Νέες ικανότητες για τη μετάβαση των νέων από το σχολείο στο χώρο της εργασίας

στα πλαίσια των σύγχρονων κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων:

μια πρόκληση για την αγωγή και την εκπαίδευση

 

 

Του Σπύρου Κρίβα

Αναπληρωτή Καθηγητή

του Πανεπιστημίου Πατρών

 

 

1. Εισαγωγή

 

Πριν προβώ στην επιμέρους ανάλυση του θέματός μου θα ήθελα να  καταστήσω σαφή τη δομή και το πλαίσιο, μέσα στα οποία αυτή θα κινηθεί. Θεωρώ ότι δεν είναι δυνατό σήμερα να ομιλούμε για τη μετάβαση από το εκπαιδευτικό σύστημα στο χώρο της εργασίας, για θέματα σταδιοδρομίας και να αναζητούμε τις αναγκαίες ικανότητες και δεξιότητες για το νέο ως μελλοντικό εργατικό δυναμικό, χωρίς να εξετάζουμε το κοινωνικό πλαίσιο και τις πραγματοποιούμενες αλλαγές μέσα σε αυτό , εντός του οποίου θα υλοποιηθούν τα παραπάνω αναφερόμενα θέματα.. Μια τέτοια προσέγγιση εκτιμώ ότι  θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την αναγκαιότητα ανάδυσης των προαναφερόμενων ικανοτήτων, να  τις  εντοπίσουμε και να  τις κατονομάσουμε και τέλος να εκτιμήσουμε την επάρκεια και την αναγκαιότητά τους για την διαμόρφωση της σταδιοδρομίας των νέων και την  είσοδό τους στον κόσμο  της εργασίας.

Προφανώς δεν είναι δυνατόν να γίνει μια συστηματική ανάλυση αυτού του πλαισίου στο χρονικό εύρος μιας εισήγησης. Θα επιχειρήσω όμως μια συνοπτική ανατομία τριών, βασικών κατά τη γνώμη μου διαστάσεων αυτών των εξελίξεων, ικανών όμως να αναδείξουν το περιεχόμενο, την αναγκαιότητα της απόκτησης συγκεκριμένων ικανοτήτων, αλλά και την κατεύθυνσή τους. Οι διαστάσεις αυτές  είναι: α. Η διαφοροποίηση του εννοιολογικού πλαισίου αντίληψης της ζωής, του κόσμου και του εαυτού μας στο τέλος του αιώνα, που πέρασε και στις αρχές του καινούργιου, και το οποίο συνδέεται με κοινωνικοοικονομικές διαφοροποιήσεις , β. Η μετάβαση από τη βιομηχανική κοινωνία  στην κοινωνία της γνώσης, της πληροφορίας ,της επικινδυνότητας και της αβεβαιότητας,  και γ. Η παγκοσμιοποίηση.

 

Α. Η διαφοροποίηση του εννοιολογικού πλαισίου αντίληψης της ζωής

Mέχρι το τέλος του 19ου  αιώνα επικρατούσε  η μηχανιστική ερμηνεία του κόσμου, όπως αυτή προήλθε από τις  επιστημονικές απόψεις του Francis Bacon, που μέσα από το causa formalis αναζητούσε το ασφαλές υπόδειγμα  της ερμηνείας του κόσμου και των διαδικασιών στη φύση  και στη συνέχεια κορυφώθηκε  από την μηχανιστική αντίληψη για το σύμπαν  του Καρτέσιου και του Νεύτωνα Η μηχανιστική αντίληψη για την επιστήμη έδινε μεγαλύτερη σημασία στη σταθερότητα, στην τάξη, στην ομοιομορφία και την ισορροπία. Την απασχολούσαν κυρίως τα κλειστά συστήματα και οι γραμμικές σχέσεις, όπου μικρές εισροές αποδίδουν κατά κανόνα μικρά αποτελέσματα. Η επιστημονική γνώση όμως, γενικότερα η επιστήμη δεν είναι μια ανεξάρτητη μεταβλητή. Είναι μάλλον ένα ανοικτό σύστημα, συνδεδεμένο με την κοινωνία με πολλά κυκλώματα ανάδρασης, έτσι ώστε η ανάπτυξή της διαμορφώνεται από την κοινωνική αποδοχή των ιδεών της. Με άλλα λόγια οι ιδέες αυτές αντικατοπτρίζονται στην κοινωνική συμβίωση και επηρεάζουν και άλλους επιστημονικούς χώρους και τομείς ζωής. Αυτό σημαίνει ότι η παραπάνω αναφερόμενη μηχανιστική αντίληψη της επιστήμης επέδρασε στη διαμόρφωση ενός συστήματος ιδεών. Αυτές απεικόνιζαν ένα κόσμο σε κοινωνικό επίπεδο, όπου κάθε περιστατικό είχε καθοριστεί από κάποιες αρχικές συνθήκες, που κι αυτές ήταν πάλι δυνατόν, σε ένα βαθμό τουλάχιστον, να καθοριστούν με ακρίβεια διαμορφώνοντας συγχρόνως  μια ανάλογη στατική και αιτιοκρατική αντίληψη για τη ζωή και τον άνθρωπο.

Από το 1920 αρχίζουν έντονα να καταγράφονται αμφισβητήσεις σε επιστημολογικό και γνωστικό επίπεδο των  αιτιοκρατικών, μηχανιστικών  σχέσεων και βεβαιοτήτων στο χώρο των φυσικών επιστημών. Παρερχομένου του χρόνου απόψεις προερχόμενες από τη θεωρία της σχετικότητας του Einstein, την κβαντική θεωρία, τη θεωρία των μη-γραμμικών συστημάτων, τη θεωρία της αβεβαιότητας με τον Heisenberg και τους υποστηρικτές του, αμφισβητούν το μηχανιστικό παράδειγμα στη φυσική, που απαιτεί πάγιους νόμους, κανόνες και ασφαλείς ερμηνείες με ευδιάκριτο το αποδεικτικό στοιχείο.   Οι νέες αντιλήψεις στη φυσική, στοιχειοθετούν ένα νέο επιστημολογικό παράδειγμα, όπου η ιδέα των  παγκόσμιων νόμων που κυβερνάνε τη φύση αιτιοκρατικά, υποκαθίσταται από την ιδέα των νόμων της αλληλεπίδρασης. Εγκαθιδρύεται σιγά –σιγά στις νεώτερες φυσικές επιστήμες η ολιστική και οικολογική άποψη και η αντίληψη για ένα κόσμο του «γίγνεσθαι» με αυτοοργανούμενες δομές . ( Prigogine, 1997).

Οι αντιλήψεις αυτές, ανάλογα με τις προηγούμενες , θα επηρεάσουν από τις  πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. πιο δειλά και αργότερα εντονότερα  την επικρατούσα μέχρι τότε,  μηχανιστική αντίληψη για την επιστήμη και τη ζωή, όπως αυτό καταγράφεται στο στοχασμό μεταμοντέρνων διανοητών όπως π.χ. ο Foucault, o Rorty κ.α. Περνάμε με άλλα λόγια σε ένα κοινωνικό παράδειγμα της μεταμοντέρνας εποχής, στο πλαίσιο του οποίου οι αιτιοκρατικές βεβαιότητες εγκαταλείπονται και αναδύονται  η πολυπλοκότητα και η αλληλεπίδραση, αλλά και το τέλος της βεβαιότητας.. Συγχρόνως, όπως παρατηρεί ο Norbert Elias στη σημερινή μεταβιομηχανική κοινωνία διαμορφώνεται η αντίληψη, η οποία αναγνωρίζει το άτομο ως υπεύθυνο και αυτόνομο, ικανό να διαμορφώνει ως αυτοποιητικό σύστημα τη δική του πραγματικότητα μέσα από αλληλεπιδράσεις και απρόοπτες, μη αιτιοκρατικά καθοριζόμενες σχέσεις μπροστά στην καθημερινή και μελλοντική αβεβαιότητα. ( Elias, 1976).

 

Β. Η μετάβαση από την βιομηχανική κοινωνία στη κοινωνία της γνώσης, της πληροφόρησης, της επικινδυνότητας και της αβεβαιότητας.

 

Έχει γίνει ευρέως κατανοητό ότι τις τελευταίες δεκαετίες λόγω των ραγδαίων κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων και των συνακόλουθων επιπτώσεων από την  επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη και τη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς βιώνουμε ραγδαίες διαφοροποιήσεις σε πλανητικό πλέον επίπεδο. Από τη μια μεριά καταγράφονται διαδικασίες και διεργασίες που αποβαίνουν συνεχώς αδιαφανείς και παρέχουν δυσκολίες στη διαχείρισή τους. Αβεβαιότητα, αμφιβολία  και ανασφάλεια  καταγράφονται στην κοινωνική συμβίωση, έτσι ώστε δικαιολογημένα οι κοινωνιολόγοι  Beck και Giddens να ομιλούν για την ανάδυση της «κοινωνίας της επικινδυνότητας» (risk society) ως ένα νέο κοινωνικό παράδειγμα και μάλιστα ως αναμενόμενο αποτέλεσμα των διαδικασιών εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης. Ο Beck στο σημείο αυτό λέει: « Στις αναπτυγμένες βιομηχανικές κοινωνίες συνοδοιπορεί η κοινωνική παραγωγή πλούτου με την κοινωνική παραγωγή κινδύνων. Αντίστοιχα φαίνεται να υποτιμούνται τα ζητήματα κατανομής του πλούτου και των κοινωνικών αγαθών ως και οι συγκρούσεις από τις ελλείψεις μπροστά στα προβλήματα,  τα οποία προέρχονται από τους παραγόμενους από τη σύγχρονη επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη κινδύνους» (Beck, 1994).

Στα πλαίσια αυτού του παραδείγματος  διακρίνει κανείς ευκρινώς ταχείες διαδικασίες τεχνολογικού εξορθολογισμού και αλλαγών στην εργασία και την οργάνωση, αλλά και άλλα θέματα ως διακριτά στοιχεία του νέου παραδείγματος, όπως π.χ. διαφοροποιήσεις και αβεβαιότητα στις κοινωνικές και εργασιακές σχέσεις, στις “βιογραφίες” των ατόμων, στο τρόπο ζωής, στην αντίληψη της πραγματικότητας, τις εκμεταλλευτικές σχέσεις με τη φύση και την όξυνση των οικολογικών προβλημάτων. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την οποιασδήποτε μορφής κοινωνική παθογένεια, τις διαδικασίες και καταστάσεις κοινωνικού αποκλεισμού, την πολυπολιτισμικότητα και ίσως και άλλα.

Από την άλλη μεριά πραγματώνεται στο εσωτερικό των δυτικών κυρίως κοινωνιών ένας μετασχηματισμός από τη βιομηχανική κοινωνία στη κοινωνία της γνώσης. Όπως ορθά παρατηρεί ο Drucker “ στην κοινωνία της γνώσης” το εκπαιδευμένο άτομο αποτελεί το έμβλημα και το σύμβολο της κοινωνίας. Εάν κατά τον μεσαίωνα ο φεουδαρχικός ιππότης ήταν το σαφέστερο σύμβολο της κοινωνίας και ο αστός στις περιόδους ανάπτυξης του καπιταλισμού, το μορφωμένο άτομο, το εκπαιδευμένο άτομο θα είναι ο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της μετακαπιταλιστικής κοινωνίας, στην οποία η γνώση αποτελεί κεντρική πηγή ανάπτυξης ( Drucker, 1991).

Σημαντικό στοιχείο στα πλαίσια των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων είναι η αύξηση της  κοινωνικής και εργασιακής αβεβαιότητας.  Σε διεθνές επίπεδο και ειδικότερα στις αναπτυγμένες χώρες με αντίκτυπο και επιδράσεις και σε άλλες αναπτυσσόμενες και υπό ανάπτυξη χώρες, όπως και στη πατρίδα μας με τις επιμέρους  βέβαια ιδιαιτερότητες, εμφανίζεται  κατά την μεταπολεμική περίοδο μια ραγδαία αύξηση της συμμετοχής των υπηρεσιών στο σύνολο της οικονομίας , ενώ μειώνεται ο αγροτικός  τομέας, η βιομηχανία και οι κατασκευές. Για τους εργαζόμενους η μετάβαση από μία οικονομία  που κυριαρχούσε η βιομηχανική παραγωγή σε μια οικονομία με κυρίαρχο των τομέα των υπηρεσιών σημαίνει – πέρα από άλλες ανακατατάξεις- διαδικασίες «ευελιξίας» (flexibilisation) στον εργασιακό χώρο, της οποίας δύο κοινά χαρακτηριστικά είναι η «απεξειδίκευση» ( despecialisation) της εργασίας , που συνδέεται με την απασχολησιμότητα (employability)  των εργαζομένων, δηλ. την ικανότητά τους να εργάζονται σε περισσότερο από μια και μοναδική εργασιακή θέση, και η «ευελιξία»  εντός του εργασιακού οργανισμού ως προς την οργάνωση και τις ώρες εργασίας.  Όλα αυτά  έχουν ως επακόλουθο οι διάφοροι εργασιακοί οργανισμοί, είτε δημόσιοι είτε ιδιωτικοί  να τείνουν συνεχώς στη μείωση  του αριθμού των  εργαζόμενων με μόνιμη θέση  ως ο πυρήνας των απασχολουμένων ( core workers), ενώ οι υπόλοιποι  ανήκουν στην “περιφέρεια” ευέλικτων εργασιακών συμβάσεων και “περιφερειακών” συμβολαίων ( contractual periphery), σύμφωνα με σχετική έκφραση  σε έρευνα  του  Atkinson . Έχουμε δηλ. μια οπισθοχώρηση της έννοιας της εργασίας εφ’ όρου ζωής  με αυξανόμενη την τάση ευέλικτων εργασιακών σχέσεων (Attkinson, 1984: 28-31, Κατσανέβας, 1998: 18-26, Αγγελίδης, 1998: 117-120, ΕΣΥΕ, 1998 ).

Η απεξειδίκευση, προκαλεί  εργασιακή αβεβαιότητα σε ένα μεγάλο τμήμα εργαζομένων. Μέχρι πρόσφατα οι περισσότεροι εργαζόμενοι είχαν μια οροθετημένη περιγραφή της εργασίας τους και των καθηκόντων τους , που εξειδίκευε τις προσδοκίες της εργοδοσίας από αυτούς. Σήμερα η έννοια της συγκεκριμένης εργασίας και θέσης  μέσα στον εργασιακό οργανισμό χάνει το παραδοσιακό της νόημα, γιατί αντικαθίσταται από συνεργασίες στη μορφή εργασιακών δικτύων που διαμορφώνουν και υλοποιούν ένα πρόγραμμα  (project).

 

 

Γ. Η παγκοσμιοποίηση

 

Πολλοί ισχυρίζονται ότι  η «παγκοσμιοποίηση» μαζί με την «τεχνολογική ανάπτυξη», αποτελούν  βασική προουπόθεση των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων. Δεν θα διαφωνήσω τελείως μαζί τους, γιατί το φαινόμενο καταγράφεται ως μία πραγματικότητα ,τουλάχιστον από το 1970-1990. Αποτελεί όντως μία δομική αλλαγή σε κοινωνικοοικονομικό επίπεδο και δεν είναι απλά μια συγκυρία. Θα  διαφωνήσω όμως με την αντίληψη που έχουν κάποιοι για την παγκοσμιοποίηση ως οικονομικό κυρίως φαινόμενο ότι είναι ένα αναπόφευκτα νομοτελειακό μόρφωμα, μία κατάσταση μη αναστρέψιμη. Διευρύνεται με χαρακτηριστικά επικράτησης η αντίληψη, υιοθετούμενη και  από διεθνείς οργανισμούς ( όπως π.χ. Διεθνές Ταμείο, Παγκόσμ. Οργανισμός Εμπορίου κλπ), σύμφωνα με την οποία η παγκοσμιοποίηση είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα τεχνολογικών και οικονομικών αλλαγών, που απαιτούν το άνοιγμα των αγορών, την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίων. Επιπλέον, η αντίληψη αυτή υποστηρίζει ότι η παγκοσμιοποίηση ωφελεί όλους, εφόσον ωθεί στην ανάπτυξη ενός υγιούς ανταγωνισμού, ο οποίος με τη σειρά του οδηγεί στην ανάπτυξη. Ανάπτυξη όμως ποιών; Όλων των λαών; Είναι έτσι όμως η πραγματικότητα, όταν σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ το 1999 το 20% των πλουσιοτέρων χωρών της γης ελέγχει το 86% του παγκόσμιου εισοδήματος, το 82% των εξαγωγών εμπορίου, και το 70% των ξένων επενδύσεων; ( Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, 2001: 515-539).      

Αυτή η μονοδιάστατη αντίληψη για την παγκοσμιοποίηση ως οικονομικό φαινόμενο με όσα έχει συνεπιφέρει είναι μη αναστρέψιμη; Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, θα ισχύσουν ντετερμινιστικά σε παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό επίπεδο όσα συζητήθηκαν ή αποφασίσθηκαν στο Νταβός ή από την G8 ανεξάρτητα από την πολιτικoκοινωνική αντίληψη που τα διέπει; Καταγράφονται έντονες αμφισβητήσεις γι’αυτό. Το Σιάτλ και η Πράγα και τελευταία το Πόρτο Αλέγκρε και η Γένοβα αμφισβητούν την παγκοσμιοποίηση ως νομοτελειακά αιτιώδη εξέλιξη, προβάλλουν συγχρόνως το χιμαιρικό και συνωμοτικό χαρακτήρα της και αναδεικνύουν ως εναλλακτική λύση την αποφασιστική και οργανωμένη δράση των πολιτών (Τουραίν, 1999, Βεργόπουλος,1999, Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, 2001.). Ο γάλλος φιλόσοφος Μισέλ Λεβί και ο Αγκιτόν, εκπρόσωπος της γαλλική Attack, συμμετέχοντας με άλλους διανοούμενους στις διαδικασίες του Πορτ Αλέγκρε εκτιμούν τη σημασία του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ με αυτά τα λόγια: « Εδώ τη στιγμή αυτή αναδύεται μια άλλη παγκοσμιοποίηση εκείνη των λαών και των κοινωνικών κινημάτων. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό» ( Εφημ. «Αυγή» 21.1.2001).

Θα συμφωνήσω με τον Ulrich Beck, ο οποίος σε ένα  από τα τελευταία του βιβλία με τίτλο « Τι είναι παγκοσμιοποίηση» αναδεικνύει τις αυταπάτες της παγκοσμιότητας και προτείνει και προσδοκά ένα σύστημα δημοκρατικών απαντήσεων στην παγκοσμιοποίηση. Ένα σύστημα νέων δομών, σχέσεων και θεσμών. (Βeck, 1999).        

 

Δ. Οι νέες ικανότητες

 

Οι σκιαγραφημένες παραπάνω οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις παράγουν μεταξύ των άλλων αβεβαιότητα όσον αφορά το εργασιακό μέλλον των ατόμων. Συγκεκριμένα αναφέρομαι στη δυσκολία που έχουν  είτε οι υποψήφιοι για απασχόληση  είτε οι εργαζόμενοι  να έχουν μια επισκόπηση της σταδιοδρομίας. Δικαίως  ως προς το θέμα αυτό ομιλεί ο Arthur  για μια  «χωρίς όρια σταδιοδρομία  ( boundaryless career), η οποία πλέον δεν καθορίζεται από τον συγκεκριμένο εργοδότη αλλά  από τις απροσδιόριστες αλληλε-πιδράσεις  δυνάμεων  και διαδικασιών μεταξύ των επιχειρήσεων και των οργανισμών. (Arthur,1994: 294-306). Άλλωστε σήμερα γίνεται συνεχώς σαφέστερο ότι η σταδιοδρομία περιγράφει μια διαβίου εξέλιξη του ατόμου όσον αφορά την μάθηση και την εργασία,  είναι μια διαδικασία και όχι μια προδιαγεγραμμένη δομή  (Watts, 1995 ).

Αυτό σημαίνει ότι οι εξελίξεις απαιτούν την ανάδυση ενός νέου τύπου ατόμου-δράστη με διαφορετικά από το παρελθόν προσόντα και ικανότητες. Τα προσόντα και οι ικανότητες του μελλοντικού προς απασχόληση ατόμου, χωρίς βέβαια να υποβαθμίζεται η γνώση του συγκεκριμένου  εργασιακού αντικειμένου, περιγράφονται όλο και περισσότερο με όρους προσωπικών χαρακτηριστικών, όπως ικανότητα προσαρμογής στις συνεχείς αλλαγές, πνεύμα συνεργασίας, δυναμικότητα, δημιουργικότητα, κριτική ικανότητα, πρωτοβουλιακή δραστηριότητα, ετοιμότητα για καινοτομίες, ανάπτυξη επιχειρηματικού πνεύματος, αλλά και δεξιότητες επιδεκτικές κατάρτισης στα πλαίσια της διαβίου μάθησης και συνεχιζόμενης εκπαίδευσης,  (Arthur, 1994: 295-306, Κασσωτάκης, 1994: 40-52, Κρίβας, 1998:52-58). Είναι πλέον αναγκαία η διαμόρφωση ενός ατόμου που θα είναι υπεύθυνο για τη διαμόρφωση της επαγγελματικής του ταυτότητας, για τον καθορισμό του εργασιακού του προσανατολισμού και το σχεδιασμό, τον προγραμματισμό και τη διαχείριση της σταδιοδρομίας του μέσα στον προσανατολισμό αυτό. Είναι αναγκαία η ανάπτυξη μιας «στοχαστικοκριτικής αυτό-βιογραφίας»,όπως παρατηρεί ο Giddens ( Giddens, 1991). Μια τέτοια τάση γίνεται σαφής στις διαφημίσεις και τις αγγελίες για την αναζήτηση προσωπικού σε σχετικά ευρωπαϊκά περιοδικά και έντυπα, αλλά διαφαίνεται και στην Ελλάδα, όπως προέκυψε από ανάλυση περιεχομένου αγγελιών και διαφημίσεων, που διενεργήσαμε (Κρίβας, 2000).

 

Μπροστά στις παραπάνω συνοπτικά παρουσιασμένες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις αλλά και τις διαφοροποιήσεις  στην αντίληψη για τη ζωή και τον άνθρωπο  το άτομο είναι ανάγκη να λειτουργήσει ως « δρων υποκείμενο» τόσο σε ατομικό – όχι ατομικιστικό, υπάρχει διαφορά-  όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Ως υποψήφιο εργατικό δυναμικό δεν μπορεί να ακολουθήσει μια προδιαγεγραμμένη πορεία σταδιοδρομίας. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει ότι ένα από τα βασικά προβλήματα του ατόμου ως μελλοντικού εργαζόμενου είναι η δυνατότητά του να διαχειρίζεται τις σχέσεις του με το χώρο της εργασίας και της μάθησης. Για την επίλυση του προβλήματος αυτού απαιτούνται επιμέρους ικανότητες, που συνολικά συνθέτουν την αυτοπεποίθηση του ατόμου στη διαμόρφωση της σταδιοδρομίας και  την προσωπική ανάπτυξη. Ως τέτοιες ικανότητες θεωρούμε τις εξής: Αυτογνωσία, ικανότητα για αναζήτηση ευκαιριών, σχεδιασμός δράσης, δράση μεσω δικτύων, δυνατότητα διαπραγμάτευσης, αποδοχή και αντιμετώπιση της κοινωνικής αβεβαιότητας, αναπτυξιακή αντίληψη της ζωής, της μάθη-σης και της δράσης, πολιτική συνειδητοποίηση. Όμως οι ικανότητες αυτές ακριβώς λόγω των συγκεκριμένων εξελίξεων, ως επιδιωκόμενοι παιδαγωγικοί στόχοι, δεν θα πρέπει να συμβάλλουν στο αποκοίμισμα των συνειδήσεων και την άκριτη αντιστοίχηση στα προστάγματα της αγοράς, αλλά μάλλον να αποτελέσουν εφόδια για την κριτική ανάγνωση των εξελίξεων στο κόσμο της αγοράς και τη  δημοκρατική παρέμβαση και ανάπτυξη.

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

 

Αγγελίδης, Ι.(1998): Ευρωπαικές στρατηγικές για την απασχόληση, 1ο Εκπ/κο Σεμ. Συμβούλων Σταδιοδρομίας, ΑΠΘ,.

Atrhur, M, (1994), The boudaryless career, in: Journal of Organisational Behavior, vol. 15,

Attkinson, J (1984), Manpower strategies for flexible organisations, in : Personal management, vol. 16,8,.

Beck,U,(1994), The reiventation of politic, in: Beck, U. et al.: Reflexive modernisation, Cambridge,  Polity Press,

Beck, U,1999), Τι είναι παγκοσμιοποίηση; Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα,

Βεργόπουλος, Κ. (1999),Παγκοσμιοποίηση- Η μεγάλη χίμαιρα, Εκδ. Νέα Σύνορα, Αθήνα,

Drucker, P. (1998), Post-capitalist society, N.York, Harper Businness, 1992.

Elias, N. (1976), Die Gesellschaft der Individuen, Suhrkamp Verlag, Frankfurt/M.

ΕΣΥΕ (1998), Ειδική ενημερωτική έκθεση: Απασχόληση-Ανεργία-Αμοιβή εργασίας, Αθήνα,

Giddens, A, (1991), Modernity and self-identity, Cambridge, Polity Press.

Κασσωτάκης, Μ.(1994): Κοινωνικοοικονομικές και εκπαιδευτικές εξελίξεις και οι επιπτώσεις τους στο θεσμό του ΣΕΠ, στο: Επιθεώρ. Συμβουλευτικής-Προσανατολισμού, τ.30-31,.

Κατσανέβας , Θ.(1998), Τα επαγγέλματα του μέλλοντος,  Εκδ. Παπαζήση, Αθήνα

Κρίβας, Σπ. (1998), Η Συμβουλευτική-Προσανατολισμός στο πανεπιστήμιο για τη σταδιοδρομία των φοιτητών στα πλαίσια της διαφοροποιημένης αντίληψης για τη σταδιοδρομία, 1ο  Εκπ/κο Σεμ. Συμβούλων Σταδιοδρομίας, ΑΠΘ.

Κρίβας, Σπ. (2000), Αναζητούμενες ικανότητες και δεξιότητες του μελλοντικού εργατικού δυναμικού, (Αδημοσίευτη έρενα).

Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Μ, (2001) Συνομωτική «παγκοσμιοποίηση», , Αθήνα, εκδ. Παπαζήση,

Prigogine, I.(1997), Το τέλος της βεβαιότητας, Αθήνα, Εκδ. Κάτοπτρο.

Τουραίν, Α. (1999), Πώς να ξεφύγουμε από τον φιλεελυθερισμό;  Αθήνα, Εκδ. Πόλις .

Watts, A. (1995), University guidance in Europe in the context of lifelong career development, in: Proceedings of the Summer School of FEDORA, Dublin.