Η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης

 

Του Αδαμάντιου Παπασταμάτη

 

 

Summary

 

Globalisation changes fundamentally the world we have known so far. Education is part of these changes. One of the most important issues that contemporary researchers are engaged with is the professional profile of tomorrow’ s teachers. This paper outlines the knowledge, skills and attitudes that teachers should be equipped with through their education and training, so that they respond more effectively to the demands of a globalised society.

 

1.                Εισαγωγή

 

Ο όρος παγκοσμιοποίηση ακούγεται συχνά στις μέρες μας, χωρίς ωστόσο να καθορίζεται σαφώς το νόημα και το περιεχόμενό του. Είναι ένας όρος ασαφής και απροσδιόριστος. Με την ευρύτερη και υπεραπλουστευμένη του σημασία αναφέρεται στην οικονομική ενοποίηση, στην ελεύθερη διάδοση των πολιτισμικών αγαθών και ιδεών και την κατάργηση των εθνικών συνόρων. Και πράγματι κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση σηματοδοτεί  σημαντικές οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές. Διαπιστώνεται αποδυνάμωση των εθνικών κρατών, αποδυνάμωση των παραδοσιακών κοινωνικών δεσμών, απελευθέρωση του εμπορίου, υψηλή κινητικότητα κεφαλαίων και αυξανόμενη διεθνοποίηση της παραγωγής (βλ. Giddens 1998, Μούτσιος 2001).

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια επιτάχυνση της τάσης για παγκοσμιοποίηση λόγω της τεράστιας ανάπτυξης των μέσων επικοινωνίας και ειδικά της πληροφορικής. Οι εξελίξεις της παγκοσμιοποίησης επηρέασαν και την εκπαιδευτική πολιτική σχεδόν όλων των κρατών του κόσμου, τα οποία αναγκάστηκαν να προβούν σε μια σειρά μεταρρυθμιστικών μέτρων, μέρος των οποίων αποτελούν οι αλλαγές της δομής και του περιεχομένου της εκπαίδευσης και της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών. Ένα κοινό γνώρισμα όλων αυτών των μεταρρυθμίσεων είναι η προσπάθεια δημιουργίας αποτελεσματικής δημόσιας εκπαίδευσης, η οποία θα προσφέρει πολύ καλά ειδικευμένο προσωπικό για την αγορά εργασίας με χαμηλό κόστος, ώστε κάθε χώρα να μπορέσει να ανταγωνιστεί στην παγκόσμια αγορά (Young 1998).

Στο πλαίσιο αυτό οι κυβερνήσεις όλων των κρατών θεωρούν την εκπαίδευση ως το βασικό κλειδί της επιτυχίας σε μια ανταγωνιστική παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα λοιπόν με την άποψη αυτή, οι στόχοι της εκπαίδευσης σχετίζονται άμεσα με τις παγκόσμιες οικονομικές εξελίξεις. Η εκπαίδευση και η παγκόσμια οικονομία θεωρούνται ότι βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης. Ο ανταγωνισμός στην παγκόσμια οικονομία εξαρτάται από την ποιότητα της εκπαίδευσης, ενώ οι στόχοι της εκπαίδευσης εξαρτώνται από την οικονομία. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, η εκπαίδευση αλλάζει καθώς αλλάζουν οι απαιτήσεις της οικονομίας. Αποτέλεσμα αυτής της θέσης είναι να κυριαρχεί ή καλύτερα να επανεμφανίζεται στις εκπαιδευτικές συζητήσεις η θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, η εκπαίδευση είναι οικονομική επένδυση, επειδή όσο καλύτερα εκπαιδευθούν οι νέοι τόσο καλύτερα θα συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη. Έτσι, η εκπαίδευση αποκτά καθοριστικό ρόλο στην επιδιωκόμενη οικονομική ανάπτυξη (Spring 1998).

 

2.                Προϋποθέσεις αποτελεσματικής διδασκαλίας

 

Η εκπαίδευση στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης αντιμετωπίζει πολλά και διαφορετικά προβλήματα. Η κοινωνία μας γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκη. Για να μπορέσουν οι νέοι να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις της ζωής, πρέπει να αποκτήσουν υψηλού επιπέδου γνώσεις, δεξιότητες και ικανότητες. Αν το σχολείο δεν μπορέσει να προσφέρει στα παιδιά τα εφόδια αυτά, θα τα οδηγήσει σε στέρηση πολλών κοινωνικών και επαγγελματικών ευκαιριών στην ενήλικη ζωή τους. Η ομοιογένεια του μαθητικού πληθυσμού, που μέχρι τώρα τη θεωρούσαμε δεδομένη, χάνεται όλο και περισσότερο καθώς στις σχολικές τάξεις συνυπάρχουν σε όλο και αυξανόμενα ποσοστά μαθητές διαφορετικών πολιτισμών και κοινωνικών αφετηριών. Το γεγονός αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός μαθητών να αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του αναλυτικού προγράμματος και το έργο των εκπαιδευτικών να καθίσταται συνεχώς δυσκολότερο και απαιτητικότερο.

Είναι προφανές ότι στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης η διδασκαλία σε παιδιά που προέρχονται από διαφορετικές κουλτούρες αποτελεί τη μεγαλύτερη ίσως πρόκληση για την εκπαίδευση. Οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους η εκπαίδευση οφείλει να αποδεχτεί αυτή την πρόκληση είναι: Πρώτον, η πολυπλοκότητα της παγκόσμιας κοινωνίας χρειάζεται τις ικανότητες όλων των παιδιών και είναι προφανές ότι οι ικανότητες αυτές μπορούν να αναπτυχθούν κυρίως μέσω της εκπαίδευσης. Δεύτερον, η παγκόσμια κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει μόνον σύμφωνα με τους κανόνες μιας δημοκρατικής κοινωνίας, όταν όλα τα μέλη της έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση και μόρφωση. Τρίτον, τα ανθρωπιστικά ιδεώδη μάς επιβάλλουν να καλλιεργούμε τέτοιες συνθήκες, ώστε η ανθρώπινη αξιοπρέπεια να μην υποβαθμίζεται λόγω της αμάθειας, αφού μόνον η μόρφωση εξασφαλίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά.

Στις σημερινές ως επί το πλείστον πολυπολιτισμικές κοινωνίες βασικός σκοπός της εκπαίδευσης είναι η ενίσχυση και η καλλιέργεια της πολιτισμικής ταυτότητας με παράλληλη αποδοχή και ανεκτικότητα απέναντι σε άτομα με διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα. Πρόκειται για σκοπό δύσκολο, ο οποίος δεν επιτυγχάνεται αυτόματα αλλά απαιτεί και γνώση και συστηματική προσπάθεια από την πλευρά των εκπαιδευτικών (Papastamatis and Verma 2002).

Ωστόσο, αυτός ο προγραμματισμός δεν φαίνεται να υπάρχει στα εκπαιδευτικά συστήματα πολλών χωρών, μεταξύ αυτών και της χώρας μας. Λόγου χάρη, ίσως οι εκπαιδευτικοί θεωρούν αυτονόητο, χωρίς βεβαίως να είναι, ότι κάθε παιδί που εγγράφεται στο σχολείο έχει ελληνορθόδοξο προσανατολισμό και χρησιμοποιεί τη γλώσσα των σχολικών βιβλίων. Η αλήθεια είναι όμως ότι αρκετά παιδιά δεν έχουν ούτε το ένα ούτε το άλλο και συνεπώς για τα παιδιά αυτά το σχολείο είναι ένα ξένο, αν όχι εχθρικό, ίδρυμα. Η δυσάρεστη αυτή κατάσταση επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο, επειδή πολλοί εκπαιδευτικοί απαιτούν από τα παιδιά αυτά να ανταποκριθούν στον ίδιο βαθμό και στον ίδιο ρυθμό στις απαιτήσεις του αναλυτικού προγράμματος. Στο πλαίσιο αυτό αναγκάζονται να διδάξουν τη διδακτέα ύλη χωρίς να την προσαρμόσουν στις ιδιαιτερότητες, στα ενδιαφέροντα, στις εμπειρίες και στις ανάγκες των παιδιών. Ωστόσο, ένα διδακτικό πρόγραμμα που δεν βασίζεται στις μαθησιακές ανάγκες των παιδιών είναι καταδικασμένο εκ προοιμίου σε αποτυχία. Στην πραγματικότητα ενδέχεται να προκαλέσει αντίδραση, κατά την οποία οι μαθητές αδιαφορούν για τις προσπάθειες του εκπαιδευτικού και αρνούνται να μάθουν. Όταν αυτό συμβεί, τότε πολλοί εκπαιδευτικοί ίσως να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι οι μαθητές αυτοί απλώς και μόνον αδυνατούν να μάθουν, επειδή αδιαφορούν ή έχουν χαμηλή νοημοσύνη και δεν αποδίδουν τα φαινόμενα αυτά, όπως θα έπρεπε, στην ακαταλληλότητα του αναλυτικού προγράμματος και στο γεγονός ότι πολλοί εκπαιδευτικοί δεν διαθέτουν την κατάλληλη κατάρτιση και τα μέσα, για να διδάξουν παιδιά με διαφορετική πολιτισμική ταυτότητα.

Ύστερα από όλα αυτά όμως τίθεται το ερώτημα για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε η εκπαίδευση να καταστεί αποτελεσματική. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι φυσικά καθόλου εύκολη, αφού δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα και κατ’ επέκταση στα εκπαιδευτικά, τα οποία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μέρος των κοινωνικών προβλημάτων. Μπορούμε ωστόσο να ισχυριστούμε ότι απάντηση στο εν λόγω πρόβλημα θα δώσει η κατάλληλη εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, αφού ο εκπαιδευτικός είναι ο σημαντικότερος παράγοντας της αποτελεσματικής εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση όμως των εκπαιδευτικών είναι στενά συνδεδεμένη με τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει και οι οποίοι με τη σειρά τους συνδέονται με το είδος της κοινωνίας στην οποία θα ζήσουν τα παιδιά μας. Γι’ αυτό στη συνέχεια επιχειρούμε μια εκτίμηση της μελλοντικής κοινωνίας της παγκοσμιοποίησης, περιγράφουμε τους σκοπούς της εκπαίδευσης σ’ αυτή την κοινωνία και τέλος δίνουμε μια εικόνα των γνώσεων, των δεξιοτήτων και των στάσεων που πρέπει να καλλιεργήσει η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών.

 

3.                Η κοινωνία και η εκπαίδευση του μέλλοντος

 

Είναι αλήθεια ότι η κοινωνία αλλάζει με γρήγορο ρυθμό, ώστε πολλές φορές είναι δύσκολο να ανταποκριθούμε στις αλλαγές αυτές. Είναι ακόμη αλήθεια ότι αδυνατούμε να προβλέψουμε επακριβώς ποια θα είναι η μελλοντική κοινωνία. Ωστόσο, θα ήταν παράλογο να εκπαιδεύσουμε τους νέους, χωρίς να έχουμε έστω μια γενική εικόνα για τη μορφή την οποία θα έχει η κοινωνία στο μέλλον. Το πρόβλημα αυτό δεν είναι νέο. Πάντα η αγωγή είχε και έχει ως βασικό σκοπό να προετοιμάσει το μαθητή για τη ζωή, με άλλα λόγια για τη μελλοντική του ζωή ως ώριμου πολίτη και ως παραγωγικού μέλους της οικονομίας. Στο παρελθόν όμως ήταν πολύ πιο εύκολο να γίνει αυτή η προετοιμασία του μαθητή για τη ζωή, διότι δεν προβλέπονταν (και δεν γίνονταν) ριζικές αλλαγές από τη μια γενεά στην άλλη. Τώρα φαίνεται πως η κατάσταση αλλάζει ριζικά. Οι ειδικοί λοιπόν είναι αναγκασμένοι να κάνουν τουλάχιστον μεσοπρόθεσμες προβλέψεις στηριζόμενοι στις υπάρχουσες τάσεις και εξελίξεις. Και εννοείται ότι τα αναλυτικά προγράμματα πρέπει να διαμορφωθούν, ώστε να ανταποκρίνονται στις εξελίξεις και στις προβλέψεις αυτές.

Το πρόβλημα της διατήρησης της πολιτισμικής ταυτότητας πολλών χωρών, μεταξύ αυτών και της χώρας μας, φαίνεται ότι τα επόμενα χρόνια θα καταστεί δυσκολότερο. Η κατάργηση των συνόρων, η εκμηδένιση των αποστάσεων, ο συγχρωτισμός των λαών και η υπερβολική εξάρτηση των αναπτυσσόμενων χωρών από τις αναπτυγμένες ίσως απομακρύνουν τις πρώτες από τις πολιτισμικές τους ρίζες και την πολιτισμική τους ταυτότητα (γλώσσα, θρησκεία, λαϊκές παραδόσεις, λαϊκή μουσική και χοροί, λαϊκή τέχνη και έθιμα) (πρβλ. Πετρουλάκης 1992). Η συνειδητοποίηση της πολιτισμικής  ωστόσο ταυτότητας κάθε λαού θα τον βοηθήσει να προσαρμοστεί καλύτερα στην παγκόσμια κοινωνία. Για να γίνει το άτομο καλός πολίτης του κόσμου (σήμερα θα λέγαμε της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας) θα πρέπει να έχει ρίζες, να έχει πατρίδα. Αν δεν έχει το έρμα αυτό, δεν μπορεί να γίνει κοσμοπολίτης.

Προβλέπεται ακόμη ότι γενικότερα οι πολίτες του μέλλοντος θα έρχονται σε συχνότερες και εντονότερες επαφές με τους συμπολίτες άλλων κρατών και ηπείρων. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας θα επιτρέψει την εύκολη επικοινωνία με ανθρώπους οι οποίοι θα ζουν στο άλλο άκρο της γης. Σε έναν τέτοιο κόσμο το ένα κράτος θα εξαρτάται από το άλλο και συνεπώς τα άτομα θα ζουν σε έναν κόσμο διεθνούς επικοινωνίας και αλληλεξάρτησης.

 Είναι προφανές ότι η τεχνολογία εξελίσσεται σε βασικό μέσο μετάδοσης της γνώσης. Συνεπώς, τα σχολεία οφείλουν να συμπεριλάβουν στα αναλυτικά προγράμματά τους τη διδασκαλία των ηλεκτρονικών υπολογιστών, ώστε οι μαθητές να μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ευρύτερες πηγές γνώσης. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αυξάνουν την πρόσβασή μας στη γνώση και έτσι είναι πιθανόν ο ρόλος των εκπαιδευτικών να καταστεί περισσότερο σε διαμεσολαβητή της γνώσης απ’ ό,τι στο παρελθόν και κυρίως σε διαμεσολαβητή στην καλλιέργεια στοχαστικών δεξιοτήτων, ώστε οι μαθητές να μπορούν να κάνουν αξιολόγηση της γνώσης.

Η τηλεκπαίδευση μπορεί να αποδειχθεί ακόμη σημαντικότερη εξέλιξη σε ορισμένες περιπτώσεις, διαφοροποιώντας τη θέση του εκπαιδευτικού στην εκπαιδευτική διαδικασία. Στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αυτό ήδη συμβαίνει με τα προγράμματα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και κατάρτισης. Βέβαια, στην παιδική ηλικία, η τυπική παραδοσιακή εκπαίδευση θα εξακολουθήσει να είναι η επιθυμητή προσέγγιση της εκπαίδευσης των παιδιών, τόσο για κοινωνικούς όσο και για παιδαγωγικούς λόγους.

Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας εξελίσσονται επίσης σε σημαντικούς φορείς πληροφόρησης και μετάδοσης γνώσεων. Δεν λειτουργούν ωστόσο σύμφωνα με παιδαγωγικές αρχές, διότι ως οικονομικά συγκροτήματα αποβλέπουν κυρίως στο κέρδος και όχι στη διαπαιδαγώγηση του κοινού. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι τα μέσα μαζικής επικοινωνίας θεωρούνται περισσότερο ως πηγή παραπληροφόρησης και όχι πληροφόρησης. Κατά συνέπεια, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας λειτουργούν όχι μόνον ελάχιστα εποικοδομητικά, αλλά και κατά τρόπο ο οποίος διαβρώνει τις επιδράσεις του σχολείου. Και ενώ η προσδοκία ήταν να προκύψει ο ενημερωμένος πολίτης, η παραπληροφόρηση την οποία ασκούν, είναι δυνατόν να θέσει σε κίνδυνο ακόμα και τους δημοκρατικούς μας θεσμούς. Κατά συνέπεια, το σχολείο βρίσκεται μπροστά στην πρόκληση να προετοιμάσει πολίτες που θα είναι, όχι μόνο σωστά ενημερωμένοι, αλλά και που θα μπορούν παράλληλα να ελέγχουν κριτικά την πληροφορία, να κάνουν σωστές επιλογές και να παίρνουν σωστές αποφάσεις.

Πέραν τούτων, υπάρχει κίνδυνος η εκπαίδευση των παιδιών να καθοδηγείται στο μέλλον από αξίες και πρότυπα τα οποία ούτε οι γονείς ούτε οι εκπαιδευτικοί θα μπορούν να ελέγξουν. Η ανησυχία αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι η τυπική εκπαίδευση σήμερα  έχει χάσει το μονοπώλιο της μετάδοσης γνώσης, εξαιτίας κυρίως της εξάπλωσης των σύγχρονων μέσων τεχνολογίας (ΜΜΕ, διαδίκτυο κ.ά.).

Τέλος, στο μέλλον αναμένεται να υπάρχει συχνή εναλλαγή εργασίας και επιμόρφωσης. Προβλέπεται ακόμη ότι η έκρηξη των γνώσεων, το γεγονός ότι ζούμε σε μια κοινωνία της πληροφορίας και η ανθρώπινη ανάγκη της αυτοπραγμάτωσης μέσω της γνώσης να μας οδηγήσουν στην ανάγκη της συνεχούς μάθησης. Η επιμόρφωση στο μέλλον θα καταστεί ακόμη πιο σημαντική, επειδή τα άτομα θα πρέπει να κατακτούν συνεχώς νέες γνώσεις, δεξιότητες και στάσεις, ώστε να μπορούν να αντιμετωπίζουν επιτυχώς τις κοινωνικές αλλαγές.

 

4.                Εκπαιδευτικοί σκοποί στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης

 

Από όσα αναπτύχθηκαν συνοπτικά παραπάνω θα μπορούσε κανείς να καταλήξει στα παρακάτω συμπεράσματα, αναφορικά με τους σκοπούς της εκπαίδευσης στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης. Η εκπαίδευση πρέπει να παραμείνει ο δημόσιος χώρος όπου θα καλλιεργούνται η ανοχή, ο αλληλοσεβασμός και η κατανόηση καθώς και η ικανότητα της συνεργασίας. Όπως ακριβώς προσφέρει ευκαιρίες για την ατομική ανάπτυξη και πρόοδο, πρέπει επίσης να προσφέρει ευκαιρίες για την κοινωνικοποίηση, τη συνεργασία και την καλλιέργεια των δημοκρατικών αξιών. Η εκπαίδευση δεν μπορεί να αγνοήσει την πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης, αλλά και δεν πρέπει να παραδοθεί σ’ αυτή (Green 1997: 186). Ο βασικός σκοπός της εκπαίδευσης στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης είναι να βοηθήσει τους μαθητές να κατανοήσουν την πολιτισμική τους ταυτότητα και να τους βοηθήσει να αποκτήσουν γνώσεις, δεξιότητες και στάσεις, απαραίτητες για την ενεργό συμμετοχή τους σε μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις και ρατσισμούς.

Η υλοποίηση του σκοπού αυτού μας οδηγεί στο δεύτερο σκοπό. Δηλαδή, η εκπαίδευση πρέπει να βοηθήσει τους μαθητές στην αποδοχή της ετερότητας και στο σεβασμό της διαφοράς. Οφείλει δηλαδή η εκπαίδευση να βοηθήσει τους μαθητές να μπορούν να συμβιώνουν με άτομα διαφορετικών αξιών, στάσεων και τρόπου ζωής, δηλαδή με άτομα διαφορετικών πολιτισμικών προτύπων. Πρέπει να γίνει συνείδηση σε όλους τους μαθητές ότι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί μεταξύ τους και επομένως σε μια παγκοσμοποιημένη κοινωνία θα μπορούν να συμβιώνουν δημιουργικά μεταξύ τους όσο αποδέχονται την ετερότητα του άλλου.

Το σχολείο τέλος θα πρέπει περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν να εξασφαλίσει ίσες ευκαιρίες εκπαίδευσης και ζωής σε όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως φύλου, ικανοτήτων, πολιτισμικής ταυτότητας και κοινωνικής τάξης. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στον αντισταθμιστικό ρόλο του σχολείου με παράλληλη προσπάθεια ενσωμάτωσης μαθητών διαφόρων περιθωριακών ομάδων, ώστε να ενταχθούν  στην ομάδα της σχολικής τάξης και να εξασφαλίσουν τόσο υψηλή σχολική επίδοση όσο και δεξιότητες κοινωνικής δράσης (Banks 1989).

Συμπερασματικά, θα μπορούσε να διατυπωθεί η άποψη ότι η εκπαίδευση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης πρέπει να αναζητήσει την ισορροπία μεταξύ του ρόλου της ως καθοριστικού παράγοντα ανθρώπινης συνοχής και ως παράγοντα ενός παγκόσμιου οράματος. Σ’ αυτό ακριβώς το πλαίσιο η εκπαίδευση οφείλει να ενισχύσει την πολιτισμική ταυτότητα διαφόρων κοινωνικών ομάδων και ταυτόχρονα να αναπτύξει την ικανότητα των ατόμων να βλέπουν τον κόσμο ως μια πολύμορφη, αλλά ενιαία ενότητα. Χρέος του σχολείου είναι να ετοιμάζει τους πολίτες της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, τους κοσμοπολίτες, οι οποίοι έχουν διαμορφωμένη μια ξεχωριστή πολιτισμική ταυτότητα, την αποδέχονται και την προβάλλουν χωρίς σωβινισμούς και προκαταλήψεις, γιατί έμαθαν να αποδέχονται και την πολιτισμική ταυτότητα και την ετερότητα των υπολοίπων. Η διαδικασία επίτευξης αυτής της δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης προκαλεί πολλές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Στη διαδικασία αυτή, η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών καλείται να παίξει το δικό της  σημαντικό ρόλο.

 

5.                Οι εκπαιδευτικοί της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας

 

Ύστερα από όλη αυτή τη συζήτηση τίθεται το ερώτημα τι θα χρειαστεί να κάνουν  οι εκπαιδευτικοί στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και ποιες γνώσεις, στάσεις και δεξιότητες πρέπει να έχουν, για να ανταποκριθούν με επιτυχία στο έργο τους.

Οι αλλαγές που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια προφανώς θα συνεχιστούν αν και οι εξελίξεις είναι μάλλον απρόβλεπτες. Μαζί μ’ αυτές θα αλλάξει επίσης και η επιστημονική γνώση. Οι αλλαγές αυτές και η χρήση της τεχνολογίας θα οδηγήσουν ασφαλώς και σε αλλαγές των μεθόδων διδασκαλίας. Παρ’ όλα αυτά, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, κατά ένα μεγάλο βαθμό, ο παραδοσιακός ρόλος του εκπαιδευτικού να διδάσκει θα παραμείνει, επειδή οι μαθητές πάντα θα χρειάζονται την καθοδήγηση και τη διδασκαλία του με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, για να αποκτήσουν και να κατανοήσουν ορισμένες γνώσεις. Ωστόσο, κύρια αποστολή τους θα παραμείνει να εξασφαλίσουν την όσο γίνεται καλύτερη εκπαίδευση των παιδιών. Αυτό τουλάχιστον θα παραμείνει αμετάβλητο.

Οι κοινωνίες στην εποχή της παγκοσμιοποίησης θα έχουν ιδιαίτερες ανάγκες και γι’ αυτό οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να εντοπίσουν εκείνα τα κοινωνικά και πολιτισμικά φαινόμενα που επηρεάζουν τη λειτουργία των σχολείων. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να έχουν εκπαιδευθεί κατάλληλα, ώστε να μπορούν να καλλιεργήσουν οράματα στα σχολεία, τα οποία θα βασίζονται σε μια πολιτισμικά κατάλληλη παιδαγωγική. Με άλλα λόγια δηλαδή μια παιδαγωγική που θα βασίζεται στην πολιτισμική διαφορετικότητα των παιδιών με σκοπό αφενός μεν να τη διατηρήσει και αφετέρου δε να ξεπεράσει τις αρνητικές επιδράσεις της επικρατούσας κουλτούρας.

Παράλληλα, η παγκοσμιοποίηση, μέσω της εξασθένισης των κεντρικών κυβερνήσεων και της ενδυνάμωσης των περιφερειακών αρχών (αποκέντρωση), θα δημιουργήσει νέες ευθύνες στους εκπαιδευτικούς. Στην εκπαίδευση, η αποκέντρωση – αν λειτουργήσει αποτελεσματικά – σημαίνει μεταβίβαση της λήψης αποφάσεων για την οργάνωση και διεύθυνση της τάξης στις τοπικές εκπαιδευτικές αρχές, στα σχολεία, στους διευθυντές και στους εκπαιδευτικούς (Hallak 2000: 57).

Πέραν τούτων, ο επαγγελματισμός των εκπαιδευτικών θα έχει ως συνέπεια οι μεθοδολογικές οδηγίες να αντικατασταθούν από αυτονομία βασισμένη σε σαφείς στόχους και σε ηθική που απορρίπτει πρακτικές αντίθετες με τα συμφέροντα της κοινότητας. Για να πετύχει ο εκπαιδευτικός τον κύριο στόχο του και να εκπαιδεύσει αποτελεσματικά παιδιά διαφορετικών πολιτισμικών ταυτοτήτων, πρέπει να απολαμβάνει ικανοποιητικής αυτονομίας, αναφορικά με την οργάνωση και τη διεύθυνση της τάξης, τη χρήση διδακτικών μεθόδων, τη διαρρύθμιση χώρου κ.λπ. Συνεπώς, ο εκπαιδευτικός χρειάζεται συνεχή εκπαίδευση, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτές τις διευθυντικές και ηγετικές αρμοδιότητες, που προϋποθέτει η αυτονομία του. Είναι προφανές ότι η κοινωνία της παγκοσμιοποίησης έχει μεγαλύτερες απαιτήσεις από την εκπαίδευση. Αυτό σημαίνει ότι η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών χρειάζεται να γίνει ευρύτερη και να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη συνεχιζόμενη εκπαίδευση των εκπαιδευτικών.

Όλοι οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αποκτήσουν θετική στάση απέναντι στην αυτομόρφωση, στη διά βίου μάθηση και να αισθάνονται υπεύθυνοι για τη βελτίωση της επαγγελματικής τους κατάρτισης. Γι’ αυτό χρειάζεται να ενημερώνονται συνεχώς, αναφορικά με τις σύγχρονες τάσεις της παιδαγωγικής και τα σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα. Από τη στιγμή που ένας εκπαιδευτικός θα νιώθει ικανοποιημένος από τις γνώσεις του και τις ικανότητές του, χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη βελτίωσης, τότε θα αρχίζει να γίνεται αναποτελεσματικός. Υπάρχουν πολλά ερευνητικά δεδομένα από τα οποία προκύπτει ότι οι καλύτεροι εκπαιδευτικοί είναι εκείνοι που μελετούν συνεχώς και θεωρούν τους εαυτούς τους διά βίου μαθητές (πρβλ. Πυργιωτάκης 1999: 251-253). Είναι περιττό να ειπωθεί ότι η βελτίωση της επαγγελματικής κατάρτισής τους δεν αφορά μόνο τις διδακτικές τους δεξιότητες. Υπάρχουν πολλά άλλα αντικείμενα που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας τους στα οποία πρέπει να δίνουν προσοχή. Λόγου χάρη, ο τρόπος που επικοινωνούν με τους άλλους, η ικανότητα να εμπνέουν οράματα, ο ενθουσιασμός για το έργο τους και η συμμετοχή τους σε εξωσχολικές δραστηριότητες (πρβλ. Hayes 1999).

Στο πλαίσιο αυτό ενδεχομένως η μεγαλύτερη πρόκληση αφορά την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών στις νέες τεχνολογίες και κυρίως της πληροφορικής. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους οι εκπαιδευτικοί πρέπει να γνωρίζουν καλά και να χρησιμοποιούν αποτελεσματικά τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Κατά πρώτο λόγο θα μπορέσουν να βοηθούν τους μαθητές να ανακαλύπτουν και να αξιολογούν τις γνώσεις τους και κατά δεύτερο λόγο θα μπορέσουν να προσφέρουν τη δυνατότητα στους μαθητές να συνδέονται και να διασυνδέονται με άτομα που κατοικούν σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.

Μια άλλη εξίσου σημαντική πρόκληση θα αφορά τους εκπαιδευτικούς ειδικοτήτων, επειδή η επαγγελματική τους ταυτότητα βασίζεται παραδοσιακά στη γνώση του αντικειμένου τους. Θα χρειαστεί συνεπώς να αποκτήσουν γνώση η οποία θα συνδέσει το αντικείμενό τους με τα άλλα αντικείμενα του αναλυτικού προγράμματος. Με τον τρόπο αυτόν θα μπορέσουν να αντιλαμβάνονται το αναλυτικό πρόγραμμα και από την πλευρά των άλλων επιστημών και να συσχετίζουν το μάθημά τους με τα άλλα, ώστε από κοινού να υλοποιούν τους σκοπούς της εκπαίδευσης (Young 1998: 98). Είναι φανερό ότι η εμπειρία της εξειδίκευσης και του κατακερματισμού της γνώσης εγκαταλείπεται. Ο εκπαιδευτικός του αιώνα μας θα πρέπει να είναι ο κοσμοπολίτης που ανοίγει το δρόμο της πλατιάς και ενιαίας γνώσης στο μαθητή του. Η γνώση αυτή πρέπει να στηρίζεται στην επιστήμη, αλλά αφορά και τη ζωή στο σύνολό της (Νικηταρά 2001: 115).

Η μεγαλύτερη πρόκληση, ωστόσο, όπως ήδη αναφέρθηκε, για όλους τους εκπαιδευτικούς στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης είναι η διδασκαλία σε τάξεις με μαθητές από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα. Η αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας σε παιδιά διαφορετικών πολιτισμικά πληθυσμών θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον οι εκπαιδευτικοί θα διδάξουν τους μαθητές τους ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν παρόμοιες ανάγκες, επιθυμίες και προβλήματα, έχουν όμως διαφορετικές πολιτισμικές νόρμες, διαφορετικά μαθησιακά και γλωσσικά προβλήματα και συνεπώς, έχουν διαφορετικούς τρόπους ικανοποίησης των επιθυμιών και λύσεις των προβλημάτων τους. Αυτό σημαίνει ότι, όταν ορισμένοι μαθητές συμπεριφέρονται διαφορετικά, στην πραγματικότητα συμπεριφέρονται με ένα τρόπο ανάλογο των άλλων. Η διδασκαλία που αγνοεί αυτή τη διαφορετικότητα των παιδιών προκαλεί την αντίδρασή τους.

Είναι συνεπώς σημαντικό για τους εκπαιδευτικούς να εκπαιδευθούν κατάλληλα, ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και να βοηθούν τα παιδιά που προέρχονται από διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα να αντιμετωπίζουν με επιτυχία τα καθημερινά προβλήματα και ειδικά τα σχολικά. Στο πλαίσιο αυτό, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να γνωρίζουν καλά τις πολιτισμικές διαφορές, που επηρεάζουν τη διαδικασία της ανάπτυξης των παιδιών, τον τρόπο με τον οποίο οι αλλαγές πραγματοποιούνται στη ζωή τους και τις επιπτώσεις των αλλαγών αυτών στη μαθησιακή διαδικασία. Πρέπει ακόμη να καταστούν φορείς αξιών και να αποκτήσουν δεξιότητες αυτοελέγχου της συμπεριφοράς τους, ώστε να είναι σίγουροι ότι δεν αποβαίνουν πρότυπα δημιουργίας αρνητικών προδιαθέσεων και συμπεριφοράς (Edwards 2000: 327). Το ζητούμενο είναι μια διδασκαλία η οποία θα βασίζεται στην κουλτούρα των μαθητών, θα αίρεται πάνω από τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες αλλά την ίδια στιγμή θα στηρίζεται και στην πολυπολιτισμικότητα, επειδή μόνον έτσι θα κάμει ικανούς τους μαθητές να εξετάζουν στοχαστικά το περιεχόμενο και τη διαδικασία της εκπαίδευσης και να διερωτούνται για το δικό τους ρόλο στη δημιουργία μιας πραγματικά διαπολιτισμικής και δημοκρατικής κοινωνίας.

Είναι αναγκαίο οι εκπαιδευτικοί να καλλιεργήσουν και να αναπτύξουν θετικές στάσεις προς όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από το πολιτισμικό υπόβαθρο που τα χαρακτηρίζει. Οφείλουν να αναπτύξουν στάσεις υψηλών προσδοκιών για τη σχολική επίδοση όλων των παιδιών. Ο μηχανισμός της αυτοεκπληρούμενης προφητείας λειτουργεί και με τους δύο τρόπους, δηλαδή μπορεί να επηρεάσει είτε την αποτυχία είτε την επιτυχία. Όταν οι εκπαιδευτικοί έχουν αρνητική στάση απέναντι σ’ αυτά τα παιδιά, ενδέχεται να λειτουργήσει αρνητικά. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή, ο εκπαιδευτικός ενδέχεται να παρατηρήσει το διαφορετικό υπόβαθρο των παιδιών και την έλλειψη κινήτρων και να συμπεράνει ότι αυτά αδυνατούν να αποδώσουν. Βέβαια, πρέπει να αναγνωρισθεί το γεγονός ότι η διδασκαλία σε παιδιά διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης είναι ιδιαίτερα δύσκολο έργο. Για να μπορέσουν οι εκπαιδευτικοί να αναπτύξουν στάσεις υψηλών προσδοκιών πρέπει: Πρώτον, να αναγνωρίσουν ότι όλα τα παιδιά μπορούν να μάθουν, αν βρεθούν σε κατάλληλο περιβάλλον. Δεύτερον, να διαμορφώσουν καλές διαπροσωπικές σχέσεις με τα παιδιά και με τους γονείς, ώστε να μπορέσουν να τα γνωρίσουν καλά. Τρίτον, να ενθαρρύνουν όλους τους μαθητές να αισθάνονται και να ενεργούν ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας και να ενεργούν για το δημόσιο συμφέρον. Τέταρτον, να μη συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κλίματος διακρίσεων εις βάρος των παιδιών με διαφορετική πολιτισμική προέλευση, γεγονός που με τη σειρά του οδηγεί στην κοινωνική απομόνωσή τους.

Είναι προφανές ότι στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης, η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών πρέπει να τους προσφέρει περισσότερες ικανότητες και δεξιότητες συνεργασίας με άλλους εκπαιδευτικούς, διευθυντές σχολείων και πολίτες. Μεταξύ αυτών των ικανοτήτων συμπεριλαμβάνονται, η ικανότητα διεύθυνσης της τάξης και ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός, η επιλογή κατάλληλου διδακτικού υλικού για παιδιά διαφορετικής πολιτισμικής προέλευσης και συνεργασία με γονείς και πολίτες ανάλογης πολιτισμικής προέλευσης.

Οι γονείς επιθυμούν μια εκπαίδευση που θα κάνει ικανά τα παιδιά τους να ρυθμίζουν σωστά τη ζωή τους και να συμμετέχουν ενεργητικά στην κοινωνία της οποίας αποτελούν μέλη. Μέχρι τώρα όμως για πολλούς εκπαιδευτικούς οι γονείς θεωρούνται ότι δεν πρέπει να έχουν σημαντικό λόγο στην εκπαιδευτική διαδικασία, επειδή δεν είναι παιδαγωγοί και συνεπώς δεν γνωρίζουν. Ωστόσο η συνεργασία με τους γονείς είναι πολύ σημαντική οργανωτική λειτουργία της διδασκαλίας (Arends 1994). Υπάρχει πληθώρα ερευνητικών δεδομένων από τα οποία προκύπτει το συμπέρασμα ότι, εφόσον η συμμετοχή των γονέων μεθοδευτεί συστηματικά στην εκπαιδευτική διαδικασία, τότε τα οφέλη είναι τριπλά: για τα παιδιά, για τους γονείς και για τους εκπαιδευτικούς (βλ. Reid, Bullock and Howarth 1988).

Είναι συνεπώς απαραίτητο η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών να τους προσφέρει οργανωτικές, επικοινωνιακές και διοικητικές ικανότητες, οι οποίες θα τους βοηθήσουν να συνεργάζονται αποτελεσματικότερα με τους γονείς και να τους ενθαρρύνουν να συμμετέχουν ενεργητικά στην εκπαιδευτική διαδικασία. Είναι ανάγκη να ασκούν το έργο τους με αίσθηση ταπεινοφροσύνης, γνωρίζοντας ότι έχουν ακόμη πολλά να μάθουν από τους μαθητές τους, τους γονείς και τους άλλους πολίτες. Ωστόσο, είναι δύσκολο για μερικούς εκπαιδευτικούς να ξεφύγουν από την εσωστρέφεια, την αυταρέσκεια και το σύνδρομο της αυθεντίας και γι’ αυτό ενδέχεται να αντιδράσουν στη μεγαλύτερη συμμετοχή των γονέων και της ευρύτερης κοινότητας, θεωρώντας ότι έτσι αμφισβητείται  η επιστημονική τους κατάρτιση. Γι’ αυτό είναι σκόπιμο η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών να αποσκοπεί στην καλλιέργεια της αυτοπεποίθησής τους, ώστε να τους κάνει να πιστεύουν ότι μπορούν να επιδράσουν θετικά στη σχολική πρόοδο των παιδιών.

Πέραν τούτων, είναι σκόπιμο τα προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτικών να  καλλιεργούν τις υψηλές αξίες της ενσυναίσθησης, της αγάπης, της υπευθυνότητας, της τιμιότητας, της δικαιοσύνης, της υπομονής και της επιμονής, της κατανόησης και της ανοχής, ώστε οι εκπαιδευτικοί να σέβονται με θρησκευτική ευλάβεια τα ανθρώπινα δικαιώματα (πρβλ. Δεληκωσταντής 1994, Papastamatis and Verma 2002). Χρειάζεται ακόμη να τους καλλιεργήσουν ευελιξία, υπερηφάνεια για το έργο τους και ανοιχτό μυαλό. Χωρίς αυτές τις αρετές και χωρίς εκείνες που απαιτούνται ειδικά για την αποτελεσματική διδασκαλία στην νέα κοινωνία, η εκπαίδευση δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις προσκλήσεις και προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.

 

6.                Συμπεράσματα

 

Η κοινωνία βρίσκεται μπροστά στη μεγαλύτερη κοινωνική αναστάτωση και δημιουργική αναγέννηση όλων των εποχών. Το σημαντικότερο πρόβλημα για τους ανθρώπους είναι να προσαρμοστούν στις γρήγορες αλλαγές, τόσο για το δικό τους καλό όσο και για το καλό της ανθρωπότητας. Είναι προφανές ότι μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες το έργο των εκπαιδευτικών θα καταστεί ακόμη δυσκολότερο και πολυπλοκότερο. Τα σημαντικότερα ίσως προβλήματα που θα συναντήσουν οι εκπαιδευτικοί στην αποτελεσματική εκτέλεση του έργου τους θα είναι από τη μια η ανάγκη για συνεχή εξοικείωση των διαπροσωπικών τους σχέσεων με άτομα διαφορετικής κουλτούρας και από την άλλη η απόκτηση ευρύτερων γνώσεων. Στην εκπαιδευτική διαδικασία το μείζον ζήτημα θα είναι η διαμόρφωση πολιτών που θα χαρακτηρίζονται τόσο από την εθνική όσο και την κοσμοπολίτικη ταυτότητα.

Λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας και ειδικά της πληροφορικής και των νέων μορφών επικοινωνίας, ο εκπαιδευτικός έχει χάσει το μονοπώλιο της παροχής της γνώσης και συνεπώς η διδασκαλία και η μάθηση είναι υπόθεση και άλλων φορέων. Οι νέες θεωρίες διδασκαλίας και μάθησης θέτουν υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα του διδακτικού έργου πολλών εκπαιδευτικών, που έχουν εκπαιδευθεί με παραδοσιακές μεθόδους. Οι νέοι τρόποι απόκτησης γνώσης και τα νέα συστήματα διάδοσής της απειλούν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού. Αυτό σημαίνει ότι ήδη ζούμε σε μια εποχή όπου οι εκπαιδευτικοί θα χρειαστεί να προσαρμοστούν σε νέες καταστάσεις και να αποκτήσουν νέες διδακτικές δεξιότητες (Hallak 2000: 56).

Οι εκπαιδευτικοί που θα διδάξουν στην κοινωνία της παγκοσμιοποίησης, θα χρειαστεί να γνωρίζουν πολύ περισσότερα απ’ αυτά που απαιτούνται σήμερα, για να μπορέσουν να εξασκήσουν αποτελεσματικότερα το έργο τους. Οι γρήγορες και καθοριστικές αλλαγές στη σύγχρονη κοινωνία απαιτούν από τους εργαζομένους να έχουν ευρεία βάση εκπαίδευσης. Χωρίς την ικανότητα της διά βίου μάθησης, ειδικά στις νέες τεχνολογίες, οι εργαζόμενοι ενδέχεται να βρεθούν εκτός εργασίας. Συνεπώς, η εκπαίδευση αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα στο να βοηθήσει τους νέους να ανταποκριθούν στις επαγγελματικές απαιτήσεις της παγκόσμιας κοινότητας και να συνεισφέρουν στην οικονομική ανάπτυξη.

Για το ξεπέρασμα όλων αυτών των δυσκολιών θα χρειαστεί να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών. Στόχος της οποίας θα πρέπει να είναι να δημιουργήσει εκπαιδευτικούς που χαρακτηρίζονται τόσο από διαχρονικές αρετές και αξίες όσο και από γνώσεις, δεξιότητες και στάσεις που είναι βασικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματικότητα του έργου τους στην παγκόσμια κοινωνία. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται η συναίσθηση και ευαισθησία των πολιτισμικών διαφορών, η ανοχή, αυτομόρφωση, οι καλές διαπροσωπικές σχέσεις, ο αλληλοσεβασμός και αλληλοκατανόηση. Ίσως το σημαντικότερο απ’ όλα είναι η εκπαίδευση των εκπαιδευτικών να τους βοηθήσει να συνειδητοποιήσουν ότι και οι ίδιοι είναι πολιτισμικά δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης κουλτούρας, την οποία οφείλουν να κατανοήσουν καλά, για να μπορέσουν να αντιληφθούν τους τρόπους με τους οποίους λειτουργούν και οι άλλες κουλτούρες.

Χωρίς αμφιβολία, η εκπαίδευση θα δώσει λύσεις σε πολλά από τα προβλήματα που προκαλούνται εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης. Ως βασικός παράγοντας κοινωνικής συνοχής θα χρειαστεί να πάρει διαφορετική μορφή, αλλά θα εξακολουθεί να παραμένει ένα από τα κύρια μέσα τα οποία θα βοηθήσουν τα άτομα και τις κοινωνίες να ρυθμίσουν το μέλλον τους. Αυτό φυσικά θα εξαρτηθεί από τις διαθέσιμες πηγές και τα μέσα που προσφέρει η εκπαιδευτική πολιτική. Άρα, είναι αναγκαίο να πείσουμε εκείνους που παίρνουν τις εκπαιδευτικές αποφάσεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, να διαθέσουν τους απαραίτητους πόρους, ώστε να επιτευχθούν όσο γίνεται καλύτερα οι σκοποί της εκπαίδευσης και να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που δημιουργούνται από την παγκοσμιοποίηση.

 

Βιβλιογραφία

 

Arends, R. I. (1994). Learning to Teach. New York: McGraw – Hill.

Banks, J. A. (1989). “Multicultural education: characteristics and goals”. In: Banks, J. A. and Banks, C. M. (eds). Multicultural Education. Boston, MA: Allyn and Bacon.

Burbules, N. C. and Torres, C. A. (2000). “Globalisation and education: an introduction”. In: Burbules, N. C. and Torres, C. A. (eds). Globalization and Education: Critical perspectives. New York: Routledge.

Δεληκωσταντής, Κ. (1994). «Από τον δάσκαλο στον εκπαιδευτικό». Θεολογική Επετηρίδα Ιεράς Μητροπόλεως Κιτίου - Εκκλησιαστικός Κήρυκας. Τόμ. ΣΤ΄ (Ανάτυπο).

Edwards, C. H. (2000). Classroom Discipline and Management (3rd edn). New York: John Wiley and Sons.

Giddens, A. (1998). The Third Way: The renewal of social democracy. London: Polity Press.

Green, A. (1997). Education, Globalization and the National State. London: Macmillan.

Hallak, J. (2000). “Globalisation and its impact on education”. In: Mebrahtu, T. Crossley, M. and Johson, D. (eds). Globalisation, Educational Transformation and Societies in Transition. (pp.21-40). Oxford: Symposium Books.

Hayes, D. (1999). Foundation of Primary Teaching (2nd edn). London: David Fulton Publishers.

Lemlech, J. K. (1984). Curriculum and Instructional Methods for the Elementary School. New York: Macmillan.

Mebrahtu, T. Crossley, M. and Johnson, D. (2000). Globalization, Educational Transformation and Societies in Transition. Oxford: Symposium Books.

Μούτσιος, Σ. (2001). «Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στις οικονομικά αναπτυγμένες αγγλόφωνες χώρες: σχολική αυτονομία και εκπαιδευτική αγορά». Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 31: 10-35.

Νικηταρά, Χ. (2001). «Η εκπαιδευτική δεοντολογία στον ορίζοντα της παγκοσμιοποίησης». Ελληνοχριστιανική Αγωγή, 480: 113-117.

Papastamatis, A. and Verma, G. K. (2002). “Inequality and teacher education: a European perspective”. Μακεδνόν, 9: υπό έκδοση.

Πετρουλάκης, Ν. Β. (1992). Προγράμματα, Εκπαιδευτικοί Στόχοι, Μεθοδολογία. Αθήνα: Μ. Π. Γρηγόρης.

Πυργιωτάκης, Ι. Ε. (1999). Εισαγωγή στην Παιδαγωγική Επιστήμη (2η έκδ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Reid, R., Bullock, R. and Howarth, S. (1988). An Introduction to Primary School Organisation. London: Hodder and Stoughton

Spring, J. (1998). Education and the Rise of the Global Economy. Mahwash, New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates.

Young, M. F. D. (1998). The Curriculum of the Future. London: Falmer Press.