Ηθική και πολιτική αγωγή στον E. Durkheim

 

Του Στάθη Μπάλια

 

Το αντικείμενο αυτής της εργασίας είναι η ανάλυση των θέσεων του E. Durkheim για την ηθικο-πολιτική αγωγή του παιδιού στο πλαίσιο του παιδευτικού του προγράμματος. Είναι γνωστό ότι ο Durkheim υπήρξε κυρίως ένας από τους ιδρυτές της κοινωνιολογίας, αλλά υπήρξε ταυτόχρονα ένας παιδαγωγός με βασκές σπουδές στη φιλοσοφία. Έτσι, οι τρεις αυτές ιδιότητες του Durkheim αποτελούν ταυτόχρονα όψεις του συνολικού επιστημονικο-κοινωνικού του προγράμματος, οι οποίες είναι μεταξύ τους συνδεδεμένες με μια εσωτερική αλληλουχία που τις καθιστά βαθιά αλληλένδετες[1]. Η εκπαίδευση είναι, προπαντός, στενά συνυφασμένη με την κοινωνιολογική θεωρία του Durkheim, κυρίως υπό την έννοια ότι αποτελεί, όπως θα επιχειρήσω να δείξω, ένα από τα κυριότερα μέσα για την υλοποίηση του παραπάνω προγράμματος. «Μιλάω για την εκπαίδευση ως κοινωνιολόγος», συνήθιζε να λέει ο Durkheim. 

Παρά το γεγονός ότι ο δεν ασχολήθηκε συστηματικά με τη θεωρία της δημοκρατίας και των αξιών της, η δημοκρατική ηθικο-πολιτική αγωγή αποτελεί μια σημαντική πλευρά του παιδευτικού προγράμματος του Durkheim και είναι άμεσα συνυφασμένη με την ιδέα της αυτονομίας, μιας έννοιας η οποία έχει ένα σαφές ηθικο-πολιτικό περιεχόμενο που συνδέεται ευθέως με την πολιτική και δημοκρατική αυτονομία. Η κατανόηση τόσο της ηθικο-πολιτικής αγωγής όσο και της έννοιας της αυτονομίας στο παιδευτικό πρόγραμμα του Durkheim προϋποθέτει την κατανόηση μιας  ακόμα πιο κεντρικής έννοιας της κοινωνικής του θεωρίας, δηλαδή της συλλογικής συνείδησης. 

Η συλλογική συνείδηση ορίζεται από τον Durkheim ως το σύνολο των ηθικών αξιών, των εθίμων και των κανόνων στη βάση των οποίων συγκροτείται η κοινωνία και χάρη στους οποίους είναι δυνατή η ενότητα, η αναπαραγωγή και η διαιώνισή της. Ως τέτοια, υπερβαίνει το άτομο, υφίσταται ανεξάρτητα από αυτό και μεταδίδεται από γενιά σε γενιά μέσα από τη γλώσσα, τους θεσμούς και τις παραδόσεις. Ένας από τους βασικούς σκοπούς της εκπαίδευσης είναι ακριβώς να ενισχύσει την ενότητα αυτή μέσα από τη μετάδοση των στοιχείων που αποτελούν τη συλλογική συνείδηση, η οποία, ειδικά στις σύγχρονες κοινωνίες, υποσκάπτεται εξαιτίας της χαλάρωσης της ηθικής ενότητάς τους. Αυτή η χαλάρωση προκύπτει κυρίως από την ηθική του ατομικισμού που μεταφράζει την αναπόφευκτη εξέλιξη της αστικής κοινωνίας προς έναν αυξανόμενο καταμερισμό εργασίας και σε μια σχετική αποδέσμευση του ατόμου από τη συλλογική ηθική. Η συλλογική ηθική στις σύγχρο-νες αστικές κοινωνίες έχει λοιπόν έναν ατομικιστικό χαρακτήρα συγκροτούμενη από τις φιλελεύθερες αξίες της ελευθερίας, των ατομικών δικαιωμάτων και εν γένει της ηθικής του ατομικισμού, γεγονός που επιτείνει το πρόβλημα της ενότητας της κοινωνίας. Αυτός είναι ο βασικότερος λόγος για τον οποίο το βασικό θεωρητικό μέλημα του Durkheim είναι η ανάδειξη του ηθικού νόμου και της ηθικής δύναμης (autorité morale) που συνέχει την κοινωνία και, αντίστοιχα, της εκπαίδευσης ως μηχανισμού αναπαραγωγής της.

Ο πρωταρχικός σκοπός της εκπαίδευσης κατά τον Durkheim είναι λοιπόν να διαμορφώσει μεταξύ των μελών της κοινωνίας "μια επαρκή κοινότητα ιδεών και αισθημάτων χωρίς την οποία καμιά κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει"[2]. Διότι το μέλλον, λέει ο Durkheim, δεν μπορεί να προκύψει εκ του μηδενός : «δεν μπορούμε να το οικοδομήσουμε παρά με τα υλικά που μας κληροδότησε  το παρελθόν»[3]. Έτσι, ο σκοπός της εκπαίδευσης επιτυγχάνεται με τη μύηση των νέων στη συλλογική ηθική και με την προσχώρησή τους στον ηθικό νόμο που αντιπροσωπεύει η κοινωνία. Με άλλους όρους, ο σκοπός της εκπαίδευσης ισοδυναμεί με την πράξη διαμόρφωσης ενός "κοινωνικού είναι" σε κάθε μέλος της κοινωνίας[4].

Ο συλλογικός αυτός χαρακτήρας της εκπαίδευσης οδηγεί κατ'αρχήν τον Durkheim σε μια αποσύνδεσή της με αμιγώς ατομικούς σκοπούς, όπως είναι η ηθική τελείωση και η ευτυχία του ανθρώπου, τις οποίες υποστήριξαν αντίστοιχα ο Kant και ο J. Mill[5]. Η αποσύνδεση αυτή σχετίζεται άμεσα με την απόρριψη από τον Durkheim του ανθρώπου in abstracto, στη βάση της οποίας άσκησε κριτική στο κοινωνικό πρόγραμμα του Ρουσσό, το παιδαγωγικό ιδανικό του οποίου έχει ως αφετηρία ακριβώς έναν αφηρημένο τύπο ανθρώπου : Εφόσον ο άνθρωπος είναι κατά τον Ρουσσό, υποστηρίζει ο Durkheim, "εκ φύσεως καλός", τότε διαθέτει μια εγγενή ηθικότητα ως άνθρωπος γενικά και όχι ως μέλος μιας δεδομένης κοινωνίας, πράγμα που δεν θεμελιώνει επουδενί το σεβασμό σε μια ηθική δύναμη (autorité) και, συνεπώς, οδηγεί στην ανυπακοή[6]. Στην πραγματικότητα, η αντίληψη αυτή του αφηρημένου ανθρώπου δεν έχει, κατά τον Durkheim, έναν επιστημονικό χαρακτήρα, αλλά απλώς περιγράφει ένα ιδανικό της εκπαίδευσης. Αντίθετα, η ανθρώπινη φύση και το περιεχόμενό της ορίζονται από τον πολιτισμό της κάθε κοινωνίας, κάθε κοινωνία έχει ένα ιδεώδες του ανθρώπου[7] και, συνεπώς, ο σκοπός της εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι άλλος από το "να μυήσει τους νέους στον τύπο του ανθρώπου που περιέχει ο [κάθε] πολιτισμός"[8].

Ο επιστημονικός χαρακτήρας της παιδαγωγικής απορρέει συνεπώς από τη γνώση της παιδαγωγικής ύλης, δηλαδή από τη γνώση των «πραγματικών» ηθικών αξιών και θεσμών που χαρακτηρίζουν κάθε κοινωνία, και όχι από αυτό που ο Durkheim ονομάζει «θεωρητική παιδαγωγική», η οποία θεμελιώνεται σε ένα ορθολογιστικά, δηλαδή a priori κατασκευασμένο ιδανικό της ανθρώπινης φύσης και της ηθικής με οικουμενικό χαρακτήρα και περιεχόμενο. Έτσι, η ηθική τελείωση του ατόμου ορίζεται από το ιδεώδες που περιέχει η συλλογική ηθική της κάθε συγκεκριμένης κοινωνίας, δεδομένου ότι κάθε κοινωνία διαμορφώνει ένα ορισμένο ηθικό και διανοητικό ιδανικό του ανθρώπου, το οποίο αποτελεί τον "πυρήνα της εκπαίδευσης"[9]. Το ιδανικό αυτό περιέχεται ακριβώς στην ατομικιστική ηθική της αστικής κοινωνίας, η οποία, ανεξάρτητα από την κυριαρχία του ατομικισμού, δεν παύει ταυτόχρονα να διατηρεί τον συλλογικό της χαρακτήρα, δηλαδή να αποτελεί το περιεχόμενο της συλλογικής συνείδησης. Το σημαντικότερο είναι όμως πως πρόκειται για μια ατομικιστική ηθική η οποία περιέχει συγχρόνως δημοκρατικές αξίες.

Σύμφωνα με τον Durkheim, στις σύγχρονες κοινωνίες η συλλογική ηθική συγκροτείται από την επιστήμη, την κριτική σκέψη, την επιστημονική γνώση, αλλά και από ένα ιδανικό του πολίτη που θεμελιώνεται στον ανθρωπισμό : "μόνο μια ευρέως ανθρωπιστική κουλτούρα μπορεί να προσφέρει στις σύγχρονες κοινωνίες τους πολίτες που έχει ανάγκη"[10]. Έτσι, σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία, η εκπαίδευση οφείλει να καλλιεργεί τον σεβασμό στον λόγο, στην επιστήμη και στις ιδέες και τα συναισθήματα που συγκροτούν τη δημοκρατική ηθική[11]. Επιπλέον, η εκπαίδευση οφείλει να οικοδομήσει ένα "ειρηνικό, ηθικό και επιστημονικό δίκαιο" το οποίο, μαζί με την αγάπη για την ελευθερία και το ίσο ενδιαφέρον για τα καθήκοντα και την ευθύνη, πρέπει να γίνει αντικείμενο λατρείας από τους πολίτες[12]. Πώς όμως συμβιβάζεται αυτή η δημοκρατική ηθική με τον συλλογικό χαρακτήρα της ; Πώς συμβιβάζονται δηλαδή οι δημοκρατικές αξίες, όπως η ελευθερία, με το γεγονός ότι η συλλογική ηθική που περιέχει τις εν λόγω αξίες επιβάλλεται στο άτομο κατά τρόπο που του ασκεί έναν σαφή καταναγκασμό ο οποίος είναι εξ ορισμού αντίθετος με την ελευθερία ;

Ο συλλογικός προσανατολισμός της εκπαίδευσης οφείλει κατά τον Durkheim να ικανοποιεί το αίτημα της ελευθερίας του ατόμου κατά τρόπο που να μην αντιφάσκει με την υποταγή του στα "πράγματα", ήτοι στη συλλογική ηθική, αλλά να διαφυλάσσει την αυτονομία του. Παρά το γεγονός ότι η συλλογική συνείδηση ασκεί στο άτομο έναν καταναγκασμό, εφόσον στην ουσία του επιβάλλεται, ο Durkheim επιχειρεί να διατυπώσει μια θεωρία ελεύθερης επιλογής στην οποία θεμελιώνεται η αυτονομία του ατόμου και, συγχρόνως, διαφυλάσσεται ο ατομικιστικός και φιλελεύθερος χαρακτήρας της αστικής κοινωνίας.

       Ο Durkheim επικαλείται την καντιανή ηθική, η οποία συνδυάζει κατ'εξοχήν τον επιτακτικό/δεσμευτικό χαρακτήρα του ηθικού νόμου, δια του οποίου το άτομο καλείται σε υπακοή, με την αυτονομία της βούλησης, χωρίς την οποία ο ηθικός νόμος στερείται της ηθικότητάς του. Αναφερόμενος στον Kant, o Durkheim προβάλλει το εξής επιχείρημα : «"Η σχέση της ανθρώπινης βούλησης με το νόμο αυτό, λέει ο Kant, είναι μια σχέση εξάρτησης την ονομάζουμε δέσμευση (Verbindlichkeit), και προσδιορίζει έναν καταναγκασμό (Nöthigung) ". Ταυτόχρονα, δεν δέχεται ότι "η βούληση αυτή μπορεί να είναι πλήρως ηθική όταν δεν είναι αυτόνομη, όταν δηλαδή υφίσταται έναν νόμο τον οποίο δεν νομοθέτησε η ίδια". Η αυτονομία της βούλησης, λέει ο Kant, "είναι η μοναδική αρχή κάθε ηθικού νόμου και κάθε καθήκοντος που εναρμονίζεται με αυτόν : κάθε ετερονομία της βούλησης είναι αντίθετη με την ηθικότητα της βούλησης"»[13]. Όμως, η αυτονομία της βούλησης δεν νοείται χωρίς τη συνδρομή του ανθρώπινου Λόγου. Ωστόσο, η αυτονομία αυτή δεν θεμελιώνεται στον καθαρό Λόγο, ο οποίος στερείται κάθε δεσμευτικότητας και, συγχρόνως, ασκεί έναν καταναγκασμό στην ατομική συνείδηση, αλλά στη σχέση που ο Λόγος αναπτύσσει με την αισθητότητα (sensibilité)[14]. Λόγος και αισθητότητα είναι οι δύο όψεις της διπλής φύσης του ανθρώπου που βρίσκονται σε έναν ανυπέρβλητο ανταγωνισμό, δεδομένου ότι ο μεν καθαρός λόγος οδηγεί στην αυτονομία, η δε αισθητότητα στην ετερονομία. Πώς μπορεί να επιλυθεί η σύγκρουση αυτή ώστε να διαφυλαχτεί η αυτονομία ;

Εφόσον ο Λόγος εκληφθεί στην καθαρή μορφή του, ως εξωτερικός στον αισθητό, τον πραγματικό κόσμο, ανήκει στο πεδίο της τυχαιότητας (contingence) και, συνεπώς, δεν μπορεί να θεσπίσει το νόμο της ηθικής τάξης "ο οποίος εκφράζει τη φύση αυτού του συγκεκριμένου και πραγματικού αντικειμένου που είναι η κοινωνία"[15], δεν μπορεί δηλαδή να θεμελιώσει τη δεσμευτικότητα που αποτελεί την ουσία του ηθικού νόμου. Η δεσμευτικότητα αυτή μπορεί να προέλθει μόνο από το γεγονός της ύπαρξης του Λόγου εντός του πραγματικού κόσμου, δηλαδή εντός του κοινωνικού κόσμου, ο οποίος θέτει όρια όχι μόνο στα πάθη, αλλά και στην ορθολογική φύση μας και κατ'αυτόν τον τρόπο την απελευθερώνει. Ο ανθρώπινος λόγος δεν είναι μια υπερβατική ιδιότητα, αλλά είναι ενταγμένος στον κόσμο και, συνεπώς, υφίσταται τους νόμους του κόσμου αυτού : "Ό,τι υπάρχει στον κόσμο είναι περιορισμένο, και κάθε περιορισμός προϋποθέτει την ύπαρξη δυνάμεων που τον περιορίζουν".

Ο περιορισμός αυτός δεν υπάρχει, δηλαδή, λέει o Durkheim, παρά εντός του κόσμου, που δεν είναι άλλος από τον κοινωνικό κόσμο, ο οποίος επιπλέον αποτελεί και την πηγή της δεσμευτικότητας του Λόγου. Η ορθολογική γνώση του κόσμου μας επιτρέπει να αποκτήσουμε συνείδηση ότι "ο κόσμος είναι αυτός που είναι" γιατί αντιστοιχεί "στη φύση των πραγμάτων, ότι είναι ένας καλός κόσμος στον οποίο μπο-ρούμε να υποταχτούμε απλώς επειδή διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει καλύτερος"[16]. Η φωτισμένη (éclairée),  και γιαυτό ελεύθερη προσχώρησή μας στον κόσμο είναι λοιπόν αυτή που μας οδηγεί στην ηθική δέσμευση απέναντί του, δηλαδή απέναντι στις επιταγές της ηθικής τάξης της κοινωνίας. Το μέσο γι’αυτή τη φωτισμένη προσχώρηση είναι η επιστήμη (δηλαδή η κοινωνιολογία), οι σκοποί της οποίας συγκλίνουν με αυτούς της εκπαίδευσης σε ένα και ενιαίο στόχο : να συγκροτήσουν τη συλλογική ηθική σε ορθολογικές βάσεις. "Η επιστημονική εκπαίδευση οφείλει να προετοιμάζει τις νέες γενιές ώστε να συνηθίσουν να βλέπουν τα κοινωνικά πράγματα ως αντικείμενα της επιστήμης[17], έτσι ώστε η ηθική τάξη να "δικαιολογείται και να εξηγείται λογικά"[18]. "Η επιστήμη, αποφαίνεται ο Durkheim, είναι η πηγή της αυτονομίας μας"[19].

Στις σύγχρονες κοινωνίες, ο πυρήνας της ηθικής τάξης είναι η ατομικιστική ηθική, δηλαδή η αστική ηθική των ελευθεριών και των δικαιωμάτων η οποία μπορεί, κατά τον Durkheim, να αποτελέσει τη βάση τόσο για την ενοποίηση της αστικής κοινωνίας όσο και για την ανάπτυξη της δημοκρατίας. Πρόκειται προφανώς εδώ για μια αντίληψη της δημοκρατίας η οποία δεν αντλεί τις αρχές της από ένα υπερβατικό ή οικουμενιστικό ηθικό πρότυπο, αλλά από την ίδια την ιστορία των δυτικών κοινωνιών στις οποίες το πρότυπο αυτό ενυπάρχει και το οποίο η εκπαίδευση οφείλει ουσιαστικά να αναδείξει. Για το λόγο αυτό, η αντίληψη του Durkheim τόσο για τη δημοκρατία όσο και για την ηθική και την πολιτική αγωγή περιέχει ένα στοιχείο εθνοκεντρισμού που έρχεται σε αντίθεση με τις αξίες της δημοκρατίας, τουλάχιστον όπως αυτές είναι παραδεκτές στη νεωτερική παράδοση. Από την άλλη μεριά, η θεωρία του Durkheim για την αυτονομία έχει κατά τη γνώμη μου μεγαλύτερη σημασία για μια θεωρία της δημοκρατίας που θέλει να συγκεράσει την ελευθερία με την αναγκαιότητα, δηλαδή με την αναγκαιότητα που απορρέει από την κοινωνική συνύπαρξη. Η έννοια της αυτονομίας στον Durkheim προσφέρεται κυρίως για την κατασκευή μιας θεωρίας της δημοκρατίας η οποία μας υπενθυμίζει την καντιανή θέση ότι η ελευθερία δεν μπορεί να ορισθεί παρά ως αυτο-περιορισμός της και όχι ως χωρίς όρια έκφραση της ατομικής ή της συλλογικής βούλησης. Και αυτό είναι, πιστεύω, ένα ιδιαίτερα χρήσιμο μάθημα για μια κοινωνία σαν τη δική μας, η πολιτική κουλτούρα της οποίας έχει ταυτίσει εν πολλοίς την ιδέα της ελευθερίας ακριβώς με την ακύρωση των ορίων που τίθενται από την κοινωνική συνύπαρξη, δηλαδή της ελευθερίας που οφείλουν να απολαμβάνουν όλοι στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής και ευνομούμενης κοινωνίας.

 



[1]Αν και πολλές κριτικές προσεγγίσεις του ντυρκεμιανού έργου έχουν επισημάνει ορισμένες αντιφάσεις ή ανακολουθίες του. Βλ. ενδεικτικά E. A. Tiryakian "Durkheim's 'Elementary Forms' as 'Revelation'", in Buford Rhea (επ.) The Future of the Sociological Classics, Allen & Unwin, Λονδίνο 1981, σσ. 120 κ.ε.

[2]E. Durkheim, Education et sociologie, PUF, Paris 1989, σ. 59.

[3] Στο ίδιο, σ. 87.

[4]E. Durkeim, Textes, Editions de Minuit, Paris 1975, τ. 3, σ. 262.

[5]E. Durkheim, Education et sociologie, όπ. π. σσ. 42-43.

[6]E. Durkheim, Textes, όπ. π., τόμος 3, σσ. 261, 371, 386..

[7]E. Durkheim L'évolution pédagogique en France, PUF, Παρίσι 1969, σσ. 367 κ.ε.

[8]Στο ίδιο, σσ. 381-382.

[9] E. Durkheim, Education et sociologie, όπ. π., σ. 50.

[10] Στο ίδιο, σ. 99.

[11] Στο ίδιο, σ. 60.

[12]Στο ίδιο, σσ. 162, 178.

[13]E. Durkheim, L'Education morale, PUF, Παρίσι 1974, σ. 92.

[14]Στο ίδιο, σ. 93.

[15]Στο ίδιο, σ. 96.

[16]Στο ίδιο, σ. 99.

[17]E. Durkheim Textes, όπ.π., τόμος 3, σ. 421.

[18]E. Durkheim L'Education morale, όπ. π. σ. 9.

[19]Στο ίδιο, σσ. 90, 98.