής (π.χ. κοινωνικές συναναστροφές, νοσταλγία, κοινωνικές συνθήκες και σχέσεις), της εθνικής τους (π.χ. «ελληνικής»-«μικτής») ταυτότητας, της ηλικίας και της διάρκειας παραμονής τους στην Ελλάδα.

 Τα υποκείμενα της έρευνας ήταν 434 Ελληνοπόντιοι παλιννοστούντες μαθητές (222αγόρια-212 κορίτσια) και των τριών τάξεων (Α΄=201, Β΄=141, Γ΄=92) των δημοσίων Γυμνασίων της Καλλιθέας και του Μενιδίου του νομού Αττικής, που ήρθαν με τους γονείς τους στην Ελλάδα από τις διάφορες δημοκρατίες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. (π.χ. Ρωσία, Γεωργία, Καζακστάν κ.ά.) μεταξύ των ετών 1981-1997, με αυξητική τάση «εισροής» το 1990  και σταδιακή μείωση της προσέλευσής τους από το 1996 και εξής (Λεζέ, 2000). Στους προαναφερόμενους μαθητές χορηγήθηκε η αναθεωρημένη Κλίμακα Αυτοαντίληψης της Harter (Makri-Botsari & Robinson 1991) κι ένα ερωτηματολόγιο διερεύνησης της κοινωνικής-σχολικής προσαρμογής και εθνικής ταυτότητας για παλιννοστούντες, που συντάχθηκε από τη γράφουσα και βασίστηκε στις έρευνες της Παπαστυλιανού (1992) και των Γεώργα κ΄ Παπαστυλιανού (1993).

 

3. Αποτελέσματα της έρευνας

Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας έδειξαν ότι:

(1)                      Συνολικά, οι Ελληνοπόντιοι μαθητές θεωρούν τους επιμέρους τομείς της αυτοαντίληψης της «κοινωνικής αποδοχής» (Μ.Ο.=2,99), των «σχέσεων με τους γονείς» (Μ.Ο.=2,89) και της «σφαιρικής αυτοαξίας» (Μ.Ο.=2,91) σημαντικότερους από τους τομείς της «διαγωγής» (Μ.Ο.=2,88), της «αθλητικής ικανότητας» (Μ.Ο.=2,69), της «φυσικής εμφάνισης» (Μ.Ο.=2,78) και της «σχολικής ικανότητας» (Μ.Ο.=2,55). Γενικότερα, τόσο η «αυτοαντίληψη της ικανότητας» σε αυτούς τους τομείς, όσο και η «σφαιρική τους αυτοαξία» των μαθητών αυτών κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα.

(2)                    οι διαφορές και των δύο φύλων των μαθητών αυτών ως προς τις αυτοαξιολογήσεις της ικανότητάς τους σε διάφορους τομείς (πρβλ. υποκλίμακες «αυτοαντίληψης») ήταν σημαντικές. Πιο αναλυτικά:

· τα αγόρια είχαν υψηλότερο μέσο όρο (Μ.Ο.=3,06 / Μ.Ο.=2,90 / Μ.Ο.=2,94 / Μ.Ο.=2,95 και Μ.Ο.=2,99) στις υποκλίμακες της «κοινωνικής αποδοχής», της «αθλητικής ικανότητας», της «φυσικής εμφάνισης», των «σχέσεων με τους γονείς» και της «σφαιρικής αυτοαξίας» απ’ ό,τι τα κορίτσια (Μ.Ο.=2,94  με p<0,05 / Μ.Ο.=2,51 με  p<0,001 / Μ.Ο.=2,65 με p<0,001 / Μ.Ο.= 2,81 με p<0,01 και Μ.Ο.=2,81 με p<0,01 αντίστοιχα).

(3) Οι σχέσεις συνάφειας μόνο της αυτοαντίληψης της «σχολικής τους ικανότητας» με τις μεταβλητές της σχολικής τους προσαρμογής «κατανόηση μαθημάτων» (r=0,38) και «σχολικής επίδοσης» (r=0,44) ήταν αρκετά υψηλές. Ενώ, με τις υπόλοιπες μεταβλητές (π.χ. ηλικία, παράγοντες «κοινωνικής προσαρμογής» και «εθνικής ταυτότητας», «διάρκειας παραμονής» στην Ελλάδα) οι συναφειακές σχέσεις ήταν ασήμαντες.

(4)                        Από την εξέταση των σχέσεων ιεραρχικής παλινδρόμησης, φάνηκε ότι:

 α) Ο ρόλος της θετικής κοινωνικής προσαρμογής τους στην Ελλάδα καθίσταται κυρίαρχος στους περισσότερους τομείς της «αυτοαντίληψης της ικανότητάς» τους (π.χ. φυσική εμφάνιση, αθλητική ικανότητα, σχολική ικανότητα, κοινωνική αποδοχή), β) η μεγάλη διάρκεια παραμονής στην Ελλάδα, η μικρή τους ηλικία, η υψηλή σχολική τους επίδοση και η ικανοποίησή τους από το ελληνικό σχολείο σχετίζεται περισσότερο με τις «ατομικιστικές αξίες» των μαθητών, παρά με τις «συλλογικές», οι οποίες γίνονται αποδεκτές όταν δεν είναι ικανοποιημένοι από τις κοινωνικές τους συναναστροφές στην Ελλάδα, γ) η θετική ή αρνητική σχολική τους προσαρμογή στην Ελλάδα σχετίζεται σημαντικά με τους τομείς της αυτοαντίληψης της «σχολικής ικανότητας», της «κοινωνικής αποδοχής» και της «διαγωγής» τους, δ) η υιοθέτηση της «ελληνικής-εθνικής τους ταυτότητας» και η «μικρή ηλικία» που ήρθαν στην Ελλάδα σχετίζεται θετικά μόνο με την αυτοαντίληψη που έχουν «για τις σχέσεις τους με τους γονείς», ε) η  μικρή νοσταλγία για τη χώρα προέλευσής τους και συγχρόνως η μεγάλη ικανοποίησή τους από τις κοινωνικές τους συναναστροφές στην Ελλάδα σχετίζεται θετικά με τη «σφαιρική τους αυτοαξία» και στ) η «μικρή διάρκεια παραμονής τους» στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τη θετική σχολική και κοινωνική τους προσαρμογή σχετίζεται θετικά με την αυτοαντίληψη της «φυσικής τους εμφάνισης» και της «σχολικής τους ικανότητας».

 

4. Συμπεράσματα

Τα αποτελέσματα των στατιστικών αναλύσεων των δεδομένων της έρευνας καταδεικνύουν αρχικά την πολυδιάστατη φύση της αυτοαντίληψης των εφήβων Ελληνοποντίων παλιννοστούντων μαθητών. Η διαμόρφωσή της εξαρτήθηκε από την υποκειμενική σπουδαιότητα που απέδωσαν στους διάφορους τομείς των ατομικών τους ικανοτήτων. Συγχρόνως, υποδηλώνεται η προσπάθεια που καταβάλλουν οι μαθητές αυτοί να διαμορφώσουν μια σαφή «ατομική ταυτότητα» σε αυτή την κρίσιμη ηλικιακή φάση της ζωής τους.

Οι παρατηρούμενες διαφορές φύλου ως προς την «αυτοαντίληψη της ικανότητας» είναι σύμφωνες με τα κοινωνικά στερεότυπα, όπου: αφ’ ενός η αυτοεικόνα των κοριτσιών εφηβικής ηλικίας για τη «φυσική τους εμφάνιση» και τις «σχέσεις με τους γονείς τους» τείνει να είναι αρνητική, κάτι που επιβεβαιώνεται και από άλλες έρευνες με γηγενείς εφήβους μαθητές (π.χ. Marsh 1986, Χατζηχρήστου & Hopf 1992 κ.ά.), κι αφ’ ετέρου η αυτοαντίληψη των αγοριών στους προαναφερόμενους τομείς καθώς και σε αυτούς της «αθλητικής ικανότητας» και της «κοινωνικής αποδοχής» είναι σχετικά υψηλή.

Η ύπαρξη θετικής συσχέτισης μεταξύ της «αυτοαντίληψης της σχολικής ικανότητας» των μαθητών αυτών και των μεταβλητών της σχολικής τους προσαρμογής στην Ελλάδα αναδεικνύει κυρίαρχο τον ρόλο του σχολείου «υποδοχής» για τη διαμόρφωση θετικής αυτοαξιολόγησης από τους συγκεκριμένους μαθητές και καθιστά τους παράγοντες της υψηλής ή χαμηλής σχολικής τους επίδοσης και της κατανόησης ή μη των μαθημάτων στη «δεύτερη γλώσσα» (δηλ. στην ελληνική) σημαντικούς τόσο για τη διατύπωση θετικών ή αρνητικών αυτοαξιολογήσεων όσο και για την ομαλή ή μη προσαρμογή τους στο νέο σχολικό περιβάλλον.

Από τις συσχετίσεις των επιμέρους τομέων της «αυτοαντίληψης των ικανοτήτων τους» και της «σφαιρικής τους αυτοαξίας» με ορισμένους βασικούς παράγοντες της «εθνικής ταυτότητας», της «κοινωνικής και σχολικής τους προσαρμογής», της «ηλικίας» και της «διάρκειας παραμονής τους» στην Ελλάδα φαίνεται ότι: α) η αυτοαντίληψη και η αυτοεκτίμησή τους σχετίζονται με ένα εύρος διαφορετικών ατομικών και κοινωνικών παραγόντων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, β) η ανάπτυξη θετικών ή αρνητικών κοινωνικών σχέσεων με τους συνομηλίκους τους στο ελληνικό περιβάλλον, η επιτυχής ή ανεπιτυχής σχολική τους προσαρμογή με βάση συναισθηματικά-γλωσσικά και αξιολογικά κριτήρια, η μεγάλη ή μικρή διάρκεια παραμονής τους στην  Ελλάδα και η μικρή ή μεγάλη νοσταλγία για τη χώρα προέλευσης αντίστοιχα, καθώς και η μικρή ή η μεγαλύτερη ηλικία που ήρθαν στη χώρα υποδοχής φαίνεται να σχετίζονται θετικά ή αρνητικά αλλά όχι ως ανεξάρτητοι παράγοντες με την «αυτοεκτίμηση» και «αυτοαντίληψη» των μαθητών για επιμέρους τομείς ικανοτήτων τους, γ) η ανάδειξη μόνο της «ελληνικής-εθνικής ταυτότητας» (εφόσον την αποδεχθούν οι συγκεκριμένοι μαθητές) από τη θετική συσχέτισή της με την αυτοαντίληψη για τις «σχέσεις με τους γονείς» πρέπει να μας προβληματίσει και να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω διερεύνησης και δ) οι λόγοι της επιλογής μιας «ατομικιστικής εικόνας» του εαυτού στην περίπτωση επιτυχούς κοινωνικής προσαρμογής τους στο ελληνικό περιβάλλον και μιας «συλλογικής αυτοεικόνας» στην περίπτωση ανεπιτυχούς κοινωνικής ένταξης από τους εν λόγω μαθητές, ίσως θα πρέπει να αποδοθούν: στο γενικότερο φαινόμενο του «ατομικισμού» των ημερών μας, στις πολιτιστικές αξίες που υιοθετεί η ίδια η οικογένεια τους – οι οποίες επηρεάζουν την ψυχολογική τους προσαρμογή στη χώρα υποδοχής – και στην ενεργοποίηση των αμυντικών μηχανισμών του Εγώ τους (π.χ. ταύτιση), προκειμένου να επαναβεβαιώσουν την «ατομική» και «συλλογική τους ταυτότητα» στα νέα πολιτισμικά πλαίσια.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Battle, J. (1981). Culture-Free S.E.I.: Self-esteem inventory for children and adults. Seattle: Special Child Publications.

Burns, R. (1992). Self-concept development and education. London: Holt, Rinehart & Winston.

Γεώργας, Δ. (1994). «Η ψυχολογική προσαρμογή των μεταναστών». Στο ανθολόγιο: Πανεπιστήμιο Αθηνών-Φιλοσοφική Σχολή, Η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας σε μαθητές που κατάγονται από τον Πόντο (προϋποθέσεις-προβλήματα-προτάσεις). Πρακτικά Σεμιναρίου (10-11 / 10 / 1994), (σ. 63-75). Αθήνα: Ο.Ε.Δ.Β..

Γεώργας  Δ., Παπαστυλιανού Α. (1993). Επιπολιτισμός Ποντίων και Βορειοηπειρωτών στην Ελλάδα. Ψυχολογικές διεργασίες προσαρμογής. Αθήνα: Γ.Γ.Α.Ε..

Damon, W. & Hart, D. (1982). “The development of self-understanding from infancy through adolescence”. Child Development, 53, 841-864.

Damon, W. & Hart, D. (1988). Self-understanding in childhood and adolescence. Cambridge: Cambridge University Press.

Δραγώνα, Θ. (1992). «Αντίληψη Εαυτού και Ψυχοκοινωνικό Πλαίσιο». Στο: Θ. Δραγώνα – Μπ. Ντάβου (επιμ.), Εφηβεία: προσδοκίες και αναζητήσεις (σ. 47-61). Αθήνα: Παπαζήσης.

Harter, S. & Pike, R. (1984). “The pictorial persceived competence scale for young children. Child Development, 55, 1969-1982.

Koot, W. & Venema, U.P. (1985). “Measurement of the notion of ethnic identity with children. Research in Education, 34, 9-32.

Λεζέ, Ε. (2000). Η στάση των εφήβων Ελληνοποντίων παλιννοστούντων ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση απέναντι στην ελληνική γλώσσα (διδακτορική διατριβή). Τμήμα Φ.Π.Ψ. Πανεπιστημίου Αθηνών-Τομέας Ψυχολογίας. Αθήνα.

Λεονταρή, Α. (1996). Αυτοαντίληψη. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Makri-Botsari, E. & Robinson, P. (1991). “Harter’s self-perception profile for children: A cross-cultural validation in Greece”. Evaluation and Research in Education, 5, 135-143.

Markus, H. & Nurius, P. (1986). “Possible selves”. American Psychologist, 41, 954-969.

Markus, H. R. & Kitayama, S. (1998). “The cultural psychology of personality”. Journal of Cross-Cultural Psychology, 29 (1), 63-87.

Marsh, H. W. (1986). “Global self-esteem: Its relation to specific facets of self-concept and importance”. Journal of Personality and Social Psychology, 51, 1224-1236.

Nesdale D., Rooney R., Smith L. (1997). “Migrant ethnic identity and psychological distress”. Journal of Cross-Cultural Psychology, 28 (5), 569-588.

Παπαστυλιανού, Α. (1992). Η ψυχολογική προσαρμογή των μαθητών-παιδιών παλιννοστούντων (διδακτορική διατριβή). Τμήμα Φ.Π.Ψ. Πανεπιστημίου Αθηνών. Αθήνα.

Πετρόφσκι, Β. Α. (1989). «Αυτοαντίληψη (ή αντίληψη του Εγώ). Στο: Παιδαγωγική-Ψυχολογική Εγκυκλοπαίδεια-Λεξικό (σ. 885-886). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Phinney, J. S. (1990). “Ethnic identity in adolescents and adults: Review of research”. Psychological Bulletin, 108, 499-516.

Phinney, J. S. & Chavira, V. (1992). “Ethnic identity and self-esteem: An exploratory longitudinal study”. Journal of Adolescence, 15 (3), 271-281.

Protinsky, H. & Farrier, S. (1980). “Self-image changes in pre-adolescent and adolescents”. Adolescence, 15, 887-894.

Rosenberg, M. (1979). Concerning the self. New York: Basic Books.

Rosenthal, D. A. & Feldman, S. S. (1992). “The Nature and Stability of ethnic identity in Chinese youth. Effects of length of Residence in two Cultural Contexts”. Journal of Cross-Cultural Psychology, 23 (2), 214-227.

Triandis, H. C. (1989). “The self and social behavior in differing cultural contexts”. Psychological Bulletin, 96, 506-520.

Woolf,  S.  (1995). Ο Εθνικισμός στην Ευρώπη (μτφ. Ε. Γαζή). Αθήνα: Θεμέλιο.

Χατζηχρήστου, Χ. & Hopf, D. (1992). «Αυτοαντίληψη μαθητών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης». Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 17, 253-269.