H Θέση του εκπαιδευτικού επαγγέλματος σ’ ένα

«παγκοσμιοποιημένο» μέλλον:

 

 

Της Νταίζης Δανιηλίδου

 

 

Στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε το θέμα της σημερινής επαγγελματικής θέσης του εκπαιδευτικού σ’ ένα αβέβαιο, “παγκοσμιοποιημένο” μέλλον θα αναφερθούμε: α) Σε μια σύντομη γενική θεώρηση του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης, β) στις νέες συνθήκες και προοπτικές που εμφανίζονται στον εργασιακό χώρο των εκπαιδευτικών στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια και γ) σ’ ένα γενικότερο συσχετισμό αυτών των αλλαγών, με τη σημερινή λογική της ονομαζόμενης παγκοσμιοποίησης.

 

Παγκοσμιοποίηση : Απόψεις και Προβληματισμοί.

Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά ακούμε και διαβάζουμε θέματα που αναφέρονται στην παγκοσμιοποίηση, παρ’ όλο που δεν πρόκειται για μια καινούργια έννοια.

Η ελληνική και ξένη βιβλιογραφία εστιάζεται στον προσδιορισμό κάποιων εννοιών και ερμηνειών της παγκοσμιοποίησης, εξετάζει τα αίτιά της, τις διαστάσεις της, τις επιπτώσεις της, χωρίς τελικά να δίνεται ένας σαφής εννοιολογικός ορισμός, καθώς και κάποιες ξεκάθαρες απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν.

Πολλοί αντιλαμβάνονται την παγκοσμιοποίηση, ως μια απλή έννοια, υιοθετώντας τον Ορισμό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (1997), που  την προσδιορίζει ως “την αυξανόμενη αλληλεπίδραση των χωρών όλου του κόσμου, μέσα από την επιτάχυνση των ανταλλαγών προϊόντων και υπηρεσιών με αποτέλεσμα την απεριόριστη επέκταση των συναλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα”.

Έννοιες αυτού του τύπου προσδιορίζουν την παγκοσμιοποίηση σ’ ένα θεμελιώδες επίπεδο, ως φαινόμενο αποκλειστικά στο πεδίο της παραγωγής και κατανομής αγαθών στην παγκόσμια οικονομία και κατά προέκταση στις οικονομικές σχέσεις υπηρεσιών, κεφαλαίων, ατόμων, οργανισμών και κρατών.

Κατ’ επέκταση, θεωρήθηκε πιο σύνθετο φαινόμενο  με τη ραγδαία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, τις επιδράσεις τους στον τρόπο ζωής των ανθρώπων, μια που αλλάζει και η σχέση του χρόνου και του χώρου για τον άνθρωπο.

Δεν μπορούμε όμως να ισχυριστούμε πως οι έννοιες αυτές προσδιορίζουν ακριβώς και ερμηνεύουν το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, αν ένα τέτοιο φαινόμενο υπάρχει. Η σύγχυση και οι αντιφάσεις στα γραπτά πολλών επιστημόνων που προσπαθούν να ισορροπήσουν στα δύο άκρα, τις θετικές και τις αρνητικές επιπτώσεις της, είναι διάχυτη.

Κάποιοι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο σε μια οικονομίστικη θεώρηση, αλλά να γίνεται κατανοητή ως φαινόμενο της συνολικής κίνησης της κοινωνίας και των αντιφάσεών της.1 

Πολλοί όμως θεωρούν ότι τα τελευταία χρόνια έχει αποδοθεί ένας κεντρικός ρόλος στην παγκοσμιοποίηση για λόγους περισσότερο ιδεολογικούς, παρά πραγματικούς.

Υποστηρίζουν πως είναι μια φενάκη προκειμένου να εγκλωβιστούν προοδευτικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στις εκάστοτε “παγκοσμιοποιημένες” επιλογές.2

Συγχρόνως ως ένα νέο στοιχείο αυτής της παγκοσμιοποίησης προβάλλεται ο περιοριστικός πλέον ρόλος των παρεμβάσεων των έννομα συγκροτημένων πολιτειών στην κοινωνική οργάνωση με αποτέλεσμα την όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση  από την αξιακή αυτονομία που χαρακτήριζε τις ανεξάρτητες δημοκρατικές χώρες.

Θεωρητικοί κυρίως νέο-μαρξιστές πιστεύουν πως είμαστε σ’ ένα νέο στάδιο καπιταλιστικής συσσώρευσης,  ενώ νεοφιλελεύθερες αναλύσεις θεωρούν πως είναι το φυσικό επακόλουθο της τεχνολογικής επανάστασης.

Χαρακτηριστικές είναι οι απόψεις του νεομαρξιστή I. Wallerstein (1998), ο οποίος υποστηρίζει ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι κάτι καινούργιο και ότι ως φαινόμενο υπήρχε πάντα.

Η παγκοσμιοποίηση αντιμετωπίζεται ως εξέλιξη του καπιταλισμού που έχει ως κύριο γνώρισμα τη συνεχή επέκταση, ενώ η ιδεολογικοποίησή της εξυπηρετεί τα συμφέροντα των καπιταλιστών και το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.

Το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα ισχυρίζεται ο I. Wallerstein, είναι το μοναδικό που περικλείει μια παγκόσμια οικονομία η οποία συνδυάζεται με το πολιτικό σύστημα διαφορετικών εθνών – κρατών και είναι επομένως διαφορετικό από τις προηγούμενες οικονομίες του κόσμου, οι οποίες ήταν τοπικές πιο πολύ, παρά παγκόσμιες και το κέντρο τους ήταν οι εκάστοτε αυτοκρατορίες.

Η θεωρία του που αποτέλεσε αφετηρία για διάφορες σχετικές αναλύσεις, δέχτηκε έντονη κριτική3, κυρίως για την έμφασή του στα οικονομικά κριτήρια της παγκοσμιοποίησης, ενώ παράλληλα αγνοεί σημαντικές πλευρές της ιστορικής πραγματικότητας.

Σημαντικές διαφορές υπάρχουν επίσης στις απόψεις σχετικά με το ρόλο του έθνους – κράτους. Όπως υποστηρίζουν οι Hirst και Thomson (1996) κάποιοι θεωρητικοί της  παγκοσμιοποίησης τείνουν να μειώνουν τον ρόλο του έθνους – κράτους, ενώ οι ίδιοι αντίθετα δίνουν σημαντική έμφαση στο σημαντικό ρόλο του εθνικού κράτους.

Οπαδοί της θεωρίας του μετασχηματισμού4 (transformationalists) υποστηρίζουν πως οι διαδικασίες παγκοσμιοποίησης έχουν καταλυτική επίδραση σε θεσμούς, κοινωνίες, κυβερνήσεις και δημιουργούν νέα πλαίσια δράσης του εθνικού κράτους.

Συγχρόνως οι οπαδοί του μετασχηματισμού αναγνωρίζουν την πολιτική ισχύ διεθνών οργανισμών (Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Ένωση, Ηνωμένα Έθνη) και μη κυβερνητικών οργανισμών (Greenpeace, Διεθνής Αμνηστία, κ.ά).

Πέρα από τις θεωρητικές διαφορές σ’ επιστημονικό επίπεδο, υπάρχουν κάποιες συγκλίσεις ως προς τα χαρακτηριστικά του φαινομένου που ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση.

α) Νέες μορφές καπιταλιστικής παραγωγής σε παγκόσμιο επίπεδο.

β) Ραγδαία ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών και των μέσων μαζικής ενημέρωσης με αποτέλεσμα να διαμορφώνουν νέες προοπτικές στο χωροχρόνο των ανθρώπων σ’ όλη τη γη.

Οι αλλαγές της σχέσης ανθρώπινης δραστηριότητας – χωροχρόνου έχουν άμεσες επιπτώσεις στην οικονομία. (Επισημαίνουμε όμως, πως εκατομμύρια άνθρωποι δε διαθέτουν τα μέσα για να απολαμβάνουν τις γρήγορες μεταφορές, την πληροφόρηση και τις άλλες λειτουργίες της νέας τεχνολογίας).

γ) Τάση ενσωμάτωσης του διεθνικού στο εθνικό – τοπικό για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κουλτούρας. Η τάση αυτή ωστόσο δημιουργεί έντονες αντιπαραθέσεις με τους υποστηρικτές της διατήρησης των εθνικών – τοπικών πολιτιστικών στοιχείων και δημιουργεί ισχυρές αντιστάσεις στην από πολλούς ονομαζόμενη Μακ Ντοναλντοποίηση των κοινωνιών.

δ)  Η παγκοσμιοποίηση της στρατιωτικής ισχύος που δεν περιορίζεται σε εξοπλισμούς και συμμαχίες μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων διαφόρων κρατών, αφορά επίσης τον ίδιο τον πόλεμο (χαρακτηριστικοί οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, καθώς και τα πρόσφατα γεγονότα μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στις Η.Π.Α.).

ε) Η όξυνση των μεγάλων παγκόσμιων οικολογικών προβλημάτων της εποχής.

 

Στο σημείο αυτό προβάλλοντας τους προβληματισμούς μας, θεωρούμε πως ένα καίριο ερώτημα παραμένει; «Πώς είναι δυνατόν όλα αυτά να ελεγχθούν από την κρατική εξουσία των δημοκρατικών χωρών;»

Όλες αυτές οι τάσεις παγκοσμιοποίησης είναι πιθανόν να αδυνατίζουν με ιδιαίτερο τρόπο κάθε φορά τη δημοκρατία και το ρόλο της άμεσης πολιτικής.

Κινδυνεύουμε να απομακρυνόμαστε  από την αξιακή αυτονομία – χαρακτηριστικό των ανεξάρτητων δημοκρατιών. Σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον των κρατών μπορεί πλέον να λαμβάνονται χωρίς την εκπεφρασμένη βούληση των πολιτών, σ’ ένα ακαθόριστο και δυσεντόπιστο ‘‘αλλού’’.

Συγχρόνως η έλλειψη των ρυθμίσεων και των κανόνων αγοράς σε παγκόσμιο επίπεδο ακυρώνουν την ισχύ των εθνικών κανονισμών.

Τα πολιτικά κόμματα όλο και πιο συχνά συγκλίνουν στις προγραμματικές τους δηλώσεις, γύρω από θέματα γενικά αποδεκτά σύμφωνα με το πρότυπο της ανταγωνιστικής ανάπτυξης.

Επικυρώνεται η ατομοκεντρική δόμηση των κοινωνιών, ενώ συγχρόνως  συνοδεύεται από τη συνεχή αποδυνάμωση των κοινωνικών δικαιωμάτων, την αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας, της μείωσης των κοινωνικών δαπανών.

 

 

Συνθήκες και προοπτικές στο επάγγελμα των εκπαιδευτικών.

Είναι γεγονός, πως η κοινωνική ζωή των ανθρώπων διέρχεται μια περίοδο μεταμορφώσεων και εμφανίζονται νέες μορφές δράσης. Κάθε χώρα, προσπαθεί μέσω του εκπαιδευτικού της συστήματος να έχει το καταλληλότερο δυνατό ‘’ανθρώπινο κεφάλαιο’’.

Ο κρατικός σχεδιασμός για μια αναπτυξιακά προσανατολισμένη εκπαίδευση, αντιμετωπίζεται ως μια από τη σημαντικότερη συλλογική επένδυση για το μέλλον των κοινωνιών.

Η λογική του αναπτυξιακού συστήματος στηρίζεται, στο να παρέχονται οι γνώσεις που υποτίθεται ότι θα είναι χρήσιμες στην ανάπτυξη της εθνικής ανταγωνιστικότητας κι αφετέρου να εκπαιδεύονται σ’ όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, εκείνοι οι οποίοι εμφανίζονται ως οι πιο “ικανοί” να έχουν μεγαλύτερες “πιθανότητες” για την αξιοποίηση των παρεχόμενων γνώσεων.

Η παγκόσμια γνώση και τεχνολογία εξελίσσονται έξω από κάθε δυνατότητα κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου.

Η κρατική πολιτική είναι “αρμόδια” να προβλέπει, να διαχειρίζεται και να προγραμματίζει τις συνέπειες αυτών των αλλαγών.

Το εκπαιδευτικό σύστημα με τη σειρά του πρέπει να είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε να λειτουργεί επιλεκτικά, επιλέγοντας τους “καλύτερους” κι απορρίπτοντας τους “χειρότερους”.

Ερωτήματα που μπορούν να τεθούν είναι: «Τι θα γίνει με τους “αποτυχημένους” του εκπαιδευτικού συστήματος;» ή «Πώς μπορούν οι κοινωνίες να πολλαπλασιάσουν τους κλητούς της γνώσης ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τους “μη απασχολήσιμους”;» (Η έννοια του μη απασχολήσιμου, αναφέρεται κυρίως στα άτομα που δε διαθέτουν προσόντα  προς εργασία, με αποτέλεσμα να αποκλείονται κοινωνικά και να αποτελούν ένα σημαντικό πρόβλημα της εποχής μας).

Οι κοινωνίες αγωνίζονται να αποκτήσουν εκείνες τις προϋποθέσεις που θα τις κάνουν όσο το δυνατόν πιο ανταγωνιστικές, μειώνοντας συγχρόνως κάθε πιθανό εμπόδιο όπως διάφορες πρωτοβουλίες, εκπαιδευτικές αλλαγές ή οτιδήποτε άλλο που έρχεται σε αντίθεση με τις αλλαγές που επιφέρει η παγκόσμια οικονομία.

Όπως αντιλαμβανόμαστε, η συμβολή των εκπαιδευτικών είναι αποφασιστική για την προετοιμασία της νέας γενιάς ώστε ν’ αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις του μέλλοντος και να γίνουν δημιουργικά άτομα.

Οι εκπαιδευτικοί σήμερα που οι μαθητές τους κατακλύζονται από κάθε είδους πληροφόρηση, με κυρίαρχη την εικόνα, καλούνται να κάνουν το σχολείο πιο ελκυστικό και συγχρόνως να φροντίσουν στην ενίσχυση της ικανότητας των μαθητών ν’ αναζητούν, να οργανώνουν και να διαχειρίζονται τη γνώση.

Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γίνει σημαντικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών.

Υπάρχει κυρίως μια τάση αναβάθμισης της κατάρτισης των εκπαιδευτικών, κυρίως της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, με την κατάργηση των Παιδαγωγικών Ακαδημιών και τη φοίτησή τους στα Παιδαγωγικά Τμήματα των Πανεπιστημίων.

Επιδιώκεται λοιπόν μια συστηματική επαγγελματική κατάρτιση των εκπαιδευτικών που θα αναλάβουν τη μόρφωση των μαθητών και συγχρόνως ένα ισχυρό σύστημα ελέγχου κι επιλογής τους μέσω ανταγωνιστικών εξετάσεων πριν την είσοδο στο επάγγελμα, που επιτρέπει στο κράτος να εποπτεύει την “ποιότητά” τους. (διαγωνισμός Α.Σ.Ε.Π.).

Η επιτυχία τους, η “ικανότητά” τους αμοίβεται με το διορισμό τους στη δημόσια εκπαίδευση (σε σχέση πάντα με τον αριθμό των κενών θέσεων), ενώ αντίθετα ένα ποσοστό “μη ικανών” θεωρεί τον εαυτό του ως μόνο υπεύθυνο για την ανεργία και περιμένει την επόμενη ευκαιρία για να υποστεί εκ νέου τον έλεγχο των εξετάσεων ή προσπαθεί να βρει διάφορες άλλες εργασίες για να επιβιώσει.

Με τον τρόπο αυτό αποκρύπτεται η ευθύνη του κράτους για την ανεργία και συγχρόνως αμφισβητείται η μόνιμη και σταθερή εργασία σε μια εποχή που επιδιώκεται η εδραίωση της ευέλικτης εργασίας.

Συγχρόνως μπορεί να δημιουργηθούν εσωτερικές συγκρούσεις μέσα στον κλάδο των εκπαιδευτικών.

Οι εκπαιδευτικοί που είχαν προσληφθεί παλαιότερα, απολαμβάνουν τη μονιμότητα, τις ευνοϊκές ρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό, καθώς και τη κοινωνική καταξίωσή τους μέσα από τις υψηλές ιεραρχικά εκπ/κές θέσεις που συνήθως έχουν, (Σχολικοί Σύμβουλοι, Προϊστάμενοι Διεύθυνσης, Προϊστάμενοι Γραφείων, Διευθυντές) μια που ως σήμερα καταλυτικό ρόλο στις εκπαιδευτικές διαδικασίες γι’ αυτές τις θέσεις έχουν τα ποσοτικά κριτήρια, η ‘’αρχαιότητα στην υπηρεσία’’, προσόν που προκύπτει αβίαστα και ‘’αυτοδίκαια’’.

Από την άλλη μεριά είναι οι νέοι εκπαιδευτικοί των οποίων η πολιτεία επιδιώκει την καλύτερη εκπαίδευσή τους, επιμόρφωσή τους και επιλογή τους, ενώ συγχρόνως οι επαγγελματικές τους προοπτικές μπορούν να θεωρηθούν επισφαλείς. Από τη μια επωμίζονται έναν πολλαπλό ρόλο (εκτός από τον παραδοσιακό ρόλο της μετάδοσης γνώσεων και αξιών που διαπλάθουν τα άτομα), αναμένοντας να λειτουργήσουν ως το σημαντικότερο μέσο επιτάχυνσης των γνωστικών αλλαγών και των απαιτήσεων στις τεχνολογικές εξελίξεις, παράλληλα δε να συντηρούν την παράδοση της σχολικής εκπαίδευσης που θεωρεί σωστή η παλαιότερη γενιά ή οι ίδιοι οι γονείς.

Όλο και πιο συχνά ακούγονται φωνές για άρση της μονιμότητάς τους, αυξάνεται το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης, διευρύνονται τα καθήκοντά τους, το έργο τους γίνεται πιο πολύπλοκο, ένα έργο που παλαιότερα ήταν προδιαγραμμένο με αρκετή σαφήνεια.

Συγχρόνως υπάρχει μια αντιστοιχία της διερεύνησης των ευθυνών και των υποχρεώσεων των εκπαιδευτικών και των αμοιβών τους (π.χ. εξωσχολικές εργασίες, μεταφορά διδακτικών βιβλίων, απογευματινές συναντήσεις με σύλλογο γονέων, υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων).

Είναι ο κλάδος των δημοσίων υπαλλήλων που συνήθως δεν αναγνωρίζεται δημόσια η εθελοντική ανάληψη πρόσθετων υποχρεώσεων.

Σε μια κοινωνία της οικονομικής δύναμης ως συμβόλου επιτυχίας, οι χαμηλές αμοιβές των εκπαιδευτικών δημιουργούν την αίσθηση της απαξίωσης.

Μέρος της πολυσύνθετης διαδικασίας της εκπ/σης είναι η αξιολόγηση όχι μόνο των μαθητών, των αναλυτικών προγραμμάτων ή των βιβλίων αλλά και των εκπαιδευτικών.

Το πιο πρόσφατο σχέδιο νόμου ‘’Οργάνωση των περιφερειακών υπηρεσιών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπ/σης, αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού έργου και των εκπ/κών’’ διαρθρώνεται  σ’ ένα πολυεπίπεδο, γραφειοκρατικό πλαίσιο ελέγχου των εκπ/κών με ανώτερο προϊστάμενο σε τοπικό επίπεδο τον Περιφερειακό Διευθυντή Εκπ/σης.

Αξιολογικά καθήκοντα αναλαμβάνουν, ο Σχολικός Σύμβουλος, ο Διευθυντής του σχολείου και ο Προϊστάμενος του γραφείου και της Διεύθυνσης.

Χωρίς να ασχοληθούμε διεξοδικά με το θέμα αυτό, θα αναφέρουμε πως ο διάλογος των εκπ/κών Ομοσπονδιών με το ΥΠ.Ε.Π.Θ. φέρνει στην επιφάνεια πολλές επιφυλάξεις, σχετικά με την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος.

Με τη σκέψη πως οι εκπαιδευτικοί καλούνται ν’ αντεπεξέλθουν  σ’ έναν κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται, ενδεικτικά θα επισημάνουμε πως στους σκοπούς της αξιολόγησης αναφέρονται: α) “η προσπάθεια βελτίωσης της προσφοράς τους στο μαθητή με την αξιοποίηση των διαπιστώσεων και οδηγιών των αξιολογητών ” και β) “η επισήμανση των αδυναμιών τους στην προσφορά του διδακτικού τους έργου και η προσπάθεια εξάλειψης αυτών”.

Η αξιολόγηση της υποκειμενικής δράσης όπως αναφέρεται με την παραπάνω θεσμική απαίτηση και κυρώνεται στη συνέχεια με μια αξία (ή βαθμό), περιγράφει δυναμικά την εξάρτηση του εκπ/κού σε σχέση με τις απαιτήσεις του θεσμού ή της κοινωνίας.

Η πολιτεία, οι προϊστάμενοι, οι γονείς, οι μαθητές, όλοι αυτοί ζητούν πάντα κάτι καλύτερο από το δάσκαλο. Οι απαιτήσεις γίνονται όλο και πιο πολλές και πολύπλοκες. Ο εκπαιδευτικός καθημερινά καλείται να “συμμορφωθεί” όχι μόνο στους θεσμικούς κανόνες αλλά και σε κάποιες άτυπες προσδιοριστικές πιέσεις από άτομα ή φορείς.

Συγχρόνως όμως οι ελλείψεις οικονομικών πόρων, κατάλληλων διδακτικών μέσων, καθώς και οι υπερφορτωμένες σχολικές τάξεις οδηγούν στην υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας των εκπαιδευτικών.

 

 

Οι σημερινές αντιφάσεις στο επάγγελμα των εκπαιδευτικών.

Οι αυξανόμενες απαιτήσεις για το έργο των εκπαιδευτικών σ’ ένα εκπαιδευτικό σύστημα που λειτουργεί ως ένα ενισχυτικό μέσο της θέσης κάθε κράτους στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού, δε συνοδεύονται με γενναίες αυξήσεις των πόρων που διατίθενται για την εκπαίδευση.

Παγκόσμιας πλέον εμβέλειας οι ιδέες της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγής, της αποδοτικότητας, της κινητικότητας, της εργασιακής ευελιξίας, του ατομοκεντρισμού, τείνουν να επηρεάζουν καθοριστικά και να κυριαρχούν στην εργασιακή και ιδεολογική χειραγώγηση των εκπαιδευτικών.

Ο τρόπος πρόσληψης των εκπαιδευτικών εντείνει τη μεταξύ τους ανταγωνιστικότητα, αυξάνει την εξατομίκευση μια και η επιτυχία ή η αποτυχία είναι καθαρά ατομικό τους προνόμιο. Συγχρόνως πολλοί από τους “αποτυχόντες” αποδεχόμενοι το “αβέβαιο μέλλον” στρέφονται σ’ άλλους εργασιακούς χώρους, προσαρμοζόμενοι στο μοντέλο της εργασιακής ευελιξίας.

Με τη σειρά της η προτεινόμενη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών που έχει ως κίνητρο την ιεράρχησή τους σε θέσεις στελεχών εκπαίδευσης απευθύνεται στο άτομο, στη “βελτίωσή” του, στην “αποδοτικότητά” του και στη “συμμόρφωσή” του  στις επιταγές της εκάστοτε κρατικής εξουσίας.

Είναι γεγονός ότι οι επερχόμενες αλλαγές κάνουν το ρόλο του εκπαιδευτικού όλο και πιο απαιτητικό και συγχρόνως αντιφατικό.

Από τη μια μεριά επιδιώκεται η άνοδος του μορφωτικού του επιπέδου και η αναβάθμιση του επαγγελματικού του status, αλλά από την άλλη κινδυνεύει να γίνει ένας απλός εντολοδόχος και εκτελεστής των αποφάσεων της εκάστοτε κρατικής εξουσίας.

Ανεχόμενοι ή απλά συναποδεχόμενοι  αποδυναμώνονται στο να ορθώσουν το δικό τους κριτικό λόγο και προβληματισμό στη διαμόρφωση ενός συλλογικού αυτοπροσδιορισμού του πολιτικού και κοινωνικού τους μέλλοντος.

Η σημερινή συγκυρία καθιστά ακόμη πιο επιτακτική την πραγματική ενεργή συμμετοχή των εκπαιδευτικών για τη λήψη αποφάσεων  που τους αφορούν, με έμφαση σε μια ποιοτική εκπαίδευση κι όχι ποσοτική και υλοκεντρική, με προσανατολισμό την παραγωγικότητα όχι υπό το πρίσμα της γραφειοκρατίας, του ωφελισμού και της “επιχειρηματικής λογικής”, αλλά στα πλαίσια της συνδιαχείρισης, της επικοινωνίας και της συνεργασίας.

 

 

 

Παραπομπές

 

Βλ. Ούρλιχ Μπεκ, Τι είναι παγκοσμιοποίηση, Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999, Susan Strange, The Retreat of the State : The Diffusion of Power in the World Economy, Cambridge, Univ. Press 1996, McCrew A., ‘’Democracy beyond Borders’’, in A. McCrew (ed). The Transformation of Democracy? Clobalization and Territorial Democracy Polity Press: Cambridge.

Βλ. Κώστας Βεργόπουλος, Παγκοσμιοποίηση. Η μεγάλη χίμαιρα, Αθήνα, Εκδ. Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη 1999, Κων/νος Τσουκαλάς, Η εξουσία ως λαός και ως έθνος. Περιπέτειες σημασιών, Θεμέλιο, 1999. A. Touraine, The Post – industrial Society: Tomorrow’s Social History. Classes, Conflicts and Culture in the Programmed Society, Wildwood House, London, 1981.

Βλ. Ούρλιχ Μπεκ,ό.π. σ.σ. 109-112, Ευστράτιος Β. Αλμπάνης, Παγκόσμιες Σχέσεις, θεωρία και Προβληματισμός, Εκδ. Limbro, 2000 σελ. 120-121.

Bλ. J. Rosenau, Along the Domestic  - Foreign Frontier: Exploring Governance in a Turbulent World. Cambridge Univ. Press 1977, S. Strange, The Retreat of the State: The Diffusion of Power in the World Economy Cambridge. Univ. Press 1966.

 

 

Βιβλιογραφία

 

Αλμπάνης, Β. Ευσ. Παγκόσμιες Σχέσεις, Θεωρία και Προβληματισμός, Εκδ. Libro 2000.

Βεργόπουλος Κ., Παγκοσμιοποίηση. Η μεγάλη χίμαιρα. Αθήνα: Νέα Σύνορα  -Α. Α. Λιβάνη (1999).

Γκράμσι Αντ., Οι διανοούμενοι, τομ Α’ εκδ. Στοχαστής, 1972.

Γρόλλιος Γ., ‘’Παγκοσμιοποίηση και Εκπαίδευση’’. Σύγχρονη Εκπαίδευση, τευχ. 119, Ιούλιος  - Αύγουστος 2001, σς. 73-79.

Καζαμίας Α., Ο αυτοδύναμος δάσκαλος. Ένα νεωτεριστικό πρόσταγμα, στο ΔΟΕ – ΠΟΕΔ. Ο δάσκαλος του δημοτικού σχολείου. Αθήνα 1995, σελ. 44.

Ούλριχ Μπεκ. Τι είναι Παγκοσμιοποίηση; Εκδ. Καστανιώτη. Αθήνα, 1999.

Giddens Ant. The Consequences of Modernity, Polity and Blackwell, Cambridge 1990.

Hirst. P., Thompson Gr., Globalization in Question, Polity, Cambridge 1996.

McCrew A. (ed.) The Transformation of Democracy? Globalization and Territorial Democracy. Polity Press: Cambridge, 1997.

Neave Guy. Οι εκπαιδευτικοί. Προοπτικές για το εκπαιδευτικό επάγγελμα στην Ευρώπη, εκδ. Έκφραση 1998.

Wallerstein Im. The Modern World – System, 3 vls, Academic Press, London (I 1974, II 1980, III 1989).

Wallerstein Im., Utopistics: Or, Historical  Choises of the 21st Century. The New Press, New York 1998.

 

 

Summary

 

Today the meaning of globalization involves new political, social-economic and cultural flows.

Globalization in this context implies two distinct phenomena. First, it suggests that political, economic and social activity is becoming worldwide in scope. Secondly, it suggests that there has been an intensification of levels of interaction and interconnectedness among the states and societes, which make up international society. Some theorists of globalization have tended to minimize the role of the nation-state and other support that the state involves its ability to act independently or articulate and pursue domestic and international policies.

In this case we try to answer the questions:

a) How the ideological concepts of globalization such as individualism, competitiveness, economic power, productivity, influence the state policies about teacher’s work and b) why on the one hand there is a continuous attempt, from the Greek state to improve teacher’s studies on the other  they experience an oppressive state  control by the way of their appointment in schools and the new evaluation system?