Η  αξιολόγηση  της καθρεπτικής γραφής

σε 402 μαθητές της προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας.

 

 

Των:

Γλυκερίας Μήτσιου και Αργύρη Καραπέτσα

Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας- Παιδαγωγικό Τμήμα Ειδικής Αγωγής

 

      ΠΕΡΙΛΗΨΗ

      Γράψιμο τύπου καθρέπτη έχουμε όταν κάποιος γράφει ολόκληρες λέξεις, φράσεις ή προτάσεις από τα δεξιά προς τα αριστερά με όλα τα γράμματα μετεστραμμένα και στη σωστή διαδοχική σειρά.

Με την παρούσα εργασία επιχειρήσαμε τη διερεύνηση της καθρεπτικής γραφής σε φυσιολογικά παιδιά που για πρώτη φορά έρχονται αντιμέτωπα με το μηχανισμό εκμάθησης της γραφής, καθώς και στην ανεύρεση των διαφορών που αναπτύσσονται μεταξύ των ατόμων του προσχολικού και σχολικού πληθυσμού κατά την ανάπτυξη των οπτικο-κινητικών δεξιοτήτων.

Η υπόθεσή μας ήταν ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην ωριμότητα και οργάνωση του νευρικού συστήματος, στην εγκεφαλική ασυμμετρία και στην οπτικο-χωρική αντίληψη. Προσπαθήσαμε να διαπιστώσουμε αν το φύλο, η ηλικία, η προτίμηση χεριού και η περιοχή αλληλεπιδρούν στην εμφάνιση της καθρεπτικής γραφής κι αν αυτές οι επιδράσεις είναι διαφορετικές στα αγόρια από ότι στα κορίτσια. Τετρακόσια δύο(402) παιδιά συμμετείχαν σε αυτήν τη μελέτη, εκ των οποίων τα 201 ήταν νήπια και τα 201 ήταν παιδιά της Α' δημοτικού. Για την επίτευξη του σκοπού της έρευνας χρησιμοποιήσαμε επτά(7) τέστ.

Τα αποτελέσματά μας έδειξαν ότι το 24,8% επί του συνόλου του δείγματος κάλυψε η καθρεπτική γραφή και το 75,3% η φυσιολογική γραφή. Ειδικότερα η καθρεπτική γραφή κατέχει μικρότερα ποσοστά εμφάνισης με μέση τιμή (8.14) στην πρώτη τάξη και μεγαλύτερα ποσοστά στα νήπια(14.93). Σε σχέση με το φύλο δε σημειώθηκε σημαντική διαφορά ανάμεσα στα αγόρια (12.21%) και στα κορίτσια(10.89%) του νηπιαγωγείου, στο ποσοστό εμφάνισης καθρεπτικής γραφής. Σε σχέση με την προτίμηση χεριού το μεγαλύτερο ποσοστό καθρεπτικής γραφής και έλλειψης οπτικοχωρικού προσανατολισμού, εμφανίζουν οι αριστερόχειρες (13.06%, 12.74% αντίστοιχα).

 

        ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η παλαιότερη αναφορά στην καθρεπτική γραφή έγινε το 1698 από το Rosinus Lentilus. Στο βιβλίο του «Miscellanea medicopractica Tripartita» αναφέρει ένα αριστερόχειρο επιληπτικό κορίτσι που συνήθιζε να γράφει με το αριστερό της χέρι. Τα γραφόμενά της δεν μπορούσαν να αναγνωστούν εκτός κι αν διαβάζονταν μέσα από έναν καθρέπτη. Μια δεύτερη μεγάλη τάξη περιπτώσεων στις οποίες μπορεί να συναντηθεί η καθρεπτική γραφή, είναι οι καταστάσεις μερικής αποσύνδεσης από τη συναίσθηση, όπως σε μετεγχειρητικές καταστάσεις κάτω από αναισθησία, κατά τη χρήση τοξικών εθιστικών ναρκωτικών ουσιών (αλκοόλ, ινδική κάνναβη) και σε καταστάσεις υστερίας και αποσυνδεδεμένης προσωπικότητας. Η τρίτη κύρια τάξη καταστάσεων κάτω από την οποία μπορεί να προκύψει η καθρεπτική γραφή, σύμφωνα με την αναφορά του Critchley (1927), βρίσκεται στις πρώιμες προσπάθειες των φυσιολογικών παιδιών της προσχολικής και σχολικής ηλικίας για την εκμάθηση και παραγωγή της γραφής. Κάθε δάσκαλος-α, γνωρίζει πόσο συχνά ένα παιδί είναι σε θέση να αντιστρέφει άλλοτε μεμονωμένα γράμματα-αριθμούς και άλλοτε ολόκληρες συλλαβές ή λέξεις. Πράγματι, η ίδια η αναποφασιστικότητα ως προς τη σωστή κατεύθυνση των γραμμάτων που παρατηρείται στην προσχολική ηλικία των παιδιών, οδηγεί στην εμφάνιση διαφόρων γραμμάτων (Ε,Σ,Ν,Κ,Ρ,Β,Ζ,Γ,Μ,Α,Γ,Μ Α κ.ά) καθώς και αριθμών ( 1, 2, 3, 5, 4, 6, 9, 7, 10) με ανεστραμμένη μορφή. Αυτή βέβαια η αναποφασιστικότητα ως προς την κατεύθυνση των γραμμάτων, των αριθμών και των λέξεων γρήγορα αποκαθίσταται. Στην περίπτωση όμως των αριστερόχειρων παιδιών υπάρχει πολύ μεγαλύτερη τάση για εμφάνιση μερικής καθρεπτικής γραφής. Σε αυτό το πρόβλημα είναι πολύ πιο δύσκολο να βρεθεί λύση.

Μερικές φορές η καθρεπτική γραφή παραμένει υποβόσκουσα κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής και εκδηλώνεται σε καταστάσεις εξαιρετικής εξάντλησης (Downey,1908). Όπως προαναφέρθηκε η μελέτη της καθρεπτικής γραφής είναι αρκετά ενδιαφέρουσα κυρίως, όταν παρατηρείται στις πρώτες προσπάθειες εκμάθησης της γραφής φυσιολογικών παιδιών που για πρώτη φορά έρχονται αντιμέτωποι με το μηχανισμό της γραφής.

        Η υπόθεσή μας ήταν ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις στην ωριμότητα και οργάνωση του νευρικού συστήματος, στην εγκεφαλική ασυμμετρία και στην οπτικο-χωρική αντίληψη, οι οποίες δημιουργούν διαφορές μεταξύ των ατόμων του προσχολικού και σχολικού πληθυσμού κατά την ανάπτυξη των οπτικο-κινητικών δεξιοτήτων.   

       Ο σκοπός   μας ήταν να μελετήσουμε: α) Εάν το ποσοστό εμφάνισης της καθρεπτικής γραφής ( σε οριζόντιο και κατακόρυφο άξονα ) μειώνεται κατά τη φοίτηση των παιδιών στην πρώτη τάξη και κατά την εξάσκησή τους στη γραφοκινητική  δεξιότητα. β) Εάν η ανάπτυξη του οπτικο-χωρικού προσανατολισμού και της οπτικο-κινητικής δεξιότητας είναι προοδευτική κατά τη διάρκεια της φοίτησης των παιδιών στο νηπιαγωγείο και στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου. γ) Εάν οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των φύλων και στις δύο ηλικιακές ομάδες με την εμφάνιση τάσεων καθρεπτικής γραφής, σχετίζονται απόλυτα με τα ιδιαίτερα λειτουργικά χαρακτηριστικά του φύλου και την προτίμηση χεριού.  

       Τελικός μας στόχος είναι να συμβάλουμε στην καλύτερη ανάπτυξη των οπτικο-κινητικών δεξιοτήτων και ιδιαίτερα στην ανάπτυξη του μηχανισμού της οπτικο-χωρικής διάκρισης, της ελεγχόμενης οπτικής προσοχής, της υγιούς λειτουργίας της οπτικής οδού και στην επισήμανση των διαφορών της νευρωνικής ωρίμανσης και επικοινωνίας των ημισφαιρίων, που είναι φυσικά και οι βασικότεροι παράγοντες για την εμφάνιση της καθρεπτικής γραφής.

 
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

ΔΕΙΓΜΑ:

Τα υποκείμενα της ερευνητικής διαδικασίας επιλέχθηκαν με τη μέθοδο της τυχαίας δειγματοληψίας και ομαδοποιήθηκαν σύμφωνα με τρεις μεταβλητές (φύλο- ηλικία (τάξη)- προτίμηση χεριού) από τους σχολικούς πληθυσμούς αστικών και αγροτικών περιοχών του νομού Λάρισας (18 δημοτικά και 19 νηπιαγωγεία), δίχως να λάβουμε ως μεταβλητή το κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο των παιδιών. Όλα τα παιδιά του δείγματός μας, φοιτούσαν σε κανονικές τάξεις και δεν παρουσίαζαν σύμφωνα με τις μαρτυρίες των νηπιαγωγών και των δασκάλων κάποιο σοβαρό ιστορικό ιατρικών και ψυχιατρικών παθήσεων, αναπτυξιακών διαταραχών ή κάποιας σημαντικής εξασθένησης της οπτικής οξύτητας. Το μέγεθος του δείγματος ήταν 402 παιδιά (201 Α’ δημοτικού και 201 νήπια εκ των οποίων 198 αγόρια και 204 κορίτσια, 361 δεξιόχειρες, τα 38 αριστερόχειρες και τα 3 αμφίχειρες, 213 παιδιά προέρχονταν από αστικά σχολεία και νηπιαγωγεία της πόλης Λάρισας, 189 παιδιά προέρχονταν από αγροτικά σχολεία και νηπιαγωγεία).

 

Β.  ΕΡΓΑΛΕΙΑ

Για την επίτευξη του σκοπού της έρευνας χρησιμοποιήσαμε επτά τέστ. Η ιδέα χρήσης των συγκεκριμένων τέστ πάρθηκε από τα τέστ ''αντίληψης των μορφών'' και ''αντίληψης Γράμματος'', που χρησημοποίησε η Davidson (1934-1935) σε μια μελέτη σύγχυσης γραμμάτων και απλών γεωμετρικών σχημάτων. Ο κατασκευαστής του τεστ επιβάλλεται να γνωρίζει με σαφήνεια αυτό που πρόκειται να μετρηθεί με το τεστ, καθώς και τις διαφορές του συγκεκριμένου από τα υπάρχοντα τεστ. Έτσι το νέο τεστ πρέπει να είναι διαφορετικό αλλά και καλύτερο από τα τεστ που κυκλοφορούν (Αλεξόπουλος, 1998).

Στην έρευνά μας τα τέστ δε χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια, αλλά προσαρμόστηκαν στα Ελληνικά δεδομένα, έχοντας υπ'όψιν το πνευματικό επίπεδο των παιδιών του 2000 το οποίο σε σχέση με το πνευματικό επίπεδο των παιδιών του 1934-1935, είναι αρκετά προηγμένο.

Συγκεκριμένα τα τέστ του οπτικού διαχωρισμού χωρικά συγχεόμενων γραμμάτων και σχημάτων έγιναν ως εξής : Στην αριστερή πλευρά ενός φύλλου Α4 υπήρχαν γραμμένα κάθετα πέντε διαφορετικά σχήματα (τέστ 1) και επτά διαφορετικά γράμματα (τέστ 2). Ακολουθούσαν πέντε κουτάκια σε οριζόντια γραμμή με πέντε σχήματα και γράμματα το καθένα, εκ των οποίων το ένα ήταν το καθρεπτικό αντίστροφο του πρώτου και τα άλλα τέσσερα είχαν σχεδιαστεί σε τέσσερις διαφορετικούς προσανατολισμούς. Τα πέντε σχήματα που επιλέχθηκαν ήταν ένας συνδυασμός των γνωστών σχημάτων, κύκλου, τετραγώνου, τριγώνου με ευθείες και τεθλασμένες γραμμές. Η επιλογή των συγκεκριμένων γραμμάτων έγινε κατόπιν έρευνας που προηγήθηκε σε 303 παιδιά προσχολικής ηλικίας, με την οποία μελετήσαμε τη συχνότητα εμφάνισης καθρεπτικών γραμμάτων και αριθμών (σχήμα 1). Χρησιμοποιήσαμε στο τέστ τα γράμματα εκείνα που συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο ποσοστό εμφάνισης καθρεπτικής γραφής.

Με το ίδιο σκεπτικό επιλέξαμε γράμματα από το ελληνικό αλφάβητο δια την εξέταση της οπτικο- μηχανικής λειτουργίας (τέστ 3), με τη μόνη διαφορά ότι σε αυτό το τέστ χρησιμοποιήσαμε δέκα-τέσσερα(14) γράμματα κεφαλαία και μικρά, ανάλογα με το ποσοστό που συγκέντρωσαν στην προηγούμενη έρευνα εκτός των τριών τελευταίων γραμμάτων που συγκέντρωσαν το μικρότερο ποσοστό.

Στο τέταρτο τέστ της οπτικής ανάκλησης των ακολουθιών, υπήρχε στην αριστερή πλευρά της σελίδας μια ομάδα γεωμετρικών σχημάτων κάθετα σε πέντε διαφορετικούς συνδυασμούς. Ακολουθούσαν πέντε κουτάκια σε οριζόντια γραμμή με πέντε ομάδες το κάθε κουτάκι, εκ των οποίων η μία ήταν το καθρεπτικό αντίστροφο της πρώτης και οι άλλες εμφανίζονταν με διαφορετικούς συνδυασμούς.

Στο πέμπτο τέστ της οπτικής ανάκλησης γλωσσικών ακολουθιών, υπήρχαν στην αριστερή πλευρά του φύλλου Α4 πέντε ομάδες γραμμάτων οι οποίες αποτελούσαν πέντε λέξεις ( κότα - παπί - νερό - γάτα - τόπι ). Η επιλογή των συγκεκριμένων λέξεων έγινε από το βιβλίο της Α' Δημοτικού, ''Η Γλώσσα μου'', 1ο τεύχος. Σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα, οι λέξεις αυτές εμπεριέχονται στις διδακτικές ενότητες που διδάχθηκαν τα παιδιά πριν από τις 20 Δεκεμβρίου. Εκτός αυτού οι παραπάνω λέξεις χρησιμοποιούνται ευρέως στο λεξιλόγιό μας και το μικρό παιδί μαθαίνει να τις προφέρει προτού πάει στο σχολείο.

Με το συγκεκριμένο τέστ δεν είχαμε ως απώτερο σκοπό τη μελέτη της αναγνωστικής ικανότητας του παιδιού, αλλά επιδιώκαμε την αναγνώριση της σωστής λέξης ως εικόνα, γι' αυτό και στη δεξιά πλευρά της σελίδας η κάθε λέξη εμφανίζονταν με τρεις διαφορετικούς συνδυασμούς: το καθρεπτικό αντίστροφο, τη σωστή μορφή της λέξης και μια ψευδολέξη φτιαγμένη από την αλλαγή θέσης των συλλαβών.

Στο έκτο τέστ, της οπτικής αντίληψης του χώρου, υπήρχαν στην αριστερή πλευρά του φύλλου Α4 γραμμένα τρία σχήματα ( κύκλος - σταυρός - τετράγωνο) Η συγκεκριμένη επιλογή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι είναι από τα πρώτα σχήματα που γνωρίζει το παιδί στις πρώτες προσπάθειες απόκτησης της γραφοκινητικής δεξιότητας. Με αυτό το τέστ επιδιώκαμε τη σωστή αναπαραγωγή των παραπάνω σχημάτων, στηριζόμενοι στην οπτικοκινητική ικανότητα του παιδιού. Παράλληλα τα παιδιά στον ελεύθερο χώρο της σελίδας, έπρεπε να γράψουν αυθόρμητα, τους αριθμούς από το ένα (1) μέχρι το δέκα (10).Στο έβδομο τέστ τα απιδιά έπρεπε να γράψουν το όνομά τους στο κέντρο και στις τέσσερις γωνίες ενός λευκού φύλλου Α4. Το συγκεκριμένο τέστ εφαρμόστηκε από την ερευνητική ομάδα του εργαστηρίου Νευροψυχολογίας σε επιδημιολογική έρευνα που διεξήχθη στους τέσσερις νομούς της Θεσσαλίας και του νομού Φθιώτιδας, σε σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, δημόσια και ιδιωτικά και αφορούσε παιδιά προσχολικής ηλικίας. Το δείγμα μας ανήλθε σε 6.644 νήπια και προνήπια. Τα ερευνητικά δεδομένα ανακοινώθηκαν στο πανευρωπαϊκό συμπόσιο της εκπαιδευτικής εταιρείας στους Δελφούς στις 18-12-98  και στο παγκόσμιο συνέδριο ψυχολογίας, στις Σπέτσες στις 2-9-99.   

 

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Κατά την ερευνητική διαδικασία η υλοποίηση των τεστ πραγματοποιήθηκε ως εξής: Οι μαθητές της κάθε τάξης χωρίστηκαν σε πενταμελή ομάδες και ο χρόνος διεκπεραίωσης των τεστ ορίστηκε σε 20΄ (λεπτά) για κάθε ομάδα. Τα τεστ χορηγήθηκαν από τον ίδιο τον ερευνητή και συμπληρώθηκαν παρουσία του. Ακολουθούσε λεπτομερής εξήγηση του κάθε τεστ και κατόπιν ζητήθηκε από τα παιδιά, κρατώντας ένα χρωματιστό μαρκαδόρο της προτίμησής τους να πραγματοποιήσουν τις οδηγίες μας, δηλαδή να κυκλώσουν ή να αντιγράψουν το σχήμα ή το γράμμα ή την παρεούλα των σχημάτων ή των γραμμάτων που είναι ίδιο με το πρώτο σχήμα ή γράμμα ή με την παρεούλα τους.

 

ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

Η στατιστική επεξεργασία έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS (Statistical Package for the Social Science) v.9.0 for windows. Με την ανάλυση της διασποράς ANOVA  συγκρίναμε τις διαφορές αριθμητικών μέσων με κριτήριο F και με επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας F sign < 0,05.

 

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Από την επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ότι επί του συνόλου του δείγματος το 75.3% κάλυψε η φυσιολογική γραφή και το 24.8% η καθρεπτική γραφή. Ειδικότερα η εμφάνιση καθρεπτικής γραφής σε κατακόρυφο άξονα κάλυψε το 11.9%, σε οριζόντιο άξονα το 1.6%, η ασυμμετρία και η σύγχυση γραμμάτων και σχημάτων το 7.9%, η δε έλλειψη οπτικο-χωρικού προσανατολισμού και οπτικο-κινητικής δεξιότητας το 3.4% (διάγραμμα 1), δίχως βέβαια να σημειωθούν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις αγροτικές και αστικές περιοχές. Εξετάζοντας χωριστά την κάθε μεταβλητή, διαπιστώσαμε ότι η τάξη επιδρά στην εμφάνιση: Φυσιολογικής γραφής (F=30.34 , p<0.000), Καθρεπτικής γραφής σε Κατακόρυφο Άξονα (F=9.81, p<0.002), γραφής με Ασυμμετρία και σύγχυση γραμμάτων και σχημάτων (F=27.00, p<0.000), και στη γραφή με έλλειψη οπτικοχωρικού προσανατολισμού (F=15.57, p<0.000) (διάγραμμα 2), δίνοντας το προβάδισμα στα νήπια δίχως βέβαια να σημειωθούν σημαντικές στατιστικά διαφορές ανάμεσα στις αγροτικές και αστικές περιοχές.  Η αλληλεπίδραση της περιοχής και του φύλου, έδειξε στατιστικά σημαντικές διαφορές πάνω στα ποσοστά εμφάνισης Φυσιολ. Γρ.(F=7.66, p<0.006) και της Γραφή με .Έλλειψη οπτικοχωρικού προσανατολισμού(F=10.63, p<0.001). Tο πρόβλημα της έλλειψης του οπτικοχωρικού προσανατολισμού παρατηρείται με μεγαλύτερη συχνότητα στα νήπια και των δύο περιοχών (νήπια αστικά F= -2.48, p<0.000 και νήπια αγροτικά F= -2.66, p<0.000) (διάγραμμα 3 και 4).  H αλληλεπίδραση των τριών μεταβλητών περιοχής- φύλου- προτίμησης χεριού, έδειξε στατιστικά σημαντικές διαφορές στην εμφάνιση της Φυσιολ. Γραφής (F=6.97, p<0.001) και στην εμφάνιση γραφής με έλλειψη οπτικοχωρικού προσανατολισμού (F=11.69, p<0.001). Σημαντικές στατιστικά είναι και οι διαφορές που εντοπίστηκαν στην εμφάνιση Καθρεπτικής Γραφής σε Κατακόρυφο Άξονα ανάμεσα στα κορίτσια Α’ τάξης και στα νήπια αγόρια (F= -7.58, p<0.001), ανάμεσα στα αγόρια Α’ τάξης και στα νήπια αγόρια (F= -7.01, p<0.003), ανάμεσα στα κορίτσια Α’ τάξη και νήπια (νήπια κορίτσια F=17.54, P<0.000, νήπια αγόρια f=25.81, p<0.000) και των δύο περιοχών, με μια υπεροχή των νηπίων και κυρίως των αγοριών καθώς και ανάμεσα στα αγόρια Α’ (F=16.29, P<0.000) και νήπια (F=24.57, P<0.000) (διάγραμμα 6).

Σε σχέση με την προτίμηση χεριού τα αριστερόχειρα εμφανίζουν το μικρότερο ποσοστό φυσιολογικής γραφής με μέση τιμή (71.09) καθώς και το μεγαλύτερο ποσοστό της καθρεπτικής γραφής σε κατακόρυφο άξονα με μέση τιμή (13.06) και το μεγαλύτερο ποσοστό εμφάνισης γραφής με έλλειψη προσανατολισμού με μέση τιμή (4.98) (διάγραμμα  5). Παρατηρούμε δε μια μικρή υπεροχή των δεξιόχειρων και στην ασυμμετρία και σύγχυση γραμμάτων και σχημάτων με μέση τιμή 7.76 δίνοντας προβάδισμα στα αγόρια με μέση τιμή 8.85 έναντι των κοριτσιών 6.70. Συγκεκριμένα το πρόβλημα παρατηρείται περισσότερο στα νήπια με μέση τα ιμή 12.67 έναντι των παιδιών της πρώτης τάξης (2.84), δίχως να σημειωθούν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις αστικές και αγροτικές περιοχές. Σημαντική διαφορά επίσης βρέθηκε στα ποσοστά εμφάνισης γραφής με έλλειψη οπτικο-χωρικού προσανατολισμού, ανάμεσα στους αριστερόχειρες και στους δεξιόχειρες των αγροτικών περιοχών (F= 3.20, p=0.009).

 

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Τα αποτελέσματά μας έδειξαν ότι υπάρχει μια προοδευτική ανάπτυξη του μηχανισμού της οπτικο-χωρικής διάκρισης και των οπτικο-κινητικών δεξιοτήτων των 7χρονων παιδιών κατά τη φοίτησή τους στην Α' τάξη του δημοτικού σχολείου επαληθεύοντας την πρώτη υπόθεσή μας.

Η εξάσκηση της γραφοκινητικής δεξιότητας των παιδιών και η ανάπτυξη των οπτικο-κινητικών δεξιοτήτων συντελούν στη μείωση και τη σταδιακή εξάλειψη των φαινομένων της καθρεπτικής γραφής. Η πρώιμη περίοδός της είναι σύντομη και ίσως παροδική. Συγκρίνοντας τις επιδόσεις των 6χρονων και των 7χρονων κοριτσιών στα τεστ που τους χορηγήθηκαν, διαπιστώσαμε ότι τα 6χρονα κορίτσια εμφάνισαν μεγαλύτερα ποσοστά λάθους στην ασυμμετρία-σύγχυση γραμμάτων και σχημάτων και στον οπτικοχωρικό προσανατολισμό των γραμμάτων σε σχέση με τα 7χρονα κορίτσια. Σε σχέση με το φύλο, τα κορίτσια και των δύο ηλικιακών ομάδων εμφάνισαν μικρότερα ποσοστά καθρεπτικής γραφής. Τα αποτελέσματά μας συμφωνούν με τα ευρήματα παλαιότερων ερευνητών που αποδεικνύουν ότι τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας καθώς και τα παιδιά που φοιτούν στην πρώτη τάξη παρουσίασαν γράμματα και σχήματα αντίστροφα (Davidson, 1934-1935. Frith, 1971-1974. Nagata & Shimojo, 1991. Mills & Charles,1994). Οι απόψεις αρκετών ερευνητών για το μηχανισμό της καθρεπτικής γραφής (Orton, 1934. Heilman et. al., 1980. Buxbaum, Coslett & Goldberg et.al., 1993 Tankle & Heilman, 1983), συμφωνούν με την άποψη ότι τα μνημονικά αποτυπώματα που είναι αποθηκευμένα στο αριστερό εγκεφαλικό ημισφαίριο περιέχουν πληροφορίες μηχανικής δραστηριότητας που απαιτούνται για την ενεργοποίηση των μυών του δεξιού χεριού.

Ο ρόλος που παίζει η ηλικία είναι πιο σημαντικός από τον ρόλο του φύλου, αλλά εξίσου σημαντικές είναι και οι διαφορές ανάμεσα στην ηλικία και στο φύλο. Oι διαφορές που παρατηρήσαμε μεταξύ των δύο φύλων σχετίζονται απόλυτα με τα ιδιαίτερα λειτουργικά χαρακτηριστικά του φύλου, γεγονός που συμφωνεί με την τρίτη υπόθεση της έρευνάς μας. Το πρόβλημα του οπτικοχωρικού προσανατολισμού αποδίδεται στην έλλειψη φλοιικής ημισφαιρικής επικράτησης, υπολογίζοντας ότι τα γράμματα και οι λέξεις καταγράφονται στον ινιακό λοβό του αριστερού ημισφαιρίου με τη θέση και τον προσανατολισμό που έχουν στο κείμενο, ενώ στον ινιακό λοβό του δεξιού ημισφαιρίου καταγράφονται καθρεπτικά.

Στις αρχικές υποθέσεις της έρευνάς μας εκτός από τις διαφορές των δύο φύλων στις δύο ηλικιακές ομάδες, ήταν και η διερεύνηση της επίδρασης που ασκεί η προτίμηση του χεριού στην εμφάνιση της καθρεπτικής γραφής. Τα αποτελέσματά μας μάς έδειξαν ότι τα αριστερόχειρα παιδιά εμφάνισαν μεγαλύτερα ποσοστά καθρεπτικής γραφής από τα δεξιόχειρα παιδιά. Ανάμεσα στις δύο ηλικιακές ομάδες διαπιστώσαμε ότι το προβάδισμα κατέχουν τα αριστερόχειρα 6χρονα αγόρια. Ο αριστερόχειρας καθρεπτικός γραφέας που είναι απαλλαγμένος από εγκεφαλικές βλάβες, αντιλαμβάνεται τα γράμματα και τα σχήματα στο χώρο αντίστροφα εκφράζοντας το γραπτό του λόγο με έναν τρόπο ιδιόμορφο, άκομψο και μη φυσιολογικό. Η λειτουργική λοιπόν ασυμμετρία των ημισφαιρίων μεταξύ των δεξιόχειρων και αριστερόχειρων είναι η πιο πιθανή αιτία των διαφορών που παρατηρήθηκαν μεταξύ των φυσιολογικών και των καθρεπτικών παιδιών. Η προτίμηση χεριού και φύλου αλληλεπιδρούν στην εγκεφαλική οργάνωση, στη γνώση, στην οπτικοχωρική αντίληψη και στην εμφάνιση καθρεπτικής γραφής. Τα αποτελέσματά μας συμφωνούν με αυτά των Javal (1906-1966) Brown, et.al. (1948). Hecaen & Ajuriaguerra (1964). Benson & Genschwind (1970). Herron et.al. (1979). Harris (1980). Tankle & Heilman (1983). Wade & Hart (1991). Ηanakita &Shimojo (1991). Chan & Ross (1988). Wang Xin-de (1985,1986,1992). Tanaka (1986), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η καθρεπτική γραφή εμφανίζεται στις περισσότερες φορές σε άτομα με αριστεροχειρία και είναι έργο της ηλικίας και της ωρίμανσης του Κεντρικού Νευρικού  Συστήματος. Φέρνοντας στο νου μας το πρόβλημα των παιδιών αναφορικά με τη σχέση λειτουργίας εγκεφάλου και συμπεριφοράς, με κάθε επιφύλαξη, προτείνουμε ότι οι διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ των καθρεπτικών γραφέων και των φυσιολογικών γραφέων της έρευνάς μας μπορούν να αποδοθούν σε συνδυασμό με τους παρακάτω παράγοντες σε : α) διαφορές στη συνεργασία μεταξύ των δύο ημισφαιρίων β) σε διαφορές στα οπτικοκινητικά λειτουργικά συστήματα γ) σε διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στις στρατηγικές που εμπλέκονται στην εμφάνιση της καθρεπτικής γραφής.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Benson, D. F. and Geshwind, N. (1970). Developmental Gerstman syndrome. Neurology, 20, 293-298.

Brown, J., Knauft, E., Rosenbaunn, G. (1948). The accuracy of positioning movements as a function of their direction and extent. American Journal of Psychology, 61, 167-182.

Buxbaum, Coslett, Schall, Beth, Nally & Goldberg. (1993). Hemi spatial factors in mirror writing. Neuropsychologia, 31, No 12, p.p. 1417-1421. Printed in Great Britain.

Chan, J.L., Ross, T.D. (1988). Left handed mirror writing following right anterior cerebral artery infarction: evidence for no mirror transformation of motor programs by right supplementary motor area. Neurology Jan. 38(1), 59-63.

Critchley, M. (1927-1928). Mirror writing. Psychology Miniature Medical Series. London: Kegan, Paul, Trench, Trubner and Combany, L.T.d.

Critchley, M. (1927). Some befects of reading and writing in children : Their association with Word- blindness and Mirror -writind. Journal state medicine. 35, 217-223.

Davidson, H.P. (1934). “A study of reversals in young children”. Journal of Genetic Psychology, 45, 452-465.

Davidson, H.P. (1935). “A study of the confusing letters, B, D, P, Q”. Journal of Genetic Psychology, 47, 458-468.

Frith, U. (1971). Why do children reverse letters ;. Journal Britain Psychology, 62, p.p. 459-468.

Frith, U. (1974). Internal Schemata for letters in good and bad readers. Journal Britain Psychology, 65, 2. p.p. 233-241.

Hanakita, J., and Shyogo Nishi (1991). Left-Alien Hang Sign and mirror writing, after left-Anterior. Cerebral Artery inflation. Surgery Neurology, 35, 290-293.

Harris (1980). Left-handedness early theories, facts and fancies. In J. Herron ed Neuropsychology of left-handedness, New York: Academic Press 1980, p.p. 3-78.

Hecaen, H. and De Ajuriaguerra, J. (1964). Left- handedness, Manual Superiority and Cerebral Dominance. Translated by E. Ponder. New York: Grune and Stratton. Inc., 88-89.

Javal (1906-1966). Physiology de la lecture et l’écriture. Paris, 1906. In “word blindness” in schoolchildren and other Papers on Strephosymbolia. Orton S.T. (editor) compiled by J.L. Orton. The Orton Soc. Inc. Pamfret, C.T. Monogr 2, 1966.

Orton, S.T. (1943). Visual functions in strephosymbolia. Arch. Ophthal, 30: 707-717 (December 1943).

Tanaka, T., Miura, K., Sakagoshi, T., Madoka, M., Yoshinaga, Y., Yasufuku, J. (1986). “A study of reversal cognition of figures and letters in kindergarten children”. Bulletin of Kobe Women’s University, 19, 15-34.

Tankle & Heilman, K.M. (1983). Mirror writing in right-handers and in left-handers. Brain and Language, 19, 115-123.

Wang Xin–de (1992). “Mirror writing of Chinese characters in children and Neurologic Patients Chinese”. Medical Journal 105(4), 306-311.

Wang, X.D. (1986). Mirror writing and the development of Chinese writing language. In: Kao, HSR, et al ads, Contemporary research in handwriting. North-Holland: Elsevier Science Publishers, 321.

Wang, X.D. (1985). Mirror writing. Chinese Journal of Neurology and Psychiatry, 18(2): 108.

Αλεξόπουλος, Δ. (1998). Ψυχομετρία , Σχεδιασμός και ανάλυση ερωτήσεων. Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα Α΄ τόμος, σελ. 14- 16.


Καραπέτσας, Α. & Μήτσιου, Ρ.(1998). «Καθρεπτική Γραφή». Πρακτικά 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου Παιδαγωγικής Εταιρίας (Ναύπακτος 1998). Αθήνα 1999, 349-354.

 

Σχήμα 1 :