Παγκοσμιοποίηση, Περιβάλλον & Περιβαλλοντική Εκπαίδευση

 

 

Ιωάννη Φύκαρη

 Υποψ. Διδάκτορα

 

 

Ως όρος η "Παγκοσμιοποίηση"(Π.) εμφανίσθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, προωθώντας τη σταδιακή ενσωμάτωση κρατών και ατόμων στην παγκόσμια αγορά και επικοινωνία αίροντας τα όρια και τα «τείχη», που αποδεικνύονται ανίσχυρα.

Η έννοια της Π. υιοθετήθηκε από ευρύτερες κατηγορίες διανοουμένων, οι οποίοι τη χρησιμοποίησαν για να εκφράσουν με πειστικότερο τρόπο τις εξελίξεις που παρατηρούνται στην οικονομική και κοινωνική ζωή του πλανήτη, κυρίως λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, η οποία συντελεί στην ενοποίηση του πλανήτη και στην ουσιαστική κατάργηση του γεωγραφικού χώρου με την ταυτόχρονη αποσύνδεση χώρου και χρόνου. Αυτή η νέα σχέση μεταξύ χώρου και  χρόνου αποτελεί και το ειδοποιό στοιχείο των συνθηκών παγκοσμιοποίησης.

Ο διεθνής χαρακτήρας της οικονομίας διαπιστώνεται από το 14ο αι μ.Χ., με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων πέρα από τα στενά όρια του εθνικού κράτους («εμπορικός καπιταλισμός»), οπότε και αναπτύσσεται το εμπόριο μεταξύ Αγγλίας και Κάτω Χωρών. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Ε. Wallerstein η παγκόσμια οικονομία το 16ο αι. λειτουργεί ως ένα σύστημα κρατών που εμπλέκονταν σε οικονομικές ανταλλαγές και ανταγωνισμό, χωρίς κανένα από αυτά να είναι ικανό να κυριαρχήσει έναντι των άλλων σε βαθμό που να καταστρέψει τους μηχανισμούς της αγοράς. Κατά το 19ο αι. παρατηρείται αύξηση του εμπορίου και των επενδύσεων ενώ  ταυτόχρονα ο κόσμος αρχίζει να κινείται γρηγορότερα και να επικοινωνεί ευκολότερα. Η περίοδος του Μεσοπολέμου(1919-1939) χαρακτηρίσθηκε από τη μεγάλη οικονομική κρίση της περιόδου 1929-1932(Κραχ 24/10/1929 στις ΗΠΑ). Μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο μια σειρά πολιτικών αποφάσεων δημιουργούν την αντίληψη ότι οι αυξανόμενες οικονομικές συναλλαγές θα συντελέσουν στην παγκόσμια ειρήνη και ευημερία. Την περίοδο αυτή κυρίαρχη θέση κατέχει η Κευνσιανή θεωρία, θεμελιώδη στοιχεία της οποίας αποτελούν: α) μία κατάσταση γενικευμένης ανεργίας θα μπορούσε να αποτελεί κατάσταση ανταγωνιστικής ισορροπίας και β) για να  καταπολεμηθεί η οικονομική ύφεση είναι απαραίτητη η παρέμβαση της κυβέρνησης με αύξηση των δημοσίων δαπανών για κατανάλωση και επένδυση. Μετά το 1970 και ειδικότερα μετά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, η προώθηση από τις αναπτυγμένες χώρες της "ελεύθερης αγοράς",  δρομολογεί  νέες εξελίξεις. Η ισχύς των αναπτυγμένων βιομηχανικά και τεχνολογικά χωρών μεταφράζεται σε πίεση επί των αναπτυσσομένων και υποανάπτυκτων χωρών για μείωση των μέτρων προστασίας των αγορών τους.

Η επιτάχυνση των τεχνολογικών εξελίξεων και κυρίως οι ραγδαίες βελτιώσεις και ανακαλύψεις στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, της πληροφορικής, της βιοτεχνολογίας, των νέων υλικών κ.λ.π. οδηγούν τις επιχειρήσεις σε μια διευρυμένη προσπάθεια αναζήτησης σχημάτων, συνεργασιών, συμμαχιών και συμπράξεων σε εθνικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Η διατήρηση ή και ενίσχυση της οικονομικής υπεροχής μιας χώρας εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από την ικανότητά της να παραγάγει σύγχρονη τεχνολογία, που με τη σειρά της είναι αποτέλεσμα υπεροχής των γνώσεων και των εκπαιδευτικών  και ερευνητικών συστημάτων που εφαρμόζει σε σχέση με εκείνα των άλλων ανταγωνιστικών χωρών. Επειδή, όμως, η ανάπτυξη της σύγχρονης τεχνολογίας απαιτεί την κινητοποίηση μεγάλων επενδύσεων ο ανταγωνισμός χάνει τον εθνικό ή περιφερειακό του χαρακτήρα και εμπλέκει όλο και περισσότερες ομάδες επιχειρήσεων με παγκόσμια εμβέλεια. Η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών αποτελεί την «τρίτη» βιομηχανική επανάσταση που βρίσκεται σε εξέλιξη και εξαρτάται από τους παράγοντες της γνώσης και της εξειδίκευσης του ανθρώπινου δυναμικού. Καθίσταται, επομένως, σαφές ότι το κεφάλαιο και η τεχνολογία αποτελούν τους βασικούς συντελεστές παραγωγής στη σύγχρονη εποχή, οι οποίοι, ωστόσο, αδυνατούν να λειτουργήσουν στον "κλειστό" χώρο των εθνικών αγορών. Οι περισσότερεσ, ωστ’οσο, απόψεις της Π. Είναι αμφιλεγόμενες. ΄Αλλες την χαρακτηρίζουν ως "μύθο" και άλλες επισημαίνουν ότι η Π. όχι μόνο είναι πραγματική αλλά έχει προχωρήσει και τόσο που πλέον η ανθρωπότητα ζει σε ένα κόσμο χωρίς ουσιαστικά σύνορα. Εξαιτίας της άμεσης πρόσβασης στην πληροφορία, της διευκόλυνσης της κινητικότητας των ανθρώπων δίνεται η δυνατότητα για προώθηση κοινωνικών σχέσεων των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Επιπλέον η σχέση του τοπικού και του παγκόσμιου αλλάζει, μετασχηματίζοντας το επίπεδο των συσχετίσεων και τις δομές των τοπικών κοινοτήτων.

Παρά το γεγονός ότι η Π. αποτελεί μια αναμφισβήτητη οικονομική πραγματικότητα θα μπορούσε να παρερμηνευθεί αν της αποδιδόταν μόνο οικονομικός χαρακτήρας. Σε κάθε περίπτωση η Π. δεν αφορά αποκλειστικά την οικονομική αλληλεξάρτηση αλλά και τις χωροχρονικές μεταβολές στη ζωή των ανθρώπων. Μακρινά συμβάντα οικονομικού ή μη οικονομικού χαρακτήρα μας επηρεάζουν πιο άμεσα και πιο γρήγορα από ό,τι στο παρελθόν. Αλλά και αντίστροφα οι αποφάσεις που λαμβάνουμε ως άτομα ενδέχεται να έχουν παγκόσμιες επιπτώσεις. Η διασύνδεση αυτή του τοπικού με το παγκόσμιο υποστηρίζεται ιδιαίτερα από τον Giddens, ο οποίος επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι η απόφαση του ατόμου να αγοράσει ένα συγκεκριμένο προιόν έχει επιπτώσεις όχι μόνο στη διεθνή κατανομή εργασίας αλλά και στα οικοσυστήματα της Γης. Η 50η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, το 1995, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το θεμελιώδες στοιχείο στη διαδικασία της Π. είναι η διαλεκτική σχέση μεταξύ της τοπικής ζωής και της πολιτισμικής εμπειρίας με το είδος και τη λειτουργία των παγκόσμιων δομών.

Γίνεται, επομένως, σαφές ότι η Π. είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο  πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολιτιστικών και περιβαλλοντικών παραμέτρων, αλλάζει την καθημερινή ζωή των ανθρώπων δημιουργώντας ταυτόχρονα νέα διεθνικά συστήματα και δυνάμεις. Παράλληλα τείνει προς μεταμόρφωση των θεσμών των κοινωνιών και στην ανάδυση ενός "νέου ατομισμού", ο οποίος συνδέεται με την υποχώρηση της παράδοσης και των εθίμων. Ο Robertson συγκεκριμένα αντιλαμβάνεται την Π. ως μια παγκόσμια ενοποίηση, η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο της ανάπτυξης κοινωνικών σχέσεων, ως ένα είδος "παγκόσμιας ανθρώπινης συνθήκης", στην οποία διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης ζωής αλληλοσυνδέονται. Στο μοντέλο της "ενότητας" που προτείνει η κοινωνική και πολιτισμική διαφοροποίηση γίνεται αντιληπτή στο επίπεδο του κόσμου ως συνόλου.     Αξιοσημείωτο, ωστόσο, σημείο αποτελεί ότι δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός της Π. Εντούτοις, στους ορισμούς που έχουν δοθεί, χωρίς να αγνοείται η οικονομική διάσταση, εκείνο το οποίο τονίζεται ιδιαίτερα είναι η κοινωνική προοπτική της Π.. Για τον Robertson η Π. ως ιδέα παραπέμπει ταυτόχρονα στη σύνθεση του κόσμου και στην επίγνωσή του ως ολότητα ενώ για τον Giddens με τον όρο Π. νοείται η επέκταση των παγκόσμιων κοινωνικών σχέσεων, οι οποίες ενώνουν απομονωμένες περιοχές κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τοπικά συμβάντα να επηρεάζονται από γεγονότα που συνέβησαν πολύ μακρυά. Για τον Waters ως Π. ορίζεται η κοινωνική διαδικασία στην οποία οι γεωγραφικοί εξαναγκασμοί για κοινωνικές και πολιτισμικές ρυθμίσεις υποχωρούν και οι άνθρωποι κατανοούν ολοένα και περισσότερο ότι είναι πεπερασμένοι. Η εκτίμηση που προκύπτει είναι ότι με την  Π. γίνεται άμεση η σύνδεση του τοπικού με το παγκόσμιο. Ολοένα και περισσότεροι κάτοικοι του πλανήτη έχουν αρχίσει να τον βλέπουν ως ένα "κοινό σπίτι", το οποίο χρειάζεται να διατηρηθεί. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης η ιδέα που κερδίζει συνεχώς έδαφος είναι ότι η ανθρώπινη κοινωνία σχετίζεται και αλληλοεξαρτάται με τα φυσικά όρια της Γης και των συστατικών πηγών της. Οι πεπερασμένες δυνατοτήτες της Γης επισημαίνονται από τον ΄Ομιλο της Ρώμης, τη δεκαετία του 1970, τονίζοντας ότι τόσο η αύξηση του πληθυσμού της Γης όσο και η αύξηση των οικονομικών μεγεθών πρέπει να έχουν κάποια  όρια εξαιτίας των περιορισμένων δυνατοτήτων του πλανήτη. Η συνειδητοποίηση των εξελίξεων αυτών οδήγησε στην εκτίμηση ότι η οικολογική απειλή δεν γνωρίζει σύνορα. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του πρώην υπουργού εξωτερικών της πρώην Σοβιετικής ΄Ενωσης Ε. Σεβαρνάτζε, το 1988, ο οποίος από το βήμα του ΟΗΕ τόνισε:"Σε πείσμα του διπολισμού, η βιόσφαιρα δεν αναγνωρίζει τη διαίρεση σε μπλοκ, συμμαχίες και άλλα παρεμφερή. ΄Ολοι οι άνθρωποι μοιράζονται το ίδιο κλιματολογικό καθεστώς". Γενική, επίσης, διαπίστωση υπήρξε ότι τόσο η διαχείρηση των φυσικών πόρων αλλά και ο υπερπληθυσμός όσο και τα πολιτικά και οικονομικά δεδομένα του σημερινού κόσμου αλληλοδιαπλέκονται. Ενώ η παραγωγή τροφίμων αυξάνεται κατά τις τελευταίες δεκαετίες και θεωρητικά θα επαρκούσε για να θρέψει τον πληθυσμό όλου του πλανήτη, στην πράξη αυτό δεν συμβαίνει. Οι πολίτες των αναπτυγμένων χωρών καταναλώνουν πολύ περισσότερους φυσικούς πόρους από ό,τι των αναπτυσσομένων και προπάντων των υποανάπτυκτων. Από την άλλη πλευρά η αλληλοδιαπλοκή των διαφόρων περιβαλλοντικών προβλημάτων καθιστά αδύνατη τη μονομερή επίλυση των προβλημάτων του πλανήτη και σύμφωνα με τον πρώην Γ. Γ. του ΟΗΕ Μ.Γκάλι "τα πραγματικά προβλήματα που θα ταλαιπωρήσουν τον πλανήτη είναι προβλήματα που θα λυθούν μόνο σε πλανητικό επίπεδο". Η εξεύρεση λύσεων προυποθέτει τόσο κοινωνικές όσο και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, αλλά κυρίως μία "ολική" προσέγγιση, όπου άνθρωπος και πλανήτης συναπαρτίζουν μια αναπόσπαστη ενότητα και ο άνθρωπος παύει να είναι κυρίαρχος της φύσης αλλά συνεταίρος στην πορεία της ζωής όλων των όντων. Προς την κατεύθυνση αυτή η οικολογική σκέψη δεν αποτελεί μια απλή συνειδητοποίηση της κρίσης του περιβάλλοντος αλλά αφετηρία για ευρύτερο μετασχηματισμό της σκέψης και της πρακτικής των ανθρώπων, οι οποίοι πρέπει να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον κόσμο. Στο πλαίσιο αυτό κινείται και η άποψη ότι στο μέλλον η έννοια της ευημερίας των εθνών θα σχετίζεται όλο και πιο έντονα με την προσπάθεια περιορισμού των καταναλωτικών αναγκών, χωρίς αυτό να σημαίνει την επικράτηση ενός πρωτογονισμού, αλλά αντίθετα την αναδόμηση των καταναλωτικών αναγκών («μετα-υλιστικές αξίες»). Η πορεία αυτή κρίθηκε ως μία από τις βασικότερους οδούς στην αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και ονομάσθηκε πορεία προς την αειφόρο ανάπτυξη, με την οποία επιχειρείται η ικανοποίηση των αναγκών του παρόντος, χωρίς όμως να μειώνεται η ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες. Για να επιτευχθεί, ωστόσο, η αειφόρος ανάπτυξη απαιτείται συντονισμός ενεργειών και δράσεων που να ξεπερνούν κράτη, έθνη, φυλή και όποιες άλλες κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Η έννοια της αειφορίας συνάδει με την ευρύτερη έννοια ενός "οικολογικού εκσυγχρονισμού", ο οποίος σύμφωνα με το θεωρητικό του οικολογικού εκσυγχρονισμού, Μartin Hajer, νοείται ως: " Πρόληψη αντί για θεραπεία, συσχετισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας και οικονομικής ανάπτυξης". Συχνά, ωστόσο, η έννοια της αειφόρου ανάπτυξης λαμβάνει διαφορετικές διαστάσεις ανάλογα με την οπτική με την οποία προσεγγίζεται. Από οικονομικής απόψεως, για τις πλούσιες χώρες, σημαίνει μείωση των ποσών ενέργειας και φυσικών πόρων που καταναλώνονται με παράλληλη σταθεροποίηση του ανθρώπινου πληθυσμού ενώ για τις φτωχές χώρες σημαίνει ανύψωση του βιοτικού επιπέδου. Τέλος, από περιβαλλοντική άποψη, σημαίνει ταυτόχρονα λογική διαχείρηση των φυσικών πόρων, εξασφάλιση τροφής και μείωση κάθε είδους ρύπων.

Η Συνθήκη του Μάαστριχτ (7/12/1992),επικύρωσε τις θέσεις του 5ου Προγράμματος Δράσης για το περιβάλλον, της Ευρωπαικής ΄Ενωσης, αναθέτοντας την ευθύνη της προστασίας του περιβάλλοντος από κοινού σε δημόσιες αρχές, ιδιωτικές επιχειρήσεις και στο γενικότερο πληθυσμό ενώ κύριο προσανατολισμό αποτέλεσε η πιο δραστήρια προσέγγιση των περιβαλλοντικών ζητημάτων συνδυαστικά με τη χρήση των δυνάμεων της αγοράς.

΄Ολες οι ανωτέρω ενέργειες αποτελούν συνέπεια της αδιαμφισβήτητης αντίληψης του παγκόσμιου χαρακτήρα των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Η πολλαπλή επιβάρυνση του περιβάλλοντος μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονη σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη, ιδίως στις βιομηχανικές χώρες και στις χώρες με μεγάλο πληθυσμό. ΄Ομως οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις τους επιβαρύνουν συνολικά το παγκόσμιο οικοσύστημα, καθιστώντας αναγκαίο για την αντιμετώπισή τους το συντονισμό προσπαθειών σε παγκόσμια κλίμακα.. Καμία, ωστόσο, ενέργεια δεν μπορεί να αποδώσει το μέγιστο αποτέλεσμα αν δεν υπάρξει συνειδητοποίηση του προβλήματος, ευαισθητοποίηση και κυρίως πεποίθηση ότι υπάρχει ακόμη χρόνος για  δράση ατομική και συλλογική. Το απόφθεγμα "σκέψου παγκόσμια, δράσε τοπικά" αποτελεί το έναυσμα για μία προσπάθεια εξεύρεσης μέσων και μέτρων για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Κυρίως όμως απαιτεί συνειδητοποίηση της υφιστάμενης κατάστασης και αναπροσαρμογή στάσεων και τρόπου ζωής. Ως εκ τούτου η Περιβαλλοντική Εκπαίδευση(Π.Ε.) επιβλήθηκε απο την ανάγκη πληρέστερης και σφαιρικότερης γνώσης, αλλά και ευαισθητοποίησης για τον κόσμο γύρω μας. Λέγοντας σφαιρικότερη γνώση του κόσμου νοείται ευρύτερα το σύστημα και το είδος των αλληλεξαρτήσεων που αναπτύσσεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τον περιβάλλοντα χώρο του, καθώς επίσης και το πλαίσιο επικοινωνίας και αλληλενέργειας μεταξύ των ανθρώπων. Η Π.Ε. δεν παραπέμπει σε φυσιολατρικές προσεγγίσεις ή απλές εξορμήσεις για τη γνώση της χλωρίδας και της πανίδας διαφόρων οικοσυστημάτων. Χωρίς, ωστόσο, να απορρίπτει κάτι τέτοιο προχωρά παραπέρα προσπαθώντας να αναδείξει τα περιβαλλοντικά προβλήματα και ταυτόχρονα να πείσει ότι απαιτείται συλλογική και δια βίου προσπάθεια για την αντιμετώπισή τους.

Η προσέγγιση της έννοιας του περιβάλλοντος μέσω της Π.Ε. γίνεται με συστημικό και διεπιστημονικό τρόπο. Σε όλους τους ορισμούς που έχουν δοθεί για την Π.Ε. τονίζεται ότι το περιβάλλον τείνει να θεωρείται στο συνολό του, το φυσικό και το ανθρωπογενές. Παράλληλα αναθεωρείται η σχέση φύσης και ανθρώπου, ο οποίος από κυρίαρχος της φύσης γίνεται ένας παράγοντας μιας ολότητας που είναι το περιβάλλον.

Η Π.Ε. είναι μια εκπαίδευση ΓΙΑ το περιβάλλον, ΜΕΣΑ στο περιβάλλον και ΓΙΑ ΧΑΡΗ του περιβάλλοντος. Μέσω των τριών αυτών διαστάσεων επιδιώκεται η επίγνωση από το άτομο των συνθηκών και αναγκών του περιβάλλοντος και η ευαισθητοποίηση προς κινητοποίηση επίλυσης περιβαλλοντικών προβλημάτων. Οι τρεις αυτές διαστάσεις αλληλοσυμπληρώνονται και δρουν συνδυαστικά. Γενικότερα, η Π.Ε., σύμφωνα με τον επίσημο ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, στοχεύει στη διαμόρφωση συνειδητών πολιτών με γνώση, ευαισθησία, φαντασία και επίγνωση των σχέσεων που τους συνδέουν με το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, έτοιμους να προτείνουν λύσεις και να συμμετέχουν στη λήψη και στην εκτέλεση αποφάσεων. Για να επιτευχθούν οι επιδιώξεις της Π.Ε. το βασικό ζητούμενο είναι ένα άνοιγμα της εκπαίδευσης προς μια τέτοια κατεύθυνση. ΄Ενα άνοιγμα του σχολείου προς τις σύγχρονες ανάγκες της ζωής με υπέρβαση του απομονωτισμού και της εσωστρέφειας. Η ενεργοποίηση για τοπική δράση πρέπει να έχει έναν παγκόσμιο ορίζοντα. Το σχολείο επιβάλλεται πλέον να επαναπροσδιορίσει τους στόχους και τους προσανατολισμούς του προς τη δημιουργία ατόμων που σκέπτονται σε βάθος τις δράσεις και τις ενέργειές τους. Το άτομο επιβάλλεται να συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι καταδικασμένο να προσαρμοσθεί αναγκαστικά στα νέα δεδομένα, αποδεχόμενο παθητικά μια τέτοια εξέλιξη ως αναπόφευκτη. Στη νέα παγκοσμιοποιημένη κοινωνία απαιτούνται σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής τα καλύτερα αποτελέσματα. ΄Οχι τα ίδια από όλους αλλά το καλύτερο από τον καθένα. Κι αυτό αποτελεί μια αναγκαιότητα για την αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Στο πλαίσιο ενός νέου "ατομοκεντρισμού", στην εποχή της μεταμοντερνικότητας, όπου το ζητούμενο είναι η εξυπηρέτηση των ατομικών συμφερόντων, η εκπαίδευση συμβάλλει εντείνοντας την ανταγωνιστικότητα και την εξίσωση του μέγιστου αποτελέσματος από όλους. Η Π.Ε. έρχεται να δώσει μια νέα προοπτική. Να κάνει το σχολείο πιο ελκυστικό, πιο δημιουργικό και κυρίως περισσότερο κοινωνικό. Είναι ουτοπία να ισχυριστεί κανείς ότι η Π.Ε. θα λειτουργήσει ως πανάκεια και θα δώσει τις απαιτούμενες λύσεις στα περιβαλλοντικά προβλήματα. Είναι όμως ευκταίο να υποστηριχθεί ότι έχει τις προυποθέσεις ώστε να θέσει τις βάσεις για ένα σχολείο ανοιχτό στις προκλήσεις, που θα προσφέρει χρηστικές γνώσεις με βιωματική προσέγγιση των αντικειμένων, όπου ο μαθητής δεν είναι παθητικός δέκτης αλλά ενεργός και ουσιαστικός συντελεστής στην απόκτηση του μαθησιακού περιεχομένου. Ο παράγοντας αυτός καθίσταται ιδιαίτερα σημαντικός λαμβάνοντας ως δεδομένο το νέο παγκοσμιοποιημένο κοινωνικό αλλά κυρίως το περιβαλλοντικό πλαίσιο, το οποίο προβάλλει. Βασικό ζητούμενο γίνεται η προσδοκία για μια καλύτερη ζωή όλων των ανθρώπων του πλανήτη. Για το λόγο αυτό γίνεται αναγκαία η συνεργασία και η αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων χωρίς αφορισμούς και απορρίψεις και ταυτόχρονα η παρότρυνση για ένα βαθύτερο προβληματισμό και εσωτερική αναζήτηση. Σε αυτή τη συνεργασία μπορούν να συμβάλουν οι εθνικές, πολιτικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες των λαών. Αυτό δημιουργεί μια εξαιρετική ευκαιρία για γνώση αλλά και για επιλογή στάσεων και τρόπων ζωής και συμπεριφορών, και ταυτόχρονα ένα νέο ελπιδοφόρο όραμα για την πορεία του κόσμου στο σύνολό του.

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γεωργόπουλος, Α, Γη: ΄Ενας μικρός - εύθραυστος πλανήτης, Αθήνα 1996.

Επίσημη Εφημερίδα Ευρωπαικών Κοινοτήτων, αρ. C138/21, 17-5-1993.

Μελάς, Κ., Παγκοσμιοποίηση: Νέα φάση διεθνοποίησης της οικονομίας. Μύθοι και πραγματικότητα, Αθήνα 1999.

Ρουμελιώτης, Π., Η πορεία προς την παγκοσμιοποίηση. Η ευρωπαική στρατηγική για τον 21ο αιώνα, Αθήνα 1996.

Φλογαίτη, Ε., Περιβαλλοντική Εκπαίδευση, Αθήνα 1993.

Φύκαρης, Ι., Η περιβαλλοντική εκπαίδευση στην εκπαίδευση εκπαιδευτικών στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1998.

Φύκαρης, Ι., Ο περιβάλλων κόσμος και η περιβαλλοντική εκπαίδευση, Θεσσαλονίκη 2001.

Χαραλάμπης, Δ., Δημοκρατία και παγκοσμιοποίηση, Αθήνα 1998.

Eade, J., Living the global city. Globalization as a local process, London:Routledge 1997.

Gay, P., "In the name of globalization. Enterprising up Nations, Organizations and Individual", In Leisink, P.(ed): Globalization and Labour relations, Northampton:Edward Elgar Press 1999.

Giddens, A., The consequences of Modernity, Cambridge 1990.

Giddens, A., Πέραν της αριστεράς και της δεξιάς, μτφ. Στέφανος Ροζάνης, Αθήνα 1999.

Hajer, M., The politics of environmental discourse, Oxford:Claredon 1995.

Harvey, D., "What s green and makes the environment go round;", In Jameson, F. and Miyoshi, M.(eds): The cultures of globalization, Duke:Duke University Press 1998.

Hirst, P. and Thompson, G., "Globalization. Frequently asked questions and some surprising answer", In Leisink, P.(ed): Globalization and Labour relations, Northampton:Edward Elgar Press 1999.

Joan, M., "Environmental justice (local and global)", In Jameson, F. and Miyoshi, M.(eds): The cultures of globalization, Duke: Duke University Press 1998.

Ohmae, K., The end of the Nation State. The rise of regional economies, London:Harper Collins Press 1995.

Robertson, R., Globalization, London:Sage Publications1992.

Svelticic, M. and Singer, H., The world economy. Challenges of globalization and regionalization, London:Sage Publications 1996.

Tomilson, J., Globalization and Culture, Cambridge:Polity Press 1999.

 

ABSTRACT

The meaning of Globalization(G.) is a complex phenomenon, which has been appeared with contemporary scheme the last twenty years as a result of the rabid development of technology. One of  the disantvantages of G. is the negative consequences of the environment. From different aspects has been supported that demanded the protection of the environment. To achieve that is necessary collective and inter-state action. Generally is demanded awareness and different attitudes of the lifestyle of any citizen. The responsibility is taken over by the school which through the process of Environmental Education aims to create citizens with knowledge, awareness and sense for indivitual and collective participation in local action, which have, however, a global promotion.