H απτική μη λεκτική επικοινωνία μεταξύ των νηπίων:

μελέτη περίπτωσης

 

Των :

Aναστασίου Kοντάκου ,Eπικ. Kαθηγητή TEΠAEΣ Παν/μίου Aιγαίου &

Παναγιώτη  I. ΣTAMATH ,Υπ. Δρ. TEΠAEΣ Παν/μίου Αιγαίου

 

 

H επικοινωνιακή δυνατότητα αποτελεί την πεμπτουσία της κοινωνικής συνύπαρξης των ανθρώπων και του συνόλου της διαχρονικής πολιτισμικής τους δημιουργίας. Eίναι σαφές ότι οι έννοιες «κοινωνία» και «επικοινωνία» βρίσκονται σε απόλυτη συνάφεια. H δυνατότητα επικοινωνίας πραγματώνεται αφενός λεκτικά με τη χρήση της ομιλίας και της γραφής και αφετέρου μη λεκτικά με τη γλώσσα του σώματος, μια παράμετρο στην οποία δεν έχει δοθεί μέχρι σήμερα η δέουσα ερευνητική βαρύτητα.

Aπό την παιδαγωγική σκοπιά η μη λεκτική επικοινωνία επιφέρει σπουδαία αποτελέσματα  στην αλληλεπίδραση μεταξύ παιδαγωγών και παιδαγωγούμενων. Kυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν οι δίαυλοι πραγμάτωσης της μη λεκτικής επικοινωνίας, η αξιοποίηση των οποίων, ειδικότερα στο χώρο του νηπιαγωγείου, οφείλει να επιδιώκεται με ιδιαίτερη σπουδή. Aπό τους δίαυλους αυτούς τα επαφικά φαινόμενα, τα οποία εδράζονται στην πρωταρχική αίσθηση βίωσης του κόσμου, στην αφή (Montagu, 1971:1), και συνιστούν τις σωματικές επαφές, που αποτελούν την πιο αρχέγονη μορφή κοινωνικής συμπεριφοράς (Argyle, 1979:3), οφείλουν  να βρίσκονται πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος κάθε νηπιαγωγού προκειμένου να επιτυγχάνει στη δημιουργία παιδαγωγικού κλίματος, ως απόρροια θετικών επικοινωνιακών επιδράσεων.

Η σωματική επαφή διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην επικοινωνία μεταξύ των νηπίων και μεταξύ νηπιαγωγών και νηπίων, επειδή το κάθε άγγιγμα μεταφέρει πληθώρα μηνυμάτων, ψυχοσυναισθηματικής, κοινωνικοπολιτισμικής κ.ά. υφής (Πολεμικός-Kοντάκος, 1999). Ειδικότερα στο χώρο του νηπιαγωγείου η απτική συμπεριφορά διαδραματίζει έναν ιδιάζοντα ρόλο τόσο για τα νήπια που την υφίστανται εκδηλώνοντας ποικίλες αντιδράσεις, όσο και για τους/τις νηπιαγωγούς που συχνά καταπονούνται σε λογοκοπικές παρεμβάσεις με αμφίβολο επικοινωνιακό αποτέλεσμα. Τα νήπια αποζητούν τη σωματική επαφή με άλλα νήπια, όπως εξάλλου και το άγγιγμα των νηπιαγωγών και γενικότερα των ενηλίκων του οικείου τους περιβάλλοντος παρωθούμενα από εσωτερικά κίνητρα. H συστηματική έρευνα αναφορικά με τις επιδράσεις της σωματικής επαφής στην ψυχοκοινωνική και συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών έδειξε πληθώρα ευεργετικών ψυχοσωματικών επιδράσεων (Παπαδάκη-Μιχαηλίδη, 2002:74-77). Το άγγιγμα συμβάλλει θετικά στην ανάπτυξη της συναισθηματικής νοημοσύνης των παιδιών επιφέροντας βελτίωση των επικοινωνιακών τους δεξιοτήτων (Chang, 2001) και οικοδομεί κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ των αγγιζόμενων παιδιών και όσων τα αγγίζουν, είτε πρόκειται για μικρά παιδιά είτε για ενήλικα άτομα (Powell, 1998). Παράλληλα, η σωματική επαφή με τη μορφή π.χ. διακριτικού αγγίγματος φαίνεται να βοηθάει όχι μόνο στη δημιουργία ευχάριστων συναισθημάτων αλλά και να αυξάνει ταυτόχρονα την κοινωνική επιρροή (Παπαδάκη-Μιχαηλίδη, 1997:143).

Για τους παραπάνω λόγους τόσο οι γονείς όσο και οι νηπιαγωγοί -ο ρόλος των οποίων μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα εφόσον αναφερόμαστε στο σχεδιασμό και την υλοποίηση εκπαιδευτικών στρατηγικών- θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι σε ζητήματα σχετικά με την απτική συμπεριφορά. Όλοι γνωρίζουμε πως το χέρι διαθέτει μια ιδιαίτερη δύναμη, πέρα από τη φυσική μυική ισχύ, η οποία μεταρσιώνει τη διαπροσωπική σχέση και την αναγάγει σε συμβολικό, ψυχοπνευματικό επίπεδο. Μια απλή χειρονομία μπορεί να διευρύνει το περιεχόμενο του προφορικού λόγου καθιστώντας τον πιο ζωντανό και παραστατικό και γι’ αυτό πιο ελκυστικό, όπως γνωρίζουμε από την εμπειρία μας στο νηπιαγωγείο (βλ. Savaria, 1987/ Πουρκός, στο Πολεμικός & Kοντάκος, 2002 κ.ά.). Όταν μάλιστα η χειρονομία αυτή προσλαμβάνει τη διάσταση του αγγίγματος, της επαφής σε συγκεκριμένο σημείο του σώματος τότε διοχετεύει και εντυπώνει εντονότερα ψυχοσυναισθηματικά κ.ά. μηνύματα, τα οποία βιώνονται με αμεσότερο τρόπο. Οι νηπιαγωγοί κατά την επαφή τους με τα νήπια στο νηπιαγωγείο γνωρίζοντας ότι δεν μεταδίδουν μόνο πληροφορίες για διδακτικά θέματα αλλά παράλληλα και για την ποιότητα των σχέσεών τους και των αισθημάτων τους (Κοντάκος & Σταμάτης, 2002) οφείλουν να αναπτύσσουν όσες απτικές συμπεριφορές είναι απαραίτητες για την ενθάρρυνση και την ψυχοσυναισθηματική ανάταση των νηπίων παροτρύνοντας παράλληλα τα νήπια να αναπτύσσουν ανάλογες συμπεριφορές μεταξύ τους. Tο γεγονός αυτό θα επιτρέψει στα νήπια να αντιληφθούν τα θετικά συναισθήματα των άλλων, μια κατάσταση που, όπως εκτιμούμε, αποτελεί θεμελιώδες ψυχοσυναισθηματικό υπόβαθρο για την οικοδόμηση ενός συνεργατικού και δημιουργικού κλίματος μεταξύ των νηπίων στη νηπιαγωγική τάξη κατά την υλοποίηση παιδαγωγικών δραστηριοτήτων.

Με βάση τις παραπάνω ερευνητικές αναφορές η αναζήτηση απτικών συμπεριφορών μεταξύ νηπίων, από την άποψη της ποσότητας, της ποιότητας και της επικοινωνιακής τους διάστασης στο χώρο του ελληνικού νηπιαγωγείου, αναμένεται να αποφέρει συμπεράσματα χρήσιμα για παιδαγωγική αξιοποίηση και πάντως να εμπλουτίσει την ελληνική παιδαγωγική έρευνα καθώς ελάχιστες σχετικές έρευνες έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα (πρβ. Κοντάκος & Πολεμικός, 1999/ Μαλικιώση-Λοίζου & Σπόντα, Βρεττός, στο Πολεμικός & Kοντάκος, 2002 κ.ά.), όπως διαπιστώθηκε από την ανασκόπηση της υπάρχουσας ελληνόγλωσσης βιβλιογραφίας, οι οποίες εστιάζουν κυρίως σε επαφικές συμπεριφορές που αναπτύσσονται μεταξύ νηπιαγωγών (ή εκπαιδευτικών) και νηπίων (ή μαθητών) και ελάχιστα μεταξύ νηπίων (Montager, 1978:162). Σε ικανοποιητικό αριθμό ανέρχονται επίσης ξενόγλωσσες έρευνες, οι οποίες εστιάζουν το ενδιαφέρον τους κυρίως στα φαινόμενα των επαφικών συμπεριφορών τα οποία εκδηλώνονται μεταξύ νεογέννητων ή βρεφών και των μητέρων τους.

Σκοπός της έρευνάς μας ήταν να διαπιστωθεί η συχνότητα εμφάνισης επαφικών φαινομένων μεταξύ νηπίων κατά τη διεξαγωγή δραστηριοτήτων αισθητικής αγωγής στο νηπιαγωγείο, η χρονική τους διάρκεια, η επικοινωνιακή τους πρόθεση και το αντίστοιχο επικοινωνιακό αποτέλεσμα. H προσέγγιση του σκοπού μας επιχειρήθηκε μέσα από τη διατύπωση των δυο ακόλουθων ερευνητικών υποθέσεων: α) τα νήπια συχνά εκδηλώνουν επαφικές συμπεριφορές και β) κατά τις νηπιακές επαφικές συμπεριφορές μεταβιβάζονται ισότιμα πληροφορίες αναφορικά με τη σχέση και με το περιεχόμενο.

Το δείγμα μας αποτέλεσαν 134 νήπια τα οποία φοιτούν σε 10 τάξεις νηπιαγωγείων της Ρόδου (2 σε αστική, 6 σε ημιαστική και 2 σε αγροτική περιοχή).

Στην έρευνά μας χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος περιγραφής και επικοινωνιακής αξιολόγησης της συμπεριφοράς με την τεχνική της βιντεοανάλυσης, η οποία συνδυάστηκε με εργαλείο συστηματικής καταγραφής των νηπιακών επαφικών συμπεριφορών που σχηματοποιήθηκε στη μορφή του Συστήματος Αξιολόγησης Νηπιακών Επαφικών Συμπεριφορών (ΣΑΝΕΣ). Οι κατηγορίες και οι υποκατηγορίες που περιλαμβάνονται στο φύλο του ΣΑΝΕΣ βασίζονται σε τρεις παραμέτρους για τη σημασία της επαφής: (α) το αγγιζόμενο μέρος του σώματος, (β) τη διάρκεια και την ένταση του αγγίγματος και (γ) το αν η επαφή αυτή είναι μονομερής ή αν υπάρχει ανταπόκριση (Κοντάκος, 2000:68). Eιδικό φύλο συντάχθηκε επίσης για την αποκωδικοποίηση του ΣΑΝΕΣ. Τα ευρήματα των παρατηρήσεών μας καταχωρήθηκαν στο φύλο εργασίας του ΣΑΝΕΣ και στη συνέχεια, μετά την κωδικοποίησή τους, εισήχθηκαν για επεξεργασία στο στατιστικό πακέτο Statview II για ηλεκτρονικό υπολογιστή (Mac).

Σύμφωνα με τα παραπάνω εκτιμάται πως πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή τόσο στην περιγραφή των ευρημάτων της έρευνας όσο στα αποτελέσματα τα οποία διατυπώνονται συνοπτικά για την οικονομία του κειμένου της παρούσας εισήγησης.

Στη διάρκεια των δέκα ημίωρων βιντεοσκοπήσεων (συνολική διάρκεια πέντε ωρών βιντεοσκόπησης) διαπιστώσαμε πως κατά την υλοποίηση δραστηριοτήτων αισθητικής αγωγής σημειώθηκαν μεταξύ των νηπίων εβδομήντα δυο  σωματικές επαφές, το σύνολο των οποίων αποτέλεσαν τα αγγίγματα με το χέρι. Yπολογίζεται πως συνέβαινε μια επαφή κάθε τεσσεράμισι λεπτά περίπου. Η σποραδική συχνότητα εμφάνισης του φαινομένου αυτού αξιολογείται αρχικά, ως γενική παρατήρηση, πως δεν συμβάλλει θετικά στην ανάπτυξη θερμού παιδαγωγικού κλίματος.

Η κατάσταση βέβαια εξισορροπείται σχετικά αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι συμβαίνουν αρκετά συγκυριακά αγγίγματα, χωρίς σκοπιμότητα καθώς τα παιδιά κάθονται το ένα δίπλα στο άλλο στον κύκλο ή εργάζονται στα τραπεζάκια εργασίας. Όπως φάνηκε από τις παρατηρήσεις μας οι επαφικές συμπεριφορές σχετίζονται με τη φύση της δραστηριότητας και εμφανίζουν ανάλογα ύφεση ή έξαρση. Σε μια δραστηριότητα π.χ. που απαιτεί συγκέντρωση προσοχής και «τάξη» τα αγγίγματα που σημειώνονται είναι ελάχιστα, ενώ σε μια ελεύθερη δραστηριότητα, στο παιχνίδι ή στο διάλειμμα τα αγγίγματα είναι πολύ περισσότερα.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της περίπτωσής μας εξάγεται επίσης το συμπέρασμα πως τα αγόρια νηπιακής ηλικίας εμφανίζουν διπλάσια περίπου τάση για εκδήλωση απτικής συμπεριφοράς σε σχέση με τα κορίτσια (Α:65,27%, Κ:34,73%). O παράγοντας «φύλο» βρέθηκε να σχετίζεται σε ικανοποιητικό βαθμό τόσο με τον τύπο των αγγιγμάτων όσο και με το σκοπό της επαφής (Φ.Aγγ/ντα- Σκοπός επ.: r2=0,047// Φ.Aγγ/ντα-Aντιδρ. Aγγ/νου: r2=0,08). Η απτική συμπεριφορά των αγοριών κατευθύνεται εξίσου σε αγόρια και κορίτσια χωρίς να εμφανίζεται ιδιαίτερη προτίμηση. Εντούτοις τα κορίτσια αγγίζουν περισσότερο άλλα κορίτσια παρά αγόρια.

Τα αγγίγματα γίνονται σχεδόν πάντα με το χέρι (91,66%) και ελάχιστα με άλλο μέρος του σώματος εκτός από την περίπτωση των εναγκαλισμών (6,94%). Τα σημεία σωματικής  επαφής των αγγιζόμενων είναι κυρίως τα χέρια (52,77%), πολλαπλά σημεία του σώματος κατά τους εναγκαλισμούς (20,83%), τα πόδια (12,5%) για τα αγγιζόμενα αγόρια (κλοτσιές) και το κεφάλι (13,88%) συνήθως για τα αγγιζόμενα κορίτσια (χάιδεμα μαλλιών).   

Αναφορικά με τη διάρκεια της σωματικής επαφής διαπιστώθηκε πως κυμαίνεται σε υψηλό ποσοστό (80,55%) μεταξύ ενός έως και τριών δευτερολέπτων γεγονός που δηλώνει πως πρόκειται ουσιαστικά για ανεπαίσθητες και στιγμιαίες επαφές, όχι όμως ανάξιες λόγου καθώς, όπως επισημάναμε στην εισαγωγή μας, και ένα περιορισμένο χρονικά άγγιγμα μπορεί να εμπεριέχει σπουδαία μηνύματα. Σωματικές επαφές μεγαλύτερης διάρκειας παρατηρήθηκαν επίσης σε περιπτώσεις εναγκαλισμών (4’’-10’’:8,33%) ή άσκοπων δραστηριοτήτων (11’’<:11,12%).

Πλαίσιο κειμένου: Γράφημα 1.
Αναφορικά με την προθετικότητα των σωματικών επαφών διαπιστώθηκε ότι αυτές κατά μείζονα λόγο, αφορούσαν σκουντήματα για προσέλκυση της προσοχής ή χάδια (20,83% αντίστοιχα), τραβήγματα και σπρωξίματα (25% συνολικά), χτυπήματα (5,55%) και συγκεκριμένες δράσεις ενταγμένες στις επιμέρους παραμέτρους υλοποίησης των δραστηριοτήτων αισθητικής αγωγής ή σε παιχνίδια, πειράγματα κ.ά. (48,62%). Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις μας συνάγεται επίσης το συμπέρασμα ότι οι επαφές μεταξύ νηπίων αντικατοπτρίζουν κατά μείζονα λόγο τη  μεταξύ τους σχεσιοδυναμική σε επικοινωνιακό επίπεδο (Γράφημα1).

                        

Οι αντιδράσεις των αγγιζόμενων νηπίων εμφανίζουν ενδιαφέρον καθώς εκτιμάται πως εκλαμβάνονται άλλοτε παθητικά-αδιάφορα (40,28%) ή αρνητικά (13,89%) και άλλοτε θετικά (45,83%) ανάλογα με την περίσταση. Υπερτερεί οριακά το ποσοστό της θετικής αντίδρασης του αγγιζόμενου νηπίου γεγονός που αν συνεκτιμηθεί με το επικοινωνιακό αποτέλεσμα, το οποίο εκτιμήθηκε ως θετικό (52,78%) και τη διάρκεια της σωματικής επαφής, οδηγούμαστε στο ασφαλές συμπέρασμα πως η σωματική επαφή προκαλεί συχνά το ενδιαφέρον των νηπίων, καθώς αυτή αποτελεί παράλληλα κι έναν αξιόλογο δίαυλο μη λεκτικής επικοινωνίας.

Καταλήγοντας, εκτιμούμε πως η επαφή μεταξύ των νηπίων, η οποία όπως φάνηκε από την έρευνά μας δεν αποτελεί συχνό φαινόμενο κατά τη διεξαγωγή των δραστηριοτήτων αισθητικής αγωγής στο νηπιαγωγείο παρά μόνο συγκυριακό και στιγμιαίο, στις περισσότερες των περιπτώσεων, θα μπορούσε να ενθαρρυνθεί συστηματικά από τους/τις νηπιαγωγούς, μέσα από το σύνολο των δραστηριοτήτων στο νηπιαγωγείο και ειδικότερα των εικαστικών, εκτιμώντας πως αποτελεί παιδαγωγικά ορθή στρατηγική ανάπτυξης θερμότερων διαπροσωπικών σχέσεων. Oι σχέσεις αυτές συμβάλλουν θετικά στην παιδαγωγική επικοινωνία στη νηπιαγωγική τάξη, στη συνεργατικότητα και τελικά στην κοινωνικοποίηση των νηπίων με όρους ανθρωπιάς.

 

 

Βιβλιογραφία

Argyle, M. (1979). Körpersprache und Kommunikation. Paderborn: Junfermann.

Chang, A. (2001). The essence of Touch in emotional communication evaluating the emotional quality of low bandwidth touch. Haptic emotional communication. Google db.

Montager, H. (1978). L’ enfant et la communication. Pernoud/Stock.

Montagu, A. (1997). Touching the Human Significance of Skin. Harper & Row.

Powell,A. (1998). Children need touching and attention, Harvard researchers say. The Harvard University Gazette (April 09, 1998).

Savaria,Ph. (1987). Fanctions communicatives de la gestualite, apercu historigue et persectives didactiques, These de doctorat, Univarsite de la Sorbonne Nouvelle–Paris III.

Κοντάκος, Α. & Πολεμικός, Ν. (1999). Η μη λεκτική επικοινωνία στο ειδικό και κανονικό σχολείο. Το παράδειγμα της απτικής συμπεριφοράς. Μια εμπειρική έρευνα. Στο Κ.Π. Χάρης-Ν.Β. Πετρουλάκης-Σ. Νικόδημος (επιμ.) Πρακτικά 1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Π.E.E. (Ναύπακτος 1998), σ.σ. 263-270. Αθήνα: Ατραπός.

Κοντάκος, Α. & Πολεμικός, Ν. (2000). Η μη λεκτική επικοινωνία στο νηπιαγωγείο. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κοντάκος, Α. & Σταμάτης, Π.Ι. (2002). Αρχές μιας επικοινωνιακής υγιεινής στο νηπιαγωγείο. Στο Ν. Πολεμικός, Μ. Καίλα, Φ. Καλαβάσης (επιμ.). Εκπαιδευτική, οικογενειακή και πολιτική ψυχοπαθολογία, τ. Γ’ Αποκλίσεις στο χώρο της εκπαίδευσης. Αθήνα: Ατραπός.

Παπαδάκη-Μιχαηλίδη, Ε. (1997). Η σιωπηλή γλώσσα των συναισθημάτων. Η μη λεκτική επικοινωνία στις διαπροσωπικές σχέσεις. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Πολεμικός, N. & Κοντάκος, A. (2002). Μη λεκτική επικοινωνία, Σύγχρονες θεωρητικές και ερευνητικές προσεγγίσεις στην Ελλάδα (επιμ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.