Παγκοσμιοποίηση και Mεσσιανισμός :

Η εκπαίδευση ως όχημα για τη διασπορά του Προτεσταντισμού

στο ιεραποστολικό κίνημα του 19ου αιώνα

 

 

του Αντώνη  Λ. Σμυρναίου

Υποψ. Διδ. Ιστορίας  της Εκπαίδευσης

στη Φιλοσοφική Σχολή

του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

 

 

                                             Abstract

       The extensive protestant missionary movement of the 19th century was a complex phenomenon and derived from the religious Revivals in Great Britain and U.S.A., the messianic ideas of an elect nation and the political, social and economic disruption of the old order of things. The diffusion of religious as well as secular knowledge all over the world along with the enormous use of printing press was the vehicle of that global protestantization. This particular missionary movement had been in touch with Greece during the first fifty years since its Independence. Despite the huge missionary grants in money, books and personal sacrifices, the combination of a peculiar national character and the attachment of Greeks to their Orthodox Church and to the «Great Idea» led the protestant endeavors to failure.    

 

       Αν η παγκοσμιοποίηση φαντάζει ως η πλέον διθυραμβική καινοτομία του τέλους του 20ου αιώνα , η καταγωγή της αναμφίβολα θα μπορούσε να ανιχνευτεί στα ποικίλα αυτοκρατορικά μορφώματα μέσα στην ιστορία, ιδιαίτερα όμως στο πολιτικό και πολιτιστικό «παράδειγμα» των αγγλοσαξόνων κατά τη διάρκεια των δυο τελευταίων αιώνων. Η κυριαρχία αυτού του παραδείγματος υπήρξε καθοριστική για την εξέλιξη του νεώτερου κόσμου, ίσως γιατί μέσα του συμπλέκονταν με μια πρωτόγνωρη ευελιξία και δυναμικότητα προαιώνιες εφέσεις  και σύγχρονες απαιτήσεις. Ήταν αυτή η εκρηκτική συνάφεια του μεσσιανισμού με τον ωφελιμισμό που  πραγματικά απογείωσε τις αγγλοσαξονικές δυνατότητες . Η βιβλική αίσθηση του «περιούσιου λαού», του εκλεκτού έθνους, απέκτησε μια ιδιαίτερη επικαιρότητα στην εποχή ακριβώς που η ανεξαρτησία των Η.Π.Α. από τη Βρετανική Αυτοκρατορία επέτρεψε στις δυο χώρες να επεξεργαστούν παράλληλα, την κοινή τους παράδοση, εκμεταλλευόμενες την υλική αφθονία που διασφάλιζε την κυριαρχία τους. Ο 19ος αιώνας ήταν, από κάθε άποψη, ο αιώνας της Βρετανίας και η Pax Britannica o άξιος πρόδρομος της Pax Americana του 20ου αιώνα .

       Θεμελιώδες συστατικό αυτής της κοινής αγγλοσαξονικής παράδοσης ήταν ο Προτεσταντισμός, γιατί, εκτός από τη σαφώς θεολογική  αρμολόγηση που της είχε προσφέρει, ο βιβλικός του κώδικας αποδείχθηκε επιπλέον ως η προσφορότερη γλώσσα για την έκφραση και παγίωση αυτού του αισθήματος υπεροχής των αγγλοσαξόνων απέναντι στην οικουμένη, την ιστορία και το μέλλον .

       Αυτό θα φανεί χαρακτηριστικά στην περίπτωση κατά την οποία, η παράδοξα ευχερής παγκόσμια κυριαρχία της Βρετανίας, η παραχώρηση σε αυτήν μιας τεράστιας αποικιακής αυτοκρατορίας, θα ερμηνευτεί από τους Προτεστάντες ως μια ιδιαίτερη θεϊκή εύνοια, η οποία μάλιστα αποκάλυπτε ευθέως τη θεολογική της εντελέχεια. Ήταν ακριβώς το πρώτο στάδιο του θεϊκού σχεδίου για την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού στη γη, έλευση που φάνταζε τόσο αναπόφευκτη και επείγουσα μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Το αγγλοσαξονικό έθνος, ο περιούσιος λαός του Θεού, όφειλε να ανταποδώσει την εύνοια που του είχε προσφερθεί με τη ενεργό δραστηριοποίησή του στη παγκόσμια διασπορά του Ευαγγελίου, στον εκπροτεσταντισμό δηλαδή της οικουμένης[1]. Αυτή η ιερή αποστολή αντανακλούσε βέβαια τις χιλιαστικές φιλοδοξίες μεγάλου μέρους των Προτεσταντών, αλλά ταυτόχρονα συνοδοιπορούσε με τις κοσμικές αναπαραστάσεις μιας ευρύτερης αγγλοσαξονικής «αποστολής» προς την οικουμένη, μια οικουμένη προορισμένη να λυτρωθεί από το βαρβαρισμό, την απολυταρχία και την αμάθεια και να απολαύσει κάτι από τις θαυματουργικές δυνατότητες του δυτικού πολιτισμού[2]. Ένα αμάλγαμα ιερών και κοσμικών προϋποθέσεων βρέθηκε έτσι στα θεμέλια και απαρτίωσε επίσης τα ικριώματα αυτού του νομοτελειακού οικοδομήματος , της προτεσταντικής παγκοσμιοποίησης.

       Το κίνημα των προτεσταντικών ιεραποστολών που ξεκίνησε ακριβώς στα τέλη του 18ου αιώνα είχε τις ρίζες του σε αυτές λοιπόν τις μεσσιανικές αντιλήψεις. Το αποφασιστικό όμως έναυσμα έδωσε η ιδιαίτερη θρησκευτική αναζωογόνηση (Revival) των προτεσταντικών κοινοτήτων στη Βρετανία και στην Αμερική, που είχε ως στόχο να συνειδητοποιήσουν τα μέλη τους το εντελώς προσωπικό γεγονός της σωτηρίας τους και να βιώσουν τη «μεταστροφή» τους (conversion) σε ενεργούς πλέον πολίτες της Βασιλείας των Ουρανών. Ο απώτερος βέβαια στόχος ήταν η αποφασιστική συμμετοχή τους στη μεταστροφή των συμπατριωτών τους και της οικουμένης , μια απαραίτητη προπαρασκευή πριν από το θριαμβευτικό τέλος της ιστορίας.

       Το πιο γνωστό αναζωογονητικό κίνημα ήταν ο Ευαγγελικαλισμός (Evangelicalism), ο οποίος είχε τις ρίζες του στον αγγλικό πουριτανισμό και στο γερμανικό πιετισμό των περασμένων αιώνων , κληρονομιές που προσάρμοσε με ιδιαίτερη ευχέρεια στην ρομαντική ατμόσφαιρα του 19ου αιώνα[3]. Ο Ευαγγελικαλισμός αποτέλεσε τη μήτρα των προτεσταντικών ιεραποστολών, οι οποίες απλώθηκαν ταχύτατα και στις πέντε ηπείρους. Τη διαχείριση αυτού του μεγαλεπήβολου προγράμματος, που είναι χαρακτηριστικό ότι ήταν προϊόν ιδιωτικής πρωτοβουλίας και βρισκόταν συνήθως μακριά από την επίσημη κρατική υποστήριξη, ανέλαβαν οι ιεραποστολικές εταιρείες. Αυτές ήταν εθελοντικές συσσωματώσεις κληρικών και λαϊκών της ανερχόμενης μεσαίας τάξης, που κατέβαλλαν μια  γιγαντιαία και πρωτότυπη προσπάθεια για την ευαισθητοποίηση της αγγλοσαξονικής κοινής γνώμης, όσον αφορά τον, θρησκευτικά και κοσμικά, επείγοντα χαρακτήρα του εκπροτεσταντισμού της οικουμένης. Η στρατολόγηση χιλιάδων ιεραποστόλων και υποστηρικτών του ιεραποστολικού έργου, η δαπάνη τεράστιων χρηματικών ποσών, η συντήρηση ενός ορθολογικά οργανωμένου δικτύου επικοινωνίας, η ίδρυση σχολείων, τυπογραφείων , υγειονομικών σταθμών και η διάδοση εκατομμυρίων Βίβλων, βιβλίων και φυλλαδίων θρησκευτικού και σχολικού περιεχομένου, αποτέλεσαν τα χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της προσπάθειας.

       Από την εποχή βεβαίως του Λουθήρου η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση είχε προσλάβει τα χαρακτηριστικά μιας θρησκείας του έντυπου λόγου. Η εφεύρεση της τυπογραφίας είχε σταθεί αποφασιστικός αρωγός στη διάδοση του μεταρρυθμιστικού πνεύματος και η υπερνίκηση του ρωμαιοκαθολικού αντιπάλου δεν θα ήταν ίσως δυνατή χωρίς αυτήν. Ο Προτεσταντισμός θεωρήθηκε ως το κίνημα που μετέτρεψε μια τεχνολογική εφεύρεση σε πνευματική υποχρέωση για τους οπαδούς του. Η γνώση και η κατανόηση της Βίβλου , αυτού του ακρογωνιαίου λίθου της Μεταρρύθμισης, απαιτούσε όμως τη συνδρομή της εκπαίδευσης. Έτσι η διασπορά της εγγραμματοσύνης στους πληθυσμούς της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης ήταν η πρώτη έμμεση συνέπεια της μεταρρυθμιστικής πολεμικής εξόδου στα εδάφη του ρωμαιοκαθολικού αντιπάλου[4]. Με το ιεραποστολικό κίνημα του 19ου αιώνα, αυτή η τυπογραφική και εκπαιδευτική κληρονομιά διευρύνθηκε υπερβολικά, εισάγοντας πλέον και την παγκόσμια κοινότητα στη δυτικοευρωπαϊκή πολιτιστική τροχιά.

       Η παγκοσμιοποίηση της εκπαίδευσης έγινε όρος sine qua non στους ιεραποστολικούς κύκλους, γρήγορα όμως έγινε φανερό ότι η ίδια αυτή «ιερή» διαδικασία συντελούσε αθέλητα στον εκδυτικισμό των ιθαγενών. Μέσα από τον έντονο προτεσταντικό αρωματισμό της εκπαίδευσης, ο δυτικός αξιολογικός κώδικας άσκησε μια επαναστατική επίδραση σε λαούς συχνά ανυποψίαστους για πολιτισμικές προτεραιότητες, όπως η οργάνωση, η συνέπεια, η εντιμότητα, η πειθαρχία, ο ατομισμός, η ωφελιμιστική διαχείριση της φύσης, η φιλελεύθερη αντίληψη για την πολιτική εξουσία[5]. Ένα αδιαχώριστο μείγμα Προτεσταντισμού και δυτικισμού ήταν λοιπόν τις περισσότερες φορές αυτό που προσλάμβαναν και εκμεταλλεύονταν οι ιθαγενείς κάθε περιοχής.

       Στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, η κάθοδος των προτεσταντικών ιεραποστολών άρχισε ουσιαστικά την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Η περιοχή αυτή βρισκόταν κάτω από την οθωμανική κυριαρχία και οι μουσουλμάνοι ήταν ο δεύτερος, μετά τους ειδωλολάτρες, στόχος των ιεραποστόλων. Η απευθείας πρόσβαση όμως σε αυτούς σύντομα αποδείχτηκε τελείως απαγορευμένη από τον ισλαμικό νόμο και κάθε προσπάθεια για τον εκχριστιανισμό τους ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη σε αποτυχία. Έτσι οι ιεραποστολικοί σύμβουλοι συνέλαβαν την ιδέα ότι μόνο μια δίοδος απέμενε πλέον ανοιχτή σε αυτή την πορεία, ο εκπροτεσταντισμός δηλαδή των Ανατολικών, Χριστιανικών Εκκλησιών, όπως επίσης και των Εβραίων, έτσι ώστε να χρησιμοποιηθούν ως Δούρειος Ίππος στην άλωση του Ισλάμ.

       Τα μέλη αυτών των Εκκλησιών, δηλαδή οι Ορθόδοξοι, οι Αρμένιοι, οι Κόπτες, οι Νεστοριανοί και οι Μαρωνίτες, εύκολα θεωρήθηκαν από τους Προτεστάντες ως αμαθείς και δεισιδαίμονες, ένα παράδοξο είδος «ειδωλολατρών  χριστιανών», που η «διεφθαρμένη» πνευματική τους κατάσταση στεκόταν ανυπέρβλητο εμπόδιο, όχι μόνο για τη δική τους σωτηρία , αλλά κυρίως για την γνωριμία των μουσουλμάνων με τον «υγιή» και «γνήσιο» χριστιανισμό που εκπροσωπούσε βέβαια η προτεσταντική Δύση . Χρέος λοιπόν των ιεραποστόλων ήταν η απολύμανση και ο διαφωτισμός αυτών των εκπεσμένων χριστιανών. Η ίδρυση και λειτουργία πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων σχολείων, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση στη γυναικεία εκπαίδευση και στην αναπλαστική κοινωνική της δυναμική, καθώς και η διασπορά θρησκευτικών και σχολικών βιβλίων, αποτέλεσαν και πάλι τα συνήθη μέσα για την εκπλήρωση  αυτού του μεσοπρόθεσμου στόχου .

       Έτσι αρκετά σχολεία ιδρύθηκαν στην ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά, στη Μικρά Ασία, στην Παλαιστίνη και στην Αίγυπτο,  θέτοντας συχνά τα θεμέλια της εγγραμματοσύνης  στις περιοχές αυτές και λειτουργώντας επίσης ως πρότυπα για τα υπόλοιπα σχολεία. Η εκπαίδευση που παρείχαν περιλάμβανε κυρίως την εκμάθηση της ανάγνωσης και της γραφής με την κυρίαρχη τότε αλληλοδιδακτική μέθοδο, αλλά και μαθηματικά, φυσική ιστορία, γεωγραφία,  ιστορία, σχέδιο, χειροτεχνήματα, φωνητική μουσική, ενώ μεγάλο μέρος του προγράμματος αφιερωνόταν στην ιερά ιστορία, στην αγιογραφική κατήχηση, στις προτεσταντικές προσευχές και τους ύμνους. Τα βιβλία που χρησιμοποιούσαν προέρχονταν κυρίως από τα ιεραποστολικά τυπογραφεία της Μάλτας και της Σμύρνης και αποτελούσαν συνήθως μεταφράσεις από αγγλικά ή γερμανικά έργα .

       Μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και μέσα στο χώρο της δικαιοδοσίας του συναντάμε τέτοια σχολεία στην Αθήνα, στη Σύρο, στην Τήνο, στο Άργος και στη Μάνη. Τα μακροβιότερα ήταν το «Φιλελληνικό Παιδαγωγείο» Σύρου και η Σχολή Hill στην Αθήνα, στα οποία φοίτησαν χιλιάδες ελληνόπουλα και των δύο φύλων και αρκετές δασκάλες και δάσκαλοι απέκτησαν στα Σεμινάριά τους την επαγγελματική τους κατάρτιση . 

       Τα εκπαιδευτικά αυτά ιδρύματα έγιναν συνήθως αποδεκτά από την νεοελληνική κοινωνία. Απολάμβαναν την υποστήριξη της Αντιβασιλείας και αργότερα του βασιλιά, των κυβερνήσεων, των τοπικών Αρχών, της αστικής τάξης,  λογίων της εποχής, μεγάλου μέρους του τύπου αλλά και της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Ο εκπροτεσταντικός στόχος των ιεραποστόλων ήταν κρυμμένος πίσω από την έντονη  εκπαιδευτική τους δραστηριότητα, που είχε ως αποδέκτη ένα λαό διψασμένο για μάθηση και στερημένο συνήθως από τα μέσα για την απόκτησή της. Η αποκάλυψη της ιεραποστολικής σκευωρίας από μερίδα του τύπου, την Ιερά Σύνοδο και μεμονωμένους κληρικούς ή λαϊκούς, έχανε έτσι συχνά τη δυναμική της, γιατί προσέκρουε σε αυτήν την ¨εκζήτηση παιδείας¨ στην οποία υποκλινόταν η εποχή, αλλά και γιατί αντιμετώπιζε παράλληλα την εύκολη μομφή της ρωσικής ραδιουργίας. Η υποβολιμαία ένταξη αυτής της σύγκρουσης μέσα στο έντονο πολιτικό παρασκήνιο της περιόδου εκείνης είχε δεσμεύσει καταλυτικά τη διαπραγμάτευσή της και είχε διαστρέψει τους όρους μιας ωριμότερης προσέγγισης του ζητήματος.

       Από την άλλη μεριά, οι ίδιοι οι ιεραπόστολοι, μετά τις πρώτες αντιδράσεις, προσάρμοσαν τη στρατηγική τους στη νεοελληνική πραγματικότητα και αρκέστηκαν στην ηθική διδασκαλία του Ευαγγελίου, αποσιωπώντας, φανερά τουλάχιστον, τις διαφορές Ορθοδοξίας και Προτεσταντισμού, αποφεύγοντας δηλαδή να προκαλούν. Ο Hill μάλιστα θα εισαγάγει την ίδια την Ορθόδοξη Κατήχηση στη Σχολή του, την οποία θα διδάσκει και Έλληνας ιερέας, για να κατηγορηθεί από τους πιο αυστηρούς, ζηλωτές ιεραποστόλους ότι περιφρόνησε την αποστολή του και συμβιβάστηκε επικίνδυνα με την «παράδοξη γοητεία» της Ορθοδοξίας.

       Παρόλα αυτά και ο Hill ελπίζει ότι η αναγνώριση της «ειδωλολατρικής» κατάστασης της Ελληνικής Εκκλησίας από τους μαθητές του θα ερχόταν φυσιολογικά, ως ώριμος καρπός της μακρόχρονης και συστηματικής προτεσταντικής αγωγής, στην οποία τους είχε υποβάλλει. Η ελπίδα όμως αυτή διαψεύστηκε. Ο έμμεσος προσηλυτισμός δεν φαίνεται να ευδοκίμησε στο νεοελληνικό έδαφος. Μετά από ολόκληρες δεκαετίες ιεραποστολικής προσπάθειας οι επίσημα αναγνωρισμένοι Προτεστάντες στρέφονταν γύρω από έναν ιδιαίτερα σκληρό δογματικό πυρήνα , τον επονομαζόμενο  μάλιστα  και ¨Λούθηρο της Ανατολής¨ : ήταν δηλαδή οπαδοί του μοναδικού ιεραποστόλου που τολμούσε να προκαλεί ευθέως την Ορθόδοξη Εκκλησία, του περίφημου Ιωνά King.

       Οι αιτίες για την αποτυχία των προτεσταντικών προσπαθειών εντοπίζονταν συνήθως από τους ίδιους τους ιεραποστόλους σε δύο επίπεδα : στην ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση των Ελλήνων και στην «αλλοπρόσαλλη» νεοελληνική  πραγματικότητα. Όσον αφορά την πρώτη περίπτωση, συχνές ήταν οι αναφορές τους στην ισχυρογνωμοσύνη των Ελλήνων, σε εκείνο το επιπόλαιο, γι’ αυτούς, αίσθημα υπεροχής απέναντι στους δυτικοευρωπαίους λόγω της αρχαιοελληνικής τους καταγωγής και στην έντονα ανορθολογική συμπεριφορά τους, χαρακτηριστική άλλωστε  ολόκληρης της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στην Ελλάδα . Αυτή ακριβώς τους εμπόδιζε να αποδεχθούν με ταπείνωση και ευγνωμοσύνη, ως όφειλαν, την δωρεάν, αφειδώλευτη προσφορά των ιεραποστόλων. Ως αχάριστοι εκμεταλλεύτηκαν τις θυσίες των ξένων για να αποκτήσουν απλά μια αξιόλογη και δυσεύρετη εγκύκλια μόρφωση, ξαναγυρνώντας μετά την αποφοίτησή τους πλέον, χωρίς σοβαρούς ενδοιασμούς, στην ίδια τη «δεισιδαίμονα» Ορθόδοξη Εκκλησία, την οποία ποτέ βέβαια δεν είχαν εγκαταλείψει. Οι Έλληνες λοιπόν είχαν επιτελέσει μιαν ασυνείδητη διύλιση, ενέργεια που φαίνεται ότι συνιστούσε και την ελληνική εκδοχή του ωφελιμισμού!

       Σε αυτήν την παγίδευση των ιεραποστόλων συνεισέφερε όμως και το ιδιαίτερο πολιτικο-ιδεολογικό κλίμα που κυριαρχούσε στην Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα. Η ¨Μεγάλη Ιδέα¨ του Ελληνισμού για την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, όσο ασαφής , πολύσημη και χιμαιρική και αν ήταν, αδρανοποίησε την προτεσταντική επιρροή. Η επιζητούμενη εθνικο-θρησκευτική ενότητα των Ελλήνων, αναγκαία προϋπόθεση για την εκπλήρωση των αλυτρωτικών τους επιδιώξεων, δεν άφηνε περιθώρια για προτεσταντικές μεταρρυθμίσεις. Έτσι, η παράδοξη και απρόβλεπτη σύγκρουση δύο αυτοκρατορικών ιδεωδών , του ελληνοβυζαντινού και του αγγλοσαξονικού, μέσα στο νεοελληνικό κράτος, έφθειρε τις ιεραποστολικές προσπάθειες. Παρά το γεγονός ότι και τα δύο αυτά μεσσιανικά οράματα αγκυροβολούσαν στο Βόσπορο, προσφέροντας επιπλέον ¨μια κάποια λύση¨ στο Ανατολικό Ζήτημα, η ισχύς του παγκοσμιοποιημένου εκφυλίστηκε μπρος στην αταβιστική  συμπάγεια ενός  βαθιά ριζωμένου θρύλου.

       Το προτεσταντικό, ιεραποστολικό έργο στην Ελλάδα απέτυχε λοιπόν το στόχο του, αλλά και η παγκόσμια διάσταση του κινήματος  είχε επίσης πενιχρά αποτελέσματα, σε σχέση με τις γιγαντιαίες επενδύσεις της. Η ιστορικά πρώτη όμως απόπειρα εκπαιδευτικής παγκοσμιοποίησης είναι γεγονός ότι είχε ως αποτέλεσμα την ευρεία διασπορά των εγκυκλίων γνώσεων και παράλληλα βεβαίως του δυτικού πολιτισμικού κώδικα. Η ιεραποστολική «έξοδος» του αγγλοσαξονικού κόσμου στην παγκόσμια περιφέρεια, πρωτότοκος καρπός ενός «επαγγελματικού» έκτοτε μεσσιανισμού, αποκάλυψε παράλληλα τον αθεράπευτο ρομαντισμό του εγχειρήματος. Από αυτή τη φιλόδοξη και πολυδάπανη ιεραποστολική μεταμφίεση είναι αλήθεια ότι συχνά έμεινε μόνο το προτεσταντικά διαποτισμένο εκπαιδευτικό ένδυμα να μαρτυρεί την τραγική μοίρα κάθε προσωπιδοφορίας : να αυταπατάται  ενώ σκηνοθετεί, να παγιδεύεται ασυνείδητα μέσα σε μια τόσο ορθολογικά κατεργασμένη παρενδυσία, ώστε να αναγκάζεται στο τέλος να υπηρετεί την χρησιμοθηρία του προσχήματος. Η ευρεία και απρόβλεπτη απορρόφηση του ιερού από το κοσμικό περιεχόμενο αυτού του ιεραποστολικού μηνύματος ήταν  μια χαρακτηριστική έκφραση της αρχόμενης εκκοσμίκευσης του 19ου αιώνα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] B. Stanley , The Bible and the Flag , Leicester 1990 , σ. 58 – 70.

[2] W.R. Hutchison , Errand to the World, Chicago and London 1987, σ. 1 – 14.

[3] D.W.Bebbigton, Evangelicalism in Modern Britain: A history from the 1730s to the 1980s, London 1987.

[4] Οι  Προτεστάντες θεωρούσαν την τυπογραφία ως ένα δώρο της πρόνοιας του Θεού προς την  Μεταρρύθμιση , ως ένα όργανο απελευθέρωσης  και διαφωτισμού , το οποίο θα οδηγούσε στη χειραφέτηση των μαζών από τη ρωμαιοκαθολική δεισιδαιμονία μέσα από τη μεταφρασμένη στη τοπική γλώσσα Αγία Γραφή . Βλ. S.L.Greenslade (e.d) , The Cambridge History of the Bible , Cambridge 1963 , vol.iii , σ. 432 .

[5] Στην Αφρική  λ.χ. η προτεσταντική εκπαίδευση των μαύρων στάθηκε αποφασιστικός αρωγός στην έγερση των εθνικιστικών κινημάτων του 20ου αιώνα .