Η παγκοσμιοποίηση μέσα από τη διδακτική προσέγγιση

 του μαθήματος της ιστορίας στην ελληνική εκπαίδευση

 

 

Της Kωνσταντίνας Κουτρούμπα

Λέκτωρ του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου

 

 

 

Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται μια αυξανόμενη κινη­τικό­τητα και επικοινωνία σε διακρατικό επίπεδο, που σχετίζεται με τη συ­νεχή προσπάθεια της Διεθνούς Κοινότητας να αντιμετωπίσει, μέσω συνεργατικών διαδικασιών, πολυσύνθετα προβλήματα οικονο­μικής, κοινωνικής, πολιτικής, επιστημονικής και τεχνολογικής υφής, τα οποία αναφύονται μέσα από την καθημερινή δραστηριότητα και εξε­λικτική πορεία των λαών. Μέσα σε αυτό το πολυδιάστατο σκηνικό έχουν τα τελευταία χρόνια διαμορφωθεί δύο αντιφατικές πολιτισμικές τάσεις: Η πρώτη τάση εκφράζει την έντονη διάθεση των κρατών για οικουμενικότητα, για μείξη των πολιτισμών, μέσω της μετακίνησης ανθρώπινου δυναμικού και της ανταλλαγής υλικών και πνευματικών αγαθών. Η δεύτερη και πλέον πρόσφατη τάση, που ανακύπτει κυρίως από κοινωνικοπολιτιστικά αδιέξοδα, είναι αυτή που εκφράζει την ανάγκη για κατοχύρωση της εθνικής ταυτότητας και διαφορετικότη­τας μεταξύ των λαών και των πολιτισμών (Κανακίδου - Παπαγιάννη 1998:35). Την αρμονική και επιτυχή σύνθεση των δύο αυτών τάσεων έχουν αναλάβει να φέρουν εις πέρας τα εκπαιδευτικά συστήματα των χωρών της παγκόσμιας κοινότητας, τα οποία, λόγω του μορφωτικού και πολιτισμικού έργου που ασκούν στις τοπικές εθνικές κοινωνίες, είναι τα κατεξοχήν αρμόδια για μια τέτοια υπερεθνικής σημασίας προσπάθεια.

Η Ελληνική εκπαίδευση, προσαρμοσμένη στα διεθνή δεδο­μένα και αξιοποιώντας κατάλληλα τα διδακτικά αντικείμενα του σχο­λικού Αναλυτικού Προγράμματος, θέτει σήμερα ως πρωταρχικό της στόχο τη διαμόρφωση υπερεθνικής ιδεολογίας στη συνείδηση των Ελλήνων μαθητών παράλληλα με την καλλιέργεια και διατήρηση της παραδο­σιακής εθνικής ταυτότητας.

Η Ιστορία, ως ένα από τα κατεξοχήν ανθρωπιστικά διδακτικά αντικείμενα της σύγχρονης ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότη­τας, στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας έχει τη δυνατό­τητα: α. να επιδράσει αποφασιστικά στη διαμόρφωση μιας νέας υπε­ρεθνικής ιδεολογίας στη συνείδηση των Ελλήνων μαθητών, μέσω της προβολής και διάδοσης νέων υπε­ρεθνικών προτύπων και ιδανικών, και β. να διαμορφώσει μία ώριμη, απροκατάληπτη εθνική συνεί­δηση και ταυτόχρονα να ωθήσει συστηματικά τους νε­οέλληνες στην επισή­μανση και έγκαιρη συνειδητοποίηση των πιθα­νών κινδύνων, που συ­νεπάγεται η ένταξή τους μέσα στο νέο πολυ­σύνθετο πλέγμα της πο­λυπολιτισμικότητας των σύγχρονων κοινωνιών (Αντωνιάδης 1987, Αβδέλα 1994: 55 κ.ε).

 Εφόσον μέσα από τη διδακτική προσέγγιση της Ιστορίας επί αι­ώνες πραγματώνεται ο στόχος της καλλιέργειας της εθνικής συνείδη­σης των Ελλήνων, μέσω της ιδίας αυτής διαδικασίας και υπό το πρί­σμα των νέων κοινω­νικών και πολιτιστικών δεδομένων του 21ου αι­ώνα, είναι δυνατό να προβλη­θούν εξίσου επιτυχώς τα νέα υπερεθνικά πρό­τυπα και ιδανικά, χωρίς όμως την απαλοιφή των εθνικών συνεκτι­κών στοιχείων (Τουλιάτος 1994:161-192). Η εξέταση της ιστορικής αλή­θειας σε θέματα π.χ. Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, υπό το πρίσμα της αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και μέσω της συνειδητής καθοδήγησης του διδάσκο­ντος, μπορεί να εθίσει τους μαθητές σε μία νέα προσέγ­γιση του ιστορικού γίγνεσθαι. Η υπέρβαση τού αυστηρά τοπικιστικού πνεύματος κατά τη διδασκαλία της Ιστορίας έχει ως στόχο να οδηγή­σει σταδιακά τους μαθητές στην αναγνώριση εκ μέ­ρους τους των εν­δεχόμενων εθνικών λαθών του παρελθόντος, σε απα­λοιφή των εθνικι­στικών τάσεων και, εν τέλει, στη διαμόρφωση στά­σεων θετικών και απροκατάληπτων απέναντι στους άλλους λαούς.

Από την άλλη πλευρά, η μελέτη των διαφόρων φάσεων της ελ­ληνι­κής ιστορίας, από την αρχαιότητα μέχρι το πρόσφατο παρελθόν, βασι­σμένη όχι στο μονόλογο και τη στείρα απομνημόνευση γεγονό­των, αλλά στην κριτική μελέτη των ιστορικών πηγών και παραδειγμά­των (Macintosh 1987:183-219), αποβλέπει στο να κατανοήσει ο νεο­έλλη­νας μαθητής ότι ο Ελληνισμός έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση του σύγ­χρονου ευρωπαϊκού και παγκόσμιου πολιτιστι­κού οικοδομή­ματος. Η διαχρονική του παρουσία κατά την εξέλιξη διαφορετικών περιόδων της ευρωπαϊκής ιστορίας, και ειδικότερα της Αρχαίας Ελλη­νικής, της Ρωμαϊκής, της Βυζαντινής, της Αναγέννη­σης, της Μεταρ­ρύθμισης καθώς και του Ευρωπαϊκού και Νεοελληνι­κού Διαφωτι­σμού, πολύ συχνά επηρέασε ποικιλοτρόπως στοιχεία της κουλτούρας και του πο­λιτισμού άλλων λαών, όπως για παράδειγμα τη νομοθεσία, τη στρα­τιωτική οργάνωση, την παιδεία, τη θρησκεία κ.ά. Βέβαια, δεν ήταν λί­γες οι περιπτώσεις, όπου και ο Ελληνισμός, με τη σειρά του, επηρεά­σθηκε και υιοθέτησε στοιχεία άλλων πολιτισμών, προσαρμό­ζοντάς τα στην ελληνική κουλτούρα. Μέσω της παραπάνω διαδικα­σίας, λοιπόν, ο μαθητής θα συνειδητοποιήσει αφενός μεν ότι ο Ελληνισμός έχει ιδιαίτερη αξία αφετέρου δε ότι η ανταλλαγή πολιτι­στικών στοιχείων ανάμεσα στους λαούς αποτελεί διαχρονικό φαινό­μενο, που περισσό­τερο ωφέλησε παρά έβλαψε την ανθρωπότητα στην ιστορική της πο­ρεία. (Γλύκατζη-Αρβελέρ 1994:23 κ.ε.). Αξίζει δε να σημειωθεί σχετικά με την εξέλιξη της σκοποθεσίας του μαθήματος της Ιστορίας ότι ήδη από το 1931 λαμβάνουν χώρα οι πρώτες ουσια­στικές αλλαγές στις διδακτι­κές τά­σεις του εν λόγω μαθήματος: Για πρώτη φορά οι μαθητές κα­λούνται να εξοικειωθούν σταδιακά με την ιδέα της εξέλιξης του Ελ­ληνικού και Ευρωπαϊκού πολιτισμού, τη θέση και το ρόλο της Ελλά­δας στην τότε διεθνή πραγματικότητα, αλλά και τις πολιτισμικές αλ­ληλεπιδρά­σεις που σημειώθηκαν κατά το παρελθόν μεταξύ των Ελλή­νων και των υπολοίπων λαών, με τους οποίους η Ελ­λάδα ήλθε σε επαφή (Κούρνιας 1974:39-40). Από το 1931 και εξής παρατηρούμε ότι βαθ­μιαία κάθε νέο Διάταγμα σχετικά με την αναμόρφωση της σκοπο­θε­σίας του διδακτικού αντικείμενου της Ιστορίας δίνει όλο και μεγα­λύ­τερη έμ­φαση στη διδασκαλία και μελέτη ενοτήτων, που άπτο­νται της ιστο­ρίας της παγκόσμιας τέχνης και του πολιτισμού, με απώτερο στόχο να καταπολεμηθεί το ακραίο εθνικιστικό πνεύμα και ταυτό­χρονα να καλλιεργηθεί η διάθεση για διεθνή αλληλοκατανόηση και συνεργα­σία. Ιδιαίτερα μάλιστα από το 1977 και εξής, βάσει του Προ­εδρικού Διατάγματος 831, στα νέα Ανα­λυτικά Προγράμματα δίνεται ακόμη με­γαλύτερη έμφαση στην ανα­γκαιότητα να συνειδητοποιήσουν οι μαθη­τές όλων των βαθμίδων εκ­παίδευσης, μέσα από συγκεκριμένα ιστο­ρικά παραδείγματα, ότι ο πο­λιτισμός είναι το αποτέλεσμα μιας μα­κραίωνης συλλογικής και υπε­ρεθνικής προσπάθειας του ανθρώπι­νου είδους και ότι ο κάθε λαός έχει προσφέρει τη δική του ψηφίδα στο οι­κοδόμημα του πολιτισμού του πλανήτη μας (Πάλλα 1989:84 κ.ε.). Ωστόσο, η συστημα­τική ανα­προ­σαρμογή των γενικότερων σκο­ποθεσιών, αλλά κυρίως των ειδικό­τε­ρων στοχοθεσιών της διδακτικής της Ιστορίας, παρουσιάζεται ως απαραίτητη, προκειμένου αυ­τές να συμβαδί­ζουν με τις ευρύτερες προοπτικές πολιτιστικής επικοι­νωνίας και αλ­ληλεξάρτησης, χωρίς παράλληλα να υποτιμάται ο εθνι­κός χα­ρακτή­ρας και σκοπός του μα­θήματος.

Επιπλέον, ο τρόπος συγγραφής των σύγχρο­νων σχολικών εγ­χει­ριδίων Ιστορίας αποτελεί ένα σο­βαρό θέμα, που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής και μελέτης. Η ωραιοποί­ηση της εθνικής μας ιστορικής δράσης, η αποσιώπηση των αδυνά­των ή αρνητικών της στοιχείων και ο πα­ράλληλος υπερτονισμός των μελανών σημείων της ιστορικής δράσης άλλων λαών, προς χάριν της καλλιέργειας και τόνωσης του εθνικού συναισθήματος, κάθε άλλο παρά ωθεί το μαθητή στην αντι­κειμενική κρίση και στην καλλιέργεια διάθεσης συνεργασίας με τους άλλους λαούς. Εδώ, επομένως, τίθεται το θέμα της έκτασης, που πρέ­πει να κατέχει στα νέα σχολικά εγχει­ρίδια και, ακολούθως, στη δι­δα­κτική πράξη, η μελέτη της ιστορικής δράσης των άλλων λαών και ιδιαίτερα εκεί­νων, με τους οποίους η Ελ­λάδα κατά το παρελθόν ήρθε σε κάποια μορφή σύγκρουσης. Είναι βέ­βαια απόλυτα θεμιτό και σα­φές ότι ο κάθε λαός, κατά τη συγγραφή των διδακτικών εγχειριδίων Ιστορίας, οφείλει να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα και έκταση στη δική του ιστο­ρία και μικρότερη στων άλλων λαών (Άχλης 1993:92-112). Αποφασιστικό ρόλο δύναται να παίξει στο σημείο αυτό η μέθο­δος και κυρίως οι μορφές παροχής του διδακτικού υλικού. Στα πλαί­σια της παραδοσιακής διδασκαλίας της Ιστορίας, η μετάδοση του δι­δακτικού υλικού ελάμβανε χώρα με τη μορφή της διάλεξης. Η μονό­πλευρη με­τάδοση της ιστορικής γνώσης από το διδάσκοντα και η αποστήθιση αυτής από το μαθητή περιόριζε στο ελάχι­στο την ανά­πτυξη των νοη­τικών και γνωστικών ικανοτήτων του τε­λευταίου. Επί­σης, κατά την ίδια αυτή μέθοδο διδασκαλίας, η ιστο­ρική γνώση αντλούνταν από το προκαθορισμένο διδακτικό εγχειρίδιο, το οποίο ήταν συνήθως πενι­χρό ως προς τον αριθμό πηγών και ενδεικτι­κής μόνο βι­βλιογραφίας. Κατά συ­νέπεια, η ερμηνεία των ιστορικών γεγο­νότων επαφίονταν στην υπο­κειμενική άποψη του διδάσκοντος (Παπα­κων­σταντίνου 1988:41-45). Οι σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις στα­διακά οδή­γησαν στη διαμόρφωση πιο εξελιγμένων μεθόδων προ­σέγγι­σης του ιστορικού υλικού, υπό το πρίσμα βέβαια των νέων κοι­νωνι­κών εξελί­ξεων. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές παρατηρείται, σε πρώτη φάση, μία έντονη τάση άμβλυνσης της προβολής και απομνη­μόνευ­σης των πο­λεμικών γεγονότων, μέσω της αναζήτησης των αφορμών, των αιτιών και των συνεπειών τους. Ταυτό­χρονα, προβάλ­λεται η συστη­ματική ενθάρρυνση των μαθητών για έρευνα και ερμη­νεία των πολι­τικών, κοινωνικών και πολιτιστικών εξελίξεων του πα­ρελθόντος με τρόπο ‘αναλογικό’, ώστε, μέσα από την κριτική με­λέτη του παρελθό­ντος, τα παιδιά, σύμφωνα πάντα με τις ηλικιακές τους δυ­νατότητες, να αναζη­τούν κοινά στοιχεία, που να συνθέτουν και ενδε­χόμενα να ερ­μηνεύ­ουν πιο σύγχρονα εθνικά ή πα­γκόσμια γεγονότα (Rogers 1987:3-21). H μέθοδος της «μαιευτικής» κατά τη διδακτική προσέγγιση του γνω­στικού αντικειμένου της Ιστορίας, δηλαδή η δια­τύπωση ερωτή­σεων, με τις οποίες ο διδάσκων καθοδηγεί σταδιακά τους μαθητές στην ανα­ζήτηση της ιστορικής αλήθειας, μπορεί σε ση­μαντικό βαθμό όχι μόνο να αποσοβήσει τον κίνδυνο της στείρας απο­στήθισης, αλλά και να αποτρέψει την εκδήλωση αδιαφορίας από τη μεριά του μαθητή (Ward 1971). Η σταδιακή οικείωση του μαθητή με την κρι­τική με­λέτη των ιστορικών πηγών, αλλά και την εκτενέστερη βιβλιο­γραφία, σχετικά με την εξέταση συγκεκριμένου κάθε φορά ιστο­ρικού γεγονό­τος, υπό τη σαφή καθοδήγηση του διδάσκοντος και με προϋπό­θεση το αβίαστο ενδιαφέρον του μαθητή, σίγουρα επιφέρει ιδιαίτερα θετικά αποτελέ­σματα από παιδαγωγικής πλευράς. Η συγκε­κριμένη διαδικα­σία, βέ­βαια, απαιτεί άνεση χρόνου, ωριμότητα και θέ­ληση από την πλευρά του μαθητή, αλλά και μια αρκετά επίμοχθη και χρονο­βόρα προετοι­μασία από τη μεριά του καθηγητή της Ιστορίας. Ακόμα και η μερική, έστω, ενασχόληση των μαθητών με τη μελέτη ποικιλό­μορφων πηγών, συχνά δε αντικρουόμενων μεταξύ τους, θεω­ρείται ευ­εργετική, διότι ως διαδικασία μελέτης ωθεί τα παιδιά, των μεγαλύτε­ρων συνή­θως βαθμίδων, στην εξαγωγή προσωπικών συμπε­ρασμάτων, σε έλεγχο της αντικειμενικότητας και της ορθότητας των απόψεων, που καταγράφο­νται στα διδακτικά τους εγχειρίδια, αλλά και στη γέ­νεση προβληματι­σμού σχετικά με την ερμηνεία των ιστορι­κών γεγο­νότων (Dickinson 1981:1-20). Βέβαια, η ενθάρρυνση για κριτική μελέτη των πηγών σε συνδυα­σμό με την περιορισμένη έκ­φραση υποκειμενι­κών ερμηνειών εκ μέ­ρους του διδάσκοντος ή των σχολικών εγχειρι­δίων, καθώς και η απροκατάληπτη έκφραση αξιολο­γικών κρίσεων, δεν θα πρέπει σε κα­μία περίπτωση να λειτουργήσει ανασταλτικά ως προς την ενδυνά­μωση της εθνικής συνείδησης των μαθητών. Ιστορικά παραδείγματα, από τα οποία αποδεικνύεται ότι η Ελλάδα αντιμετώπισε οξύτατους κινδύνους εθνικής διάσπασης ή προβλήματα εθνικής ύπαρξης και ανεξαρτησίας, δεν θα πρέπει να παρασιωπώνται. Αντίθετα, το γεγονός ότι, παρά τις πολλαπλές αντιξοότητες, που αντι­μετώπισε, κατάφερε να επιβιώσει ως έθνος, και σταδιακά να ενδυνα­μωθεί, αποδεικνύει ότι το έθνος αυτό διέθετε πολύ ισχυρούς συνεκτι­κούς κρίκους, όπως αυτούς της γλώσσας, του κοινού ιστορικού πα­ρελθόντος, της κοινής καταγω­γής, της παράδοσης και της θρησκευτι­κής συνείδησης, ακόμα και της ιδιαίτε­ρης γεωγραφικής διαμόρφωσης του ελλαδικού χώρου (Ander­son 1991:141 κ.ε.). Άλλωστε, ο ένας από τους δύο  βασι­κούς ρόλους, που καλείται να διαδραματίσει η Ιστορία ως μάθημα του ελληνικού σχολικού προγράμματος, είναι ακριβώς η διαμόρφωση και παγίωση της εθνικής ταυτότητας των νέων, η οποία θα λειτουργήσει ως φραγ­μός έναντι των ποικίλων κινδύνων, που εν­δέχεται να αντιμε­τωπίσει η Ελλάδα, ως ένα μικρό έθνος, στα πλαίσια μιας παγκοσμιοποιη­μένης κοινωνίας. Η συνείδηση των μελών μιας κοινότητας ότι συν­δέονται μεταξύ τους με κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, που διαφορο­ποιούν σε τελική ανάλυση την κοινότητα αυτή από τα υπό­λοιπα έθνη του κόσμου, αλλά και η συνειδητή προσπάθεια εκ μέρους τους να διατηρούν αυτές τις ιδιαιτερότητές τους ανέπαφες στο πέρας του χρό­νου, όχι απλώς επι­τρέπεται, αλλά απαιτείται εν όψει της προο­πτικής μιας ενοποιημέ­νης, τεράστιας κοινωνίας εθνών. Αν όμως, υπό το πα­ραπάνω πρίσμα, η διαμόρφωση εθνικής ιδεολογίας δύναται να δια­σφαλίσει την εθνική συνοχή ενός έθνους, η ακραία προσήλωση στην ιδέα και την αξία του εθνικού συμφέροντος, δίχως σεβασμό των ιδιαι­τεροτήτων των υπο­λοίπων εθνικών συνόλων, μπορεί να μετατρέ­ψει αυτόματα την εθνική ιδεολογία ενός λαού σε εθνικιστική. Εφόσον δε ο εθνικισμός ως ιδεο­λογία έχει τη δυνατότητα να μεταπλάθει τις συ­νειδήσεις, μετατρέπο­ντας τα ταπεινωμένα ή μειονοτικά συναισθή­ματα ενός λαού σε οργή και μίσος για κάθε ξενική επιρροή, καταργεί αυτό­ματα κάθε έννοια αλληλοσεβασμού και ισότιμης συνεργασίας μεταξύ των εθνών (Μι­χαήλ 1992, Καλλιβρετάκης 1994:38-52).

Η Ιστορία ως διδακτικό αντικείμενο καλείται και έχει τη δυνατό­τητα να συντελέσει στη διαμόρφωση υγιών και ισορροπημένων συ­νειδήσεων, έτσι ώστε ο Έλληνας μαθητής αφενός μεν να μάθει να εν­στερνίζεται τα πολιτι­στικά πρότυπα και τις ιστορικές ιδιομορφίες των άλλων λαών, αφετέ­ρου δε να είναι σε θέση να διατηρεί ανέπαφη την εθνική του συνεί­δηση και ιδεολογία μπροστά στην άμεση πρόκληση του σύγχρονου φαινομένου της παγκοσμιοποίησης (Samuel 1990:75-79). 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αβδέλα, Έ. (1994). Ιστορία και Σχολείο. Θεσσα­λονίκη: Α.Π.Θ.

Anderson, B. (1991). Imagined Communities: Reflections on the Ori­gin and Spread of Nationalism. New York: Verso.

Αντωνιάδης, Λ. (1987). Η Διδακτική της Ιστορίας: Από τη Θε­ωρία στην Πράξη. Λευκωσία:  Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου.

Άχλης, Ν. (1993). “Τα Σχο­λικά Βιβλία της Ιστορίας και η Εκπαί­δευση για την Ειρήνη”. Νέα Παιδεία, 65: 92-112.

Γλύκατζη-Αρβελέρ, Ε. (1994). Η Ιστορία και η Ιστοριογραφία ως Βα­σικά Μαθήματα Πο­λιτισμού. Αθήνα:  Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν.

Dickinson, Κ. Α., Gard, Α. & Lee, J. P. (1981). “Evidence in History and the Classroom”. In: A. K. Dickinson & P. J. Lee (eds). History Teaching and Historical Understanding, pp. 1-20, London: Heine­mann.

Καλλιβρετάκης, Φ. Λ. (1994). “Το Eθνοπολιτισμικό Φαινόμενο στην Εποχή μας”. Στο: Εθνική Συνείδηση και Ιστορική Παιδεία, Σεμινά­ριο 17, σ. 38-52. Αθήνα: Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων.

Κανακίδου, Ε., Παπαγιάννη, Β. (1998). Διαπολιτισμική Αγωγή. Έκ­δοση 2η. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Κούρνιας, Ι. Κ. (1974). Προγράμματα Μέσης Εκπαί­δευσης. Τόμ. Β΄. Αθήναι.

Macintosh, H. (1987). “Testing Skills in History”. In: Christopher Portal (ed.). The History Curriculum for Teachers, pp. 183-219, London: The Falmer Press.

Μιχαήλ, Δ. (1992). Έθνος, Εθνικισμός και Εθνική Συνείδηση: Μια Αν­θρωπολογική Προσέγγιση. Αθήνα: Λεβιάθαν.

Πάλλα, Μ.(1989). Σχολική Ιστορία και Ιστορική Μνήμη στη Μέση Εκ­παίδευση: Από τα Αναλυτικά Προγράμματα και τα Εγχειρίδια στην Ιστορική Συνείδηση των Μαθητών. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νε­ολαίας. Θεσσαλονίκη: Γε­νική Γραμ­ματεία Νέας Γενιάς.

Παπα­κωνσταντίνου, Θ. (1988). “Παιδαγωγικά Ερωτήματα σχετικά με το Μάθημα της Ιστορίας”. Στο: Η Διδασκαλία της Ιστορίας στη Μέ­ση Εκπαίδευση, σ. 41-45. Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελ­ληνι­σμού.

Rogers, P. (1987). “History-The Past as a Frame of Reference”. In: Christopher Portal (ed.). The History Curriculum for Teachers, pp. 3-21. London: The Falmer Press.

Samuel, R. (1990). “History, the Nation and the Schools. Introduc­tion”. History Workshop, 30: 75-79. 

Τουλιάτος, Σ. (1994). “Μεθοδολογικά Προβλήματα Προσέγγισης των Εννοιών ‘Έθνος’ και ‘Εθνική Συνείδηση’ στην Παγκόσμια Ιστορία και τα Εγχειρίδια της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης”. Στο: Εθνική Συνείδηση και Ιστορική Παιδεία. Σεμινάριο 17, σ. 161-192. Αθήνα: Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων.

Ward, L. P. (1971). Discussion on Teaching: Elements of Historical Thinking. Washington: American Historical Association.

 

 

 

 

 

 

 

ABSTRACT

At the prospect of progressing globalization, national educational systems have to readjust their Curricula in order to meet the needs of a new era. History teaching provides an excellent opportunity; it is the school subject that can efficiently develop not only Greek students’ national consciousness but also a superior supranational one, meeting the complicated aims of modern Education. This paper examines the contribution of History teaching to the achieving of the abovemen­tioned goals. The discussion leads to the conclusion that History teaching reduces chauvinism and national bigotry by strengthening the feelings of peoples’ fraternization and peaceful co-existence.