Η παγκοσμιοποίηση στη διαπολιτισμική διάσταση της εκπαιδευτικής διαδικασίας

 

 

Του Γεωργίου Ε. Αραβανή

Αναπληρωτή Καθηγητή

του Πανεπιστημίου Κρήτης

 

 

 

1.       Εννοιολογική ανάλυση του όρου “παγκοσμιοποίηση”.

Ο όρος “παγκοσμιοποίηση” δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί εννοιολογικά και ως προς το περιεχόμενό του. Ακόμη και οι επιστήμονες–ερευνητές βρίσκονται σε δύσκολη θέση να προσδιορίσουν τον όρο, δείχνοντας έτσι το μέγεθος της σύγχυσης που επικρατεί. Συνήθως η παγκοσμιοποίηση προβάλλεται ως μια διαδικασία της τελευταίας εικοσαετίας, η οποία θεμελιώθηκε στην οικονομική ανάπτυξη και στην εξέλιξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, τα οποία αποτελούν τους κύριους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Η ανάπτυξη των μέσων ενημέρωσης δημιουργεί εντελώς νέες κοινωνικές ομαδοποιήσεις και διαμορφώνει κατηγορίες συνειδήσεων με άλλα κριτήρια. Η τεχνολογία από το άλλο μέρος μπορεί να διασπάσει τη στενότητα των αγαθών και να πάρει παγκόσμιες διαστάσεις.

Ειδικότερα, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας ως φαινόμενο απασχολεί έντονα τόσο τις κυβερνήσεις όλων των κρατών όσο και τους επιστήμονες. Και τούτο γιατί θέτει μια σειρά ζητημάτων που σχετίζονται με την κοινωνία και τις ενδεχόμενες κοινωνικές αλλαγές που προκύπτουν ως απόρροια της εφαρμογής της. Η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας οικονομίας οφείλεται στη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας της πληροφορικής και στη μετατροπή των πολυεθνικών επιχειρήσεων σε διεθνείς με αποτέλεσμα η παραγωγή και οι πωλήσεις να προσλαμβάνουν τεράστιες διαστάσεις (Green 1997, σελ. 152-154). Το φαινόμενο αυτό βέβαια είχε ως συνέπεια η έννοια της εθνικής οικονομίας να χάνει το νόημά της (WebsterRobins 1988, σελ. 26-39). Επίσης, η παγκοσμιότητα και η οικουμενικότητα ως αρχές κοινωνικής ζωής της ανθρωπότητας ενισχύονται σήμερα ραγδαία και τείνουν να καταστήσουν εξαρτώμενο υποσύνολο την έννοια του κράτους – έθνους.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση έχει θερμούς υποστηρικτές, φανατικούς αντιπάλους (που κινούνται κυρίως στο πλαίσιο της ιδεολογίας και της πολιτικής) και στοχαστές που αναλύουν το φαινόμενο με ιδιαίτερα κριτική διάθεση. Η παγκοσμιοποίηση δεν αμφισβητείται ως υπαρκτή. Παρουσιάζεται ταυτόχρονα ως αναπόφευκτη αλλά και επικίνδυνη. Ειδικότερα, όσοι τα τελευταία χρόνια αντιδρούν στην παγκοσμιοποίηση κινούνται από την άποψη ενός συντηρητικού εθνικισμού ή θέλουν να καταγγείλουν την επιδείνωση των όρων ζωής στο σύγχρονο κόσμο.

Τι είναι παγκοσμιοποίηση; Λέγοντας παγκοσμιοποίηση εννοούμε την ενοποίηση της ανθρωπότητας σε μια διεθνή κοινότητα με άφθονα υλικά και πνευματικά αγαθά. Αυτό από πρώτη άποψη φαίνεται επιθυμητό. Θα ήταν ευχής έργο να ελαχιστοποιηθούν και να εξαλειφθούν οι διαφορές οικονομικές, πνευματικές και κοινωνικές μεταξύ των λαών. Με την έννοια αυτή η παγκοσμιοποίηση μπορεί να πάρει την εικόνα μιας κοινωνίας της αγάπης, να γίνει στην πραγματικότητα αίσθηση ενότητας του ανθρώπινου γένους. Μιας ενότητας που θα ξεπερνά τις διαχωριστικές γραμμές ή τις αντιστάσεις, εθνικές, φυλετικές, θρησκευτικές ανάμεσα στους λαούς.

Ωστόσο, υπάρχει η πιθανότητα ή και ο φόβος ακόμη ότι μπορεί η παγκοσμιοποίηση να εξελιχθεί σε μια κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους με αποτέλεσμα οι λίγοι να κυριαρχούν στους πολλούς. Να υπάρξει δηλ. μια καθολική επιβολή μερικών ατόμων ή κρατών ή πολυεθνικών εταιριών οι οποίοι, αντί να παρέχουν ελευθερία σ’ όλους θα παρέχουν δικαιώματα σε λίγους και θα επιβάλουν υποταγή στους πολλούς. (Alain Mike 1999, σελ. 51-52).

Οι ασχολούμενοι με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης  επιχειρηματολογούν θετικά ή αρνητικά για το περιεχόμενό της.

 

2.       Τα επιχειρήματα υπέρ της παγκοσμιοποίησης.

α) Σύμφωνα με τον Robert Reich η διαμόρφωση μιας νέας οικονομίας θα οδηγήσει στη διεθνοποίηση των επιχειρήσεων. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα οι επενδύσεις, η παραγωγή και οι πωλήσεις να πάρουν παγκόσμιες διαστάσεις.

β) Με την παγκοσμιοποίηση μεγεθύνεται η έννοια της γνώσης και της εκπαίδευσης. Η παγκοσμιοποίηση θα μπορούσε να φέρει την επιστημονική γνώση κοντά σ’ όλους τους λαούς κι αυτό θα ήταν το ιδανικό.

γ) Με την παγκοσμιοποίηση αυξάνεται συνεχώς η αλληλεξάρτηση των χωρών όλου του κόσμου μέσα από την επιτάχυνση των ανταλλαγών κάθε είδους. Η αρμονική συνύπαρξη με τους άλλους είναι και πολιτισμική και ανθρώπινη. Ο άνθρωπος εμπλουτιζόμενος από την επικοινωνία με τους άλλους αφομοιώνει και αφομοιώνεται.

δ) Η παγκόσμια συνεργασία των λαών στο πλαίσιο της οικονομίας, της επικοινωνία, της τεχνολογίας, της γνωριμίας με τις διάφορες χώρες και τον πολιτισμό τους αποτελεί ισχυρό κίνητρο για την εκμάθηση περισσότερων γλωσσών. Σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη, «η πιο υγιής προσέγγιση στην πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης είναι η συνάντηση ατόμων και λαών μέσα από τη γλωσσική πολυμορφία» (Το Βήμα 29-4-2001). Εξυπακούεται βέβαια ότι η παγκοσμιοποίηση δεν θα πρέπει να πάρει το χαρακτήρα του γλωσσικού εξισωτισμού μέσα από την αναγωγή μιας οιασδήποτε γλώσσας σε παγκόσμια γλώσσα. Κάτι τέτοιο προβλέπει ο Μπαμπινιώτης ότι «θα οδηγούσε στον ηγεμονισμό μιας γλώσσας εις βάρος όλων των άλλων, πράγμα που θα ήταν ολέθριο για την πολιτισμική πολυμορφία του κόσμου και για την ίδια την έννοια της παγκοσμιοποίησης η οποία θα προσλάμβανε έτσι μορφή ανεπίτρεπτης γλωσσικής και πολιτισμικής τυραννίας» (Το Βήμα 29-4-2001).

 

3.       Τα επιχειρήματα κατά της παγκοσμιοποίησης.

Είναι αναμφισβήτητο ότι η παγκοσμιοποίηση ως φαινόμενο της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας δέχεται πολλές επιθέσεις σε ό,τι αφορά το όραμα της “Κοινωνικής Οικονομίας” και του “Κράτους Δικαίου” όπως αποδεικνύεται από τη διεθνή βιβλιογραφία και από ορισμένες εμπειρικές έρευνες και δημοσκοπήσεις στον τύπο. Η αρνητική θέση για την παγκοσμιοποίηση εστιάζεται στα εξής σημεία:

α) Η παγκοσμιοποίηση προάγει την εξαφάνιση της διαφορετικότητας των λαών. Πιο συγκεκριμένα μέσα σ’ ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον δεν θα υπάρχει χώρος για την καλλιέργεια και την ανάπτυξη των χαρακτηριστικών εκείνων που κάνουν τον κάθε λαό μοναδικό. Έτσι παραδόσεις, έθιμα, κουλτούρα υπάρχει κίνδυνος να αφανισθούν στο διεθνή ανταγωνισμό.

Αντίθετη με την άποψη της πολιτισμικής εξαφάνισης είναι η θέση ότι η παγκοσμιοποίηση ως φαινόμενο δεν είναι σύγχρονο, αρχίζει από την αρχή της ιστορίας. Η ιστορία στη μακραίωνη πορεία της άλλους λαούς και πολιτισμούς τους ανέδειξε και άλλους τους εξαφάνισε (Βαβυλώνιοι, Ασσύριοι, Φοίνικες). Για την ελληνική πραγματικότητα η πορεία συνεχίζεται. Τα δικά μας πολιτισμικά αγαθά έχουν διαχρονική αξία και γι’ αυτό αν τα αξιοποιήσουμε κατάλληλα μέσα και έξω θα αντέξουν διεθνώς. Υπάρχει η άποψη σε πολλούς ότι τα χαρακτηριστικά της μοναδικότητάς μας ως λαού δεν θα κινδυνεύσουν από την παγκοσμιοποίηση. Ας θυμηθούμε το θετικό στοιχείο της πολυπολιτισμικότητας, της ικανότητας δηλαδή του ελληνικού πολιτισμού να πάει την κοινή ελληνική λαλιά ως τους Ινδούς, όπως θα ’λεγε και ο Καβάφης.

β) Η παγκοσμιοποίηση μειώνει την εθνική κυριαρχία.

Πίσω από το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης υπάρχει ο κίνδυνος απώλειας της εθνικής κυριαρχίας και της ετερότητας ως βασικών γνωρισμάτων του κοινωνικού γίγνεσθαι. Οι θεωρητικοί της παγκοσμιοποίησης θεωρούν ότι με την ισχυροποίηση των διεθνών οργανισμών και τη διαμόρφωση της παγκόσμιας αγοράς «το εθνικό κράτος δεν αποτελεί πλέον τη βασική μονάδα πολιτικής οργάνωσης, σχεδιασμού, ευημερίας και νομιμοποίησης» (Γρόλλιος 2001, σελ. 74). Με άλλα λόγια υπάρχει πλήρης αποδυνάμωση˙ έτσι ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της παγκοσμιοποίησης είναι ότι δεν μπορεί κανείς πλέον να είναι σίγουρος για το τι είναι εθνικό. Η αντίρρηση είναι ότι τα κράτη – έθνη πρέπει να προσαρμοστούν, να ανακαλύψουν τα πλεονεκτήματα των στρατηγικών της συνεργασίας. Ο Γάλλος διανοούμενος Alain Mike γράφει χαρακτηριστικά: «Σε ένα κόσμο, όπου η επιλογή περιορίζεται, το μέλλον των κρατών προϋποθέτει την αποδοχή της συνδιαχείρισης, τη διαρκή αναζήτηση συμμάχων, την αναζήτηση εταίρων» (Alain 1999, σελ. 183).

γ) Η παγκοσμιοποίηση προάγει τον καταναλωτισμό και επιφέρει ανισότητες στην οικονομική ανάπτυξη με αποτέλεσμα να υπάρχει κοινωνικός αποκλεισμός.

δ) Η παγκοσμιοποίηση οδηγεί στην εξάντληση φυσικών πόρων.

Λέγεται ότι με την αύξηση του καταναλωτισμού θα οδηγηθούμε στην εξάντληση των φυσικών πόρων σταδιακά.

ε) Η παγκοσμιοποίηση καταστρέφει το περιβάλλον.

Με την παγκοσμιοποίηση αυξάνεται η παραγωγή αγαθών, είναι εύλογο λοιπόν, να υπάρξει αύξηση των ρύπων σε τέτοιο βαθμό που να καταστρέφεται το περιβάλλον.

στ) Με την παγκοσμιοποίηση εντείνεται η κοινωνική ανισότητα, η ανεργία, οι ασθένειες, μειώνεται σημαντικά ο δείκτης κοινωνικής προστασίας, ο κόσμος νιώθει πως οδηγείται σ’ ένα πλανητικό γκέτο, ενώ κρύβει μέσα του την αγωνία. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο οι αρνητές – διαδηλωτές αντιστέκονται δυναμικά ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και στέλνουν αρνητικά μηνύματα από το Σιάρτ, την Πράγα, τη Γένοβα κ.ά. Στον τύπο διαβάζουμε πρόσφατα ότι τα πρώτα αρνητικά αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης άρχισαν να διαφαίνονται. Δεκάδες χιλιάδες μαζικές απολύσεις εργαζομένων από μεγάλες εταιρίες της Ευρώπης και της Αμερικής.

 

4.       Παγκοσμιοποίηση και Εκπαίδευση.

Αν οι προηγούμενες αρνητικές διαπιστώσεις είναι ορθές, οι συνέπειες για τη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων και γενικότερα των πολιτισμικών και μορφωτικών διαδικασιών στο σύγχρονο κόσμο προδιαγράφονται τεράστιες. Συγκεκριμένα: Ο περιορισμός των εξουσιών του κράτους θα έχει ως συνέπεια την απώλεια του ουσιαστικού ελέγχου της εκπαίδευσης από αυτό. Επίσης, η σύγκλιση των εκπαιδευτικών συστημάτων αναφορικά με την οργάνωση, τη λειτουργία, τους στόχους, το μορφωτικό περιεχόμενο των προγραμμάτων διδασκαλίας θα έχει ως βάση μια παγκόσμια κοινή κατεύθυνση. Αν γίνει όμως κάτι τέτοιο, πού πάει η πολιτισμική φυσιογνωμία κάθε χώρας; Σε κάθε κοινωνία, ως γνωστόν, υπάρχουν διαφορετικά πολιτισμικά στοιχεία για την εκπαίδευση κάθε λαού και οι δομές και οι λειτουργίες κάθε εκπαιδευτικού συστήματος ποικίλουν. Οι διαφορές, για παράδειγμα, ανάμεσα σε συγκεντρωτικά και αποκεντρωτικά συστήματα, ανάμεσα σε εθνικά και ομοσπονδιακά είναι σημαντικές.

Η παραπάνω άποψη ενισχύεται και από το γεγονός ότι ακόμη και στην Ενωμένη Ευρώπη δεν υπάρχει κοινή Ευρωπαϊκή Εκπαιδευτική Πολιτική. Υπενθυμίζεται ότι στη συνθήκη της Ενωμένης Ευρώπης από το 1992 συμπεριλαμβάνεται και η εκπαίδευση, ωστόσο δεν κατέστη δυνατή ακόμη η διαμόρφωση κοινής Ευρωπαϊκής Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά η παγκοσμιοποίηση στην εκπαίδευση υπό την έννοια της παγκόσμιας εξομοίωσης και του εξισωτισμού σ’ όλο το φάσμα της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Τονίζεται ακόμη με έμφαση ότι και οι τάσεις διαμόρφωσης κρατικών συμμαχιών είναι αδύναμη και αντιφατική (Γρόλλιος 1999, σελ. 88-90).

Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς ότι και στην Ανώτατη Εκπαίδευση η παγκοσμιοποίηση υπό τη μορφή, με την οποία αναφέρεται, είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί να γίνει εφικτή. Πρόσφατες μελέτες υποστηρίζουν ότι οι πολιτικές για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση είναι εθνικά προσδιορισμένες (Yelland 2000, σελ. 297-298), κι ακόμη ότι τα πανεπιστήμια παραμένουν εθνικά ή περιφερειακά αλλά όχι διεθνή (Deem 2001, σελ. 18 / Γρόλιος 2001, σελ. 73-79)

Επίσης, άλλες μελέτες οι οποίες αναφέρονται σε διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα δείχνουν ότι το κράτος είναι υπεύθυνο για τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις (Mok 2000, σελ. 656-657), ελέγχει τις εκπαιδευτικές διαδικασίες (Vandenberghe  1999, σελ. 273-275), και παραμένει ρυθμιστής της κατάστασης της εκπαίδευσης παρά τις τάσεις αποκέντρωσης (Levievre 2000, σελ. 8-9).

Αν τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών συνδυαστούν με όσα αναφέραμε προηγουμένως θα καταλήγαμε στο συμπέρασμα ότι η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να διαμορφώνει τα εκπαιδευτικά συστήματα σ’ ένα σχήμα που θα τείνει να επιβληθεί παγκόσμια. Με άλλα λόγια μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον δεν θα μπορέσει η εκπαίδευση να αναπτύξει τα χαρακτηριστικά εκείνα των ατόμων που καθιστούν τη μοναδικότητα κάθε λαού.

Έχουμε τη γνώμη ότι στην εκπαίδευση παγκοσμιοποίηση σημαίνει κάθε εκπαιδευτική προσπάθεια, η οποία έχει ως στόχο την ενδυνάμωση του διεθνούς προσανατολισμού της γνώσης και της συμπεριφοράς. Η εκπαίδευση δηλαδή θα πρέπει να αποβλέπει στη δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής προσέγγισης, η οποία θα προωθεί την αναγνώριση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων των διάφορων λαών και θα διαμορφώνει ένα κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο τα άτομα θα μπορούν να συνυπάρχουν και να αποδέχονται με ευρύτερη ανεκτικότητα κάθε πολιτισμική διαφοροποίηση. Αυτό συνεπάγεται ότι η εκπαιδευτική πολιτική θα πρέπει να εξετάζεται σε διεθνές επίπεδο με στόχο την πολυμορφία και τη διαπολιτισμικότητα στο πλαίσιο της αυτονομίας και της ακαδημαϊκής ελευθερίας των ενδιαφερομένων φορέων της εκπαίδευσης.

Η διαπολιτισμική διάσταση στην εκπαίδευση υπονοεί την αλληλεπίδραση, την αμοιβαιότητα, την αλληλεγγύη, τη συνεργασία, την αναγνώριση και την αποδοχή των ατόμων και των ομάδων, του τρόπου με τον οποίο ενεργούν και της διαφοράς την οποία έχουν. Σύμφωνα με αυτά η διαπολιτισμική διάσταση δίνει σοβαρές προεκτάσεις στη διαδικασία της πολυπολιτισμικής προσέγγισης της παιδείας σε παγκόσμιο επίπεδο.

Είναι γενικά παραδεκτό ότι τα άτομα παγκόσμια προέρχονται από διαφορετικό κοινωνικο-πολιτισμικό περιβάλλον κατά συνέπεια εκτιμούν και ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο την πραγματικότητα. Με αυτή τη διαφορετικότητα θα πρέπει να μάθει να ζει ο σύγχρονος άνθρωπος σε μια κοινωνία με εμφανείς πολιτισμικές τάσεις. Αυτήν την προσέγγιση ο G. Holf την περιγράφει ως μια νέα μορφή συμβίωσης στην οποία «ξένες συνήθειες αναγνωρίζονται, η πολυγλωσσία θεωρείται αυτονόητη και επιδιώκεται η επαφή των ανθρώπων με διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο» (ΚανακίδουΠαπαγιάννη 1997, σελ. 22).

Ο ρόλος της εκπαίδευσης μέσα σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον υπ’ αυτήν την οπτική γωνία, αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την προώθηση μιας παιδείας της πολυμορφίας με διαπολιτισμικές διαστάσεις. Η δυναμική μιας τέτοιας παιδείας έχει ως στόχο «να αφυπνίσει και να καλλιεργήσει τη συνείδηση και τον αναστοχασμό για την κοινωνική πολυμορφία» (Γκόβαρη 2001, σελ. 79-80) και να αναχαιτίσει την τάση της παγκοσμιοποίησης για πολιτισμική εξομοίωση. Η διατήρηση εθνικής και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας κάθε λαού, θα πρέπει να παραμείνει βασική αρχή της παγκοσμιοποίησης, ο βασικός ρυθμιστής πράξεων και ενεργειών.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η παγκοσμιοποίηση δεν θα πρέπει να πάρει το χαρακτήρα του εξισωτισμού των πάντων και της ισοπεδωτικής ενσωμάτωσης ειδικότερα στο χώρο της εκπαίδευσης.

Για την Ελληνική Παιδεία πιστεύουμε ότι, πέρα από την παγκόσμια συνεργασία των λαών στο πλαίσιο της οικονομίας και της επιστήμης, θα πρέπει να διατηρήσει την καλλιέργεια των πολιτιστικών της χαρακτηριστικών (γλώσσα, κουλτούρα, παραδόσεις) και να προστατεύσει τις πολιτιστικές της ιδιαιτερότητες, οι οποίες την κάνουν μοναδική στην μακραίωνη πορεία της.

 

SUMMARY      

 

It is difficult to define globalization either in meaning or in content. However, globalization means the unification of humanity into an international community with an ample supply of materialistic and spiritual goods. Yet, some view it as a process that is beneficial to some while others are against it. Education plays an important role in globalization. Globalization means any possible effort leading to the strengthening of an international orientation towards knowledge and behavior. Specifically, education should aim towards the creation of a multicultural approach to life which should promote the right of all people all over the world to maintain their own cultural traits, and thus have access to the benefits of globalization.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Alain Mike, Η ευτυχής παγκοσμιοποίηση (μετ. Μ.Π. Ανδρικόπουλος), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1999.

Βεργόπουλος Κ., Παγκοσμιοποίηση. Η μεγάλη Χίμαιρα, εκδ. Νέα Σύνολα – Α.Α. Λιβάνης, Αθήνα 1999.

Γκόβαρης Χ., Εισαγωγή στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, Εκδ. Ατραπός, Αθήνα 2001.

Green A., Education, Globalization and the Nation State, London 1997.

Γρόλιος Γ., Ιδεολογία, Παιδαγωγική και Εκπαιδευτική Πολιτική. Λόγος και πράξη των ευρωπαϊκών προγραμμάτων για την εκπαίδευση, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1999.

Γρόλιος Γ. Παγκοσμιοποίηση και Εκπαίδευση, «Σύγχρονη Εκπαίδευση», τεύχ. 119, Ιούλιος – Αύγουστος 2001, σελ. 73-79.

Deem R., Globalization, new managerialism, academic capitalism and enterpreneurialism in universities: is the local dimension still important?, “Comparative Education”, vol. 37, No 1, 2001.

Hirst P., - Thompson G., Η παγκοσμιοποίηση σε αμφισβήτηση, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2000.

Κανακίδου Ε. – Παπαγιάννη Β., Διαπολιτισμική Αγωγή, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1997.

Levievre C., The French Model of the educator state, “Journal of Education Policy”, vol. 15, No 1, 2000.

Λύτρας Π., Παγκοσμιοποίηση, όραμα, χίμαιρα, κατάρα ή  εφιάλτης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2000.

Μάρκου Γ., Διαπολιτισμική Εκπαίδευση. Ελληνική και διεθνής εμπειρία, Κ.Ε.Δ.Α., Αθήνα 1997.

Mok K., Reflecting globalization effects on local policy, “Journal of Educational Policy”, vol. 15, No. 6, 2000.

Μπαμπινιώτης Γ., Η προσέγγιση της πολυγλώσσας, εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-4-2001.

Μπαμπινιώτης Γ., Παγκοσμιοποίηση ή διεθνοποίηση;, εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 3-6-2001.

Μπήτρου Γ.Κ., Παγκοσμιοποίηση και μύθοι, εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-3-2001, 1-4-2001.

Παπάς Α., Διαπολιτισμική Παιδαγωγική και Διδακτική, Αθήνα 1998.

Vandenberghe V., Combining and bureaucratic control in education: an answer to market bureaucratic failure?, “Comparative Education”, vol. 35, No. 3, 1999.

Yelland R., Supranational organizations and transnational education, “Higher Education in Europe”, vol. XXV, No. 3, 2000.