«Η αυτοαντίληψη και η σχέση της με την επαγγελματική ανάπτυξη του ανθρώπου :

Η αναγκαιότητα εξέτασης του μορφώματος, στα πλαίσια των σύγχρονων κοινωνικοοικονομικών (παγκοσμιοποιημένων)

εξελίξεων της Κοινωνίας της Γνώσης».

 

 

Του Δημήτρη Γ. Φράγκου

Σχολικού Συμβούλου Δημοτικής Εκπαίδευσης

Υποψ. Διδ/ρα  Επιστημών της Αγωγής

στο Π.Τ.Δ.Ε. του Πανεπιστημίου Πατρών

 

 

 

Κυρίες και κύριοι Σύνεδροι.

 

Η ενασχόληση με την αντίληψη που έχει το άτομο για τον εαυτό του, παρουσιάζει μια μακρά πορεία στο χώρο των επιστημών της Παιδαγωγικής και της Ψυχολογίας. Τα τελευταία χρόνια, με την έκρηξη των ερευνών στο χώρο του «εαυτού», οι ερευνητές των κοινωνικών επιστημών, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, επικεντρώνονται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη μελέτη της αυτοαντίληψης του ατόμου, γενικότερα, και του παιδιού ιδιαίτερα. Αναγνωρίζουν, έτσι, ως απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής προσαρμογής και της ψυχικής υγείας, το συναισθηματικό στοιχείο του αναπτυσσόμενου ανθρώπου.

Η θετική εικόνα του εαυτού, αποτελεί για το παιδί, σημαντικό στοιχείο στην καθόλου ανάπτυξή του, θεωρούμενο επιθυμητό χαρακτηριστικό «αφ’ εαυτού» και εκτιμάται ιδιαίτερα, χάρη στη δράση της ως μεσολαβούσα για ένα πλήθος επιθυμητών συμπεριφορών ( Beane, ΄80 – Hansford & Hattie, ΄82 - Φλουρής, ΄83 – Τζάνη, ΄83 - Πιντέρης, ΄85 - Φλουρής και Μασσιάλας, ΄88 κ.ά.).

Κοινή παραδοχή είναι, ότι η απόκτηση από μέρους των ατόμων και στη συγκεκριμένη περίπτωση των παιδιών, της έννοιας της αυτοαντίληψης, αποτελεί μια διαδικασία που συντελείται βαθμιαία και για μακρό χρονικό διάστημα. Πολλοί μελετητές θεωρούν ότι η διαδικασία ολοκληρώνεται στην πρώτη παιδική ηλικία και άλλοι υποστηρίζουν πως η διαμόρφωσή της οριστικοποιείται στη διάρκεια της εφηβείας. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που θεωρούν την αυτοαντίληψη ως μια προσωπική θεωρία που υφίσταται συνεχείς αλλαγές, καθώς βρίσκεται κάτω από την επίδραση νέων πληροφοριών (Λεονταρή, ΄96).

Η έννοια και το περιεχόμενο που παίρνει «ο εαυτός» και κατά συνέπεια η αυτοαντίληψη κατά την εφηβεία και οι διάφορες προσεγγίσεις από το χώρο της ψυχολογίας, συγκλίνουν στο ότι η ηλικία αυτή είναι εκείνη κατά την οποία το άτομο διαμορφώνει την ταυτότητά του (Παρασκευόπουλος, ΄85).

Στο στάδιο αυτό, παρατηρείται μια αναδιοργάνωση της προσωπικότητας, με αφετηρία την αλλαγή της σωματικής εικόνας και την αναζήτηση ταυτότητας, με σκοπό την ένταξη του ατόμου στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν τα ενδιαφέροντά του, σε σχέση με τη συνέχιση των σπουδών του και την επιλογή καριέρας, στοχεύοντας να καθορίσει για τον εαυτό του κάποιο ρόλο, που από μόνο του επέλεξε (Λεονταρή, ΄96).

Είναι γενικότερα αποδεκτό, ότι η αυτοαντίληψη είναι το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης διαφόρων παραγόντων, που θεωρούνται καθοριστικοί για την ανάπτυξη και τη διαμόρφωσή της.  Κάθε άτομο, μέσα σ’ αυτήν την αλληλεπίδραση των παραγόντων του, εσωτερικών και εξωτερικών, δρα με το δικό του τρόπο και υποχρεώνει τους άλλους, ανάλογα με τις αντιδράσεις του, να διαμορφώσουν και τη δική τους στάση απέναντί του. Η αυτοαντίληψη, λοιπόν, διαμορφώνεται από τις πράξεις και τις αντιδράσεις των άλλων στα πλαίσια των διαπροσωπικών σχέσεων (Cooley, 1902) ή από τις παρεμβάσεις των « σημαντικών άλλων » (Rosenberg, ΄79), αλλά και από τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης κατάστασης (Λεονταρή, ΄96).

Η Παιδεία και η πρακτική της έκφραση η Εκπαίδευση, ανήκει σίγουρα στους παράγοντες διαμόρφωσης της αυτοαντίληψης και των εμφανιζομένων την περίοδο αυτή διαφόρων ενδιαφερόντων, εκπαιδευτικών και επαγγελματικών. Τα βιβλία, τα αναλυτικά και ωρολόγια προγράμματα λειτουργίας, οι συνθήκες λειτουργίας του εκπαιδευτικού ιδρύματος και η γενικότερη φιλοσοφική του θεώρηση ως προς το είδος της παιδείας που θέλει να δώσει και το είδος του ανθρώπου στη δημιουργία του οποίου θέλει να συμβάλει, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο. Προκειμένου, λοιπόν, να μπορέσει να παίξει το ρόλο της σωστά, προς την κατεύθυνση αυτή, θεωρούμε ότι, είναι αναγκαία η εισαγωγή ενός νέου θεσμού στην εκπαίδευση, εκείνου της «Συμβουλευτικής - Προσανατολισμού» (Μπρούζος, ΄95).

Ο θεσμός αυτός, είναι εκείνος ο οποίος θα βοηθήσει στη δυνατότητα διαμόρφωσης συνθηκών ανάπτυξης, σωστής και ομαλής διάπλασης της αυτογνωσίας και της αυτοαντίληψης των νέων ατόμων και ταυτόχρονα, θα καθοδηγήσει σωστά τους γονείς και τους όποιους άλλους σχετικούς παράγοντες, προκειμένου να βοηθήσουν τα άτομα της ηλικίας αυτής, να αναπτύξουν τα επαγγελματικά τους ενδιαφέροντα και να κάνουν, την ώρα των αποφάσεων, τις «σωστές επιλογές».

Σήμερα η Συμβουλευτική, σε θέματα εκπαιδευτικού και επαγγελματικού προσανατολισμού, εμφανίζεται ως «κοινή τάση» διεθνώς και μάλιστα ως μια διαρκής διαδικασία που θα πρέπει να αρχίζει από τα πρώτα σχολικά χρόνια (Κρίβας, ΄95). Και τούτο, γιατί θεωρείται «Παιδαγωγική πράξη», και ως τέτοια, δεν μπορεί να αποτελεί προσθήκη, αλλά ενσωματωμένο τμήμα της όλης παιδαγωγικής διαδικασίας.

Το σημερινό σχολείο, και ακόμη περισσότερο το σχολείο του «αύριο», αποτελεί ένα περίπλοκο σύστημα το οποίο επιδιώκει να εξασφαλίσει την εκπαίδευση των υπερπολύπλοκων ανθρώπινων υποσυστημάτων του. Ο θεσμικός και κοινωνικός του ρόλος, του επιβάλλει να λειτουργεί σε άμεση σύνδεση - εξάρτηση με ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κοινωνικό - οικονομικό - πολιτικό υπερσύστημα.

Κυρίαρχο χαρακτηριστικό, αυτής της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα, αποτελεί κι αυτό το ξεκίνημα του μετασχηματισμού της οικονομίας και της κοινωνίας μας. Είναι οι αλλαγές που δρομολογούν η οικονομία της γνώσης και της πληροφορίας, η νέα οικονομία της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας μας.

Οι αλλαγές αυτές, συγκρίνονται μόνο με τις αλλαγές που προξένησε στο παρελθόν, ο μετασχηματισμός των αγροτικών οικονομιών σε βιομηχανικές. Στο παρελθόν, η οργάνωση της βιομηχανικής κοινωνίας αντανακλούσε τον ανταγωνισμό των δύο συντελεστών παραγωγής, της εργασίας και του κεφαλαίου. Σήμερα, υπεισέρχεται κι ένας τρίτος συντελεστής παραγωγής, με σημαίνουσα βαρύτητα στην προστιθέμενη αξία των παραγομένων αγαθών και υπηρεσιών, η γνώση. Σήμερα, μιλάμε για Οικονομία της Γνώσης επειδή η ταχύτητα με την οποία ενσωματώνεται στο φυσικό και το ανθρώπινο κεφάλαιο, έχει αυξηθεί σημαντικά.

Ορισμένοι αναλυτές ισχυρίζονται ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες, σε λιγότερο από είκοσι (20) χρόνια από σήμερα, θα έχουν συμβάλλει στην αλλαγή της δομής της οικονομίας πολύ περισσότερο από ότι συνέβαλαν σωρευτικά τα προηγούμενα διακόσια (200) χρόνια. Άλλοι, οι πεσιμιστές, λένε ότι στον κόσμο του Διαδυκτίου, στην παγκοσμιοποιημένη Νέα Οικονομία, δε θα υπάρχει χώρος για αρχές όπως, η προσήλωση στην πρόοδο, η προστασία των ασθενέστερων και η βαθιά πίστη στην πραγματική Δημοκρατία. Λένε, ακόμη, ότι μαζί με τη Νέα Οικονομία, έρχεται και το τέλος της πολιτικής συμπεριφοράς των ατόμων που δίνει τη θέση της στην τεχνολογία. Θα μείνει, λένε, μόνο η ανάγκη της τεχνοκρατικής διαχείρισης.

Εμείς όμως, οι εκπαιδευτικοί και γενικότερα οι σκεπτόμενοι άνθρωποι, έχουμε έναν ιδιαίτερο ρόλο να διαδραματίσουμε, ακριβώς επειδή επιδιώκουμε και αγωνιζόμαστε, ώστε όλοι οι πολίτες να γίνονται κοινωνοί της γνώσης, να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες , να μην υπάρχουν διαχωρισμοί , να συμμετέχουν όλοι στο μέρισμα της ανάπτυξης και ευημερίας που φέρνει η Νέα Οικονομία. Γιατί στην κοινωνία της γνώσης δημιουργούνται προϋποθέσεις, όπου ο πολίτης αποκτά όχι λιγότερη, αλλά περισσότερη δύναμη, αφού η γνώση είναι ο μοχλός προόδου κι εκδημοκρατισμού της κοινωνίας.

Η επαγγελματική ανάπτυξη στον κάθε εργαζόμενο, ξεκινά από την εκπαίδευση. Δηλαδή με την πραγματική ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών σε κάθε βαθμίδα εκπαιδευτικής διαδικασίας, πέρα και πάνω από τον απλό εξοπλισμό με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και τη δικτύωση των σχολείων και των πανεπιστημίων αλλά και την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και την παροχή εφοδίων, ώστε ο πολίτης, να είναι ικανός να διαχειρίζεται τη γνώση και την πληροφορία σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, σε μια διαρκή διαδικασία αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον, όπως και εάν διαμορφώνεται αυτό. Η επαγγελματική αυτή ανάπτυξη, ως επένδυση στον εργαζόμενο, συνεπάγεται την όσο το δυνατόν καλύτερη πληροφόρησή του, για να μπορεί να επιλέγει, να προσαρμόζει και να βρίσκει το δικό του δρόμο. Συνεπάγεται, δηλαδή, την ανάπτυξη, από μέρους του, κομβικών δεξιοτήτων. Συνεπάγεται, τέλος τη δημιουργία εξειδικευμένων στελεχών.

Η παιδεία, έχει τον αυτονόητο ρόλο να καλλιεργεί τις ηθικές αξίες, αφενός, και να εφοδιάζει με χρήσιμη γνώση, αφετέρου. Όμως ο ρόλος της Παιδείας, είναι περισσότερο σύνθετος και δεν αφορά μόνο το άτομο και την κοινωνία. Εξασφαλίζει και τις συνθήκες της οικονομικής επιτυχίας μιας χώρας, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για τη συνολική πρόοδο. Καθορίζει τις παραμέτρους της κοινωνικής εξέλιξης, καθορίζοντας, το ποιος θα κερδίσει. Καθορίζει, τέλος, και τη συνολική ποιότητα της νέας κοινωνίας. Γιατί η Νέα Παγκοσμιοποιημένη Οικονομία, δημιουργεί, ταυτόχρονα, τόσο την αγοραστική δύναμη όσο και τον ελεύθερο χρόνο. Η αξιοποίηση όμως και των δύο αυτών δυνατοτήτων, είναι καθαρά θέμα Παιδείας. Της αντίληψης, δηλαδή, από μέρους των ατόμων, στο «ποια» είναι η καλύτερη ζωή.

Τέλος, η Παιδεία, είναι απαραίτητη και για την ουσιαστικοποίηση της Δημοκρατίας. Και τούτο, γιατί προετοιμάζει και διαπλάθει τον πολίτη, ώστε να συμμετέχει και να παρακολουθεί τις εξελίξεις, να ασκεί έλεγχο τόσο στην πολιτική όσο και στην οικονομική εξουσία. Δημιουργεί, δηλαδή, έναν πολίτη σκεπτόμενο, με κοινωνική πρωτοβουλία και ευθύνη. Έναν πολίτη με πλήρη γνώση του εαυτού του και της γενικότερης αντίληψης των άλλων για τον εαυτό του. Έναν πολίτη με «σωστή» αυτοαντίληψη.

Ποια Παιδεία όμως ;

Ενώ οι εργασιακές συνθήκες και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η ζωή, έχουν αλλάξει ριζικά, το σύστημα της εκπαίδευσης κινδυνεύει να καταστεί ξεπερασμένο, καθώς είναι σχεδιασμένο να εξυπηρετεί περισσότερο τις ανάγκες των βιομηχανικών κοινωνιών. Κι αυτό, γιατί συγκεντρώνει την απόκτηση της γνώσης στην αρχή του βιολογικού κύκλου του ατόμου, πριν από την απόκτηση και τη συσσώρευση εμπειριών στα πλαίσια της κοινωνικής και επαγγελματικής του ζωής.

Τι γίνεται όμως, όταν η απαιτούμενη γνώση πρέπει να ανανεώνεται εκ βάθρων έστω και κάθε είκοσι (20) χρόνια, ενώ ο χρόνος σε μια εργασία διαρκεί τριανταπέντε (35) ή και σαράντα (40) χρόνια ;

Εδώ υπεισέρχεται ο παράγοντας της αναπτυγμένης αυτοαντίληψης του ατόμου, μέσα από την αναγνώριση του γεγονότος αυτού, που είναι και το κεντρικό δίλημμα στη Νέα Οικονομία. Γιατί στη Νέα Οικονομία, οι συνεχείς καινοτομίες απαξιώνουν το φυσικό κεφάλαιο πολύ γρηγορότερα απ’ ότι στο παρελθόν. Κατά συνέπεια, πρέπει να αναπροσαρμόζονται και οι γνώσεις, με ταχύτερους ρυθμούς. Η ανάγκη της «δια βίου εκπαίδευσης» καθίσταται πλέον επιτακτική.

Το κεντρικό ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι : «Πώς θα επανασχεδιαστεί η Παιδεία υπό το φως των νέων απαιτήσεων».

Η παροχή της δια βίου εκπαίδευσης αποτελεί σίγουρα μια πρόκληση για τους παραδοσιακούς χώρους εκπαίδευσης. Τα μικρά εκπαιδευτικά διαλείμματα, πάνω σε αντικείμενα σχετιζόμενα με τις ανάγκες που διαμορφώνονται στον εργασιακό χώρο, επίσης,. Κυρίως όμως, τα εκπαιδευτικά συστήματα δεν μπορούν να περιορίζονται στο να εκπαιδεύουν τους μαθητευόμενους στην αποθήκευση γνώσης. Οφείλουν όχι μόνο να τους μαθαίνουν πώς να αναζητούν την πληροφόρηση, αλλά και πώς να την αξιολογούν και να την αξιοποιούν. Έτσι τους καθιστούν υπεύθυνους και ελεύθερους.

Στη Νέα Οικονομία, τέλος, η αυξημένη κινητικότητα των εργαζομένων θα είναι καθοριστική για την απασχόληση. Το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, επομένως, να προετοιμάζει τους εργαζόμενους, ώστε να μπορούν να αποκτήσουν τα εφόδια για να εργάζονται σε συνεχώς νέους χώρους εργασίας και να συνεργάζονται με εργαζόμενους από άλλες χώρες.

Έτσι, σ’ αυτήν την αναδιάταξη της οικονομικής δραστηριότητας σε παγκόσμια κλίμακα, κερδισμένες είναι οι κοινωνίες που δημιουργούν και υλοποιούν ιδέες, που αξιοποιούν ευκαιρίες γρήγορα και αποτελεσματικά. Μόνιμα κερδισμένοι, όμως, είναι αυτοί που διατηρούν και ανανεώνουν το απόθεμα της εφευρετικότητας των ιδεών τους, που έχουν, δηλαδή, μια συνεχή δημιουργική παρουσία.

Πίσω, όμως, από την ικανότητα δημιουργίας, διατήρησης ή μετάδοσης της γνώσης, βρίσκεται η ουσιαστική ικανότητα δημιουργίας και διατήρησης του πλούτου. Κι επάνω στην ικανότητα αυτή, εδράζεται η παλιά δαρβινική έννοια της επιβίωσης του πιο προσαρμοσμένου, που αντικαθίσταται τώρα πια, από την ιδέα της επιβίωσης όσων κατέχουν καλύτερες πληροφορίες.

Όμως πέρα από την οικονομική διάσταση, η εκπαίδευση αποτελεί γενεσιουργό πηγή και μιας άλλης, πολύ σημαντικής κοινωνικής αξίας. Δημιουργεί, όπως ανέλυσε ο Αμάρτι Ασιέν, ο γνωστός Νομπελίστας στα έργα του, την «ελευθερία της επιλογής», το “Freedom of Choice”, που αποτελεί κορυφαία αξία για το άτομο και την κοινωνία.

Με βάση τις σκέψεις αυτές, είναι ανάγκη να σταθώ στα κεντρικά χαρακτηριστικά του νέου οικονομικού περιβάλλοντος, όπως αυτά διαμορφώνονται κάτω από την επίδραση των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης και της ραγδαίας τεχνολογικής αλλαγής και να κάνω τέσσερις γενικότερες παρατηρήσεις :

1.         Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της  παγκοσμιοποίησης είναι η συστηματοποιημένη, μαζική και  κατευθυνόμενη σε στόχους ερευνητική, τεχνολογική και καινοτομική δραστηριότητα. Σε αντίθεση με το σποραδικό και τυχαίο χαρακτήρα της έρευνας σε παλαιότερες εποχές, η μεθοδευμένη επένδυση στην αναζήτηση συνεχώς νέων γνώσεων και ικανοτήτων μεταβάλλει με ταχύτατους ρυθμούς τα παραγωγικά συστήματα, τη θέση των οικονομικών παικτών στην αγορά, τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα. Μια πρώτη κρίσιμη συνέπεια είναι, ότι η γνώση δεν αρκεί για τη διατήρηση είτε στο ατομικό, είτε στο μακροεπίπεδο των πλεονεκτημάτων που εξασφαλίζει η γνώση. Απαιτείται, επιπλέον, μια ειδική μορφή γνώσης που μπορεί να περιγραφεί «ως η γνώση με την οποία επιτυγχάνεται η εξέλιξη και η μετεξέλιξη της υφιστάμενης γνώσης». Η γνώση, για να  παρακολουθήσει κανείς τις εξελίξεις της γνώσης, που επιτυγχάνουν άλλοι φορείς ή συστήματα και η γνώση για το πώς μετατρέπονται γνώσεις σε ικανότητες παραγωγής, απασχόλησης και ποιότητας ζωής. Αν δε γίνει κατανοητή αυτή η πολύπλοκη σχέση που συνδέει την εκπαίδευση με το παραγωγικό σύστημα και την οικονομία με την απασχόληση, δε θα γίνει κατανοητό το γιατί χώρες με φαινομενικά παραπλήσια εκπαιδευτικά συστήματα έχουν διαφορετικά επίπεδα απασχόλησης, διαφορετικά επίπεδα παραγωγικότητας και ανάπτυξης.

2.         Ένα σημαντικό τμήμα των γνώσεων που παράγονται μέσα από τη διαδικασία της συστηματικής επένδυσης σε έρευνα, τεχνολογία και σε καινοτομία, αποτελεί γνώση εσωτερική στον οργανισμό που τη δημιουργεί. Δηλαδή, συνήθως, σε μια επιχείρηση ή έναν ερευνητικό οργανισμό. Κερδισμένοι, επομένως, είναι εκείνοι που καταφέρνουν να ανανεώνουν συνεχώς το απόθεμα γνώσης και πληροφοριών που υπάρχει. Κερδισμένοι είναι αυτοί, που διατηρούνται ανταγωνιστικοί, με κριτήριο τα τείχη της παγκόσμιας και όχι της εθνικής αγοράς.

3.         Στη βάση όσων προανέφερα, στη σημερινή εποχή μια από τις πιο σημαντικές λειτουργίες της εκπαίδευσης δεν είναι μόνον οι ίδιες οι ειδικές γνώσεις, αλλά η δημιουργία, η διάχυση και η εμπέδωση αντιλήψεων και αξιών για το τι προωθεί και τι δεν προωθεί την ανάπτυξη και τη μετεξέλιξη της κοινωνίας μας. Και,

4.         Ο συνήθης τρόπος θεώρησης της εκπαίδευσης και της απασχόλησης μέσα από μια γραμμική σχέση, δεν ισχύει. Η εκπαίδευση αποτελεί αναγκαίο, αλλά, πολλές φορές, όχι και επαρκή όρο για την αύξηση της απασχόλησης. Σήμερα, κατ’ εξοχήν, ζούμε σε μια εποχή στην οποία παρά την τεράστια επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό, δεν μπορούμε ακόμη να πετύχουμε αντίστοιχα χαμηλά επίπεδα ανεργίας.

Οι παρατηρήσεις αυτές, όμως, θέτουν τα εξής καίρια ερωτήματα :

1.        Πώς θα πετύχουμε ένα δυναμικό αναπτυξιακό τοπίο, αν δεν έχουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα , θα έλεγα μάλιστα ένα σύστημα δημιουργίας γνώσεων, που να είναι ανταγωνιστικό και ικανό να μετεξελίσσεται ;

2.        Πώς θα δημιουργήσουμε ένα τέτοιο σύστημα, που αποτελεί ένα εγχείρημα αλλαγής τεραστίων διαστάσεων ;

3.        Ποιοι είναι οι κρίσιμοι κρίκοι της αλυσίδας, που πρέπει να συμπληρώνουν ένα αποτελεσματικό εκπαιδευτικό σύστημα, προκειμένου οι γνώσεις του ανθρώπινου δυναμικού να μεταφράζονται πράγματι σε απασχόληση και ποιότητα ζωής και όχι να παραμένουν γνώσεις χωρίς αναπτυξιακό αντίκρισμα ;

4.        Πρέπει, κι αν «Ναι», σε ποια έκταση οι ιδιωτικές επιχειρηματικές δραστηριότητες, δηλαδή η πλευρά της ζήτησης εργασίας, να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις σε γνώσεις και σε ικανότητες των εργαζομένων ;

5.        Η εκπαίδευση πρέπει να διατηρήσει το ρόλο της ως συλλογικό, ως δημόσιο αγαθό και σε ποια έκταση ή θα πρέπει να αφεθεί στη διαδικασία της ιδιωτικοποίησης και με τι συνέπειες στην περίπτωση αυτή;

6.        Η εκπαίδευση θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένη, σε ποια επίπεδα και σε ποιες ομάδες ή θα πρέπει να επικεντρώνεται σε βασικές γνώσεις, που θα είναι ποιες και σε ποια αναλογία ;

Κοινός παρονομαστής των απαντήσεων στα παραπάνω ερωτήματα, είναι η ανάγκη για αποτελεσματική διαχείριση των προκλήσεων στα πεδία εκπαίδευσης, απασχόλησης και επαγγελματικής ανάπτυξης. Ο μόνος τρόπος να πετύχουμε αυτό, είναι να ακολουθήσουμε το δύσκολο δρόμο της προσαρμογής στη νέα τεχνολογική πραγματικότητα.

Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και του υψηλού τεχνολογικού ανταγωνισμού, οι εθνικές οικονομίες μπορούν να αξιοποιήσουν τις διεθνείς αγορές μόνο μέσα από την ανταγωνιστική προσφορά υψηλής ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών. Η ανταγωνιστική αυτή στρατηγική, απαιτεί τη δημιουργία υψηλά μορφωμένης και εκπαιδευμένης εργασίας. Οι ικανότητες και δεξιότητες του εργατικού δυναμικού μιας χώρας και η ποιότητα των υποδομών της, αποτελούν σήμερα τους προσδιοριστικούς παράγοντες της ελκτικής της δύναμης στην παγκόσμια οικονομία. Καλά εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό και σύγχρονες υποδομές, προσελκύουν τα παγκόσμια δίκτυα επιχειρήσεων τα οποία επενδύουν και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας..

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εμφανίζονται σήμερα στην παραγωγή, κάνουν αναγκαία μια ριζική αλλαγή σε πολλά θεσμικά στοιχεία του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης, όπως :

1.        Δημιουργία θεσμικού πλαισίου που θα εξασφαλίζει την εξέλιξη, τη συσσώρευση και την αξιοποίηση των νέων γνώσεων από το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, σε όλες τις βαθμίδες και σε όλες τις μορφές μετάδοσης της γνώσης.

2.        Ανατροπή του ιστορικά στατικού προτύπου εκπαίδευσης με την αντικατάστασή του από ένα σύστημα που θα μπορεί γρήγορα κι αποτελεσματικά να μετασχηματίζεται ώστε να μη δημιουργούνται σημαντικά γνωστικά χάσματα σε γενεές νέων, το επίπεδο ζωής των οποίων θα σφραγίζεται από την αδυναμία αυτή.

3.        Δημιουργία προϋποθέσεων ώστε το περιεχόμενο των εκπαιδευτικών διαδικασιών να προσαρμόζεται με ευελιξία, τόσο στην ταχύτατη πρόοδο που συντελείται στα διάφορα γνωστικά αντικείμενα όσο και στον εμπλουτισμό τους με νέους τύπους γνώσης.

4.        Εισαγωγή ελέγχων ποιότητας στον τρόπο λειτουργίας του εκπαιδευτικού συστήματος και συνεχή διόρθωση των ατελειών του μέσα από τη συνεχή ανατροφοδότησή του.

5.        Διασφάλιση της εκπαίδευσης ως δημόσιου Μαζική εισαγωγή μηχανισμών δια βίου εκπαίδευσης και δα βίου κατάρτισης με ποιότητα και ιδιαίτερα για πληθυσμιακές ανάγκες που κινδυνεύουν από αποκλεισμό. Η εκπαίδευση σήμερα δεν είναι κάτι που μπορεί να εξαντλείται σε κάποια χρόνια μεταξύ του δωδέκατου, δέκατου όγδοου ή του εικοστού δεύτερου χρόνου της ζωής ενός νέου.

6.        Σωστή ισορροπία της εκπαίδευσης στη βάση αφ’ ενός μεν των βασικών αξιών του πολιτισμού, της ιστορίας, και της κουλτούρας που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες μας αφ’ ετέρου δε των πεδίων εκείνων που εκφράζουν γνώσεις, που δημιουργούν και ενισχύουν την ανταγωνιστική ικανότητα στα δεδομένα της παγκοσμιοποιημένης αγοράς.

7.        αγαθού, ώστε οι σημερινές αλλαγές να μη μετατραπούν σε παγίδες αποκλεισμού για τους νέους.

8.        Διασφάλιση της χρηματοδότησης όχι μόνο από το κράτος, αλλά και από τις επιχειρήσεις που ζητούν υψηλή ειδίκευση, νέες δεξιότητες, καταρτισμένο προσωπικό και εργαζόμενους ε συνεχώς ανανεούμενες γνώσεις.

Κυρίες και Κύριοι σύνεδροι.

Η εκπαίδευση και η κατάρτιση, αποτελούν δυο προνομιακούς χώρους, όπου το σχολείο μπορεί να ανιχνεύσει και να καλλιεργήσει τις ικανότητες, τις δυνατότητες και τις ιδιαίτερες κλήσεις του αναπτυσσόμενου ατόμου, έτσι ώστε αυτό, μέσα από την αναπτυγμένη αυτοαντίληψή του, να προετοιμασθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για την ευρύτερη εκπαιδευτική, επαγγελματική και κοινωνική του ένταξη.

Στοχεύουμε, στη δημιουργία ενός πολίτη, που, αφού επανατοποθετήσει τις όποιες γενικότερου ενδιαφέροντος και φυσικά και τις επαγγελματικές του αξίες, θα μπορέσει να αισθανθεί την ικανοποίηση του «ευτυχισμένου ατόμου». Κι ευτυχισμένο είναι το άτομο, που, μόνο αφού γνωρίσει τον εαυτό του και το περιβάλλον του, μπορεί να προχωρήσει σε τέτοιες επιλογές, που θα του εξασφαλίζουν την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των δυνατοτήτων του, τόσο για δικό του όφελος όσο και γενικότερα (Δημητρόπουλος, ΄94).

Κρίνεται απαραίτητο, να γίνει κατανοητό απ’ όλους, και ιδιαίτερα απ’ όσους έχουν την ευθύνη της χάραξης της εκπαιδευτικής πολιτικής, ότι το σχολείο, καλείται να προσφέρει μια τέτοιου είδους βοήθεια στο παιδί, ώστε, να συμβάλλει στη δημιουργία ευτυχισμένων ατόμων, μέσα σε μια ευημερούσα κοινωνία. Όμως, σ’ ένα σχολείο της στείρας γνώσης, της μετωπικής διδασκαλίας και της όποιας παραδοσιακής λειτουργίας που αναπαράγει τα ίδια πρότυπα που αυτό θέλει, αφήνει το μαθητή έξω από τα δικά του ενδιαφέροντα, που, αφού δε θα τα έχει γνωρίσει, δε θα μπορεί και να τα αναπτύξει.

Είναι ανάγκη, μέσα από τις δυνατότητες που θα του παράσχει το σχολείο, να διευρυνθούν οι γνώσεις του ατόμου με το «άνοιγμά» του προς τη ζωή και την πραγματικότητα. Και η αυτοαντίληψη, θα βοηθήσει και θα συνεργήσει, στην αλλαγή του «μελαγχολικού» όπως σωστά επισημαίνει ο Α. Σαμαράκης, σχολείου, ενσταλάζοντας στους νέους τα στοιχεία της δημιουργικότητας, της ενεργούς συμμετοχής, της διαρκούς και γόνιμης αναζήτησης και θα τους ενθαρρύνει στην αποφατική διεκδίκηση του μέλλοντός των και τη νοηματοδότηση της ζωής τους.

Κλείνοντας την ανάλυσή μου αυτή θα ήθελα να τονίσω ότι η εκπαίδευση για να παίξει ρόλο συστημικού στοιχείου στη λειτουργία της κοινωνίας μας, είναι ανάγκη να συνδυαστεί μ’ ένα ευρύτατο πλέγμα σχέσεων, αλλαγών και πολιτικών. Διαφορετικά ο ρόλος της θα περιορίζεται σε εργαλείο βελτίωσης της μεμονωμένης θέσης των μελών της κοινωνίας.

Το ζητούμενο για την πολιτική, όμως, είναι ότι δεν μπορεί να αρκείται σε μια τέτοια επιδίωξη. Ζητούμενο πρέπει να είναι η ευρύτατη κατανομή ευκαιριών εκμάθησης, η προσφορά στους νέους μας προοπτικής δημιουργικής και η δημιουργία μιας κοινωνίας, όπου η εμπιστοσύνη, η ευημερία και η ποιότητα ζωής θα συνυπάρχουν και θα συγκροτούν έναν πόλο συνεκτικότητας και σταθερότητας. Το ζητούμενο αυτό πρέπει να είναι η απάντησή μας απέναντι στην κοινωνία του ρίσκου, την κοινωνία της αστάθειας και της ανισότητας, που αποτελούν σήμερα κυρίαρχα χαρακτηριστικά σημαντικών τμημάτων της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας μας. 

Σας ευχαριστώ.

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ

Beane, J. - Lipka, P. & Ludewing, J. : " Synthesis of research on self - concept", Educational Leadership, 84-86, Oct. 1980.

Cooley, C. H. : " Human Nature and the Social Order", N.Y. : Scribner’s, 1902.

Hansford, B. C. & Hattie, J. A. : «The relationship between self and achievement performance measures», Review of Educational Research, Spring, 52, 1982.

Rosenberg, M. : " Society and the adolescent self - image", Princeton N. J., Princeton University Press, 1965.

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Δημηρόπουλου, Ε. - Θεοδοσίου, Δ. - Παπαδημητρίου, Α. - Παπαθανασίου, Π. : «Οι Εκπαιδευτικές και Επαγγελματικές Αποφάσεις των μαθητών της Γ' Λυκείου : Υπόθεση κοινωνικής τάξης. Εμπειρική διερεύνηση του προβλήματος», Θεσσαλονίκη 1985.

Δημητρόπουλου, E. : «Σχολικός εκπαιδευτικός και επαγγελματικός προσανατολισμός και Συμβουλευτική», Εκ. Γρηγόρη, Αθήνα, 1994.

Κεκέ, Ι. : «Αυτοαναφορά στην Ανάδραση», πρακτικά συνεδρίου Ε.Ε.Φ - Ε.Κ.Φ., Λευκωσία, 1994.

Κρίβα, Σ. : «Ο Σ.Ε.Π. Διεθνώς και στη Χώρα μας: Προβλήματα και Λύσεις», 8η Επιστημονική   Ημερίδα «Συμβουλευτική - Σ.Ε.Π.», Επιθεώρηση Συμβουλευτικής και Προσανατολισμού», τ. 34-35, εκ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα - 1995.

Λεονταρή, Α. : «Αυτοαντίληψη», εκ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, Αθήνα, 1996.

Μπρούζου, Ανδ. : «Ο εκπαιδευτικός ως λειτουργός Συμβουλευτικής - Προσανατολισμού - Μια ανθρωπιστική θεώρηση της εκπαίδευσης», εκ. Λύχνος, Αθήνα, 1995.

Πιντέρη, Γ. : «Η Αυτοαντίληψη στη Λήψη Αποφάσεων», ΕΛ.Ε.ΣΥ.Π., τ. 1, Αθήνα 1985.

Τανού, Χ. : «Αυτοεκτίμηση και Αξιολογικό Σύστημα των Εφήβων», Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα - 1985.

Τζάνη Μ. : «Σχολική επιτυχία: Ζήτημα Ταξικής Προέλευσης και Κουλτούρας», Αθήνα - 1983.

Φλουρή, Γ : «Αυτοσυναίσθημα, Επίδοση και Επαγγελματικές φιλοδοξίες», Ηράκλειο, 1983.

Φλουρή, Γ. - Μασσιάλα, Β. : «Στερεότυπες Αντιλήψεις των Μαθητών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης για τα δύο Φύλα και τους Κοινωνικοεπαγγελματικούς και Εκπαιδευτικούς Ρόλους», Νεοελληνική Παιδεία, Μάρτιος 1988.

 

Σύντομη περίληψη

Τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές των κοινωνικών επιστημών επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους στο συναισθηματικό τομέα της εκπαίδευσης, αναγνωρίζοντας, όλο και περισσότερο το ρόλο του στην καθόλου ανάπτυξη του ατόμου. Αιτία, η αιφνίδια ανασυγκρότηση του διεθνούς κοινωνικοοικονομικού συστήματος που δημιουργεί όλες εκείνες τις προϋποθέσεις μιας ευρείας κρίσης κοινωνικής, οικονομικής και εκπαιδευτικής. Η διάσταση που εμφανίζεται μεταξύ της κοινωνιολογικής θεώρησης των φαινομένων της σχολικής περιόδου και των ποικίλων μορφών της κοινωνικής ασυμμετρίας, αναθέτει στο σχολείο, πέρα από την οικογένεια, ρόλο για την ανάπτυξη αντισταθμιστικών μηχανισμών, όπως είναι αυτός της αυτοαντίληψης, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στο μαθητή να δράσει σ’ ένα πολυδύναμο, πολυλειτουργικό και πολύ – πολιτισμικό περιβάλλον. Η δυνατότητα αυτή, θα προσφέρει στο άτομο – μαθητή την κατανόηση αφενός και την κατάκτηση νέων κωδίκων επικοινωνίας και προσανατολισμού του (εκπαιδευτικού και επαγγελματικού) με τον περιβάλλοντα κόσμο του και αξιοποίηση, με κριτική διεισδυτικότητα, της δυναμικής του προκειμένου να αναπτύξει μιαν «οικεία» σχέση με το μέλλον του (εκπαιδευτικό και επαγγελματικό).

 

 

“L’ autoconscience et son rapport avec le developpement professionnel de l’ homme : La nécessité de l’ examen de la formule dans le cadre de la nouvelle évolution socio – économique (mondialisation) de la Societé du Savoir’’.

 

par : Dimitris FRAGOS

Conseiller Pedagogique des Ecoles Primaires

Canditat Dr aux Sciences de l’ Instrucion

a l’ Univercité de Patras

 

Sommaire              

Ces dernières années, les chercheurs des sciences sociales dirigent leur interrêt dans le domaines émotif (sentimentale) de l’ éducdation car ils reconnaissent son rôle primordial à la croissence entière de l’ individu. La raison de cet interêt est la reconstitution brusque du système socio – économique mondial qui crée les conditions d’ une crise sociale, économique et éducative. Le décalaye qui apparaît entre la conception sociologique des phenomènes de la scolarité et les formes variantes de l’ assymetrie sociale, donne à l’ école un rôle essentiel pour le developpement des mécanismes compensatoires, comme c’ est celui de l’ autoconscience. Ces mécanismes, donnent à l’ élève la possibilité d’ agir dans un environnement multipuissant, multifonctionnel et multiculturel. Cette possibilité offrira à l’ individu – élève, d’ un part, la comprehension et l’ acquisition de nouvaux codes de communication et d’ orientation (éducative et professionnelle) avec le monde environnant et l’ autre part, l’ èvaluation avec manière pénétrante, de sa puissance pour pouvoir developper une relation « familiere » avec son environnement (éducatif et professionnel).