Πολιτισμικότητα  και θρησκεία:

από τον κοινωνικό έλεγχο προς την ευτυχία του ανθρώπου

 

 

Του Παναγιώτη Ι. Σταμάτη,

Υπ. Διδ. του ΤΕΠΑΕΣ Πανεπιστημίου Αιγαίου

 

 

 

          Κυρίες και κύριοι σύνεδροι, λυπούμαι ειλικρινά επειδή η από τον  περασμένο Μάρτιο οριοθετημένη θεματολογικά εισήγησή μου ανακοινώνεται δυστυχώς υπό τη συγκυρία διεθνών τραγικών γεγονότων, τα οποία έμελλε να την καταστήσουν τόσο επίκαιρη όσο δε θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Θα μπορούσε επίσης να εστιαστεί αν λάμβανε ως μοναδικό αλλά χαρακτηριστικό ωστόσο παράδειγμα τα πρόσφατα, λυπηρά τεκτενόμενα.

     Το περιεχόμενο του θέματός μου, όπως θα διαπιστώσετε, αποτελεί πρόσφατα το μείζον θέμα συζήτησης ολόκληρης της ανθρωπότητας, επειδή προκλήθηκε για μια ακόμη φορά στην ιστορία της όλεθρος και άφατος ανθρώπινος πόνος, που ανάγκασε ιδίως όλους τους πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες όχι μόνο να εκφράσουν, με ειλικρίνεια ελπίζω, τις προσωπικές τους απόψεις και τις πεποιθήσεις των λαών τους αλλά πολύ περισσότερο, να αναλάβουν από κοινού δράσεις, μακροπρόθεσμα ωφέλιμες, για το μέλλον της ανθρωπότητας, αρχίζο-ντας από την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Έπειτα απ’ όσα συμ-βαίνουν και λέγονται τους τελευταίους μήνες και με την επιφύλαξη πλέον ότι έχω να πω κάτι περισσότερο απ’ αυτά που συνειδητοποίησε μόνομιάς, μετά την 11η του περασμένου Σεπτεμβρίου, η παγκόσμια κοινότητα, παρακαλώ επιτρέψτε μου να καταθέσω τις προσωπικές μου παρατηρήσεις.

     Θεωρώ πως η απαρχή της ανθρώπινης ζωής αρχίζει ουσιαστικά από τη στιγμή της αυτογνωσίας του ανθρώπου, τότε ακριβώς που ο άνθρωπος συνειδητοποίησε, με την ανάπτυξη της λογικής του ικανότη-τας, την ύπαρξή  του, σ’ έναν κόσμο του οποίου αποτελούσε αναπό-σπαστο περιεχόμενο με αμφίδρομη σχέση. Η στιγμή αυτή πιστεύω πως περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη ως το φάγωμα του « καρπού της γνώσης» (Γένεσις, Γ’, 5-7), ενώ στην Καινή Διαθήκη, ως το « Εν αρχή ην ο Λόγος» (Ιωάννη, Α’, 1 ). Τη στιγμή αυτή ακριβώς αρχίζουν τα δει-νά του ανθρώπου αλλά ταυτόχρονα μέσα απ’ αυτά και τα αξιοθαύ-μαστα επιτεύγματα της πολιτισμικής του προόδου, σε μια ακατά-παυστη αλληλεπίδραση του εξωτερικού περιβάλλοντος με το εσωτε-ρικό του γίγνεσθαι.

     Ωστόσο, ουδέποτε ο άνθρωπος έπαψε να φοβάται τα φυσικά φαινό-μενα και να προβληματίζεται για την ζωή του εξαιτίας των ενστίκτων της επιβίωσης και της διαιώνισης του είδους του. Ήδη από τα πρώτα στάδια της εξέλιξής του, από την εποχή κατά την οποία είτε ως τροφοσυλλέκτης, είτε ως κυνηγός ή γεωργός, πριν η κοινωνική οργά-νωση και η συμβίωση αποτελέσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, φαίνεται, όπως και οι σχετικές επιστημονικές απόψεις επιβεβαιώνουν, πως ένιωθε ανέκαθεν έναν έμφυτο φόβο, δέος για τα ανεξήγητα φυσικά φαινόμενα, που του κόστιζαν ενίοτε τη ζωή και τα οποία κάποτε θεοποιούσε ή δαιμονοποιούσε ή προσπαθούσε με τη μαγική τέχνη (Leroi-Goughan,1990) τις τελετουργικές δραστηριότητες (Βότσης, 1992) και τις αναίμακτες ή αιματηρές (Βελλάς, 1980) ιεροτε-λεστίες να κατευνάσει (Μιχαήλ-Δέδε, 1985) ή ακόμη και να ελέγξει, όπως αναφέρεται πως έκαναν π.χ. οι βροχοποιοί Τελχίνες (Παγκόσμια Μυθολογία, 1989) κ.ά.

     Έτσι μεταγενέστερα κι όταν η κοινωνική οργάνωση επέβαλλε έμμεσα την εξειδικευμένη ενασχόληση με συνήθειες ή ανάγκες της καθημερινής ζωής αναπτύχθηκαν ασχολίες, σε επαγγελματικό επίπεδο πλέον, όπως αυτές των μάγων, των ιεροφαντών και των ιερέων οι οποίοι είχαν ως αποκλειστικό αντικείμενο εργασίας την ενασχόληση με τις βουλές των υπερφυσικών όντων αυτοπροβαλλόμενοι, ως γνήσιοι διαμεσολαβητές μεταξύ αυτών και των αδαών ανθρώπων, των οποίων η έλλειψη γνώσης αποτελούσε το προσφορότερο έδαφος για την απόλυτη χειραγώγησή τους, καθώς οι διαμεσολαβητές αυτοί, ίσως οι πλέον πεφωτισμένοι της εποχής τους, προσπαθούσαν είτε από προσω-πική, είτε από επιδίωξη των νοητικά ισχυρότερων της φυλής να επί-βάλλουν τους κοινωνικούς κανόνες ως θεϊκά θέσφατα. Με την τακτική αυτή κατάφερναν να δημιουργούν μια κοινωνία θρησκόληπτων υπηρε-τών, που στο όνομα και στην εφαρμογή  των θεϊκών εντολών, όχι μόνο με την φραστική απειλή της θείας τιμωρίας αλλά σε ορισμένες περι-πτώσεις την ουσιαστική υλοποίησή της, όπως εμφανίζουν εύστοχα τα ακόλουθα ενδεικτικά παραδείγματα, κατάφερναν να επιβάλλονται στηλιτεύοντας την ανθρώπινη απείθεια και την ανυπακοή στο «θείο» θέλημα.

     Στην παγκόσμια μυθολογία συναντάται ο Ασσυροβαβυλωνιακός  θεός της καταστροφής και της πανόλους, ο Έρρα, οι Μακόι, οι σκοτει-νοί δαίμονες του θανάτου κατά τη φυλή Μουργκίν της Αυστραλίας, ο Φοινικικός θεός Μωλόχ, ο τρομερός και απάνθρωπος θεός ο οποίος απαιτούσε ανθρωποθυσίες, ιδιαίτερα μικρών παιδιών, όπως εξάλλου κι Παχακάμακ, θεός των ιθαγενών του Περού, ο Μικταντεκουτλί, θεός του θανάτου στους Αζτέκους, που δεχόταν τις ψυχές όσων θυσιάζο-νταν σε ιεροτελεστίες ανθρωποθυσιών κ.π.ά..

     Από την αρχαία ελληνική μυθολογία είναι γνωστή η εκδικητική δράση των Ερινύων που στρεφόταν εναντίον όσων οι πράξεις αντέ-βαιναν στη φυσική τάξη και στους άγραφους ηθικούς νόμους, κυρίως του σεβασμού προς τους γονείς. Είναι γνωστή επίσης η σκληρή τιμω-ρία του ημίθεου Προμηθέα που παρακούοντας το θέλημα του Δία έφερε στους ανθρώπους τη φωτιά, ισχυρό όπλο για την προστασία και την πολιτισμική τους πρόοδο καθώς και η τιμωρία του πονηρού Σίσυ-φου που επειδή κατάφερε να ξεγελάσει τους χθόνιους θεούς και να προδώσει το Δία, καταδικάστηκε μετά θάνατον να σπρώχνει αιώνια ένα βράχο σε απότομο ύψωμα και όταν τον έφτανε στην κορυφή αυτός κατρακυλούσε πάλι στην αφετηρία του. Τέλος, η τιμωρία του Τάντα-λου που έκλεψε το νέκταρ και την αμβροσία από τους ολύμπιους θεούς και καταδικάστηκε σε μεταθάνατον αιώνια πείνα και δίψα (Παγκόσμια Μυθολογία, 1989), είναι επίσης γνωστή.

     Στην εβραϊκή Παλαιά Διαθήκη ο δημιουργός Θεός τιμωρεί τους Πρωτόπλαστους με την εσχάτη των ποινών, με την πτώση από τον Παράδεισο, επειδή παρακούοντας την εντολή του και εξαπατημένοι από τον όφι έφαγαν τον απαγορευμένο καρπό της γνώσης (Γένεσις, Γ’, 16-20). Σε άλλο βιβλίο (Έξοδος ΛΒ’, 26-29) ο Μωυσής κατ’ εντολήν και ευαρέσκεια του θεού, σφαγίασε με περισσό ζήλο όλους όσους επέδειξαν ανυπακοή στο θεϊκό θέλημα, κατασκεύασαν και προσκύ-νησαν το χρυσό μοσχάρι!

     Αντίθετα η απόλυτη υπακοή στο θείο θέλημα αποτελούσε πάντοτε ευάρεστη πράξη για την οποία οι άνθρωποι ανταμείβονταν, όπως μαρ-τυρούν οι περιπτώσεις του υπάκουου Ετάνα στη βαβυλωνιακή μυθο-λογία που επιλέχθηκε να γίνει ο άρχοντας του κόσμου (Παπαδάκη, 1982), του συνετού Οδυσσέα που με την εύνοια της Αθηνάς κατάφερε να φτάσει τελικά στην Ιθάκη, αντίθετα από τους «άσεμνους» συντρόφους του «που ’φαγαν τ’ ουρανοδρόμου Ήλιου τα βόδια και τους στέρησε του γυρισμού τη μέρα» (Ομήρου Οδύσσεια, α, 8-9) τον ευσεβή και ενάρετο Νώε που σώθηκε από τον πανθομολογούμενο σε όλες σχεδόν τις μυθολογίες παγκόσμιο κατακλυσμό, με τον οποίο τιμώρησε ο θεός την ανυπάκουη και γι’ αυτό αμαρτωλή ανθρωπότητα (Γένεσις, ΣΤ’, 7) κ.ά.

     Συνοψίζοντας τις κεντρικές ιδέες των παραδειγμάτων που αναφέρ-θηκαν θα λέγαμε ότι ήταν διαδεδομένη σε όλες τις αρχαίες θρησκείες μια θεοκρατική αντίληψη ότι δηλαδή ο αυστηρός θεός, ο πανταχού παρών και παντογνώστης, απαιτεί απόλυτη υπακοή και τιμωρεί ασυγ-χώρητα και σκληρά τους ανυπάκουους και αμαρτωλούς, οι οποίοι ουσιαστικά δεν είναι άλλοι απ’ αυτούς που στρέφονται ενάντια στους θεοθέσπιστους κοινωνικούς κανόνες, οι οποίοι μυστηριωδώς γνωστο-ποιήθηκαν στους ισχυρούς άρχοντες ή διαμεσολαβητές. Έτσι ο άνθρω-πος επί χιλιετίες ήταν ανίσχυρος να ξεφύγει από την άγρυπνη παρακολούθηση και τη θεϊκή τιμωρία, η οποία λειτουργούσε πάντοτε κατάπιεστικά θέτοντας σε ασφυκτικά στεγανά την προσωπική του ελευθερία, το αυτεξούσιο και τελικά τον αυθορμητισμό και την ευτυ-χία του. Η θρησκεία και οι εκπρόσωποί της, με φόβητρο τη θεϊκή οργή, εξελίχθηκαν σταδιακά στον ισχυρότερο παράγοντα κοινωνικού ελέγχου με πολιτικές φυλετικές και ιδεολογικές προεκτάσεις .

     Εξάλλου είναι γνωστοί από την παγκόσμια ιστορία όλοι εκείνοι οι πολιτικοθρησκευτικοί ηγέτες, οι «βασιλιάδες-θεοί» ή «οι ελέω θεού βασιλείς» οι οποίοι στο όνομα του θεϊκού θελήματος διέπρατταν τερά-στια ανοσιουργήματα κατασφαγιάζοντας σε πολεμικές συρράξεις δισεκατομμύρια ανθρώπων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τους διωγμούς των χριστιανών στη ρωμαϊκή εποχή, τους ιερούς πολέμους των μουσουλμάνων, τις σταυροφορίες και την ιερά εξέταση στο μεσαί-ωνα κ.π.ά. Δεν υπήρξε ποτέ εποχή στην ιστορία του ανθρώπινου γένους η οποία να μη σημαδεύτηκε από φυλετική μισαλλοδοξία και θρησκευτικό φανατισμό που συσσώρευσαν στην ανθρωπότητα άπειρα δεινά καθώς οι διωγμοί για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις οι οποίοι καθίσταντο σε αδιαμφισβήτητο εθνικό χαρακτηριστικό, άρα πολιτισμι-κό, γνώρισμα οδηγούσαν σε ανυπέρβλητο εκατέρωθεν φανατισμό που επέφερε ομαδικές εξοντώσεις αθώων ανθρώπων ακόμα και στο πρό-σφατο ιστορικό παρελθόν, οπόταν η επίσημη εκκλησία ή θρησκευτική ηγεσία ευλογούσε τα όπλα της μάχης και τα στρατεύματα αποδίδοντας τη μεν νίκη τους σε ευλογία παρά θεού, την δε ήττα σε θεϊκή τιμωρία αντιγράφοντας πιστά τα αρχαϊκά θρησκευτικά πρότυπα και παρέχο-ντας, με τον τρόπο αυτό την απαραίτητη κοινωνική στήριξη στους ισχυρούς πολιτικούς ηγέτες με τους οποίους ανέπτυσσαν  ανέκαθεν οι θρησκευτκοί ηγέτες άρρηκτους δεσμούς αλληλεξάρτησης.


 

  ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ

 
 ΘΡΗΣΚΕΙΑ
 
 

 

 

 

 

 


 

 

 

 

 

 

 


    ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΤΩΝ

             ΑΝΘΡΩΠΩΝ

 
    

 

Σχεδιάγραμμα 1: Η συνεργασία των θρησκευτικών και πολιτικών ηγετών για τη χειραγώγηση των ανθρώπων.

 
 

 

 

 


Πέρα όμως από τη σκληρή αυτή ιστορική πραγματικότητα, που επαναλαμβάνεται ιδιαίτερα σε σύγχρονες φονταμενταλιστικές κοινω-νίες, διαφαίνεται πως πρωτοπόροι θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες, ιδίως μετά και την οδυνηρή εμπειρία του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, άρχισαν να προσανατολίζονται στους πραγματικούς σκοπούς της θρη-σκείας που εκπροσωπούν, εστιάζοντας στις διαχρονικά κοινές θρη-σκευτικές επιδιώξεις, που αποτελούν ταυτόχρονα και φιλοσοφικές αρχές ή δόγματα των ιδρυτών των υφιστάμενων θρησκειών οι οποίοι, στην πλειονότητα τους, επεδίωξαν τη δημιουργία κοινωνικών κατά-στάσεων τελείως αντίθετων απ’ αυτές που οι συνεχιστές τους, στο όνομά τους, υποστήριξαν και υιοθέτησαν ως εφαρμόσιμες κοινωνικές πρακτικές.

     Οι περισσότερες -αν όχι όλες- επίσημες θρησκείες αποβλέπουν στην ψυχική υγεία των πιστών τους βασισμένες στο κοινό δόγμα πως «ο Θεός αγάπη εστί» (Ιωάννη, Κ.Ε. Α’, Δ’, 8) και στην καινή εντολή που πρωτοδιατυπώθηκε από τον Ιησού Χριστό με τα ακόλουθα λόγια (Ιωάννη, ΙΕ’, 11-17) «ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη και η χαρά υμών πληρωθεί, αυτή εστίν η εντολή η εμή  ίνα αγαπάτε αλλήλους καθώς ηγάπησα υμάς, μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού…». Είναι φανερό πως με τα λόγια αυτά, για τους χριστιανούς τουλάχιστον, τίθεται πλέον σε αγαπητικό και φιλικό πλαίσιο η σχέση θεού και ανθρώπων, απομακρύνεται ο φόβος για το θεό που θυσιάζει τον εαυτό του υπέρ της σωτηρίας των ανθρώπων, επέρχεται η συμφιλίωση και δι’ αυτής η εκούσια υπακοή και ενσυνείδητη πειθαρχία που προάγονται με την πίστη.

      Η θρησκευτική πίστη δίνει περιεχόμενο στην καθημερινή ζωή με το να βάζει στόχους, που ξεκινούν από τον εσωτερικό μας άνθρωπο. Με τον τρόπο αυτό γίνεται εκτόνωση των εσωτερικών μας εντάσεων και την απελπισία διαδέχεται η αισιοδοξία της επιτυχίας. Έτσι η θρησκευτική πίστη καταλήγει στην ψυχική υγεία (Πετρουλάκης, 1993) των ανθρώπων, γεγονός που θα πρέπει να αποτελεί τον αποκλειστικό σκοπό όλων των θρησκειών, καθώς μάλιστα περιλαμβάνουν -κυρίως τα ανατολικά φιλοσοφικοθρησκευτικά συστήματα- και συναρτούν ουσιώδεις αντιλήψεις υπέρ του φυσικού περιβάλλοντος, της παγκό-σμιας ειρήνης και της διαβίωσης όλων των ανθρώπων με υγεία, ασφά-λεια, κοινωνική και οικογενειακή γαλήνη και τελικά αποβλέπουν σε περισσότερη ευτυχία στην εφήμερη ζωή των ανθρώπων. Σε ακραίες εκφάνσεις τους βέβαια οι φανατικοί πιστοί, εννοώντας κακώς την ατο-μική τους ευτυχία και μετατρέποντας την πίστη σε πόρωση, αυτοκτο-νούν πιστεύοντας ότι θα έρθουν έτσι πιο κοντά στο θεό τους, σπέρνο-ντας τελικά, ως γνήσιοι τρομοκράτες, τον όλεθρο σε χιλιάδες ανυπο-ψίαστα και αθώα ανθρώπινα θύματα.

     Διαφαίνεται επίσης η σύγχρονη τάση, παρά τις όποιες εξαιρέσεις να επανακάμψει ο ρόλος της θρησκείας εστιάζοντας προς την παγκόσμια ειρήνη, την προστασία της ανθρώπινης υγείας και του φυσικού περιβάλλοντος, της συναδέλφωσης των λαών, της εξάλειψης της βίας και της μισαλλοδοξίας, της δημιουργίας μιας μελλοντικής παγκοσμιο-ποιημένης κοινωνίας αλληλοκατανόησης, εμπιστοσύνης και αγάπης, στο μέτρο του ανθρώπινα εφικτού, που θα οδηγήσει σε βάθος χρόνου, αξιοποιώντας ισότιμα, αδιάκριτα, αμερόληπτα και δίκαια τα πολιτισμι-κά κληροδοτήματα όλων των λαών, στην πραγματική ευτυχία του ανθρώπου, ως έννοια με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Οι βασικότερες προϋποθέσεις, κατά τον κοινό νου, που κάνουν τον άνθρωπο να αισθά-νεται ευτυχισμένος  είναι η δυνατότητα να επιβιώνει σ’ ένα ειρηνικό και υγιές φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, να διαθέτει επαρκώς τα απαραίτητα βιοποριστικά μέσα και αγαθά, να απολαμβάνει την κοινω-νική συμβίωση με όρους αμοιβαίας αποδοχής και αναγνώρισης μεταξύ αυτού και των συνανθρώπων του, να αισθάνεται και να χαίρεται την ατομική του ελευθερία και τη δημιουργικότητα, να είναι ο εαυτός του, να μπορεί να αυτοεκφράζεται, μέσα στα πολιτισμικά αποδεκτά πλαί-σια, να συντηρεί και να προάγει απρόσκοπτα τα στοιχεία της πολιτι-στικής του κληρονομιάς, να βιώνει τα ανθρώπινα δικαιώματα σ’ ένα πραγματικά δίκαιο πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης σε κρατικό και παγκόσμιο επίπεδο ( Ryn, 1993).

     Με αφετηρία τη γενικά αποδεκτή παραδοχή ότι δεν υπάρχει στη γη μη θρησκευόμενος λαός θα πρέπει να καταβληθεί ιδιαίτερη προσπά-θεια ώστε αξιοποιώντας όλα τα διαπολιτισμικά κοινά ενδιαφέροντα, που εδράζονται ίσως σε συναφείς πολιτισμικές καταβολές, να καταστεί εφικτή η προσέγγιση όλων των ανθρώπων. Η θρησκεία αποτελεί εκτός των άλλων και ισχυρό έως ταυτόσημο στοιχείο κάθε πολιτισμικής ταυτότητας που δεν πρέπει να χωρίζει αλλά αντίθετα να ενώνει τους ανθρώπους, παραβλέποντας τις επουσιώδεις διαφορετικές συνισταμέ-νες οι οποίες, όπως είδαμε μέχρι τώρα, για την εξυπηρέτηση πολιτικο-κοινωνικών και οικονομικών κυρίως σκοπιμοτήτων, επέφεραν μόνο δεινά στην ανθρωπότητα. Η θρησκεία αποτελεί το θεμέλιο λίθο κάθε πολιτισμού. Ο πολιτισμός στην εποχή μας έχει πλέον ξεπεράσει τα κρατικά σύνορα μέσα στα οποία μπορεί να είχε αναπτυχθεί κατά το παρελθόν και γι’ αυτό είναι τώρα παγκόσμιος ανήκοντας σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα όπως συμβαίνει π.χ. με τη μουσική (Bramann, 2000). Στη σύγχρονη εποχή της γνώσης και της πληροφορίας, του εμπορίου, των πολιτιστικών δρώμενων, των τηλεπικοινωνιών και του διαδικτύου, δεν μπορεί και δεν πρέπει η θρησκεία να μη διαδραματίσει το ρόλο που της αρμόζει, εργαζόμενη σθεναρά για την πραγματική ευ-τυχία του ανθρώπου παράλληλα με την παγκοσμιοποίηση της οικονο-μίας, που οφείλει να διασφαλίσει την προσιτότητα των αναγκαίων βιο-τικών και πολιτιστικών αγαθών σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο νέος παγκόσμιος πολιτισμός αποτελεί υπό την έννοια αυτή την έκφραση της απεδαφικοποίησης σ’ ένα κόσμο χωρίς σύνορα ( Sangreeta, 1996).

     Εκτιμούμε ότι ο ρόλος των θρησκειών, όπως εκφράζεται μέσα από τις συνεργατικές δράσεις των τοπικών εκκλησιών και των ηγετών τους, έχει αποδειχθεί ουσιώδης αν λάβουμε υπόψη μας ως παράδειγμα τις σύγχρονες πολυπολιτισμικές χώρες, όπου πέρα από τις όποιες επιμέρους θεολογικές ή λατρευτικές ιδιαιτερότητες κι έχοντας ως κοινό γνώμονα όλων την πίστη, που υπερβαίνει το δογματικό πλουρα-λισμό επειδή η ζωή στους κόλπους της εκκλησίας πρέπει να είναι κατά βάση κοινωνική και παρέχει στα μέλη της την αιώνια, επίγεια κι επουράνια, ευτυχία καθώς τα προτρέπει να επικοινωνούν πάντα με το θεό (Crisbasan, 1998), παρατηρούμε ότι η συμμετοχή των πιστών στην εκκλησιαστική ζωή καταλαγιάζει σημαντικά τα ανθρώπινα πάθη, συμπεριλαμβανομένων των θρησκευτικών, των πολιτισμικών και των φυλετικών. Χάριν παραδείγματος αναφέρουμε τη συμβίωση τριών διαφορετικών εθνοτήτων με αντίστοιχες θρησκευτικές πεποιθήσεις στη Μαλαισία, όπου διαβιούν ειρηνικά Μαλαίοι μουσουλμάνοι, Κινέζοι ταοϊστές ή βουδιστές και Ινδοί ινδουιστές. Αν και συνυπάρχουν μόνο-θεϊστικές και πολυθεϊστικές θρησκείες, εντούτοις οι Μαλαισιανοί πολίτες δεν καταλαμβάνονται από θρησκευτικό φανατισμό αλλά αντί-θετα αποδέχονται τις θρησκευτικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του καθενός συμπατριώτη τους, παρόλο που η κυβέρνηση φαίνεται πως υποστηρίζει διακριτικά, αν και εμφανώς στους αλλοδαπούς επί-σκέπτες, το μουσουλμανικό στοιχείο. Η Αυστραλία με την ειδική μέρι-μνα που επιδεικνύει προς τους ιθαγενείς Αμπορίτζιναλς, ο Καναδάς με το ιδιαίτερο εκπαιδευτικό ενδιαφέρον για τους αγγλόφωνους, γαλλό-φωνους ή ιθαγενείς ινδιάνους πολίτες (C.C.M.E., 1995), οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με την πανσπερμία των λαών, που επιζητούν την αναγνώριση των βασικών, συλλογικών κοινωνικών ταυτοτήτων (An-thony Appiah, 1999), αποτελούν ορισμένα επίσης παραδείγματα σύγ-χρονων πολυπολιτισμικών κρατών που προσανατολίζονται μεθοδικά στην άμβλυνση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων σε επίπεδο εθνικής στρατηγικής αν και τα ρατσιστικά φαινόμενα, ιδίως στις ΗΠΑ, από-τελούν τροχοπέδη στις όποιες καλές προθέσεις των πολιτικών, ακόμα και στις νομοθετημένες επιδιώξεις τους.

     Φαινόμενα ρατσισμού και μιλιταρισμού όχι μόνο με πρόσχημα τις θρησκευτικές πεποιθήσεις αλλά και τις φυλετικές ή πολιτισμικές ιδιαι-τερότητες υπάρχουν σε κάθε χώρα που κατοικείται από πλειονότητα και μειονότητα ή μειονότητες (Tsutsumi, 2000), σε κάθε χώρα όπου αναπτύσσονται συλλογικές κοινωνικές ταυτότητες, όπως η θρησκευ-τική, η έμφυλη, η εθνοτική, η “φυλετική” και η σεξουαλική, που απορ-ρίπτουν την ατομική διάσταση της προσωπικής ταυτότητας  (Anthony Appiah, 1999), οπότε εμφανίζονται φαινόμενα σύγκρουσης ατόμων, ομάδων ή πολιτισμών που κάποτε οδηγούν ακόμα και σε εθνοκα-θάρσεις! Τα φαινόμενα αυτά, τα οποία υπάρχουν επίσης και σε κάθε χώρα που πιστεύει πως υπερέχει έναντι κάποιων άλλων, θα εξακολου-θήσουν να ταλανίζουν κατά καιρούς δυστυχώς την ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων μέχρι να καταστεί κατανοητό από όλους και ιδίως από τους πολιτικούς, στρατιωτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες πως «η επί γης ειρήνη» πρέπει ν’ αποτελέσει το μείζον θέμα για τους αρχηγούς που χαράζουν και υλοποιούν τις πολιτικές σε όλα ανεξαιρέτως τα μήκη και πλάτη της γης σε εθνικό, περιφερειακό ή παγκόσμιο επίπεδο, εκλαμβάνοντας τις πολιτισμικές ή θρησκευτικές ιδιαιτερότητες όχι ως απειλή για τις αντίστοιχες κρατούσες αντιλήψεις αλλά σαν έναν πολύ-τιμο εθνικό και μορφωτικό θησαυρό πολυπολιτισμικής εκπαίδευσης (Inayatullah, 2000).

     Πρόσφατα, ο πρωθυπουργός της χώρας μας, συνταυτιζόμενος φρα-στικά με όλους σχεδόν τους σύγχρονους πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες, είπε  πως “Ο πολιτισμός δεν επιβάλλεται με τη βία. Προϋπο-θέτει την εγκατάλειψη των διαχωριστικών γραμμών, των διαχωρισμών μεταξύ των πολιτισμών, θρησκειών, νοοτροπιών. Προϋποθέτει τη σαφή καταδίκη της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού. Προϋποθέτει την κατηγορηματική αντίθεση προς την κοινωνία του φόβου, τη διεθνή κοινότητα της γενικευμένης ανασφάλειας που οραματίζονται οι φανα-τικοί της σύγκρουσης των πολιτισμών (Σημίτης, 2001). Η άποψη αυτή βρίσκει πιστεύω σύμφωνο κάθε συνετό άνθρωπο.

ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΟΤΗΤΑ
 

ΘΡΗΣΚΕΙΑ

 
                      

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

 

Σχεδιάγραμμα 2: Η πολιτισμικότητα σε συνδυασμό με τη θρησκεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν προς την ευτυχία του ανθρώπου.

 
 


    

 

 

     Οφείλουν λοιπόν οι σύγχρονοι ηγέτες να συνεργαστούν για την ανάδειξη όλων των κοινών πολιτισμικών και θρησκευτικών αξιών στα πλαίσια μιας παγκόσμιας πολυπολιτισμικής και πολυθρησκευτικής κοινωνίας των λαών και των θρησκειών τη σπουδαιότητα της ύπαρξης των οποίων, έτσι κι αλλιώς, δεν μπορούν ούτε να αγνοήσουν, ούτε, πολύ περισσότερο, να εξαλείψουν. Οι υπερδισχιλιετείς πολιτισμικές και θρησκευτικές κληρονομιές και παραδόσεις δεν είναι δυνατόν και δεν πρέπει να εξαλειφθούν γιατί, καθώς μαρτυρούνται κι από τον αξιοθαύμαστο αριθμό των έξι χιλιάδων γλωσσών περίπου (Robinson, 1996), αποτελούν ένα πανέμορφο και ανεπανάληπτο ένδυμα στο σώμα της ανθρωπότητας, μοναδικό ίσως στην απεραντοσύνη του σύμπαντος. Είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι η σωστή διαφώτιση και η διαπολι-τισμική εκπαίδευση των λαών (Δαμανάκης, 1998) προς αυτή την κατεύθυνση θα αποφέρουν θετικά αποτελέσματα για ειρηνική συμ-βίωση και ευημερία σε μια ανθρωπότητα με διαφορετικές πολιτι-σμικές προελεύσεις και θρησκευτικές ταυτότητες, που στην πλειονό-τητα της το θέλει διακαώς. Για να υλοποιηθεί επιτέλους η δέηση η οποία από το στόμα των ορθοδόξων, τουλάχιστον, χριστιανών εκφρά-ζεται, αιώνες τώρα, «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου, ευ-σταθίας των αγίων του Θεού εκκλησιών, και της των πάντων ενώ-σεως», μια έκφραση που συνειρμικά ηχεί ως προάγγελος της οικου-μενικότητας και της παγκοσμιοποίησης με βάση τη συνεργασία των ανθρώπων, στα πλαίσια μιας «πολυθρησκευτικής πολυπολιτισμι-κότητας», που θα εργάζεται για την ευτυχία κάθε ανθρώπου.       

 

“Culturalism and religion: from human social control to happines”,

by P.J. Stamatis, Dip.T., c.Dr Ed. of the Aegean University-Hellas.

     Summary

     The asphyxiating social control which induces the human guidance, in a personal level, mainly initiated through religion and by religious leaders in a cooperation with political and military leaders. This has started from the antiquity already, as has been known by mostly mythological and historical paradigms, and keep on existing in many countries nowadays on the contrary of fact that religion must always work not like a terrifier but as a source for human psychological unloading.

     Nowadays must be given a new prospect in religion role because it is related to global event of culturalism as expression of people particularities and on the basis of common points outbistadding for the earthly environment protection and for the global peaceful cohabitation and cooperation too.

     Religion, and through this the human self-expression, as basic cultural element, must constitute for the future global society the main concern for all leaders because it is expected that in this way the humanity at least will be contacted to real happines.

Βιβλιογραφία

Αγία Γραφή, (1991), Η Παλαιά Διαθήκη και η Καινή Διαθήκη, Αθήνα: Αδελφότης Θεολόγων η “ΖΩΗ”

Anthony Appiah K., (1999), Ταυτότητα, αυθεντικότητα, επιβίωση. Πολυπολι-τισμικές κοινωνίες και κοινωνική αναπαραγωγή, στο Charles Taylor, Πολυπο-λιτισμικότητα, Αθήνα: Πόλις, Β’ εκδ.

Βελλάς Μ., (1980), Εβραϊκή αρχαιολογία, Αθήνα: Αποστολική Διακονία

Βότσης Π., (1992), Ποιος ήταν ο Αδάμ; - Η καταγωγή του ανθρώπoυ, Η θεωρία της εξέλιξης, Αθήνα; Σαββάλας

Brammann J., (2000), Multiculturalism and personal intedity, http// www. fwu. unc.edu/cept/pn/forum/Multicult.html.

Canada counsil of ministers of education, (1995)

Crisbasann S., (1998), Orthodox christian church and ecumenism, http//www.suite 101.com

Crisbasann S., (1998), The globalization of the economy and the church, http//www.suite 101.com

Δέδε-Μιχαήλ Μ., (1985), Θρύλοι των ιθαγενών της Αυστραλίας, Αθήνα: Καστανιώτης

Δαμανάκης Μ., (1998), Η εκπαίδευση των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών στην Ελλάδα- Διαπολιτισμική προσέγγιση, Αθήνα: Gutenberg

Inayatullah S., (2000), International protection of human rights- Its universality and contextuality: Ritsumeikan Low Review, No 17

Leroi-Gourhan A., (1990), Οι θρησκείες της προϊστορίας: Καρδαμίτσας, Αθήνα

Ομήρου, (1982), «Οδύσσεια», Αθήνα: Ο.Ε.Δ.Β.

Παγκόσμια Μυθολογία, (1989), Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 20, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών

Παπαδάκη Α., (1982), Παλιές ιστορίες του κόσμου, Αθήνα: Καστανιώτης

Πετρουλάκης Ν., (1993), Ψυχολογία της προσαρμογής, Αθήνα: Γρηγόρης

Robinson D., (1996), Universality and diversity, in Mathematical sciences symposium at the university of NSW

Ryn C., (1993), Universality and history- the concrete as normative: Humanitas, v. VI, N.1, USA

Sangreeta R., (1996), “Other” wise? The selling of global cultural difference: “Sanskriti” a bimonthly publication of progressive south asian politics, v. 7, N.1

Σημίτης Κ., (2001), Συνέντευξη τύπου, εφημερίδα «Έθνος», 22-9-01:63

Tsutsumi K., (2000), The multi-cultural challenge to the future of the education: New Renaissance Magazine, v.6, N.3