Η Ιστορική Παιδεία στο πλαίσιο της Παγκοσμιοποίησης και της Κοινωνίας της Γνώσης και της Πληροφορίας: Η τριπλή διάσταση της σύγχρονης πραγματικότητας και το διδακτικό εγχειρίδιο της Ιστορίας στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

 

 

Του Θουκυδίδη Π. Ιωάννου

 

 

1. Η Ιστορική Παιδεία στο Πλαίσιο της Σύγχρονης Πραγματικότητας

 

     Η ποσοτική και ποιοτική ανάπτυξη καθώς και οι  μορφές των συστημάτων εκπαίδευσης είναι συνυφασμένες με τις εκάστοτε κοινωνικοοικονομικές δομές και τις ιστορικές συγκυρίες.  Έτσι, ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας σε όλους τους τομείς  έχει δημιουργήσει νέες γνωστικές και εκπαιδευτικές αναγκαιότητες στις οποίες ο σημερινός άνθρωπος πρέπει να ανταποκριθεί αποτελεσματικά.

     Η σύγχρονη πραγματικότητα, περισσότερη πολύπλοκη από ποτέ άλλοτε, συνιστά τη λεγόμενη Κοινωνία της Γνώσης και της Πληροφορίας (ή τη Μεταβιομηχανική Κοινωνία ή Μεταμοντέρνα Εποχή \ Κοινωνία), η οποία δεν περιορίζεται σε επιμέρους εθνικά σύνορα  αλλά έχει προσλάβει οικουμενικό χαρακτήρα. Η λειτουργία της στηρίζεται σε τρεις αλληλεξαρτώμενους παγκοσμιοποιημένους παράγοντες: τη διογκούμενη παραγωγή γνώσεων και πληροφοριών, την οικονομία της αγοράς και την επιστημονική-τεχνολογική ανάπτυξη. Η συνολική έκφραση του συστήματος αυτού  ολοκληρώνεται με την προσθήκη και μιας  κοινωνικο -πολιτισμικής διάστασης ως συνέχειας και συνέπειας των παραπάνω παραγόντων.

     Στην Κοινωνία της Γνώσης και της Πληροφορίας, με κυρίαρχο γνώρισμα τις νέες τεχνολογίες πληροφόρησης - επικοινωνίας, η γνώση και οι εμπλεκόμενοι με αυτήν θεσμοί παρουσιάζουν ραγδαίες μεταβολές.  Λόγω του μεγάλου όγκου και της ταχύτητας των πληροφοριών, οι σημερινές προβληματικές καταστάσεις δεν μπορούν να λυθούν στο πλαίσιο ενός μεμονωμένου επιστημονικού κλάδου. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την ολιστική–συστημική μέθοδο η οποία στηρίζεται σε αλυσίδες γνώσης διεπιστημονικού χαρακτήρα.

     Ταυτόχρονα, η διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς απαιτεί νέες οικονομικές στρατηγικές και εργασιακές σχέσεις, ενώ με τη παγκοσμιοποιημένη ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας παρατηρείται ένα νέο πρότυπο παραγωγής γνώσεων και τεχνογνωσίας που συνδέει την άκρα εξειδίκευση και τη δημιουργικότητα. Παράλληλα, η δημογραφική εξέλιξη αυξάνει τη διάρκεια ζωής και επιφέρει σημαντικές τροποποιήσεις στην ηλικιακή πυραμίδα, επιτείνοντας την ανάγκη για δια βίου κατάρτιση. Προς την ίδια κατεύθυνση τείνει και το σύνολο των οικονομικών, κοινωνικών και επιστημονικών εξελίξεων που  αφενός συνεπάγονται απαξίωση της γνώσης και αφετέρου απαιτούν αντίστοιχα υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση.

     Το άτομο, λοιπόν, καλείται, σήμερα, να δράσει αποτελεσματικά σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Η δυνατότητα αυτή μπορεί να αναπτυχθεί στο πλαίσιο μιας  διαρκούς επιστημονικής κατάρτισης που συνδυάζει τη σταθερή γνώση με την ευχέρεια κινητοποίησης  των νοητικών λειτουργιών, τις γνωστικές δεξιότητες με την ερευνητική στάση και την ευελιξία με την παρέμβαση. Με τη δυναμική αυτή ο άνθρωπος καθίσταται ικανός να αναγνωρίζει προβληματικές καταστάσεις, να τις αναλύει, να προτείνει τρόπους επίλυσής τους  και να ελέγχει την πορεία μιας διαδικασίας, ώστε να επιτυγχάνει τον επιδιωκόμενο σκοπό.

     Κατά συνέπεια η εκπαίδευση λειτουργεί ως βασικός συνδετικός κρίκος μεταξύ των παραγόντων - κινητήριων δυνάμεων της σημερινής κοινωνίας. Ταυτόχρονα, οι αλληλεπιδράσεις από τη σύζευξη των στοιχείων αυτών, καθώς απαιτούν από αυτήν προσαρμοστικότητα, αποδοτικότητα και ποιότητα, επιβάλλουν τον προσανατολισμό της στη διαμόρφωση μαθησιακών στρατηγικών διείσδυσης σε μελλοντικές καταστάσεις, ώστε το άτομο να καταστεί ικανό να αντιμετωπίσει τις πολλαπλές προκλήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας.

 Συμπερασματικά, η πρόσκτηση των παραπάνω γνώσεων, δεξιοτήτων και στάσεων  μπορεί να επιτευχθεί μέσω της διδακτικής διαδικασίας των μαθημάτων του Αναλυτικού Προγράμματος. Περισσότερο όμως φαίνεται να προσιδιάζει στο μορφωτικό αγαθό της Ιστορίας, αφού αυτή, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Pierre Vilar, είναι η μόνη σφαιρική και δυναμική επιστήμη της κοινωνίας, επομένως η μόνη δυνατή σύνθεση των άλλων επιστημών του ανθρώπου.

 

2. Η Ιστορική Γνώση και το Διδακτικό Εγχειρίδιο

Η ιστοριογραφία με τη μορφή του σχολικού ιστορικού βιβλίου (ιστορική αφήγηση, πηγές, εποπτικό υλικό) εμπλέκεται υποχρεωτικά με τις διαδικασίες  μετάδοσης και μάθησης της ιστορικής γνώσης. Η δυναμική της τελευταίας να κρίνει το παρελθόν, να καθοδηγεί το παρόν και να ωφελεί το μέλλον καθιστά την αναγκαιότητα της σπουδής της προφανή.

Για το εύρος των ικανοτήτων που πρέπει να διακρίνει το σημερινό άνθρωπο έχουμε ήδη μιλήσει. Σ’ αυτές πρέπει να προσθέσουμε τη μνήμη του παρελθόντος και τη διαίσθηση του μέλλοντος που είναι νοητικές λειτουργίες απαραίτητες όχι μόνο για την ερμηνεία του κόσμου αλλά και για την ανάπτυξη στρατηγικών διείσδυσης σε μελλοντικές καταστάσεις.

Ειδικότερα, η ιστορική μνήμη και η κατανόηση του παρελθόντος επιτελούν διττή λειτουργία προσανατολισμού στο χρόνο και στο χώρο προκειμένου το άτομο να οικειοποιηθεί τις ρίζες του, να αναπτύξει κοινωνική συνείδηση και να κατανοήσει τους άλλους. Η συνειδητοποίηση του παρελθόντος από το παρόν και του παρόντος από το παρελθόν επιτρέπει στο άτομο να αποκωδικοποιεί την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζει, να αντιλαμβάνεται τον κόσμο του και να αναπτύσσει την ιστορική σκέψη και συνείδηση.

Η αντίληψη αυτή διαπλέκεται με τη δυνατότητα του ατόμου να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες ζωής και να αποδέχεται ή να απορρίπτει παράλληλα, ως πολίτης, ως δηλ. αυτόνομο ον και όχι ως υπήκοος,  κάθε μεταβολή που ανταποκρίνεται ή όχι στις προσδοκίες του. Σε επίρρωση αυτών επικαλούμαστε την επισήμανση του Bloch  ότι  η μελέτη του παρελθόντος πρέπει να έχει αφετηρία τα σύγχρονα προβλήματα και την εμπειρία, γιατί  μόνο με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος καθίσταται φορέας μιας αποτελεσματικής γνώσης. Επιπλέον, αγόμαστε σε εμβάθυνση της πολιτισμικής μας ταυτότητας και δε μεταβαλλόμαστε σε παθητικά όντα, έρμαια της οποιασδήποτε εξουσιαστικής δύναμης. Τελικά, φαίνεται να δικαιώνεται η άποψη του Buckhart ότι η ιστορική γνώση δε σε κάνει έξυπνο μια φορά, αλλά σε κάνει σοφό για πάντα.

Ο  συγγραφέας μιας ιστορικής μελέτης επηρεάζεται, ασφαλώς, από τις δικές του φιλοσοφικές αντιλήψεις, τις δικές του θεωρίες κα τη δική του αισθητική. Προκειμένου, όμως, για σχολικό εγχειρίδιο, ο συγγραφέας οφείλει να λαμβάνει υπόψη τους σκοπούς και τους στόχους του μαθήματος και γενικότερα τον τύπο του σημερινού ανθρώπου που επιδιώκει να διαμορφώσει η σύγχρονη παιδαγωγική.

Ο σημερινός άνθρωπος, ο άνθρωπος του 21ου αιώνα, βρίσκεται εδώ και καιρό αντιμέτωπος με ένα πρωτόγνωρο διεθνές σύστημα, την παγκοσμιοποίηση. Η τελευταία, ως συνολική έκφραση του σημερινού πολιτισμού, ανεξάρτητα αν θεωρείται ευκαιρία, όραμα, χίμαιρα, κατάρα, εφιάλτης,  ή απειλή είναι μια πραγματικότητα που τείνει μάλιστα να ολοκληρωθεί, να παγιωθεί και να καταστεί παγκοσμιότητα.

Υποστηρίζεται ότι αυτή η παγκοσμιότητα εκδηλώνεται με δύο αντίθετες  διαστάσεις, ως φόβος και ως γοητεία. Ο φόβος είναι μήπως η ανθρώπινη υπόσταση απορροφηθεί από την αχαλίνωτη ορθολογική-οικονομική σκέψη, ενώ η γοητεία έγκειται στη συσπείρωση της τεχνολογικής διαχείρισης των δραστηριοτήτων του ανθρώπου. Η ίδια αμφισημία της οικουμενικότητας  εκδηλώνεται επίσης στην επιθυμία και το φόβο για την ενσωμάτωση των μελλοντικών γενεών σε έναν προκαθορισμένο κανόνα.

Ταυτόχρονα, διατυπώνονται δύο γραμμές σκέψης για το μέλλον της παγκοσμιοποίησης: Άλλοι υποστηρίζουν ότι οδεύει πια προς το τέλος της. Ενδεικτική η φωνή του Τζον Γκρέι, καθηγητή στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου και συγγραφέα του βιβλίου Πλαστή Αυγή, που επισημαίνει ότι …Όλη η κοσμοθεωρία που υποστήριζε την πίστη των αγορών στην παγκοσμιοποίηση έχει καταρρεύσει. Το ιδανικό ενός οικουμενικού πολιτισμού αποτελεί συνταγή για σύγκρουση χωρίς τέλος και είναι καιρός να εγκαταλειφθεί. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά που επιμένει στην ευεργετική προσφορά της παγκοσμιοποίησης αντιπαρατάσσοντας στην εναντίον της πολεμική κάποιες βελτιώσεις ή ένα ηθικό περιεχόμενο στην οικουμενική ιδεολογία.

Αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα καλείται ο σημερινός νέος να αντιμετωπίσει και, ανάλογα με τη μορφωτική υποδομή του και τις πεποιθήσεις του, είτε να αποδεχθεί και να αξιοποιήσει είτε να αγωνισθεί να μεταβάλει ή να  βελτιώσει.

Ο παραπάνω συνολικός προβληματισμός  αποτυπώνεται στη φύση και το περιεχόμενο ενός σύγχρονου σχολικού βιβλίου της Ιστορίας και μπορεί να αναλυθεί σε πέντε επιμέρους αλληλοδιαπλεκόμενους τομείς προσέγγισης:

·         την εθνική και παγκόσμια διάσταση της Ιστορίας,

·         την πλουραλιστική θεώρηση της ιστορικής ύλης, την αντικειμενικότητα και την αλήθεια

·         τις ευκαιρίες ανάλυσης και γενικότερα ανάπτυξης  των γνωστικών δεξιοτήτων,

·         την επιλογή των πηγών και τη διαμόρφωση του ιστορικού λόγου 

·         το σεβασμό της διαφορετικότητας.

Οι τομείς αυτοί θα αποτελέσουν και τους άξονες αναφοράς πάνω στους οποίους θα διαρθρωθεί στη συνέχεια η εισήγησή μας.

 

2.1        Η Εθνική και Παγκόσμια Διάσταση της Ιστορίας

Η σημερινή προβληματική για την αποτύπωση των παραδοσιακών και νεότερων  εννοιών έθνος, εθνικισμός, εθνική ιδεολογία, εθνική συνείδηση, εθνοκεντρική ιστορία, ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία, ευρωπαϊκή συνείδηση και διεθνισμός στη σχολική ιστοριογραφία, αντανακλά τη νέα οπτική οργάνωσης της ιστορικής ύλης.

Στην εξέλιξη των Θεωριών της Ιστορίας και των Ιδεών οι παραπάνω έννοιες εμφανίζονται από την πλευρά της φιλοσοφικής, πολιτικής, ιδεολογικής και κοινωνικής τους διάστασης με ποικίλο περιεχόμενο.

Το βασικό συλλογικό ιστορικό υποκείμενο είναι το έθνος. Εμφανίζεται στην ιστορία ως συνεκτικός κρίκος κοινωνιών με ενιαία γλώσσα, θρησκεία και καταγωγή. Η έννοια του έθνους διατηρεί την αμφισημία της είτε ως ανάταση προς υψηλές ηθικές αξίες, οπότε λαμβάνει τη μορφή του εθνισμού είτε ως κατάπτωση προς το φανατισμό και τις ακρότητες, οπότε λαμβάνει τη μορφή του εθνικισμού. Η μία όψη αναπλάθει συνειδήσεις και συμβάλλει στην αυτοεπιβεβαίωση του ατόμου ως ιστορικού όντος, ως φορέα μιας συλλογικής συνείδησης. Αντίθετα, η άλλη παράγει τα συνήθη αρνητικά εθνικιστικά αποτελέσματα, δηλ. τις επεκτατικές βλέψεις και τις παρεμβάσεις στα εσωτερικά άλλων κρατών.

Η εθνική συνείδηση και ιδεολογία αποτελεί μόρφωμα αμυντικού ή επιθετικού μηχανισμού, που εκδηλώνεται στους νεότερους χρόνους ως εθνικισμός, αλυτρωτισμός, μεγάλη ιδέα. Συνδέεται, συνήθως, με τα συμφέροντα της ηγέτιδας τάξης χωρίς να απουσιάζει ο ψυχισμός των μαζών. Η εθνική ιδεολογία δε λειτουργεί πάντοτε στη βάση του αμυντικού μηχανισμού αλλά μετατρέπεται συχνά σε ρατσισμό, αλαζονική συμπεριφορά, μιλιταρισμό. Τέλος, η εθνική ιδεολογία οδηγεί στον εθνοκεντρισμό, που αναπαράγεται στο επίπεδο της εκπαίδευσης με την εθνοκεντρική ιστορία.

Στον αντίποδα του εθνικισμού βρίσκεται ο διεθνισμός που προωθεί στόχους που αφορούν τη διεθνή ειρήνη, τη δικαιοσύνη και άλλους θεσμούς. Ωστόσο, συνήθως, λαμβάνει συγκεκριμένο ιδεολογικό και πολιτισμικό περιεχόμενο που τον εκτρέπει από μια γνήσια οικουμενική επιδίωξη.

Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται και να παγιώνεται βαθμιαία η έννοια της ευρωπαϊκής συνείδησης. Πράγματι, οι προσπάθειες ολοκλήρωσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης και η προώθηση κοινών χαρακτηριστικών θέτουν σε λειτουργία το μηχανισμό για τη δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης και συγκρότηση μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας, γεγονός που ασκεί σημαντική επίδραση στον τρόπο αντίληψης του ιστορικού γίγνεσθαι. Η  διδασκαλία της Ιστορίας επεκτείνεται πλέον και προς την κατεύθυνση της παγίωσης μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας παράλληλης προς την εθνική.

Ο προσανατολισμός αυτός και γενικότερα ο εμπλουτισμός της προβληματικής της ιστορίας συνέβαλε, ώστε η ευρωπαϊκή και παγκόσμια ιστορία που μέχρι πρότινος  λειτουργούσε ως πλαίσιο για την εκδίπλωση και την αναπαραγωγή της μοναδικής προσφοράς του ελληνισμού στην οικουμένη, να αποκτήσει την πραγματική της διάσταση. Αυτή η μονόπλευρη θεώρηση της Ιστορίας εμπόδιζε, την αντικειμενική πρόσληψη και την κριτική προσέγγιση της Ιστορίας.

Η σύγχρονη ιστοριογραφία επιχειρεί να ξεπεράσει τις αδυναμίες αυτές και να αρθρώσει ιστορικό λόγο με βάση αποκλειστικά τις εσωτερικές συνάφειες και τις αλληλεπιδράσεις των διαφόρων πεδίων μέσα από τα οποία πραγματώνεται η ιστορία. Τα προβλήματα που θέτει ο ιστορικός για το παρελθόν, αποτελούν, κατά κάποιο τρόπο προέκταση των προβλημάτων που θέτει η εποχή μας. Έτσι, τα ερωτήματα γύρω από τη σχέση παγκοσμιοποίησης - έθνους αποτελούν για τον ιστορικό αφετηρία του προβληματισμού του.

 Το έθνος, η εθνική ιδεολογία, ο εθνοκεντρισμός, η εθνοκεντρική ιστορία είναι έννοιες συνυφασμένες με ορισμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, παγιωμένα κατά τα μάλλον ή ήττον, την παράδοση, τη διαφορετικότητα και την πολυμορφία. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τον Denis Duclos, ότι η σχέση τους με την παγκοσμιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη προς τη δυναμική τους, αμφίσημη και παράδοξη. Όσο την προσεγγίζουμε, τόσο πιο πολύ θα τίθεται επιτακτικά το ζήτημα της πολυμορφίας και των διαφορών.

Το διφυή χαρακτήρα της Παγκοσμιοποίησης τονίζει και ο Τόμας Φρίντμαν που τη θεωρεί ως διάδοχο του Ψυχρού Πολέμου διεθνές πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Στο βιβλίο του Το Lexus (σύμβολο της παγκοσμιοποίησης και του οικονομικού και τεχνολογικού εκσυγχρονισμό) και η ελιά (σύμβολο της παράδοσης) –Τι είναι η παγκοσμιοποίηση, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2000),  υποστηρίζει ότι το ιδεώδες στο οποίο πρέπει να στοχεύει μια κοινωνία είναι η εξισορρόπηση αυτών των δύο παραγόντων. Δε μπορεί κανείς να συντηρήσει τις παραδόσεις του και τον πολιτισμό του χωρίς οικονομικό υπόβαθρο. Από την άλλη δεν μπορεί να έχει κανείς οικονομική επιτυχία αν δεν υπάρχει το κοινωνικό κεφάλαιο, δηλ. η αίσθηση κοινότητας ή εμπιστοσύνης. Υπάρχει όμως διαλεκτική ένταση μεταξύ αυτών των δύο καθώς η ανάπτυξη του Lexus υπονομεύει την ελιά. Γι’ αυτό η τήρηση της αρμονίας είναι ένα από τα δυσκολότερα επιτεύγματα.

Ανεξάρτητα από τη διαφορετικές στρατηγικές προσέγγισης των παραπάνω ιστορικών φαινομένων, αυτά πρέπει να μην εκλαμβάνονται στα σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας ως στατικές οντότητες αλλά ως γενετικές και εξελικτικές διαδικασίες. Η παραδοχή αυτή έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση της σημερινής πολύπλοκης και αντιφατικής πραγματικότητας.

 

2.2        Η Πλουραλιστική Θεώρηση της Ιστορικής Ύλης, η Αντικειμενικότητα και η Αλήθεια

Η επίτευξη του στόχου αυτού προϋποθέτει παρουσίαση της ιστορικής ύλης απαλλαγμένης από τη στείρα εθνικιστική θεώρηση της Ιστορίας, μακριά από ιδεολογικές διαστρεβλώσεις και την προπαγάνδα.

Από το Θουκυδίδη που με τρόπο οξυδερκή παρατήρησε  ότι η ιστορική αλήθεια επιπόνως ηυρίσκετο , διότι οι παρόντες τοις έργοις εκάστοις , ου ταυτά περί των αυτών έλεγον, αλλ’ ως εκατέρων τις ευνοίας ή μνήμης έχοι (Α 22) μέχρι σήμερα το αίτημα για αναζήτησή της παραμένει πάντοτε επίκαιρο. Βεβαίως, η κοινότητα των επιστημόνων παράγει κανόνες, όπως η εντιμότητα, η αυστηρή κριτική, η σαφήνεια, που θέτουν ένα όριο πέρα από το οποίο αρχίζει η παραμόρφωση της πραγματικότητας. Ωστόσο, μπορούμε να διακρίνουμε ποικίλες ομάδες παραγόντων που επηρεάζουν την προσωπική κρίση και  συντελούν στην απόκρυψη ή παραποίηση της αλήθειας.  Στους παράγοντες αυτούς μπορούμε να εντάξουμε τις προσωπικές συμπάθειες ή αντιπάθειες, την ομαδική προκατάληψη, δηλ. τις φυλετικές, εθνικές, θρησκευτικές, κοινωνικές προκαταλήψεις και τα αντίστοιχα στερεότυπα (εθνικές υπερβολές -  και αντίστοιχο  λεξιλόγιο: ανδρείος, υπερήφανος \ βάρβαρος, απολίτιστος, Ανατολίτης, Βαλκάνιος \ Ευρωπαίος, ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί, φυλές), τις συγκρουόμενες θεωρίες για την ιστορική ερμηνεία και τις υποκείμενες ή λανθάνουσες φιλοσοφικές αντιλήψεις.

Σήμερα γίνεται κατ’ αρχήν αποδεκτή ο υποκειμενική διάσταση της ιστορικής πραγματικότητας. Ο ιστορικός όχι μόνο επιλέγει τα γεγονότα μέσα από τις πηγές, αλλά και τα αναδομεί με την προσωπική του παρέμβαση αποφασίζοντας ποια από αυτά θα συμπεριλάβει στο έργο του, πώς θα τα παρουσιάσει και πώς θα τα ερμηνεύσει. Έτσι, η διαδικασία έρευνας του παρελθόντος και παραγωγής του ιστορικού λόγου στερείται εκ των πραγμάτων αντικειμενικότητας, αφού δομείται πάνω σε ένα πλέγμα ατομικών πεποιθήσεων και κοινωνικών επιρροών που υφίσταται ο ιστορικός. Πολύ ορθά ο Michel de Certeau παρατηρεί ότι η ιστοριογραφική έρευνα κινείται ανάμεσα στο δεδομένο και το δημιούργημα και  αρθρώνεται πάνω σε ένα κοινωνικο-οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό τόπο παραγωγής. Με άλλα λόγια έχουμε αναπαράσταση του παρελθόντος, γεγονός που δεν προσδίδει ουδετερότητα ούτε στα γεγονότα ούτε στη στάση του ιστορικού απέναντι σ’ αυτά. Όπως επισημαίνει και ο Walsh η ιστορία είναι μάλλον σημασιοδοτική παρά απλή αφήγηση μιας εμπειρίας που είχαν οι άνθρωποι στο παρελθόν. Ο ιστορικός δεν αρκείται στην απλή περιγραφή του τι συνέβη, αλλά επιθυμεί να μας υποδείξει και το γιατί συνέβη.

Ωστόσο, είτε καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι  η Ιστορία, όπως πραγματικά συνέβη, είναι για μας οριστικά χαμένη (Βέικος)  είτε παραδεχθούμε ότι η αντικειμενικότητα της ιστορικής γνώσης δεν είναι ούτε οριστικά δεδομένη ούτε οριστικά χαμένη (Μπαγιόνας), πρέπει να απορρίψουμε τον άκρατο υποκειμενισμό, πολύ δε περισσότερο δεν πρέπει να καταστήσουμε τους μαθητές κοινωνούς μιας τέτοιας άποψης. Η υποκειμενική  διάσταση της ιστορίας στο επίπεδο της ιστοριογραφίας υποδηλώνει τη θέση να μην καταγράφεται με αξιωματικό τρόπο η ιστορική απόφανση και στο σχολικό επίπεδο την αναγκαιότητα κριτικής προσέγγισης της ιστορίας από τους μαθητές με την καθοδήγηση του δασκάλου.

Συμπερασματικά, μπορεί να λεχθεί ότι το διδακτικό εγχειρίδιο της Ιστορίας διαθέτει υπόστρωμα αντικειμενικότητας, όταν αποδίδει με την αφήγηση και τις πηγές τα αίτια, τις προθέσεις των δρώντων προσώπων, την εξέλιξη των ανθρώπινων πράξεων σε σχέση με το κοινωνικό τους πλαίσιο, τις συνθήκες και τους παράγοντες που τις επηρέασαν και τις επιδράσεις που άσκησαν.

 

2.3 Οι Ευκαιρίες Ανάλυσης και γενικότερα Ανάπτυξης  των

       Γνωστικών Δεξιοτήτων

Η ύλη του διδακτικού  εγχειριδίου πρέπει να διαμορφώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μαθητές να αναπτύσσουν όλα τα επίπεδα των  γνωστικών τους δεξιοτήτων.

Είναι γεγονός ότι η ιστορική παιδεία απαιτεί απομνημόνευση ικανού αριθμού γεγονότων του παρελθόντος. Αυτό συμβαίνει γιατί οι γνώσεις-πληροφορίες αποτελούν το θεμελιώδες στοιχείο της ανθρώπινης νόησης  προκειμένου αυτή να αχθεί  σε ανώτερα νοητικά επίπεδα, δηλ. να κατακτήσει βαθμιαία τις δεξιότητες της ιεράρχησης, ανάλυσης, σύνθεσης και αξιολόγησης. Με τον τρόπο αυτό  ο μαθητής θα καταστεί ικανός να οικειοποιείται  τα εκάστοτε νέα δεδομένα και να καλλιεργεί την ικανότητα του  ιστορικώς σκέπτεσθαι.

Η σύγχρονη ιστοριογραφία αποδίδει περισσότερη έμφαση στην ανάλυση των ιστορικών γεγονότων, αφού άλλωστε κατά τον Karl Popper  η επιστημονική μέθοδος είναι αναλυτική. Τούτο συμβαίνει γιατί ο μαθητής αποκαλύπτει τη βαθύτερη αλληλουχία και αλληλεξάρτηση των στοιχείων της δομής του ιστορικού παρελθόντος, γεγονός που τον παροτρύνει να τοποθετείται υπεύθυνα στο  παρελθόν και να αναλαμβάνει τις ευθύνες του στο παρόν και το μέλλον. Τελικά, με τη διαδικασία αυτή διαμορφώνονται συνειδητοί πολίτες φορείς ικανοί να αντιμετωπίσουν τις πολλαπλές προκλήσεις της σημερινής κοινωνίας.

Οι παραπάνω, όμως, γνωστικές δεξιότητες δεν αναπτύσσονται τυχαία αλλά μέσα σε κατάλληλες συνθήκες διδασκαλίας και μάθησης, που έχουν ως αφετηρία το σχολικό εγχειρίδιο. Το τελευταίο πρέπει να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες προδιαγραφές διάταξης της ιστορικής ύλης και τήρησης ορισμένων γενικών αρχών:  Η αφήγηση δεν πρέπει να είναι ευθύγραμμη, χρονογραφική, συμβαντολογική, αλλά επιβάλλεται να παρουσιάζεται με κριτήρια θεματικά. Με γνώμονα τη συνολική ιστορία, η ιστορική ύλη δεν περιορίζεται στην επιφάνεια των γεγονότων αλλά προχωρεί στην υποδομή τους (συγκυρίες, δομή), ενώ οι πηγές και η εικονογράφηση  συμπληρώνουν την αφήγηση, την προεκτείνουν και την εμβαθύνουν.

 

 

 

 

2.4    Η Επιλογή των Πηγών και ο Ιστορικός Λόγος

Η παράθεση πηγών ακόμα και αντιφατικών έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, γιατί στόχος είναι η ευρετική πορεία προς τη γνώση και όχι η αποστήθιση.

Όπως ήδη έχουμε επισημάνει, στη ρευστότητα του ιστορικού γεγονότος συντελεί και η αδυναμία σύλληψης της σκέψης των συντακτών μιας ιστορικής πηγής καθώς και των πρωταγωνιστών της ιστορίας. Όπως ορθά παρατηρεί και ο Carr, τα έγγραφα δε μας λένε τι συνέβη, αλλά μονάχα τι νόμιζε ο συγγραφέας πως συνέβη ή τι ήθελε οι άλλοι να νομίζουν, ή ίσως και τι θα επιθυμούσε ο ίδιος να νομίζει ότι συνέβη.

Η χρήση ιστορικών πηγών αποτελεί βασική παιδαγωγική δραστηριότητα, γιατί με τον τρόπο αυτό οι μαθητές συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα τεκμηρίωσης του ιστορικού γίγνεσθαι και κατ’ επέκταση κάθε ανθρώπινης άποψης ή ενέργειας. Βέβαια, ούτε ο εκπαιδευτικός ούτε οι μαθητές είναι ερευνητές Ωστόσο, είναι καθήκον του διδάσκοντος  οι τελευταίοι να μην εθίζονται σε άκριτη παραδοχή του περιεχομένου των ιστορικών πηγών. Αυτό προϋποθέτει να έχει κατ’ αρχήν ο ίδιος στοιχειώδη γνώση μιας βασικής διαδικασίας ελέγχου των γραπτών πηγών στην οποία  οφείλει να μυήσει και τους μαθητές του.

Στην προσπάθεια αυτή η ποικιλία πηγών στο ιστορικό εγχειρίδιο και μάλιστα αντιφατικών είναι αρκούντως αποτελεσματική, ώστε μέσα από τη διασταύρωση του περιεχομένου τους να συνάγεται στο μέτρο του δυνατού η αντικειμενική αλήθεια.

     Με τη μελέτη των πηγών οι μαθητές κατανοούν γιατί  παρατηρούνται επαναλαμβανόμενες χρονικά και διαφορετικές ποιοτικά  γραφές για την ιστορική πραγματικότητα. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί  ανακαλύπτονται νέες πηγές αλλά και γιατί διαφοροποιείται η οπτική γωνία από την οποία ο ιστορικός προσεγγίζει τα ιστορικά τεκμήρια και, γενικότερα, θεάται το παρελθόν. Όπως η ιστορία δεν είναι στατική, έτσι και ο λόγος του ιστορικού δεν είναι οριστικός και, ασφαλώς, όχι δογματικός.

     Με τις αλλεπάλληλες και διαδοχικές αυτές προσεγγίσεις εξυπηρετείται και ένας από τους βασικούς  στόχους της ιστορικής ερμηνείας, η  κατάκτηση ή μάλλον η προσπάθεια για κατάκτηση, της αντικειμενικότητας της ιστορικής γνώσης. Τα ιστορικά γεγονότα δεν υπάρχουν αντικειμενικά, ανεξάρτητα από τα υποκείμενα και γι’ αυτό, κατά τον Κ. Θ. Δημαρά, το ερμάρι της ιστορίας ποτέ δεν άνοιξε με τη χρήση ενός και μόνο κλειδιού.

 

2.5    Ο Σεβασμός της διαφορετικότητας

Η φρονηματιστική διάσταση του μαθήματος της Ιστορίας καθώς  κατευθύνει το μαθητή προς τη βιωματική αναζήτηση και παγίωση των ιδιαιτεροτήτων – όπως κοινής καταγωγής, γλώσσας, θρησκείας, παραδόσεων- του συνόλου στο οποίο ανήκει  σφυρηλατεί την εθνική του συνείδηση. Αυτή η διαδικασία δόμησης και ταυτοποίησης συγκροτεί το άτομο σε υποκείμενο κοινωνικά και πολιτικά προσδιορισμένο με την  έννοια ότι αποτελεί στοιχείο του εθνικού οργανισμού. Ο άνθρωπος με τη μελέτη της Ιστορίας του συνειδητοποιεί την εθνικοπολιτιστική του υποδομή και οδηγείται στην αυτογνωσία, στοιχεία που τον προφυλάσσουν από τον κίνδυνο απώλειας της εθνικής του ταυτότητας.
Ο σημερινός όμως Έλληνας αισθάνεται ταυτόχρονα μέλος της Ενωμένης Ευρώπης και της Παγκόσμιας κοινότητας. Σύμφωνα με το πνεύμα αυτό η διδασκαλία της ιστορίας πρέπει να τείνει σε εξισορρόπηση του εθνικού ( με τη μελέτη της ελληνικής ιστορίας) με το διεθνικό (με τη μελέτη της ιστορίας των άλλων λαών και πολιτισμών) χαρακτήρα της ιστορικής ύλης. Η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και στάσης έναντι του εθνικού παρελθόντος, η εκτεταμένη διδασκαλία της ιστορίας των άλλων πολιτισμών, που συντελεί στην αποδόμηση των στερεοτύπων και των εθνικών προκαταλήψεων, και η πλουραλιστική θεώρηση του παρελθόντος θα αποτρέψουν τη διολίσθηση του εθνισμού προς τον εθνικισμό ή τον εκφυλισμό του σε ένα  διεθνισμό χωρίς ιδεολογικό προσανατολισμό.

Αν όμως μπορούμε  να υπερβούμε τον παραδοσιακό σκόπελο του εθνικισμού και των προκαταλήψεων με την αντικειμενική θεώρηση της ιστορίας, η σημερινή πραγματικότητα εγείρει καινοφανή εμπόδια στην αναγνώριση της ετερότητας. Η διαίρεση της ανθρωπότητας  σε σταυροφόρους της οικουμενικότητας και αντιδραστικούς οπαδούς της ξεχωριστής ταυτότητας οδηγεί στο στιγματισμό των μειονοτήτων στο όνομα της ενότητας, της ολότητας. Μάλιστα, σύμφωνα με  την Françoise Sironi η παγκοσμιοποίηση συνεπάγεται την κατάργηση της ετερότητας, κάτι που πρέπει, κατά τη γνώμη της να μας προκαλεί αγωνία.

Η σύγχρονη αυτή διαλεκτική αντιπαράθεση, όπως και τα επίμαχα γεγονότα, δεν αποσιωπώνται στα σχολικά εγχειρίδια αλλά καταβάλλεται προσπάθεια, ώστε να αμβλύνεται η οξύτητα και να μετεξελίσσονται  σε δημιουργική αντίφαση - σύνθεση. 

Τελειώνοντας την ανακοίνωσή μου αυτή θα ήθελα να σημειώσω  ότι το θεμελιώδες κριτήριο καταλληλότητας ενός σχολικού εγχειριδίου έγκειται στην αποτρεπτική δυνατότητα υποβολής μιας μονοδιάστατης αντίληψης του ιστορικού γίγνεσθαι και στη δυναμική ενστάλαξης της ιδέας, παράλληλα με τη δόμηση της εθνικής ταυτότητας, ότι  η ελευθερία, η δημοκρατία, η ευημερία, η ανάπτυξη, η πρόοδος και άλλες ειρηνικές και πολιτιστικές επιδιώξεις είναι κοινός στόχος όλων των ανθρώπων.

 

SUMMARY

This presentation is about the characteristics that school historical book should have, in order to respond to the profound changes of our days.

We live in a world characterized by the so-called Society of Knowledge and Information and Globalization. Education is not only integrated to this environment, but it is considered as the decisive connecting link to the driving forces of this new international system. As this fact constitutes a new context towards more quality in school, today the most urgent pedagogical demand is to develop critical thinking.

The course of History seems to respond globally to this necessity. The relative problematic will focus on school historical book and will be analyzed in five interconnected domains: 1. National and international dimension in History 2. Pluralistic approach to historical material, objectivity and true in History 3. Opportunity in analyzing, and, generally, developing critical dexterities 4.Choice of historical sources 5. Respective of alterity

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βεργόπουλος,,Κ.            Παγκοσμιοποίηση, Η μεγάλη Χίμαιρα, εκδ. Νέα Σύνορα- Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1999.

Ευρωπαϊκή Επιτροπή      Λευκή Βίβλος για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση, [Βρυξέλλες] 1995.

Λύτρας,Περ.,  (Επιμ.),     Παγκοσμιοποίηση, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 2000.

Ματσαγγούρας, Η.,         Στρατηγικές Διδασκαλίας, τ. Β΄, Η Κριτική Σκέψη στη Διδακτική Πράξη, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 19984.

Φρίντμαν, Τόμας,             Το Lexus και η Ελιά, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2000.

Brown, P.  & Lauder, H.,  Education, Globalizational Economic Development, Education Policy Vol. 11, no 1.

Commission Européenne, Dimension Européenne dans l’ Education, Bruxelles 1993.

Duclos, Denis,                Nature et democratie des passions, Presses Universitaires de France, Paris 1996.

Hamers, J. & Overtoon, Th. (Ed.)Teaching Thinking in Europe, Utrect, Sardes 1997.

Sironi, Françoise,            L´ universalité est-elle une torture, Nouvelle Revue d´ Ethnopsychiatre, 34, Grenoble 1997.