Πολιτισμικότητα και Θρησκεία: Παγκοσμιοποίηση ή Kαθολικότητα;

 

Του Σταμάτη Πορτελάνου

      Δρ. Θεολογίας

     Συνεργάτη του Π.Ι.

 

Η Θρησκεία και ο πολιτισμός αποτελούν θεμελιώδη φαινόμενα του ανθρώπινου βίου, ουσιαστικά διαφορετικά μεταξύ τους, ενίοτε όμως και αλληλοεξαρτώμενα. Ο  πολιτισμός αναφέρεται στο “εδώ”, η Θρησκεία στο “εδώ”, ενδοκόσμιο, αλλά και στο “επέκεινα”, υπερκόσμιο. Το ότι η Θρησκεία αποτελεί πανανθρώπινο φαινόμενο θεμελιώνεται από τα πορίσματα της Ανθρωπολογίας και Προϊστορίας. Η υπερβατικότητα που προσφέρει η Θρησκεία καθησυχάζει την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου. Η ανθρώπινη προσπάθεια όταν έχει οντολογική θεμελίωση τότε το παρόν περιχωρεί το αιώνιο και οι θείες ενέργειες δεν καταργούν τον κόσμο αλλά τον αλλοιώνουν, τον μεταμορφώνουν.

Η Θρησκεία ενσωματώθηκε και έγινε συνδημιουργός της ιστορίας για τους εξης λόγους: α) ανταποκρίνεται στα εσωτερικά αιτήματα του ανθρώπου, β) βρίσκει απαντήσεις για το βαθύτερο νόημα της ζωής και της ιστορίας μια μεταφυσική στηριγμένη στην ελπίδα, γ) ριζώνει στο ασυνείδητο του ανθρώπου και μέσα από τη φιλοσοφική και ψυχολογική προσέγγιση βρίσκεται ως συγγενής και έμφυτη στην ανθρώπινη φύση και συμπαραγωγός του πολιτισμού και δ) σχετίζεται ως πολυδύναμο σύστημα δοξασιών, πεποιθήσεων, βιωμάτων, αξιών και ήθους με το Υπερβατικό, Ιερό, Άγιο και επηρεάζει την ανθρώπινη ύπαρξη και κοινωνία.

O προσδιορισμός της έννοιας και της ουσίας της Θρησκείας διευκολύνει για την διερεύνηση τη σχέση της με τον πολιτισμό. Είναι όμως δύσκολος και διαφοροποιείται εξαιτίας της προσέγγισης του φαινομένου που επιχειρήθηκε με ορισμούς νοησιαρχικούς, βιωματικούς, ηθικούς κ.ά. Συγκεκριμένα   :

1.         Η ψυχαναλυτική σχολή επιχείρησε να ερμηνεύσει το θρησκευτικό φαινόμενο ως μεταμόρφωση και εξύψωση του Οιδιποδείου συμπλέγματος (Freud) ή να τοποθετήσει την πηγή του θρησκευτικού βιώματος στα βαθύτερα στρώματα του ομαδικού κληρονομικού ασυνειδήτου, στα αρχέτυπα (Jung). Ο Jung παρατήρησε ότι η μη ικανοποίηση του θρησκευτικού και ηθικού αιτήματος προκαλεί διατάραξη της ψυχικής υγείας και ισορροπίας, που δείχνει πόσο αναπόσπαστη είναι στον άνθρωπο η ρίζα του ηθικού, και θρησκευτικού συναισθήματος, ώστε να μην μπορούμε να την αγνοήσουμε.

Η σχέση μεταξύ Θρησκείας και Ψυχανάλυσης που στηρίζεται στην ευαγγελική αρχή “η αλήθεια ελευθερώσει υμάς” ερμηνεύει το γεγονός γιατί η ψυχανάλυση τελευταία έχει διεισδύσει στην πράξη της εκκλησίας.

2.         Aπό τη φυσική θρησκεία στην Αποκάλυψη. Από τη φυσιοκρατική αντίληψη για τη θρησκεία, το ελληνικό δωδεκάθεο και τη φυσιοκρατική ηθική των προσωκρατικών, η ενόραση του αμφισβητία Σωκράτη τον έφερε να εικονογραφείται στους Νάρθηκες των βυζαντινών Ναών. Όταν κατηγορούσαν το Σωκράτη για απόρριψη των θεών της πόλης και εισαγωγή νέων θεοτήτων, είχαν υπόψη τους το “θείο δαιμόνιον”. Αυτό ερμηνεύεται ως ενορατική γνωστική προσπάθεια ή ως μια μορφή της φωνής της συνείδησης. Η φυσική γνώση του Θεού αποδεικνύει ότι έχει, στην ουσία, μόνο ενδεικτικό χαρακτήρα της ύπαρξής Του.  Είναι χρήσιμος μόνο ως οδός και ως ένδειξη για θεογνωσία. Ο Διαφωτισμός διαχώρισε τη φυσική από την εξ αποκαλύψεως Θρησκεία. Η πνευματική άγνοιά μας, η τρεπτότητα της φύσης μας και η περιπέτειά μας στην ειδωλολατρία είναι οι αιτίες που ο άνθρωπος αδυνατεί να διακρίνει τη φυσική από την αποκαλυπτική θεολογία.

Το περιεχόμενο του λόγου στη Σωκρατική ηθική δεν ταυτίζεται με αυτό που σημασιοδοτεί το Διαφωτισμός. Η τελειότητα που οραματιζόταν ο Σωκράτης δεν μπορεί να ταυτισθεί με το παιδευτικό ιδανικό του Διαφωτισμού. Ο Σωκράτης δεν σκόπευε στην  καθολικότητα και ολότητα της γνώσης, αλλά στην ανάπτυξη ολόκληρης της προσωπικότητας με την εποπτεία του λόγου. Εδώ ο λόγος πρέπει να εννοηθεί το πνεύμα ως ανώτερη, οδηγητική αρχή και όχι ως σύνολο των λογικών μορφών.

Ο Αυγουστίνος (354-430), οι Μυστικοί όλων των αιώνων, ο Pascal (1623-1662), o Schleiermacher (1768-1834), o Bergson (1859-1941), o Folger, o Max Scheiller (1759-1805) κ.ά. αποδίδουν την αρχή της θρησκείας στην ενόραση, σε μια εσωτερική αίσθηση. Ο Kant (18ος αι.) εξαίρει την ηθική πλευρά της θρησκείας, θεωρώντας αυτή, ως πρακτική εφαρμογή του ηθικού νόμου (βίωμα της ηθικότητας).

Οι νηπτικοί Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας ομιλούν για μια ολιστική ηθική της ψυχής, που είναι το πολυδύναμο παιδευτικό κέντρο των επιμέρους δυνάμεών της (νου, βούλησης, συναισθήματος), σύμφωνα με την Πλατωνική διαίρεση (θυμικό, επιθυμητικό και λογιστικό).

3.         Η βιωματική ερμηνεία της Θρησκείας αποκαλύπτει την εξέλιξη στην προσωπική και κοινωνική ηθική που συνδέεται με το νόημα. Κατά τον Spranger στο “ενέργημα μιας αυθόρμητης ή δίνουσας ένα νόημα συμπεριφοράς” αντιστοιχεί το βίωμα “ως εισδεκτική ή πραγματώνουσα ένα νόημα συμπεριφρά”. Το θρησκευτικό βίωμα, όπου γνήσια υπάρχει, συναρπάζει και συναιρεί όλες τις ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου, συμπράττον στην ολιστική ηθική. Κατέχει ριζικά τη συνείδηση του ανθρώπου με συναίσθηση εξάρτησης και απόλυτης λύτρωσης. Αυτό το βίωμα είναι βαθύτατο στον άνθρωπο με συνέπεια να διεισδύει από συνείδηση σε συνείδηση και να κινείται διαστρωματικά στην ιστορία των κοινωνιών. Έτσι γίνεται σημαντικός παράγοντας πολιτισμού και εξανθρωπισμού. Κατά τον Έριχ Φρομ η ιστορία της Θρησκείας δίνει πολλές μαρτυρίες της σχέσης μεταξύ κοινωνικής δομής και διαφόρων ειδών θρησκευτικής εμπειρίας (εξουσιαστική-ανθρωπιστική θρησκεία, αθεϊστικές θρησκείες).

 

Πολιτισμός και πολιτισμικότητα

Ο πολιτισμός και η κουλτούρα αναφέρονται στο γενικό τρόπο ζωής ενός λαού. Ο πολιτισμός είναι η κουλτούρα με την ευρύτερη έννοια. Η λέξη κουλτούρα σημαίνει το σύνολο της πνευματικής παράδοσης και δημιουργίας ενός λαού. Ο πολιτισμός είναι ένα χώρος, μια πολιτιστική περιοχή, μια συλλογή πολιτιστικών χαρακτηριστικών και φαινομένων.

Η πολιτισμικότητα δηλώνει περισσότερο την αφηρημένη πλευρά του πολιτισμού καθώς και τον πολιτισμό ως πνευματική καλλιέργεια. Ενώ ο όρος πολιτιστικός χρησιμοποιείται περισσότερο για να ορίσει τον πολιτισμό ως σύνολο δραστηριοτήτων μέρος των οποίων δηλώνουν τον τεχνικό πολιτισμό. Δηλαδή διακρίνουμε τα πολιτισμικά γνωρίσματα ενός έθνους που ωθούν σε πολιτιστική δράση.

Οι Σοφιστές εξαίρουν την ανθρωπολογική άποψη του πολιτισμού απορρίπτοντες την αριστοκρατική αντίληψη της εποχή τους. Αντικαθιστούν το αίμα και την ευγένεια της καταγωγής, ως κυρίαρχες προϋποθέσεις για την τελείωση του ανθρώπου, από την έννοια της “καλλιέργειας”, με την αντίστοιχη εικόνα του αγροτικού βίου. Ο αγεώργητος άνθρωπος έχει καταβολές, έχει ανάγκη όμως τον καλό σπόρο και τον έμπειρο σπορέα, τον παιδαγωγό, για να γεωργήσει την ψυχή και να αποδώσει καρπούς. Αυτός ο τρόπος συνιστά το “πνεύμα” του πολιτισμού και την ειδοποιό αρχή που καθορίζει την ποιότητά του. Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης λόγω της συστηματικής μελέτης ξένων Πολιτειών και θεσμών, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως θεμελιωτές της Συγκριτικής Πολιτισμολογίας.

Tα προβλήματα που προέκυψαν από τις πηγές σημασιοδότησης της κουλτούρας:

Α) Η φυσιοκρατική αντίληψη για τον πολιτισμό με κύρια πηγή τα ορμέμφυτα. Από την άλλη ο μονισμός στην υλιστική ερμηνεία για τη ζωή από τις μεγάλες εφευρέσεις αναζωπύρωσε τη φυσική φιλοσοφία και ηθική του αρχαίου κόσμου και δημιούργησε πολιτισμική ανησυχία. Θα μπορούσαν οι αριθμητικοί υπολογισμοί και οι μετρήσεις να υποκαταστήσουν την εσωτερική καλλιέργεια και τη συμπόνια; Ο C. Snow (1905-1908) διδάκτωρ της φυσικής εμφάνισε τη διάκριση των δύο κουλτουρών. Πρόκειται για την κουλτούρα των “διανοουμένων” και εκείνη των “επιστημόνων”. Αυτό οφείλεται στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της μελέτης του ανθρώπινου και του φυσικού κόσμου που αρχίζει με το Διαφωτισμό από το 18ο αιώνα. Γράφει συγκεκριμένα: “Ένα από τα ρίσκα της ακαδημαϊκής ζωής είναι ο τρόπος που το ήθος και η οργάνωσή της μας προτρέπουν να υπερτιμήσουμε τη δύναμη και τη σημασία αυτών των κλαδικών θυγατρικών σχέσεων, παραμελώντας άλλους, συχνά βαθύτερους δεσμούς και εξαρτήσεις”.

Με τη Βιομηχανική επανάσταση και τη βιομηχανοποιημένη κοινωνική οργάνωση, που στηρίζεται σ’ ένα αυστηρά οικονομικό σύστημα για κερδοφορία, οι προσωπικές σχέσεις τίθενται σε δεύτερη μοίρα. Όταν παρουσιάζονται προβλήματα από την απομόνωση και τις κοινωνικές διακρίσεις, εξαιτίας της διαφοράς στην οικονομική δύναμη και την αντιμετώπιση του συνανθρώπου, τότε εμφανίζονται συγκρούσεις, ψυχασθένειες, τότε έχουν ρόλο οι ψυχοθεραπευτές και κοινωνικοί λειτουργοί, τότε οι ανθρωπιστικές επιστήμες προσπαθούν να φέρουν τις ισορροπίες.

Β) Η προοδευτική καθιέρωση λογικότερων συστημάτων, εξαιτίας του Διαφωτισμού,  δημιούργησαν τη διαφοροποίηση σε κοινωνικές αντιλήψεις και συστήματα που προέρχονταν από προηγούμενες θρησκευτικές και μεταφυσικές κοσμοθεωρίες. Κατά τον Herder (1784-1791) η συρρίκνωση της εξέλιξης της ανθρωπότητας σε μια μόνη αρχή, και ιδίως σε κάτι τόσο αφηρημένο όπως ο “ορθός λόγος” δημιούργησε και την “εξωτερική παγκοσμιότητα”.

Γ) Επίσης κατά τον Herder oι πολλές κουλτούρες δημιουργούνται από την περιπλοκότητα των διαμορφωτικών δυνάμεων που υπάρχει μέσα σε κάθε κουλτούρα. Ωστόσο η πολιτισμική διαφορά, ως κάτι αντικειμενικό, που προκύπτει από ένα εθνοκεντρισμό και υποκειμενισμό μπορεί με τον πνευματικό πυρήνα και την οντολογία που διαθέτει κάθε πολιτισμός να μετατραπεί σε διαπολιτισμικότητα. Οι προκαταλήψεις που προκύπτουν από ένα εθνοκεντρισμό παρασύρουν σε αρνητικές αξιολογήσεις μη οικείων πολιτισμών. Αιτία είναι η έμφαση στην αυστηρή οριοθέτηση του οικείου πολιτισμού με στοιχεία ατομικής και ομαδικής ψυχολογίας που τον απομονώνουν ενώ και αυτός αποτελεί μετοχικό κεφάλαιο στον παγκόσμιο πολιτισμό.

Η φράση του Δάντη Αλιγκιέρη “έχω πατρίδα μου τον κόσμο όπως τα ψάρια τη θάλασσα” είναι μια διακήρυξη πνεύματος διαπολιτισμικότητας. Αποδεικνύει ότι η ανάπτυξη ενός παγκόσμιου πνεύματος αγάπης, αλληλεγγύης και σεβασμού δεν αντιπαρατίθεται εξ ορισμού σ’ ένα εθνοκεντρικό πολιτισμό με τα στοιχεία που τον συνθέτουν. Όταν το “ίδιον” κατανοήσει το “έτερον” με κοινή αποδοχή την αρχή της αυτοδιάθεσης του κάθε λαού που κατοχυρώνεται από την ιστορία και την παράδοσή του, τότε η διεθνοποίηση ή παγκοσμιοποίηση δεν είναι ισοπεδωτική. Αντίθετα όταν εκλείψουν τα ανθρωπιστικά και πνευματικά κίνητρα στο νέο τεχνοκρατικό περιβάλλον και ισχύσουν η διεθνοποιημένη αγορά της ανισότητας και του οικονομικού ανταγωνισμού ως μοναδικού δρόμου εξέλιξης του κόσμου, τότε η ευημερία και η ανάπτυξη είναι τόσο δραματική όσο και κυνική.

 

Σχέση Θρησκείας και πολιτισμού

Η σχέση Θρησκείας και πολιτισμού κινείται από την ταύτιση μέχρι την πλήρη διάσταση, από την ανενδοίαστη κατάφαση του κοσμικού μέχρι της ολοκληρωτικής άρνησης του κόσμου εξαιτίας του μυστικισμού. Σημειώνεται ότι η βάση της μυστικιστικής εμπειρίας δεν είναι ο φόβος ούτε και η υποταγή, αλλά η αγάπη. Συγκεκριμένα:

1.         Η Θρησκεία περιχωρείται στην πολιτιστική ζύμωση και αποτελεί στοιχείο ετερότητας στη δημιουργία πολιτιστικού περιβάλλοντος. Με την ανάπτυξη της Ανθρωπολογίας και της Κοινωνιολογίας τονίστηκαν ιδιαίτερα τα κοινωνικά, οικονομικά, ιστορικά και πολιτιστικά πλαίσια, μέσα στα οποία η Θρησκεία διαμορφώνεται και εκφράζεται. Η Θρησκεία αναπτύχθηκε παράλληλα ή περιχωρήθηκε, συνειδητά ή ασυνείδητα στο συγκεκριμένο πολιτισμό. Πολλές θρησκευτικές πεποιθήσεις, ήθη και τελετουργίες γίνονται κατανοητές σε συσχετισμό με την ανάλογη πολιτιστική μήτρα, συμβάλλουν και αυτές στο δημιουργούμενο πολιτιστικό αγαθό.

2.         Η Θρησκεία είναι συγγενής με τον πολιτισμό και ενίοτε φορέας του όταν οι παρεχόμενες αξίες διαμορφώνουν στάση ζωής και ποιότητα στις ανθρώπινες σχέσεις και στο περιβάλλον. Η θρησκεία έχει σχέση με την πολιτισμικότητα αφού με τις πεποιθήσεις ή αρχές που παραθέτει συνδέεται με την εσωτερική καλλιέργεια του ανθρώπου. Η Θρησκεία με τις αιώνιες αξίες της συμμετέχει στη δημιουργία της ιστορίας παρέχοντας το στοιχείο της διαχρονικότητας στον πολιτισμό. Εφόσον το θείο είναι έμφυτο σε κάθε άνθρωπο, είναι επόμενο και η αισθητική έκφραση του πολιτισμού να περιέχει το ιερό. Κάθε πολιτισμός, αρχίζοντας από τους πρωτόγονους λαούς αποτυπώνει το ιερό στους συμβολισμούς, στη τέχνη, στην καθημερινή του ζωή. Για παράδειγμα κατά την Παλαιολιθική εποχή τα σώματα των νεκρών βρίσκονται πολύ συχνά διπλωμένα. Σ’ αυτό το γεγονός δόθηκαν δύο ερμηνείες: α) ως σημάδι ότι φοβούνταν το νεκρό και για να τον εξουδετερώσουν τον δίπλωναν και τον έδεναν και β) ως απόδειξη ότι ο νεκρός, διπλωμένος σε εμβρυακή θέση, ξανατοποθετήθηκε στους κόλπους της γης για μια καινούργια γέννα.

3.         Η θρησκευτική αυτονομία. Η Θρησκεία με το περιεχόμενο των πεποιθήσεων και δοξασιών της διαθέτει τη δική της λειτουργία μέσα σ’ ένα πολιτισμό. Το ιερό και το άγιο, ως προσωπική ή ομαδική και βιωματική σχέση με το θείο προσδιορίζουν την αυτονόμηση της Θρησκείας. Οι πολιτισμοί αυτοί ονομάζονται “ιεροκρατικοί” επειδή η Θρησκεία, όπως βραχμανισμός και ιουδαϊσμός, με αυστηρά ιεροκρατικές νομοθεσίες διαμόρφωσε όλα ανεξαιρέτως τα πεδία της ανθρώπινης ζωής και δραστηριότητας. Το θρησκευτικό βίωμα περιλαμβάνει κάτι εξωκοινωνικό, εξωψυχολογικό, ένα παράγοντα βάθους, μια διάσταση υπερβατική, που βιώνεται ως εσωτερική σιωπή και “έκσταση”, που είναι δύσληπτη από ένα ιατρικό ακτινογραφικό μηχάνημα.

4.         Η Θρησκεία συνεργός στην παραγωγή πολιτισμού. Μπορεί να συμμετέχει στην παραγωγή πολιτιστικού ιδεώδους και ήθους, όμως δεν μπορεί να ταυτιστεί με τα επί μέρους πολιτιστικά στοιχεία ούτε να αντικατασταθεί από αυτά, ανεξάρτητα αν υπάρχει αλληλεπίδραση στα πολιτιστικά δρώμενα. Όπως συμβαίνει στο βιολογικό οργανισμό, το ένα όργανο συνδέεται με το άλλο, χωρίς όμως να το υποκαθιστά ή να αντικαθίσταται απ’ αυτό.

Η διαπολιτισμική συγγένεια, υπάρχει, κατά τον Toynbee, ως σχέση πατέρα προς τέκνα ή αδελφού προς αδελφό. Για παράδειγμα από τον ινδικό πολιτισμό γεννήθηκε ο “χινδουϊστικός”, από τον ελληνικό ο ελληνορθόδοξος και ο δυτικός.  Από αυτή τη συγγένεια υπάρχουν τρεις δυνατότητες: η αφομοίωση, η μίμηση και η αλληλεπίδραση. Κατά την αφομοίωση το πολιτιστικό σώμα αφομοιώνει τα εισρέοντα στοιχεία και τα μεταπλάθει αυτά σε νέα σύνθεση, τα προσαρμόζει σ’ ένα νέο τρόπο ζωής και έκφρασης. Γενικά οι ακμαίοι πολιτισμοί συνθέτουν, ενώ εκείνοι που μιμούνται, χωρίς να διαθέτουν ισχυρό πυρήνα – ειδοποιό αρχή, αποσυντίθενται. Τα αξιώματα της χριστιανικής πίστης συνιστούν βασικά στρώματα του ασυνειδήτου του ελληνικού γένους.

Με την αλληλεπίδραση ο κάθε πολιτισμικός φορέας δέχεται την επιρροή του άλλου αλλά διατηρεί την ταυτότητά του. Η προσπάθεια ομοιογένειας των πολιτισμών ή απολυτοποίησης ενός απ’ αυτούς, εξαιτίας ενός “ενάρετου υλισμού”, κατά τον Γάλλο Αλέξη ντε Τοκβίλ, μπορεί να μετατραπεί σε απειλή και αρχή επανάστασης ενάντια στους άλλους, αφαιρώντας τη δυνατότητα πολιτιστικής δράσης και διαδραστικότητας. Η ομογενοποίηση ισοδυναμεί με περιορισμό του ατομικού δικαιώματος στη διαφορετικότητα με υποτίμηση της πολιτιστικής, φυλετικής, θρησκευτικής ή εθνοτικής ιδιαιτερότηας των μειονοτήτων. H Bυζαντινή αυτοκρατορία αποτέλεσε ένα πολυφυλετικό μωσαϊκό με πολλές εθνικές κοινότητες στους κόλπους της, οι οποίες διέφεραν ως προς τον πολιτισμό, τη γλώσσα και τις υπόλοιπες παραδόσεις, όμως απουσίαζε η κοινή συνείδηση και καταγωγή.

5.         Σχέση Θρησκείας με εκπαίδευση. Η εκπαίδευση και η θρησκεία στην Ευρώπη αποτέλεσαν ένα αδιάσπαστο διώνυμο, το οποίο εξελίχθηκε άλλοτε σε μοχλό εξάπλωσης της εκπαίδευσης σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα και άλλοτε σε περιοριστικό παράγοντα. Οι εφευρέσεις για την ανάπτυξη και την παραγωγή που προήγαγαν την υλική αυτάρκεια και αύξησαν το συναίσθημα της ασφάλειας αποσύνδεσαν το διώνυμο. Με τη Βιομηχανική Επανάσταση εμφανίζεται μια έντονη τάση αποθρησκειοποίησης της Παιδείας και οργάνωσης δημοσίων εκπαιδευτικών συστημάτων. Με αυτό τον τρόπο αναπτύχθηκε η προώθηση της εθνικής ταυτότητας με λειτουργικό εργαλείο τον πολιτισμικό εθνοκεντρισμό με παραμορφωτικά επιγεννήματα τον εθνικισμό, φονταμενταλισμό κ.ά. Η δομή του νέου σχολείου, με τα νέα κοινωνικά δεδομένα που προέκυψαν (οικονομική μετανάστευση, προσφυγιά κ.ά.) θα μπορούσε να είναι τέτοια ώστε να δεχθεί τις διαφορετικές κουλτούρες και θρησκετικές πεποιθήσεις των μαθητών. Μια επιβαλόμενη μονοπολιτισμική εκπαίδευση ενθαρρύνει, εκτός των άλλων, το ναρκισσισμό, την ηθική αναισθησία και την άγνοια.

Στον 20ο αιώνα νοθεύεται η αλληλεπίδραση εκπαίδευσης και θρησκείας. Η θρησκεία σταδιακά χάνει την καθοριστική της ισχύ στη διαμόρφωση ήθους, οι παιδαγωγικές αρχές στηρίζονται κατά βάση στην παραγωγή και την εμπορευματοποίηση και τα εκπαιδευτικά συστήματα σχεδιάζονται για να εξυπηρετούν τις ανάγκες της οικονομικής ανάπτυξης κατά κύριο λόγο στις κοινωνίες της Δύσης. Η συσσώρευση γνώσης και επένδυσης στην ικανοποίηση των αισθήσεων αποδυναμώνει τα πνευματικά γνωρίσματα του ανθρώπου.

Η διαπολιτισμική εκπαίδευση επιτυγχάνεται μέσα από μια αυτοκριτική που διαθέτει ένα εκπαιδευτικό σύστημα και την αυτοσυνειδησία που επιτρέπει ένας εγχώριος πολιτισμός. Η Ορθοδοξία μπορεί με την καθολική διάσταση των αξιών της να συνεισφέρει στη διαπολιτισμική εκπαίδευση με κυρίαρχο πυρήνα ότι: ο κάθε άνθρωπος είναι “εικόνα του Θεού” και ότι Θεός παιδαγώγησε τους ανθρώπους με απεριόριστη ανεκτικότητα και κατανόηση.

   

Παγκοσμιοποίηση και χριστιανισμός

Η παγκοσμιοποίηση παρουσιάζεται με δύο ορισμούς:

α) ως προσπάθεια δημιουργίας μιας παγκόσμιας κοινότητας ως οικονομικής ζώνης ή μιας παγκόσμιας αγοράς, όπου τα προϊόντα και οι πληροφορίες θα κινούνται ελεύθερα,

β) ως προσπάθεια μετατροπής της οικουμένης σε μια ενιαία οικονομική, πολιτική και πολιτιστική επικράτεια. Η παγκοσμιοποίηση αποτελεί μια σύνθετη διαδικασία υπέρβασης των συνόρων μέσα από τα δίκτυα επικοινωνίας και ανταλλαγών που αναπτύσσονται μεταξύ των κοινωνιών χωρίς να εμποδίζονται από τα σύνορα και τις εθνικές διαφορές.

Τα αίτια εμφάνισης της παγκοσμιοποίησης:

1.         Η παγκοσμιοποίηση διευρύνει οικονομικά και κοινωνικά χάσματα εφόσον έχει φυσιοκρατικό τον πυρήνα της ανθρώπινης εξέλιξης. Το αρνητικό περιεχόμενο της παγκοσμιοποίησης παρασύρει για την καταστολή του και αρνητικές πρακτικές που μεγεθύνουν σε τρομακτικές διαστάσεις το πρόβλημα του ανταγωνισμού. Με την ιδεοληψία της μετανεωτερικότητας, κόσμος με τα νώτα στραμμένα σε κάθε τι παραδοσιακό, που κατακρατεί υπερούσιες αξίες, υιοθετεί για την αντιμετώπιση των παραβάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της κοινωνικής ειρήνης μέτρα ανασφάλειας και “αχαλίνωτης παγκοσμιοποίησης της καταστολής”. Έτσι η Ευρώπη ετοιμάζει νέα συνθήκη που θα προσφέρει απεριόριστες δυνατότητες αστυνόμευσης του κυβερνοχώρου που θα παραβιάζει επίσης στοιχειώδη δικαιώματα των πολιτών.

2.         Η παγκοσμιοποίηση ως φαινόμενο της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς και της αφιλάνθρωπης ατομικότητας διχάζει διότι θεμελιώνει την ιδέα της επικοινωνίας και κοινωνίας των ανθρώπων σε είδωλα και στην προσκόλληση στην κτίση των ά-λογων όντων. Η οικονομία χωρίς δικαιοσύνη και φιλανθρωπία οδηγεί στη μισανθρωπία, τη διχόνοια, κάνει την εξουσία ασύνδετη με την οντολογική διάσταση του προσώπου. Ο άνθρωπος ο φτιαγμένος για την αθανασία, υπάκουος στην ισχύ των “κανόνων” της αγοράς των κτιστών, γίνεται όμηρος της κτιστότητας και της φθαρτότητας.

3.         Η παγκοσμιοποίηση με χαρακτηριστικό την εκκοσμίκευση έχει επιδράσει και στη θρησκευτικότητα των ανθρώπων με τρόπο ώστε ο θρησκευόμενος να παραμένει προσκολλημένος στα εξωτερικά στοιχεία της λατρείας (τυπολατρία – εεξωτερικός ευσεβισμός). Έτσι αλλοτριώνεται από τα μεταμορφωτικά στοιχεία της Θρησκείας που εσωτερικά αναγεννούν τον άνθρωπο. Στους έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας η έλλειψη εσωτερικής κάθαρσης των πιστών, αφοσιωμένων σε μια εξωτερική ευσέβεια θεωρείται αθεϊα. Η παγκοσμιοποίηση με τα κριτήρια ζωής και τα ερεθιστικά πρότυπα που προβάλλει στο σημερινό άνθρωπο δημιουργεί  τη διψυχία. Δημιουργεί σύγκρουση στον ψυχικό του κόσμου με αποτέλεσμα να κάνει αυτό που δεν θα ήθελε να κάνει, όπως τονίζει ο Απόστολος Παύλος. Αυτό συνθέτει ένα πολιτισμό από διχοστασία στην ανθρώπινη βούληση και ζωή.

4.          Η απουσία εμπειριών πνευματικής ζωής και το εγχείρημα να αποδειχθεί η ύπαρξη του Θεού με το λογικό οδήγησε τον άνθρωπο στην ορθολογική θρησκευτικότητα και στην παγκοσμιοποίηση της ατομοκεντρικότητας και της αποκοινωνικοποίησης. Η αντικειμενοποίηση του Θεού στο χώρο της θεολογίας ή της θρησκείας με την παγκοσμιοποίηση εξαφάνισε τη διαφορά μεταξύ φυσικής και αποκεκαλυμμένης θεολογίας, μεταξύ του αποφατικού και καταφατικού στοιχείου στο χώρο του θείου. Αποτέλεσμα να γεννηθούν αυθαίρετα θρησκευτικά συστήματα φυσικής θεολογίας, όπως ο ντεϊσμός, που δέχεται το Θεό ως απρόσωπη αιτία του κόσμου, ο θεϊσμός που δέχεται πως ο Θεός είναι διαφορετικός και χωριστός από τον κόσμο, ο πανθεϊσμός που ταυτίζει το Θεό και τον κόσμο κ.ά.

H υπέρβαση της παγκοσμιοποίησης:

·            Ο υλικός κόσμος, δημιούργημα του ίδιου του Θεού και όχι κάποιου άλλου κτιστού όντος, παίρνει αξία όταν μαζί με τον άνθρωπο αναπτύσσεται με αρμονία για να εγκαινιασθεί σε νέα λειτουργική ζωή, για να συντελεσθεί η καθολική μεταμόρφωση. Το μέσο για την πνευματική ισορροπία του ανθρώπου δεν είναι η υποταγή της φύσης του στις επιθυμίες του ατόμου, αλλά η υποταγή της ατομικής επιθυμίας, η άσκηση, για την ολοκλήρωση του προσώπου. Η εσχατολογία που συνδέεται με την οντολογική θεμελίωση της ανθρώπινης ύπαρξης δεν αιχμαλωτίζεται στο παρόν αλλά δίνει νόημα και λύση στην υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου. Ο Παράδεισος, κατά τη διήγηση της δημιουργίας στην Παλαιά Διαθήκη,  αντιστοιχεί στην αιωνιότητα και “φυτεύεται” από το Θεό στον ήδη δημιουργηθέντα υλικό κόσμο. Άρα η μεταφυσική ούτε ξένη είναι προς τον άνθρωπο αλλ’ ούτε και αφηρημένη.

·            Ο Χριστός γεννιέται την εποχή της Ρωμαϊκής κυριαρχίας, που θεωρείτο παγκόσμια και αδιαπραγμάτευτη. Η ιστορία και η εσχατολογία, το υπερκόσμιο και το ενδοκόσμιο με την εμφάνιση του Θεανθρώπου αλληλοδιαπερνούνται το ένα στο άλλο. Η θεανθρώπινη φύση του Χριστού αποκαλύπτει νέο είδος πολιτισμού βασισμένο σε νέα σχέση. Με τη γέννηση του Χριστού αποκαλύπτεται η αληθινή έννοια της παγκοσμιότητας και των στοιχείων της. “Η πολυαρχία των ανθρώπων επαύσατο. σου δε ενανθρωπήσαντος εκ της Αγνής η πολυθεϊα των ειδώλων κατήργηται” (δοξαστικό εσπερινού Χριστουγέννων). Κατά τον Ωριγένη η πίστη στο Θεό και η θεογνωσία συγκέντρωσε από ανατολή, δύση, βορρά και θάλασσα όλους τους ανθρώπους. Ενώ με τον υλικό προσανατολισμό του ανθρώπου δημιουργείται αντιδικία, αθέμιτος ανταγωνισμός, αδικία και μισανθρωπία με την ενανθρώπηση του Θεού σαρκώνονται τα αιώνια και καθολικά για την ανθρωπότητα κριτήρια του ανθρωπισμού.

O Υιός και Λόγος του Θεού γεννιέται για να σώσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, στην ψυχή και στο σώμα για να την ξανακάνει ακέραιη. Η γέννηση του Χριστού δεν ήταν ένα περιστασιακό και ευκαιριακό γεγονός που περιορίστηκε σε εθνικά και τοπικά όρια. Η εντολή στους μαθητές του να πορευθούν σ’ ολόκληρο τον κόσμο για να μεταφέρουν το ευαγγελικό μήνυμα δείχνει το σκοπό της ενανθρώπησής Του και τις προϋποθέσεις για τη συμφιλίωση του ανθρώπου με το Θεό, τον εαυτό του και με το συνάνθρωπο. Η καθολικότητα της πνευματικότητας που απορρέει από την οικείωση του θείου λόγου διαφοροποιείται από τις προϋποθέσεις του ανθρώπινου μοντέλου της παγκοσμιοποίησης με ατομικούς και υλιστικούς στόχους. Η ενοποίηση των ανθρώπων γίνεται από την πηγή που εκπορεύεται το Πνεύμα της ενότητας στο νόημα και στο σκοπό της ζωής. Η απόλαυση από τον άνθρωπο των ενεργειών του Θεού με την “εναρχική ιδιότητα, αναρχότητα, απλότητα” δεν έχει άλλο προσανατολισμό παρά την ομοιότητα του ανθρώπου προς Αυτόν, τον Δημιουργό Του.

·            Η ενότητα και ισοτιμία των ανθρώπων βασίζεται στο ότι έχουν κοινή φύση και τον ίδιο δημιουργό. Ωστόσο η καλλιέργεια των προσωπικών χαρισμάτων και η ζωή της αγάπης, όπως δειγμάτισε ο ενανθρωπίσας Θεός, διαμορφώνουν την ξεχωριστή προσωπικότητα του κάθε ανθρώπου, το διαφορετικό πολιτισμό. Η πίστη στην ενοειδή αγάπη του Θεού συνενώνει και τις επιθυμίες των δημιουργημάτων που πλάστηκαν για να γίνουν όμοιοί Του. Η έμφυτη, φυσική ηθική στον άνθρωπο με την πίστη αποκτά την αγαπητική διάθεση προς τα όμοια. Γίνεται φανερό ότι ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο και είναι επόμενο ο άνθρωπος να ανταγαπήσει τον Πλάστη Του. Είναι διαστροφή και παρά φύση ενέργεια του ανθρώπου όχι μόνο να αντιδικεί και να εκμεταλλεύεται τους ομοίους του στη φύση, δηλαδή τους συνανθρώπους του αλλά και να αποστρέφεται την ενοειδή Αρχή, το Θεό, που τον έπλασε “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν”.

 

Καθολικότητα - παγκοσμιοποίηση

Ο όρος καθολικότητα στη φιλοσοφία έχει υπερβατικό χαρακτήρα και περιγράφει την εσωτερική δραστηριότητα της ανθρώπινης φύσης. Ο Αριστοτέλης αναλύοντας την καθολικότητα, ως αρχή της μαθησιακής διαδικασίας, ταυτίστηκε με τον Πλάτωνα. Ο όρος “καθόλου” ενσωματώνει γενικές αλήθειες για την ανθρώπινη φύση. Κατά τον Πλάτωνα η καθολικότητα ήταν οι θεϊκές Ιδέες τις οποίες ενσωματώνει ο ποιητής στο έργο του. Ο Πλάτωνας περιγράφει τον καλλιτέχνη ως “μιμητή” μιας προ-υπάρχουσας πραγματικότητας.

Η καθολικότητα είναι το πλήρωμα της ζωής και της αλήθειας. Τα καθολικά στοιχεία του Ευαγγελίου είναι:

·            ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου,

η αξία της ελευθερίας για την αναζήτηση και πίστη σε Μια αλήθεια. Η ιστορία της ανατολικής φιλοσοφίας είναι ευρύτερα μια ιστορία που ζητά να λύσει το πρόβλημα του Θεού.

·            διακήρυξη της ισότητας αδελφότητας των ανθρώπων, αφού έχουν κοινή φύση και η θεληματική αδυναμία και εκούσια (σταύρωση) για φανέρωση της αγάπης

·            οι χριστιανικές αξίες δεν αιχμαλωτίζονται στο παρόν (εσχατολογική διάσταση του χριστιανισμού)

·            ο πολιτισμός που δημιουργεί δεν ταυτίζεται με μια περιοχή, με ένα λαό, αλλά είναι ανοιχτός προς όλες τις ανθρώπινες ομάδες

Η κύρια και κατ' εξοχήν σημασία του όρου καθολικότητα της Εκκλησίας βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο όλοι οι ανά τον κόσμο χριστιανοί, ως μέλη του κοινωνικού σώματος, τηρούν και βιώνουν τη μια και ορθή πίστη και μεταγγίζουν τα αγαθά της στα υπόλοιπα μέλη της παγκόσμιας κοινότητας, ανεξαρτήτων πεποιθήσεων. Η αγάπη για το σύνολο δεν σβήνει με την εύνοια που δείχνουμε για τα επιμέρους, στον πολιτισμό που οικειοποιηθήκαμε.

Συγκεκριμένα η έννοια της καθολικότητας έχει το παρακάτω περιεχόμενο:

1.         Οι σχέσεις των ανθρώπων που πιστεύουν στο Τριαδικό Θεό είναι ανάλογες με τον τρόπο ζωής και ενεργειών των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Οι τριαδικές υποστάσεις, που συναποτελούν μια προσωπικότητα, κοινοποιούν στον άνθρωπο το μυστηριώδη θείο νόμο της περιχώρησης, που εξασφαλίζει κάθε άνεση και πλούτο στον εσωτερικό βίο της Αγίας Τριάδος. Το ομοούσιον στην Αγία Τριάδα αντιστοιχεί και στο δημιούργημά της το ανθρώπινο γένος, το ίδιο στην ουσία της φύσης. Οι άνθρωποι είναι ομοούσιοι αλλά όχι ομοιούσιοι, διατηρώντας το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στην οποιαδήποτε πίστη και στη δεκτικότητα των θείων ενεργειών. Στο βαθμό και στο μέτρο που ο άνθρωπος δέχεται τις θείες ενέργειες δημιουργεί και την αντίστοιχη ποιότητα ανθρωπίνων σχέσεων και πολιτισμού σε όλους τους τομείς. Έτσι η κοινωνία και περιχώρηση των προσώπων της Αγίας Τριάδας είναι ο τύπος, το αρχέτυπο της αλληλοπεριχώρησης και κοινωνίας των προσώπων.

2.         Κινητήρια δύναμη της παγκοσμιοποίησης είναι η κτιστότητα, το κεφάλαιο και η μαθητεία στην ατομικότητα και ιδιοκτησία με επιδίωξη το κέρδος. Η τάση για παγκοσμιοποίηση είναι ο ανταγωνισμός που στηρίζεται στη βούληση για κτιστές κατακτήσεις. Η κινητήρια δύναμη όμως της καθολικότητας και αποστολικότητας της Εκκλησίας είναι η μαθητεία στις ευαγγελικές σταθερές που ανά τους αιώνες έδωσαν το αποφοιτήριο της αγιότητας και της μεταμόρφωσης. Κατά τον άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο η σχέση της ανθρώπινης ύπαρξης με τον κόσμο και τα κτιστά του χωρίς νόημα δημιουργεί τα πάθη. Ο κόσμος είναι καλός αλλά ο τρόπος χρήσης του από τον άνθρωπο αφορά το πνευματικό του περιεχόμενο που δημιουργεί την ποιότητα της σχέσης. Οι αρετές της ακτημοσύνης και της κοινοκτημοσύνης ήταν καρπός βίωσης του καθολικού, ως στοιχείου αληθινής κοινωνίας, και όχι μεταρρυθμιστικό κοινωνικο-οικονομικό σύστημα.

3.         Η σύνδεση της καθολικότητας μόνο με τη γεωγραφική έννοια του όρου συρρικνώνει το νόημά της που εστιάζεται αρχικά στην εσωτερική, πνευματική πληρότητα της Εκκλησίας. Η καθολικότητα δεν πρέπει να συγχέεται με την οικουμενικότητα, η οποία ερμηνεύεται με τη γεωγραφική σημασία. Η καθολικότητα με την αποστολική διαδοχή της πίστης ενσαρκώνει και εκφράζει την πληρότητα, την ολότητα της αμείωτης αλήθειας που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Η κάθε τοπική Εκκλησία δεν είναι μέρος ενός ευρύτερου συνόλου αλλά έκφραση του συνόλου, αφού μέσα απ' αυτήν φανερώνεται ο ίδιος Χριστός, η ίδια η Εκκλησία. Έτσι και κάθε πολιτισμός είναι μέρος του παγκόσμιου πολιτισμού και της πνευματικής εξέλιξης της ανθρωπότητας.

4.         Η καθολικότητα θεμελιώνεται στα στοιχεία της πνευματικής ζωής και δεν μπορεί να συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση όπου η βούληση του ανθρώπου είναι τραυματισμένη από την εγωϊστική και την κατακτητική αντίληψη για τη ζωή. Η δημιουργία των εθνών, η σύγχυση των γλωσσών και η διάσπαση των ανθρώπων παρουσιάζεται στην Παλαιά Διαθήκη ως συνέπεια της έκπτωσης του ανθρώπου από την κοινωνία του με την καθολική και ενοειδή αλήθεια. Ήταν πρόσχημα ο εκπολιτισμός πρωτόγονων λαών όταν οι εύποροι στις τσέπες και άποροι στις ψυχές έχουν σκοπό τον επεκτατισμό και την εκμετάλλευσή τους. Οι σταυροφορίες των Δυτικών ήταν η αλλοίωση του καθολικού ανθρώπου που εγκολπούται στην ψυχή “τη σταυρώσιμη αγάπη” για κοινή συνανάβαση της ανθρωπότητας.

Η σύγκρουση των πολιτισμών ή των Θρησκειών ως έννοια είναι αστήρικτη, στο βάθος της, διότι ο πολιτισμός και η Θρησκεία είναι ένα είδος ηθικής κατάστασης, τρόπου ζωής, που προάγει τον άνθρωπο. Άλλωστε η εξειδικευμένη και συγγενής έννοια προς τον πολιτισμό κουλτούρα (καλλιέργεια) αποτελεί το κοινό στοιχείο σε όλους σχεδόν τους ορισμούς του πολιτισμού. Επομένως η χρήση του όρου σύγκρουση είναι αποτέλεσμα μιας παρακμής των πρωτογενών και υπερούσιων στοιχείων που δημιούργησαν τον πολιτισμό και τη Θρησκεία.

5.         Η χειραγώγηση του πολιτισμού από εξουσιαστικά κέντρα αποδυναμώνει τον κύριο παράγοντα δημιουργίας του που υπενθυμίζεται από την ιστορική εμπειρία και τη συγκριτική πολιτισμικολογία. Ο εκσυγχρονισμός των κοινωνιών με την αποδόμηση του αρχείου μνήμης των πολιτισμών και αλλαγή του ρόλου της παιδείας διαταράσσει τη σχέση πολιτισμού και εκσυγχρονισμού, κουλτούρας και παράδοσης. Οι θρησκείες που υπέκυψαν στον πειρασμό της εκκοσμίκευσης και της παγκοσμιοποίησης και συμμάχησαν με την κοσμική εξουσία αναλαμβάνοντας ρόλους ανοίκειους στον κυρίαρχο σκοπό τους, πολιτικούς, οικονομικούς κ.ά. αλλοτριώθηκαν, αποπνευματικοποιήθηκαν. Ο Χριστός αρνείται τις βασιλείες του κόσμου και τις δόξες τους. Δεν πλανάται ούτε θαμπώνεται από κοσμικές δυνάμεις και εξουσίες. Ο τρίτος πειρασμός του Χριστού είναι ο μεγαλύτερος απ’ αυτούς που κυριεύουν την ανθρώπινη φύση. Πρόκειται για τον πειρασμό της φιλοδοξίας, της κοσμικής εξουσίας και της επιβολής της δύναμης του ανθρώπου σε συνάνθρωπο.

Ο όρος παγκοσμιοποίηση εάν συνδεθεί με τις προϋποθέσεις της ορθόδοξης καθολικότητας μπορεί να δώσει ένα καινούριο νόημα μπροστά στο παρεξηγημένο που έχει εισπράξει. Ενώ καθολικότητα της Εκκλησίας είναι υπερεθνική, επειδή είναι ιεραποστολική και ευχαριστιακή, αντίθετα, η παγκοσμιοποίηση χωρίς αντιστάσεις στην ηγεμονική δύναμη του χρήματος και της πολιτικής ισχύος, έννοια γεωγραφική και ατομική, γίνεται απειλή των επιμέρους πολιτισμών και της πνευματικής πορείας του ανθρώπου.

6.         Ένας πολιτισμός ξεκινά από την πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης που είναι η ουσιαστική αλλαγή, αυτό ήταν και το κεντρικό μήνυμα των οικουμενικών Διδασκάλων (Τριών Ιεραρχών). Η ασκητική της Ορθοδοξίας αφορά την απελευθέρωση της ανθρώπινης ύπαρξης από τα πάθη με σκοπό την εσωτερική καθαρότητα και διάθεση. Στην ανακαίνιση και τον αγιασμό, με τη συνάντηση κτιστού και ακτίστου, κρύβεται το μυστικό του χριστιανικού πολιτισμού. Δεν μπορεί κανείς να αποδώσει δικαιοσύνη και να γίνει εραστής της εάν δεν την έχει οικειωθεί προηγουμένως στην ψυχή του, προτρέπει ο Γρηγόριος Θεολόγος. Οι νηπτικοί πατέρες για τη διαφύλαξη ενός τέτοιου πολιτισμού δοκιμασμένου στην ανθρώπινη ψυχή προέτρεψαν για τη διαφύλαξή του την “εγρήγορση” (επαγρύπνηση). Η κλίμακα προόδου πολιτισμικής, κατά την Ορθόδοξη αντίληψη είναι συνδεδεμένη με την πνευματική κλίμακα που συνδέεται με την “καλή αλλοίωση” όλων των δυνάμεων της ψυχής (ολιστική ηθική). Η κλίμακα των κοινωνικών αξιών παραφθαρμένη από την ειδωλοποίηση του εγώ, τον υλισμό δεν απέδωσε στην ανακαίνιση του ανθρώπου διότι αποκόπηκε από την κλίμαδα της πνευματικής ζωής που είναι συνδεδεμένη με την ασκητική της εσωτερικής γνησιότητας.

Με την καθολικότητα της Εκκλησίας η ποσότητα δεν γίνεται εχθρός της ποιότητας αλλά διάκονός της, η κατανομή των κτιστών κατευθύνεται από τη συγγένεια του ανθρώπου με την άκτιστη χάρη, που σημαίνει καρπούς πνευματικούς του ενοποιητικού Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα ένωσε όλη την κτίση προκειμένου να δοξολογήσει τη θεία ενανθρώπηση. Οι μάγοι, σοφοί και διανοούμενοι της εποχής, προσφέρουν τα δώρα, οι ποιμένες μετέχουν με τις αγαθές και ταπεινές ψυχές τους στο θαύμα και στη θεογνωσία, η γη προσφέρει το σπήλαιο και η ανθρώπινη οικουμένη την Παρθένο Μαρία.

Όταν σύμπασα η κτίση γίνεται κατάλυμα του θείου βρέφους τότε και όλη η κτίση δέχεται τη μεταμορφωτική και ανακαινιστική του ενέργεια και δύναμη. Έτσι δεν ισοπεδώνονται οι τοπικές και φτωχές κοινωνίες για χάρη των ισχυρών αλλά όλες οι κοινωνίες μετέχουν ταπεινοί προσκυνητές του απέριττου και φιλόξενου μαιευτηρίου “της των πάντων ζωής”. Ο κάθε άνθρωπος για την Εκκλησία δεν είναι ένα ποσοτικό μέγεθος που προσμετράται για τα οικονομικά αποτελέσματα της τοπικής και παγκόσμιας οικονομίας, αλλά είναι η εικόνα του Θεού, μέλος του Σώματος του Χριστού.

Η καθολικότητα της Εκκλησίας συνδέεται με τη διαχρονικότητα και την εσχατολογία, δηλαδή τη μεταμόρφωση του ανθρώπου και την ανακαίνισή του κατά την Δευτέρα παρουσία και την κοινή ανάσταση. Η παγκοσμιοποίηση που έχει ως σκοπό την αλληλεξάρτηση των οικονομιών και όχι την ένωση των ανθρώπων με τον σαρκωθέντα Θεό γίνεται μέσο διαίρεσης και φθαρτικής ανακύκλησης της ζωής. Το κηνύγι της αγοράς, χωρίς το μέτρο που επιτυγχάνεται με την άσκηση εξασθενεί πνευματικά τον άνθρωπο και τον μεταποιεί σε θηρευτή των πρόσκαιρων και άπληστο.

 

Διαπιστώσεις – προτάσεις:

1.         Έχει γραφεί για τη Θρησκεία ότι συντελεί στη σύγκρουση των πολιτισμών (Χάντιγκτον). Η σύγκρουση των θρησκευτικών πίστεων θα μπορούσε ν’ αποφευχθεί με τη φιλοσοφία της θρησκείας, δηλαδή μ’ ένα προβληματισμό όπου θα αναζητιόταν το νόημα της καθολικότητας των βασικών στοιχείων που τις συνδέουν. Η κάθε Θρησκεία εφόσον έχει σκοπό την καλλιέργεια του ανθρώπου και την ολοκλήρωσή του μπορεί μέσα από τις θεμελιώδεις αρχές της να προωθήσει τη συναίνεση αντί της πολεμικής που δεν συνάδει προς τον πυρήνα και την ιερότητα του ρόλου της. Από ένα διαθρησκειακό διάλογο μπορεί να προκύψει η αποδοχή και ο σεβασμός κοινών διαθρησκειακών αξιών που δεν αποδομούν τη Θρησκεία από την ουσία της ύπαρξής της, ούτε την κάνουν αντιφατική ως προς την πράξη.

2.         Η παγκοσμιοποίηση και η καθολικότητα είναι δύο αντίθετες πορείες για την Ορθοδοξία. Η παγκοσμιοποίηση υπηρετεί την ποσότητα και την υποδούλωση του ανθρώπου στην ύλη. Και η ύλη χωρίς την πνευματικότητα που δίνει το μέτρο στη ζωή γίνεται αιτία διαίρεσης και αδικίας στην κοινωνία. Η καθολικότητα αναφέρεται σε αξίες, που συνδέονται με την εσωτερική αναγέννηση του ανθρώπου, οι οποίες εξασφαλίζουν την αληθινή ενότητα των ανθρώπων και την ποιότητα στη ζωή. Η καθολικότητα δεν μπορεί να συνδέεται με την παγκοσμιοποίηση η οποία τραυματίζει τη βούληση του ανθρώπου από την εγωιστική και κατακτητική αντίληψη.

3.         Θεμελιώδης κοινή αφετηρία για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών είναι το έμφυτο αγαθό της υπάρξεως, η συνείδηση. Ως καθολικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης μπορεί να αφυπνίσει το σημερινό άνθρωπο με την άσκηση των αγύμναστων δυνάμεων της ψυχής, εξαιτίας της απληστίας.

4.         Η συνείδηση του χριστιανού ότι είναι ενωμένος με ολόκληρη την ανθρωπότητα. Οι δωρεές και τα αγαθά του Θεού είναι αντίθετο προς τη θέλησή του να κατακρατούνται εγωϊστικά. Οι επιμέρους ενέργειες του Θεού, έστω και αν αναφέρονται σ’ ένα λαό ή σε ένα άτομο, αφορούν στην όλη ανθρωπότητα. Βαρύνεται με τρομερή ενοχή του σφετερισμού ο λαός ή το άτομο που θα οικειοποιθεί κατ’ αποκλειστικότητα τα πολιτισμικά αγαθά, καρπό συνέργιας θείας και ανθρώπινης θέλησης.

5.         Η συμβολή της Ορθοδοξίας στην αλληλοπεριχώρηση των διαφορετικών πολιτισμών και το μήνυμα της ελευθερίας με την πρόταση του Χριστού “όστις θέλει οπίσω μου ελθείν” συνιστά την βασική κατοχύρωση ουσιώδους ανθρωπίνου δικαιώματος για αυτοδιάθεση. Ακόμη η ομολογία του Αποστόλου Παύλου: “είτε Έλληνας είτε Ιουδαίος είτε Σκύθης είτε βάρβαρος, όλοι είναι ίσοι απέναντι στο Θεό” συνιστά θεμελιακή προϋπόθεση ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των ανθρώπων και λαών διαφορετικής θρησκευτικής πεποίθησης και προέλευσης (πνευματικότητας και εθνικότητας).

6.         Όπως υποστηρίζεται από τους Πατέρες η εγωκεντρική προσπάθεια για αυτόνομη πορεία του ανθρώπου είχε ως συνέπεια τη δημιουργία των “γλωσσών” της σύγχυσης, των εθνών. Είναι πολιτισμική διαστροφή η χρησιμοποίηση του εγχώριου πολιτισμού για προβολή του εθνικισμού, αφού κατά την ορθόδοξη αντίληψη η δημιουργία των εθνών δεν αποτελεί επίτευγμα στην ιστορική διαδρομή της ανθρώπινης κοινωνίας. Αντίθετα προήλθε από την αποστασία του ανθρώπου από την Αλήθεια η οποία ενώνει και δεν διχάζει.

7.         Η εκκοσμίκευση της Θρησκείας είναι φαινόμενο που έχει συγγένεια με την παγκοσμιοποίηση. Η προσκόλληση του πιστού στα κτιστά, τον αποπνευματοποιεί, τον κάνει ειδωλοθύτη, τον μετατρέπει σε ολιγόπιστο, αβεβαιόπιστο έως και άπιστο αφού απουσιάζει η συνείδηση της χάριτος του Πνεύματος (άγιος Συμεών Νέος Θεολόγος). Η εκκοσμίκευση της Θρησκείας και για μας της Εκκλησίας είναι η αλλοίωση και μετάλλαξη του πνευματικού ρόλου της Θρησκείας σε κοσμικό με τα κριτήρια που προκάλεσαν την παγκοσμιοποίηση. Είναι μεγάλος ο κίνδυνος της μεταβολής της Θρησκείας ή της Εκκλησίας, σε κοσμική και εξουσιαστική δύναμη με τα κριτήρια της δομής της κοσμικής εξουσίας. Πρόκειται για τον τρίτο πειρασμό του Χριστού και είναι ο μεγαλύτερος απ’ αυτούς που κυριεύουν την ανθρώπινη φύση και διαστρέφουν την αποστολή της Εκκλησίας και της κάθε θρησκείας στον κόσμο.

 

 


 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, εκδ. Α. Μαρτίνος

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας.

J. P. Migne, Patrologia Graeca

Sources Chretiennes, Les edition du Cerf, Paris 1966

Φιλοκαλία, εκδ. Αστήρ.

Αναστασίου, Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2000.

Αργυρόπουλου Χριστόφορου, “Η μακρινή πατρίδα”, ΝΕΑ, 9-10 Ιουνίου 2001

Βερέμη Θάνου, Ο “ενάρετος υλισμός” των ΗΠΑ, εφημ. Καθημερινή, 4-3-2001.

Δάμτσα Σπύρου, Διεθνείς σχέσεις και παγκοσμιοποίηση, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2000.

Δεσποτόπουλου Κωνσταντίνου, Μελετήματα Ηθικής, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976.

Ελληνισμός-Χριστιανισμός στο Βυζάντιο, Το Συνέδριο στην Φιλοσοφική Αθηνών, εκδ. Ελεύθερη σκέψη, Αθήνα 1998.

Giddens Anthony, Οι συνέπειες της Νεοτερικότητας, εκδ. Κριτική, Αθήνα 2001.

Guthrie W.K.C. Σωκράτης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1991.

Κανακίδου Ελένη, Βούλα Παπαγιάννη, Διαπολιτισμική Αγωγή, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998.

Ματθαίου Δημήτρης, Παγκοσμιοποίηση, Κοινωνία της γνώσης και δια βίου εκπαίδευση, Νέα Παιδεία, τ. 93, 2000.

Μακράκη Κ. Μιχ., Το πρόβλημα της αλήθειας στη φιλοσοφία της Θρησκείας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1992.

Ματσούκα Α. Νίκου, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992.

Μπέρξον, Οι δύο Πηγές της Ηθικής και της Θρησκείας, εκδ. Γ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1951.

Νησιώτη Νικ. Φιλοσοφία της Θρησκείας και Φιλοσοφική Θεολογία, Μήνυμα, Αθήνα 1986.

Παπανούτσου Ε. Π., Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, 1971.

Πορτελάνου Σταμάτη, Η πνευματική τελείωση του ανθρώπου, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 10.

Πορτελάνου Σταμάτη, Η νηπτική άσκηση και αγωγή, πρόταση για την αντιμετώπιση της εκκοσμίκευσης, Διάβαση, Διμηνιαία έκδοση Ι.Μητροπόλεως Περιστερίου, τ. 26, Περιστέρι, 2000.

Ράνσιμαν Στήβεν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξία-Ερμείας, Αθήνα 1969.

Rey M., Former ses enseignants a l’ edycation interculturelle, Strasbourg, Condeil de l’ Europe, 1986.

Sherrard Philip, Η Εκκλησία, ο Παπισμός και το Σχίσμα, Πεμπτουσία, Αθήνα 1992.

Sohan Modgil…, Πολυπολιτισμική εκπαίδευση, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.

Snow C. P., Οι δύο κουλτούρες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995.

Todd E., L’ invention de l’ Europe, Paris, Seuil, 1990.

Φορμ Έριχ, Ψυχανάλυση και Θρησκεία, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1974.

Williams Raymond, Κουλτούρα και Ιστορία, εκδ. “Γνώση”, Αθήνα 1994.

Χάντινγκτον Σάμιουελ, Η Σύγκρουση των πολιτισμών, Terzo Books, Αθήνα 1998.

Χρήστου Π., Το μυστήριο του Θεού.

 


S U M M A R Y

 

            The definition of the meaning and content of religion facilitates the dissemination of its relationship to civilization. The relationship between religion and civilization relates to a large extent to identity and interaction. This happens either when the secular is accepted – without any limitations – or alternatively when it is fully refuted because of its mysticism. More specifically:

a. religion is related to culturally; religion’ s beliefs are linked to the human inner development,

b. when the “sacred laws” shape all the aspects of human life, religion operates on an independent basis,

c. religion participates in all cultural happenings without being identified.

            Conflicts caused by civilizations or religions as a term cannot be fully supported

Because both civilization and religion are believed to be a type of moral situation or otherwise a way of life which has as its main aim the promotion of the human being. The globalization and universality follow completely opposite direction of economy and the material – centered society construction.

            Universality forms a Church and is strictly based on universal elements of the gospel such as: respect to humans, declaration of unity and equality between people since all people share a common nature. It is also based on the value of freedom for the search of truth and faith. In addition, on the self -willing weakness and ego – exceeding having as purpose the reveal of true love.

            Orthodoxy ascetic is concerned with the liberation of the human existence from passions leading to an inner purity. The secret of Christian civilization lies on the inner renovation which further leads to sanctification. The inter – cultural system that allows successful through:

a.       an educational system that allows self – criticism and

b.       a native culture than permits self-conscience.

            Orthodoxy through the universal dimension of her values contributes positively to inter – cultural education focusing on the fact that man is “a picture of God” and that God educated people by showing unlimited tolerance and understanding.

 

 


 

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

 

            Ο προσδιορισμός της έννοιας και της ουσίας της Θρησκείας διευκολύνει για τη διερεύνηση τη σχέσης της με τον πολιτισμό. Η σχέση Θρησκείας και πολιτισμού κινείται από την ταύτιση και την αλληλεπίδραση μέχρι την πλήρη διάσταση, δηλαδή είτε όταν καταφάσκει χωρίς περιορισμούς το κοσμικό είτε ολοκληρωτικά το αρνείται εξαιτίας του μυστικισμού της. Ειδικότερα: α) η Θρησκεία έχει σχέση με την πολιτισμικότητα αφού με τις πεποιθήσεις της συνδέεται με την εσωτερική καλλιέργεια του ανθρώπου, β) η Θρησκεία λειτουργεί αυτόνομα όταν οι “ιεροκρατικές” νομοθεσίες διαμορφώνουν όλα ανεξαιρέτως τα πεδία της ανθρώπινης ζωής, γ) η Θρησκεία συμμετέχει στα πολιτισμικά δρώμενα χωρίς να ταυτίζεται.

            Η σύγκρουση των πολιτισμών ή των Θρησκειών ως έννοια είναι αστήρικτη, στο βάθος της, διότι ο πολιτισμός και η Θρησκεία είναι ένα είδος ηθικής κατάστασης, τρόπου ζωής, που προάγει τον άνθρωπο. Η παγκοσμιοποίηση και η καθολικότητα είναι δύο αντίθετες πορείες. Η παγκοσμιοποίηση στηρίζεται στη διεθνοποίηση της οικονομίας και της υλικοκεντρικής δόμησης της κοινωνίας.

            Η καθολικότητα είναι αξίωμα της Εκκλησίας που στηρίζεται σε καθολικά στοιχεία του ευαγγελίου: στο σεβασμό του ανθρώπινου προσώπου, στη διακήρυξη της ισότητας και αδελφότητας των ανθρώπων, αφού έχουν κοινή φύση, στο ομοούσιο της ανθρώπινης φύσης, στην αξία της ελευθερίας για την αναζήτηση και πίστη της αλήθειας και στη θεληματική αδυναμία και υπέρβαση του εγώ για τη φανέρωση της αληθινής αγάπης. Η ασκητική της Ορθοδοξίας αφορά την απελευθέρωση της ανθρώπινης ύπαρξης από τα πάθη με σκοπό την εσωτερική καθαρότητα και διάθεση. Στην ανακαίνιση και τον αγιασμό, με τη συνάντηση κτιστού και άκτιστου, κρύβεται το μυστικό του χριστιανικού πολιτισμού. Η διαπολιτισμική εκπαίδευση επιτυγχάνεται μέσα από μια αυτοκριτική που διαθέτει ένα εκπαιδευτικό σύστημα και την αυτοσυνειδησία που επιτρέπει ένας εγχώριος πολιτισμός. Η Ορθοδοξία μπορεί με την καθολική διάσταση των αξιών της να συνεισφέρει στη διαπολιτισμική εκπαίδευση με κυρίαρχο πυρήνα ότι: ο κάθε άνθρωπος είναι “εικόνα του Θεού” και ότι Θεός παιδαγώγησε τους ανθρώπους με απεριόριστη ανεκτικότητα και κατανόηση.