Παγκοσμιοποίηση και θρησκευτική ταυτότητα

 

 

 

Του  Κωνσταντίνου Κορώση

Επίκ. Καθηγητή Κοινωνιολογίας

στο Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης

Πανεπιστημίου Κρήτης

 

 

 

Τα τελευταία χρόνια το μοντέλο της «παγκοσμιοποίησης» αποτελεί αντικείμενο κατάθεσης, ανταλλαγής και επεξεργασίας πολύπλευρων επιστημονικών απόψεων και πολιτικών εκτιμήσεων. Με γνώμονα την επίλυση των προβλημάτων που απασχολούν τις οικονομικά αδύναμες ή φτωχές χώρες, οι ισχυροί του κόσμου διεξάγουν συζητήσεις, που αποσκοπούν στην από κοινού λήψη αποφάσεων για την τύχη του πλανήτη.

Αναφορικά με το «κλαμπ των ισχυρών», πρόκειται για τις πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες, των οποίων οι σύνοδοι κορυφής επικεντρώνονται σε θέματα που αφορούν στη φιλελευθεροποίηση του παγκόσμιου εμπορίου, στην καταπολέμηση του φαινομένου του θερμοκηπίου και στην πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια. Σύμφωνα με τις αποφάσεις της συνόδου κορυφής που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιούλιο στη Γένοβα, ανακοινώθηκε και η λειτουργία ειδικού ταμείου με κεφάλαιο 1,2 δισ. δολ. για την καταπολέμηση του AIDS, της φυματίωσης και της ελονοσίας. Στην εν λόγω σύνοδο συζητήθηκαν επίσης η μείωση της φτώχειας στον πλανήτη και περιβαλλοντικά θέματα.

Κατά τον Νόαμ Τσόμσκι, Καθηγητή της Γλωσσολογίας, «η παγκοσμιοποίηση μεταφέρει το μοντέλο του Τρίτου Κόσμου στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες. Πρόκειται για μια διταξική κοινωνία. Από τη μια είναι η τάξη των υπέρμετρα πλούσιων και από την άλλη εκείνη, η οποία κατακλύζεται από ανθρώπους που ζουν στη φτώχεια και την απόγνωση. Οι πραγματικές και σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται στους κύκλους των κολοσσιαίων εταιριών. Η επιρροή των κοινοβουλίων και των πολιτικών είναι σχεδόν αμελητέα.»

Η εν λόγω διταξική κοινωνία έχει αρχίσει να διαγράφεται αμυδρά μέσω της κρίσης των χρηματιστηρίων στους πληθυσμούς της Δύσης. Οι οικονομικά εύρωστοι στις κοινωνίες της αφθονίας έχουν χάσει ολόκληρες περιουσίες, ενώ οι φτωχότεροι διακατέχονται από τον φόβο μήπως χάσουν τις δουλειές, τα σπίτια ή/και τις οικογένειές τους. Κάτω από αυτές τις συνθήκες που επικρατούν, οι διατυπωθείσες απόψεις του Καθηγητή Ν. Τσόμσκι απηχούν τη διαμόρφωση δύο μεγάλων κοινωνικοοικονομικών κατηγοριών: από τη μια η τάξη των υπέρμετρα πλούσιων που βλέπουν να μειώνεται η περιουσία τους, και από την άλλη η τάξη των φτωχών που αισθάνονται «(…) την ανασφάλεια μιας ρευστής και αβέβαιης οικονομικής και επαγγελματικής εξέλιξης».

Οι εκ διαμέτρου αντίθετες κοινωνικοοικονομικές κατηγορίες σε συνάρτηση με τους πλούσιους και τους φτωχούς σε μικροοικονομικό επίπεδο εντοπίζεται και σε μακροοικονομικό επίπεδο, όσον αφορά στις πλούσιες και τις φτωχές χώρες. Βέβαια, αν και οι σύνοδοι κορυφής των ισχυρών του κόσμου έχουν ταχθεί υπέρ της μείωσης της φτώχειας, οι φτωχές χώρες δεν ανακουφίζονται ούτε από τα εξωτερικά τους χρέη ούτε πρόκειται να ανακουφιστούν ποτέ από την οικονομική τους εξάρτηση. Το μοντέλο της «παγκοσμιοποίησης», σαν ένας «από μηχανής θεός», εμφανίζεται ως μέθοδος επίλυσης των προβλημάτων που απασχολούν τους πληθυσμούς του πλανήτη, ως μηχανισμός εξομάλυνσης των διανθρώπινων σχέσεων και ως παράγοντας ενοποίησης των εργαζομένων σε μια απέραντη μάζα παραγωγής και κατανάλωσης.

Αναφορικά με το εννοιολογικό περιεχόμενο της «παγκοσμιοποίησης» ο Αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Αργύρης (2000) επισημαίνει τα εξής: «Λέγοντας Παγκοσμιοποίησι εννοούμε την ενοποίησι της ανθρωπότητος σε μια διεθνή γειτονιά, με άφθονα υλικά και πνευματικά αγαθά. Εκ πρώτης όψεως αυτό φαίνεται θαυμάσιο και επιθυμητό. Θα ήτο πράγματι ευχής έργο να επιτευχθεί η ελαχιστοποίησις των οικονομικών, πνευματικών και κοινωνικών διαφορών. Να μην υπάρχουν πλέον λαοί, που να βρίσκονται κάτω από τα όρια της πείνας και να μη βλέπουμε δίπλα μας ανθρώπους να πεθαίνουν από τις αρρώστιες. Όλοι οι άνθρωποι δικαιούνται να αποκτήσουν ένα κομμάτι ψωμί και μια ήρεμη αλλά και υποφερτή ζωή. Αυτό είναι ένα υπέρτατο όραμα και ένα εξαίσιο όνειρο» (σ. 29).

Σύμφωνα με τις αντιλήψεις που υιοθετεί ο ίδιος συγγραφέας, υπογραμμίζεται ότι τα πορίσματα διεξαχθεισών ερευνών έχουν δείξει αναντίρρητα την ανάδυση ενός «άκρατου ατομισμού» και τη δημιουργία μιας «εξατομικευμένης συμφεροντολογίας». Ο καθένας, έχοντας ως στόχους του μόνο τα προσωπικά του οφέλη, δεν ενδιαφέρεται για τους συνανθρώπους του, είτε αυτοί βρίσκονται στο ίδιο κοινωνικό σύνολο είτε προέρχονται από χώρες που ζουν μέσα στη μιζέρια και την ανέχεια*. Όσο περισσότερο κυβερνούν τη ζωή του ανθρώπου οι ιδιοτελείς
του σκοπιμότητες, τόσο περισσότερο απομακρύνεται από τους συνανθρώπους του. Το καθένα άτομο αποξενώνεται σταδιακά από τη συλλογική ζωή και συνακόλουθα από κάθε μορφή συνεργασίας, κατανόησης και συνεννόησης με τους άλλους. Με αυτόν τον τρόπο ο καθένας άνθρωπος ξεχνάει την ανθρωπιά του και βλέπει ως επίκεντρο της συλλογικής ζωής τον εαυτό του. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική συνοχή. Η διάσπαση της ενότητας στις σχέσεις των ανθρώπων αλλά και σε ολόκληρο το φάσμα μιας δεδομένης κοινωνίας είναι αναπόδραστη συνέπεια, εφόσον τα συμφέροντα του ενός προσκρούουν στα συμφέροντα του άλλου ή οι ενέργειες του ενός έρχονται σε αντίθεση με τις επιδιώξεις του άλλου.

Από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης έως σήμερα οι  εν λόγω τάσεις του ανθρώπου δεν έχουν παύσει να επηρεάζονται από συντελεστές, που δημιουργούν ανομοιογένεια, ανισότητα και διαφοροποίηση στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων – μελών μιας δεδομένης κοινωνίας.   Έτσι, ο άνθρωπος απομονώθηκε περισσότερο στον εαυτό του και αποστασιοποιήθηκε από τον κοινωνικό του περίγυρο, εκφράζοντας επιφυλάξεις ή ηθικούς ενδοιασμούς για την ποιότητα των σχέσεών του με τους συνανθρώπους του.

Η βιομηχανοποίηση της κοινωνίας και οι ταχύρυθμες διαδικασίες της εκμηχάνισης της παραγωγής προκάλεσαν μεταβολές σε ευρεία κλίμακα, με αποτέλεσμα οι εκκλησιαστικο-θρησκευτικές αξίες να μη μείνουν αλώβητες από τις δυσμενείς επιδράσεις που ασκήθηκαν σε πολλές περιοχές της ανθρώπινης εμπειρίας και σφράγισαν νέους τρόπους συμπεριφοράς. Σε αυτή τη συνάρτηση ο R. Inglehart (σε Κορώση, 1997, σσ. 164-165) υιοθέτησε την αντίληψη ότι οι αξίες άλλαξαν, γιατί σχετικοποιήθηκε ή μετατοπίστηκε η θέση τους στη σειρά της προτίμησής τους. Η μεταβολή των αξιών που συντελέστηκε, προσέλαβε το χαρακτήρα μιας «σιωπηρής επανάστασης» (silent revolution) και διείσδυσε απαρατήρητα στον τρόπο της ζωής, επηρεάζοντας αρνητικά τις βάσεις της.

Η θρησκεία, εκτεθειμένη στον «άκρατο ατομισμό», στον «υπερφίαλο εγωισμό» και στη μεταβολή των αξιών δεν μπόρεσε πλέον να εγγυηθεί τη συνοχή των ατόμων-μελών της κοινωνίας, στο πλαίσιο της οποίας το νοηματικό περιεχόμενο των αξιών αποδυναμωνόταν ολοένα και περισσότερο. Καμιά θρησκευτική συνιστώσα δεν ήταν πλέον σε θέση να συγκρατήσει τις ανακατατάξεις στην ταξινόμηση των αξιών, σχετικά με το τι είναι «καλό» ή «κακό», «ανώτερο» ή «κατώτερο», «χρήσιμο» ή «άχρηστο» κλπ.

Σε αυτήν την κατεύθυνση ο Γάλλος κοινωνιολόγος Emile Durkheim (σε Τσαούση, 1989, σσ. 511, 516) είχε διατυπώσει την άποψη ότι η θρησκεία διαδραματίζει ενοποιητικό ρόλο στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων-μελών μιας δεδομένης κοινωνίας ή κοινότητας. Αυτό σημαίνει ότι η θρησκεία, πέρα από τις οποιεσδήποτε κοινωνικοοικονομικές ή κοινωνικο-πολιτισμικές ανισότητες, που διαφοροποιούν τα μέλη της κοινωνίας, ενώνει αυτά τα άτομα-μέλη σε ένα ενιαίο σύνολο και
τα ενσωματώνει σε μια συμπαγή ομοιομορφία συμπεριφοράς, εξασφαλίζοντας και διατηρώντας την κοινωνική συνοχή. Η εν λόγω τοποθέτηση του
Durkheim αναφορικά με τη θρησκεία κατέστησε όλα τα άτομα-μέλη μιας δεδομένης κοινωνίας ή θρησκευτικής κοινότητας ίσα (ισότιμα) έναντι του Θεού και αποτέλεσε όχι μόνο την προέκταση αλλά και την επιβεβαίωση της Παύλειας ρήσης σχετικά με την ακόλουθη μαρτυρία που έχει παγκόσμιο χαρακτήρα: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ˙ πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού» (Ιλ. γ΄ 28). Με αυτόν τον τρόπο ο Απόστολος των Εθνών Παύλος συλλαμβάνει εύστοχα τη συνένωση λαών και εθνοτήτων σε μια κατ’ εξοχήν αδιάσπαστη «παγκοσμιοποιημένη» ενότητα. Η σύνδεση των επιμέρους εθνοτήτων σε ένα ενιαίο (παγκοσμιοποιημένο) κοινωνικό σύνολο και η ενσωμάτωσή τους σε μια συμπαγή ομοιομορφία συμπεριφοράς, φαινόταν να τροφοδοτείται από την ίδια την πίστη και να στηρίζεται στα θεμέλια μιας καθολικής θρησκευτικής συνείδησης.

Εντούτοις, οι νέοι τρόποι συμπεριφοράς, η αμφισβήτηση των παραδοσιακών αξιών και η  αντικατάστασή τους με νέες αξίες κ.λπ. στη σύγχρονη κοινωνία, ομαλοποίησαν το δρόμο ενός πρωτόγνωρου «πλουραλισμού», σύμφωνα με τον οποίο η «εκκοσμίκευση» της θρησκείας εκδηλώθηκε σε πολλές πτυχές και διαστάσεις της εξατομικευμένης συμπεριφοράς.

Καθώς άλλαξε σταδιακά η συμπεριφορά του καθενός ατόμου, άλλαζε εκ παραλλήλου και η στάση του αναφορικά με την ομολογία (θρησκευτική πίστη) του. Με τον τρόπο που ερμήνευε τις ιδιαιτερότητες της συμπεριφοράς του στην κοινωνία και σε σχέση με τους συνανθρώπους του στην καθημερινή ζωή, με παρόμοιο τρόπο «έπλαθε» και τα εξιδανικευμένα ή ατομικοποιημένα πρότυπα – είδωλα, που δικαιολογούσαν την απομάκρυνσή του τόσο από τις παραδοσιακές αξίες, όσο και από την ορθόδοξη τήρηση των εντολών της εκκλησίας. Έτσι, όχι μόνο πηγαίνει όποτε θέλει στην εκκλησία, για να συμμετάσχει στη λατρευτική σύναξη, αλλά πηγαίνει για να εφησυχάζει (επαναπαύεται) στο ότι αφενός είναι ένας «καλός χριστιανός», που κάνει σωστά τα θρησκευτικά του καθήκοντα, μολονότι εργάζεται, και αφετέρου στο ότι είναι ένας  «ενσυνείδητος πολίτης» που σέβεται τους νόμους και το σύνταγμα, κερδίζοντας τίμια το ψωμί του.

Ο παραπάνω εφησυχασμός (επανάπαυση) προκάλεσε δυο περαιτέρω αποκλίσεις από την ορθόδοξη συμπεριφορά του ανθρώπου ως προς τις σχέσεις του με την εκκλησία. Από τη μια, αναδύθηκε σταδιακά, η τάση της «αποεκκλησιαστικοποίησης» και από την άλλη, δημιουργήθηκε μια παράλληλη τάση, που συμπορευόταν με την πρώτη, δηλαδή εκείνη της «αποχριστιανοποίησης».

Σε αυτή τη συνάρτηση, ο Schmidtchen (σε Κορώση, 1997,σσ. 66 κ.ε.), κοινωνιολόγος της θρησκείας, διατείνεται σχετικά με την αποχριστιανοποίηση ως μια από τις αναπότρεπτες συνέπειες της εκκοσμίκευσης της θρησκείας ότι ο σύγχρονος άνθρωπος τείνει να υιοθετεί συμπεριφορά, που δεν είναι ομοιογενής. Δηλαδή, ο σύγχρονος άνθρωπος συμπεριφέρεται πολλές φορές χωρίς συγκεκριμένη θρησκευτική ταυτότητα ή όπως τον συμφέρουν οι περιστάσεις. Έτσι, ο ίδιος μπορεί να είναι μερικές φορές χριστιανός, άλλες φορές να συμπεριφέρεται σαν μουσουλμάνος, όπου θέλει να υιοθετεί αντιλήψεις, που ταιριάζουν σ’ ένα βουδδιστή, άλλοτε να διατυπώνει πανθεϊστικές απόψεις και άλλοτε να εμφανίζεται σαν ένας μοντέρνος άνθρωπος, που είναι άθεος. Αυτό το «νεωτερικό κλίμα» στο χριστιανισμό έχει προσλάβει τις διαστάσεις του «μακροχώρου μιας ανομοιογενούς υποδοχής» ομολογιών ή θρησκειών, όπου το αμάλγαμά (κράμα, μείγμα) τους ενώνει όλους τους ανθρώπους και τους παρουσιάζει «ισότιμους» ενώπιον ενός Θεού, που δεν έχει όνομα, αλλά έχει παγκόσμιο χαρακτήρα. Η εν λόγω πανσπερμία λαών και εθνοτήτων συγκροτείται από ένα πλήθος ανθρώπων διαφορετικής ταξικής και πολιτισμικής προέλευσης, κοινωνικοοικονομικής κατηγορίας ή δύναμης και θρησκευτικής ταυτότητας σε μια «παγκόσμια γειτονιά». Το ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: «Πώς θα επικοινωνούν οι γείτονες;». Θα επικοινωνούν μέσω μιας διεθνούς γλώσσας ή μέσω ενός θρησκευτικού μείγματος, στο πλαίσιο του οποίου πιστοί και άπιστοι θα δέχονται να υποχωρούν οι πρώτοι στα αιτήματα των τελευταίων και αντίστροφα; Ποιος θα είναι ο εντολοδότης και ποιος ο εντολοδόχος που θα υποχωρεί έναντι των «διαταγών» του πρώτου;

Σε αυτόν τον «συγκρητισμό» (συγκερασμό) των θρησκειών ή των θρησκευτικών τάσεων διαμορφώνονται δυο καταστάσεις: Στο πλαίσιο της μιας θα υπάρχουν άνθρωποι, που θα έχουν τη θρησκεία ως προσωπικό τους βίωμα και κατά συνέπεια θα κατονομάζουν ή θα επικαλούνται το δικό τους Θεό, ο οποίος θα διαφέρει από τον Θεό άλλων ανθρώπων. Στο πλαίσιο της άλλης κατάστασης θα πρυτανεύει η «συγχώνευση» διαφόρων ομολογιών και η ισοπέδωσή τους με αντιλήψεις, που δεν θα διαφοροποιούν τη μια θρησκευτική ταυτότητα από την άλλη.   

Η νέα μορφή της κοινωνίας ως βιομηχανικής – αστεακής ή πολεομορφικής δημιούργησε συνθήκες, μέσα από τις οποίες αναθεωρήθηκε η ηθική. Ο άνθρωπος υιοθετεί πλέον την αντίληψη ότι η ύπαρξή του δεν εξαρτάται από το θέλημα κάποιας υπερβατικής δύναμης. Έτσι, ο άνθρωπος πιστεύει ότι είναι ικανός να ελέγχει τις δυνάμεις της φύσης, να χειρίζεται κατάλληλα τους φυσικούς νόμους και να θέτει σε εφαρμογή τις γνώσεις του (τεχνολογία).

Η αποεκκλησιαστικοποίηση και η αποχριστιανοποίηση – όσο σκληρά κι αν ακούγονται – είναι ενδημικά φαινόμενα της βιομηχανικής-αστεακής κοινωνίας. Τις χαρακτηρίζουμε ως νοσογόνους ή/και ζημιογόνους παραμέτρους της εκκοσμίκευσης που προέκυψαν από τις συνθήκες των ραγδαίων εξελίξεων του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας.

Παράλληλα, εντοπίζουμε τις αντιλήψεις μιας κοινωνίας που λειτουργεί με αυτόνομο ορθολογισμό, δηλαδή ερμηνεύει τις ιερές παραδόσεις με τη λογική, και κατά συνέπεια δεν χρειάζονται πλέον τον Χριστιανισμό. Η νέα μορφή της κοινωνίας απομακρύνει την Εκκλησία από το βαρύ έργο της οργάνωσης και της παραχωρεί το δικαίωμα της… φιλανθρωπίας.

Το να πιστεύει κανείς σήμερα σε μια υπερβατική δύναμη, θεωρείται ότι είναι μια μάταιη προσπάθεια αποδοχής της θεϊκής αυθεντίας. Και στην περίπτωση που η αυθεντία αυτή δεν απορρίπτεται, αυτό συμβαίνει, γιατί έχουμε ενστερνιστεί μια «συμβατική ηθική»: Αποδεχόμαστε δηλαδή την ύπαρξη μιας υπερδύναμης, αλλά με όρους που είναι στενά συνδεδεμένοι με τις προσωπικές μας σκοπιμότητες. Όταν δεν πραγματοποιούνται οι σκοποί μας ή όταν θίγονται τα συμφέροντά μας, τότε γινόμαστε αρνητές της ομολογίας μας.

Η Χριστιανική Παράδοση χαρακτηρίζεται σαν μια «ιστορική αναφορά» σ’ ένα παρελθόν που έχει πια ξεπεραστεί. Το κάθε ένα άτομο εξετάζει με δυσπιστία τις θρησκευτικές αλήθειες, γιατί ο κόσμος έχει «εκλογικευτεί» με την πρόοδο των φυσικών επιστημών.

Κατά τον Καθηγητή Ιωάννη Β. Κογκούλη (2000), στη σύνθετη (πλουραλιστική) σύγχρονη κοινωνία είναι έκδηλος ο ατομικισμός ως προς την αναζήτηση μιας θρησκευτικής ταυτότητας στην Ενωμένη Ευρώπη και στον Βορειο-αμερικανικό χώρο. Πολλοί λαοί των Ανατολικών κρατών και της Άπω Ανατολής που μετακινήθηκαν ως ξένο εργατικό δυναμικό στους εν λόγω τόπους, έφεραν και τον πολιτισμό τους, τη γλώσσα τους, τη θρησκεία τους κλπ. Όμως, η παρουσία «πολυπολιτισμικών υποομάδων» σε μια ενιαία κοινωνία δεν προάγει ούτε το «ενωτικό κλίμα», κατά την Παύλεια ρήση, ούτε τον «συλλογικό χαρακτήρα» των επιμέρους ατομικοτήτων, κατά την κοινωνιολογική θεωρία. Σε αυτή τη συνάρτηση υπογραμμίζεται το ότι η εχθρική και αδιάφορη στάση ή συμπεριφορά των ατόμων-μελών μιας δεδομένης κοινωνίας υποδέχεται τους ξένους ως «φθηνό εργατικό δυναμικό», αλλά δεν τους αποδέχεται ως ισότιμα μέλη της. Έτσι, στη σύνθετη (πλουραλιστική) σύγχρονη κοινωνία που είναι κατά κάποιο τρόπο ανεκτική, δεν ελλοχεύουν μόνο οι κίνδυνοι αρνητικών τοποθετήσεων έναντι της θρησκείας, της γλώσσας και του πολιτισμού άλλων λαών αλλά καλλιεργούνται και επιθετικές στάσεις συμπεριφοράς που έχουν στενή σχέση με τις θρησκευτικές συγκρούσεις, το φανατισμό, το ρατσισμό, την ξενοφοβία κλπ.

Δεν μπορούμε βέβαια να ταχθούμε υπέρ της άποψης ότι υπάρχουν «ανώτεροι» και «κατώτεροι» πολιτισμοί, γιατί «(…) κάθε πολιτισμός έχει τη δική του αξία» (Κογκούλης, ό.π., σ. 389). Στο φαινόμενο της συνύπαρξης περισσότερων πολιτισμών σ’ ένα ενιαίο κοινωνικο-πολιτισμικό σύστημα συνάδει ο σεβασμός του ενός στην εθνική ταυτότητα, τις ηθικές αξίες και τη θρησκεία του άλλου. Πέραν τούτου, οι θεωρίες της πολιτιστικής ανθρωπολογίας (cultural anthropology) και της κοινωνικής ανθρωπολογίας (social anthropology) συμπορεύονται με τις παραπάνω αντιλήψεις. Στις ίδιες επιστημονικές περιοχές τονίζεται ότι τα διπολικά σχήματα αναφορικά με τους «ισχυρούς» και τους «ανίσχυρους» κοινωνικοοικονομικούς και κοινωνικο-πολιτισμικούς φορείς σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή δεν γίνονται «δεκτά», γιατί οδηγούν σε φαινόμενα διάκρισης, απομόνωσης και εχθρότητας.

Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στο δικό μας χώρο, στο πλαίσιο του οποίου κεντρικός άξονας είναι η ελληνορθόδοξη παράδοση. Ο Καθηγητής Ι.Β. Κογκούλης επισημαίνει τα εξής: «Η όποια παραχάραξή της οδηγεί στην αλλοτρίωση με αποτέλεσμα ο εκδυτικισμένος ορθόδοξος να μην κατορθώνει να είναι ούτε γνήσια δυτικός, ούτε γνήσια ορθόδοξος» (ό.π., σ. 391).

Για να παραμείνει και διατηρηθεί απαραχάρακτη και ανεπηρέαστη η ορθόδοξη παράδοση στο δικό μας χώρο, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει το μηχανισμό των περίκλειστων κοινοτήτων πολιτισμού στα οθωμανικά Βαλκάνια. Ενώ, δηλαδή, η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία διαδραμάτιζε ενοποιητικό ρόλο μεταξύ των βαλκανικών χωρών, και όλες οι φυλετικές ομάδες ζούσαν υπό τον έλεγχο της ίδιας κρατικής διοίκησης, «(…) οι ίδιες οι φυλετικές ομάδες αποτελούσαν παράλληλα περίκλειστες κοινότητες πολιτισμού» (ό.π., σ. 391). «Τα μέλη τους συγκαταβίωναν χωρίς να επιτρέπουν κανενός είδους πολιτιστικό συγκρητισμό ή άλλης μορφής επαφές, που θα έθετε σε κίνδυνο την αυτόνομη ύπαρξή τους» (ό.π., σ. 391). Έτσι, κάθε περίκλειστη κοινότητα πολιτισμού ήταν ένα «αυτοδύναμο υποσύστημα» στο ευρύτερο κοινωνικό σύστημα της οθωμανικής διοίκησης.  Στους κόλπους του υποσυστήματος αυτού ήταν πολύ δύσκολο να εισχωρήσουν εξωγενείς παράγοντες, που θα προκαλούσαν χαλάρωση των δεσμών και κατά συνέπεια διάσπαση στις στενές σχέσεις των μελών.

Τέτοιες ομάδες θα μπορούσαν να συγκροτηθούν και σήμερα με μηχανισμούς αυτοάμυνας και αυτοδύναμου ελέγχου έναντι των όποιων εξωγενών στοιχείων, που θα προσπαθούσαν να εισχωρήσουν στους κόλπους τους και να προκαλέσουν αφενός την απομάκρυνση από την εκκλησιαστική παράδοση και αφετέρου την αποξένωση από την Ορθοδοξία. Επειδή είναι ανύπαρκτη και μάλιστα ανεπιθύμητη η αντίσταση σε παράγοντες, που αποδυναμώνουν την εκκλησιαστική παράδοση, η εκκοσμίκευση της θρησκείας, ο ατομικισμός στη συμπεριφορά και οι προσωπικές επιλογές στα παραδοσιακά βιώματα κατευθύνουν την πορεία του ανθρώπους σε ένα τερματικό σημείο: στην παγκοσμιοποίηση!

Ο Καθηγητής Ι.Β. Κογκούλης επισημαίνει ότι η παγκοσμιοποίηση νοείται ως «ομογενοποίηση των πολιτισμών, καταστροφή εθνικών ταυτοτήτων, επιβολή ενός θρησκευτικού συγκρητισμού και αφανισμός του ανθρώπου ως κοινωνικο-πολιτισμικού προσώπου» (ό.π., σ. 392).

Η ισοπέδωση των πολιτιστικών ιδιαιτεροτήτων των ανθρώπων συνεπιφέρει και την ισοπέδωση όλων των θρησκειών, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια «πανθρησκεία» (μορφή πανθεϊσμού). Άλλωστε, η κατάσταση αυτή διαμορφώνεται σταδιακά βάσει της αποχριστιανοποίη-σης και της αποεκκλησιαστικοποίησης ως συνεπειών της εκκοσμίκευσης που έχουμε ήδη αναφέρει.

Ο καθένας είναι ελεύθερος να αποδέχεται και να εσωτερικεύει την ομολογία (θρησκεία) που πιστεύει ότι τον εκφράζει. Κανένας όμως δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλλει τη θρησκεία του σε άλλους, διαχωρίζοντας τους ανθρώπους σε «πιστούς» και «άπιστους», σε «ομόδοξους» που βλέπει με συμπάθεια, και σε «αλλόδοξους» που αντιμετωπίζει με μίσος ή κακία. Πολύ περισσότερο, πρέπει να μάθουμε να συνυπάρχουμε, σεβόμενοι τη «θρησκευτική πολυμορφία» ως ελευθερία έκφρασης και δημιουργικού διαλόγου.

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Ανδριανόπουλος, Α. (2001, Ιούλιος 7-8). Η παγκοσμιοποίηση και οι εχθροί της. Τα Νέα, σ. 9

Αργύρης, Ι. Αρχιμ. (2000). Παγκοσμιοποίηση και Εκκλησία. Στο Π.Ν. Λύτρας (επιμ.), Παγκοσμιοποίηση: όραμα, χίμαιρα, κατάρα ή εφιάλτης (σσ. 27-47). Αθήνα: Παπαζήσης.

Έθνος της Κυριακής, 22 Αυγούστου, 2001.

Κογκούλης, Ι.Β. (2000). Κατηχητική και Χριστιανική παιδαγωγική. (2η εκδ.). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη Α.Ε.

Κορώσης, Κ. (1997). Έφηβοι και οικογένεια. Πώς βλέπουν την οικογένεια οι μαθητές της Β΄ και Γ΄ τάξης Λυκείου. Κοινωνιολογική εμπειρική μελέτη. Αθήνα: Gutenberg.

Λελεντζής, Τ. (2001, Ιούνιος 22). Οι αδολεσχήται της Παγκοσμιότητος. Ορθόδοξος Τύπος. σσ. 3-4.

Μιναρέδες και Παγόδαι. Ορθόδοξος Τύπος. 1 Ιουνίου 2001, σσ. 1,5.

Τσαούσης, Δ. (1989). Η κοινωνία του ανθρώπου. Εισαγωγή στην κοινωνιολογία. Αθήνα:Gutenberg.

 

 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ

 

Das Phänomen der Globalisation ist eng verbunden mit zwei Dimensionen des religiösen Verhaltens des Menschen in den hoch industrialisierten Gesellschaften. Es handelt sich einerseits um die Entchristlichung und andererseits um die Entkirchlichung. Diese Verhaltensweisen bereiten den Weg für die Verkörperung des Menschen in einem universellen Glauben ‘‘ohne Namen’’ vor.

 



* Αποτρόπαια και απάνθρωπα συμφέροντα μαστίζουν το Σουδάν με το μουσουλμανικό Βορρά και το χριστιανικό Νότο: Οι χριστιανικές οργανώσεις αγοράζουν ανθρώπους – γυναίκες και άνδρες, κορίτσια και αγόρια – από τους δουλέμπορους για να τους αφήσουν αργότερα ελεύθερους, ενώ οι δουλέμποροι πωλούν τις εξαθλιωμένες υπάρξεις από τη φτώχεια αντί της τιμής μιας κατσίκας (κεντρικό δελτίο ειδήσεων στο τηλεοπτικό κανάλι MEGA, 31 Αυγούστου 2001). Διερωτώμαστε σχετικά με το πώς αντιμετωπίζουν οι σύνοδοι κορυφής των ισχυρών στον πλανήτη μας τα βδελυρά αυτά γεγονότα.