Η ελληνική εκπαίδευση σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης

 

Του Παναγιώτη Τσαγκαράκη

                                                                   Σχολικού Συμβούλου Δ.Ε.

1. Εισαγωγικά

 

Ο όρος παγκοσμιοποίηση, άγνωστος ως  πριν μερικά χρόνια, τουλάχιστο για το πλατύ κοινό, σήμερα είναι στα χείλη όλων. Ο παγκόσμιος και ο εγχώριος έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος καθημερινά μας βομβαρδίζουν με σχετικά άρθρα, ρεπορτάζ, αναλύσεις και επισημάνσεις. Και ο τελευταίος πολίτης της χώρας κάπου, κάποτε έχει ακούσει κάτι για την παγκοσμιοποίηση. Ο όρος είναι τόσο οικείος, ώστε οι περισσότεροι πιστεύουν ότι γνωρίζουν το εννοιολογικό του περιεχόμενο. Δεν είναι όμως έτσι. Η παγκοσμιοποίηση είναι ένα πολυεπίπεδο φαινόμενο χωρίς σαφές εννοιολογικό περιεχόμενο. Ένα φαινόμενο που προκαλεί τελευταία έντονες αντιδράσεις από ένα νέο  και συνεχώς ογκούμενο παγκόσμιο κίνημα.Και το  περιέργο είναι  ότι δε διαθέτει εμφανή σημάδια κρατικής δύναμης και εξουσίας εναντίον της οποίας συνηθίσαμε να αντιστρατευόμαστε μέχρι σήμερα. Όσο όμως λιγότερο χειροπιαστό είναι, τόσο περισσότερες ανησυχίες και φοβίες δημιουργεί, ενισχύοντας τη θέληση για αντίσταση στην περιθωριοποίηση ατόμων και λαών και στη διαφαινόμενη τάση για παγκόσμια πολιτισμική ισοπέδωση και ομογενοποίηση.

Η παγκοσμιοποίηση έχει όμως και τους υπερασπιστές της, οι οποίοι διαβλέπουν στη διαδικασία αυτή τη μόνη ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον για ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Πάντως ανεξάρτητα από φόβους ή ελπίδες που δημιουργεί το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, γεγονός είναι ότι πρόκειται για μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη, επιταχύνεται συνεχώς με τη βοήθεια της τεχνολογίας και δε φαίνεται αντιστρέψιμη, τουλάχιστο στο προβλεπτό μέλλον. Συνεπώς είτε μας  αρέσει είτε όχι στα επόμενα χρόνια θα ζήσουμε σε συνθήκες αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης.

Στις νέες αυτές  συνθήκες  οι ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος καθίστανται όλο και περισσότερο ορατές και συνάμα πιο επικίνδυνες  για το μέλλον της νέας γενιάς. Είναι λοιπόν σήμερα περισσότερο από κάθε αλλή φορά επιβεβλημένη η επείγουσα ανανεωτική παρέμβαση στο  εκπαιδευτικό  μας σύστημα, για να μπορέσει τούτο να ανταποκριθεί με επιτυχία  στις προκλήσεις της νέας εποχής,

Στο λίγο χρόνο που έχουμε στη διάθεσή μας θα προσπαθήσουμε με τις λιγοστές μας δυνάμεις να αναφερθούμε στα χαρακτηριστά (θετικά και αρνητικά) της παγκοσμιοποίησης και στην ανάγκη που δημιουργεί  η νέα αυτή τάξη πραγμάτων για μεταρρύθμηση του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Θα επισημάνουμε τις εκπαιδευτικές μας ανεπάρκειες και θα διατυπώσουμε καίρια, κατά τη γνώμη μας, ερωτήματα σχετικά με την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει η απαραίτητη με βάση τα νέα παγκόσμια δεδομένα αναμορφωτική εκπαιδευτική μας προσπάθεια.

 

2. Παγκοσμιοποίηση  (θετικά και αρνητικά χαρακτηριστικά)

 

Πολλοί αγνοί και συχνά  ανυποψίαστοι ιδεολόγοι διαβλέπουν στην παγκοσμιοποίηση μια προσπάθεια να μετατραπεί ο πλανήτης μας σε μια μεγαλούπολη χωρίς φτωχογειτονιές. Να γίνει μια διεθνής γειτονιά με άφθονα υλικά και πνευματικά αγαθά. Όραμα ελκυστικό που μπορεί όμως να γίνει εφιάλτης κάτω από τις σημερινές συνθήκες πορείας της παγκοσμιοποίησης, μας προειδοποιούν αρκετοί αναλυτές. Οι νεομαρξιστές, για παράδειγμα,  ορίζουν την παγκοσμιοποίηση απλά ως ένα νέο στάδιο καπιταλιστικής συσσώρευσης που στοχεύει στην παγκόσμια κυριαρχία και  καταδυνάστευση των λαών καθώς και στην πολιτισμική τους ισοπέδωση.

Οι νεοφιλελεύθεροι αναλυτές, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι η παγκοσμιοποιήση είναι το φυσικό επακόλουθο της τεχνολογικής επανάστασης που επέφερε καταλυτικές αλλαγές στα μέσα παραγωγής, επικοινωνίας, ψυχαγωγίας και τελικά της εκπαίδευσης. Η τάση αυτή, προσθέτουν, επιταχύνθηκε από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη  συνεπεία αυτής απόλυτη κυριαρχία του καπιταλιστικού συστήματος.

Οι οπαδοί του τρίτου δρόμου (Α.Giddens) ορίζουν την παγκοσμιοποίηση   ως ένα σύνθετο πλέγμα διαδικασιών, το οποίο καθοδηγείται από ένα κράμα πολιτικών και οικονομικών παραγόντων. Αλλάζει, μας λέγουν,  την καθημερινή μας ζωή και δημιουργεί ταυτόχρονα νέα διεθνή συστήματα και δυνάμεις.

Άλλοι αναλυτές τονίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση, ενώ είναι κάτι το αυτονόητο και αναμενόμενο, δεν είναι ούτε καινοφανές ούτε κάτι μη αντιστρέψιμο. Το κεφάλαιο ήταν παγκοσμιοποιημένο ήδη από το 16ο αιώνα και η εργασία επίσης παγκοσμιοποιημένη από τον 19ο αιώνα, όταν η μετανάστευση ξεπέρασε κάθε όριο.

Άλλοι πάλι αναλυτές, όπως ο Γάλλος Emm.Todd, αμφισβητούν αυτό καθεαυτό το φαινόμενο. Η υπόθεση της παγκοσμιοποίησης δεν έχει υπόσταση, ισχυρίζονται. Δεν είναι παρά  μύθος, σκηνοθεσία του αισθήματος αδυναμίας  της πολιτικής και πολιτιστικής ελίτ.

Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Alain Touraine περιορίζει την παγκοσμιοποίηση σε μια οικονομική τάση. Με την άποψη αυτή φαίνεται να συντάσσεται και ο δικός μας  Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ο οποίος διαβλέπει δυσκολίες στη λειτουργία της Δημοκρατίας  ελλείψει ρυθμιστικών κανόνων της αγοράς σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ορίζει την παγκοσμιοποίηση ως την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των χωρών όλου του κόσμου μέσα από την επιτάχυνση των ανταλλαγών προϊόντων και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την απεριόριστη επέκταση των συναλλαγών σε παγκόσμια κλίμακα.

Τελικά τι είναι η παγκοσμιοποίηση; Καλό ή κακό; Μαύρο ή άσπρο, όπως πολλοί διατείνονται; Πιστεύουμε ότι η παγκοσμιοποίηση έχει και θετικές και αρνητικές πλευρές. Στα θετικά της στοιχεία μπορούν να αναφερθούν τα παρακάτω: 

α) Διευκολύνει   την  αμοιβαία προσέγγιση και κατανόηση ανθρώπων και λαών.

β) Επιταχύνει την ενσωμάτωση στην παγκόσμια οικονομία κοινωνιών που στο παρελθόν ήταν περιθωριοποιημένες.

γ) Δημιουργεί πλούτο που διαχέεται, έστω και προκλητικά ανισομερώς, σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα.

δ) Βελτιώνει το επίπεδο ποιότητας της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων της γης, πράγμα που αποδεικνύεται  από την επιμήκυνση του ορίου ζωής, τη μείωση της θνησιμότητας νεογνών και μητέρων και τον περιορισμό του αναλφαβητισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.

ε) Διευρύνει  την ελευθερία του λόγου και τις άλλες πολιτιστικές ελευθερίες λόγω δυσκολίας, αν όχι πλήρους αδυναμίας, ελέγχου των ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης από τα αυταρχικά και αντιδημοκρατικά  καθεστώτα.

Στην παγκοσμιοποίηση όμως, προσάπτονται, όχι αδίκως, και τα ακόλουθα αρνητικά στοιχεία:

α) Διευρύνει το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, αλλά και σε κάθε χώρα μεταξύ των εχόντων και μη εχόντων.

β)  Διογκώνει τη χρηματιστηριακή σφαίρα σε βάρος της παραγωγικής οικονομίας.

γ) Ευνοεί την άναρχη ανάπυξη και, κινούμενη με μόνο κριτήριο  το κέρδος, δε δείχνει κανένα σεβασμό στον εργαζόμενο και στο περιβάλλον.

δ) Απομειώνει τη δύναμη του κράτους που θα μπορούσε να αποτελέσει κάποιο εμπόδιο στην υποχώρηση των ανθρωπιστικών  αξιών μπροστά στις αρχές  του ελεύθερου εμπορίου.

ε)  Αποτελεί απειλή για τους δημοκρατικούς θεσμούς, αφού τα εθνικά κέντρα είναι υποχρεωμένα να προσαρμόζονται  στις επιταγές διεθνών κέντρων που δεν ελέγχονται δημοκρατικά.

στ) Απαλλάσσει  τους φορείς της οικονομικής εξουσίας από τον έλεγχο της πολιτικής, με αποτέλεσμα την απορρύθμιση των κανόνων διασφάλισης και προστασίας των εργαζομένων και των κανόνων κοινωνικής δικαιοσύνης και πολιτικής διαπραγμάτευσης.

ζ) Ισοπεδώνει τις πολιτισμικές  ιδιαιτερότητες των επιμέρους λαών με την επικράτηση  μιας μόνο γλώσσας, της αγγλικής, και με την ομογενοποίηση του τρόπου ζωής  και της νοοτροπίας.

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να πούμε  ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία που ανοίγει απροσδόκητες προοπτικές, αλλά εγκυμονεί και  τεράστιους κινδύνους. Είναι μια διαδικασία που  δε φαίνεται εύκολα αναστρέψιμη. Συνεπώς η επιλογή είναι να ενταχθεί μια χώρα σε αυτή ή όχι. Μπορεί άραγε μια χώρα, ιδιαίτερα η δική μας, να αντέξει το κόστος της μη ένταξης; Εάν η απάντηση στο ερώτημα είναι αρνητική, τότε το μόνο που μας απομένει είναι να αγωνιστούμε συλλογικά για τη διεύρυνση των θετικών και τον περιορισμό των αρνητικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης. Χρειάζονται για το σκοπό αυτό παρεμβάσεις, ιδιαίτερα στον τομέα της οικονομίας, όπως :

α) Τιθάσευση της υπερβολικής χρηματιστηριακής ρευστότητας με ταυτόχρονη ενθάρρυνση της ακινητοποίησης των κεφαλαίων για παραγωγικές επενδύσεις  με μέτρα, όπως ο φόρος ΤΟΒΙΝ, ο έλεγχος  του ξεπλύματος χρήματος  και  η κατάργηση των φορολογικών παραδείσων.

β) Αύξηση των προγραμμάτων αναδιανομής του πλούτου μεταξύ των πλουσίων και των φτωχών  χωρών και μεταξύ των κοινωνικών ομάδων στις διάφορες χώρες, όχι απλά και μόνο για λόγους κοινωνικής διακαιοσύνης, αλλά και για την αποτροπή μελλοντικών συγκρούσεων  και κοινωνικών αναταραχών.

γ) Η προώθηση σε κρίσιμα κέντρα λήψης αποφάσεων ανθρώπων  που να εμπνέονται από τις αξίες  της παγκόσμιας ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και του σεβασμού της ελευθερίας και της ιδιαιτερότητας κάθε ανθρώπου και κάθε λαού.

Στο επίπεδο του πολιτισμού οι παρεμβάσεις μας πρέπει να στοχεύουν προς την κατεύθυνση της αλλαγής της νοοτροπίας μας ως προς τους άλλους πολιτισμούς. Πρέπει να μάθουμε να τους σεβόμαστε, να αφομοιώνουμε  τις αρετές τους και παράλληλα  να καταπολεμούμε το ομογενοποιητικό και ενοποιητικό πολισμικό μοντέλο. Χρειάζεται  ακόμη να διορθώσουμε το στυγνό πραγματισμό μας και την ποσοτική αντίληψη των πραγμάτων και συγχρόνως να υπερασπιζόμαστε τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα  σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου.

Ο κόσμος στον οποίο θα ζήσουμε εμείς και, κυρίως, τα παιδιά μας θα είναι ένας κόσμος πολύπλοκος και απρόβλεπτος. Ο σταθερός κόσμος που ξέραμε αντικαθίσταται πλέον από έναν άλλο όπου επικρατούν η ρευστότητα, το απρόοπτο και το μεταβλητό. Όπου κυριαρχούν οι επιστήμες της πολυπλοκότητας και του χάους. Όπου οι λύσεις στα διάφορα προβλήματα είναι διεπιστημονικές.

Η νέα εποχή που χαράζει μας επιφυλάσσει  απροσδόκητες μεταβολές στη ζωή μας. Και τα πιο μακρινά συμβάντα, οικονομικά ή μη, θα  μας επηρεάζουν πιο άμεσα και πιο γρήγορα απ’ ό,τι  σήμερα. Η συνεχής απασχόληση και η ανέλιξη στην ιεραρχία της παραγωγής θα είναι συνάρτηση της ικανότητάς μας  για  ταχεία προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες  συνθήκες της αγοράς εργασίας. Σε αυτό τον κόσμο της αέναης μεταβολής οι ελπίδες επιτυχίας στη ζωή ανήκουν μόνο σε αυτούς που θα έχουν μια σύγχρονη  και δυναμική εκπαίδευση. Και το ερώτημα που τίθεται είναι: Είναι σε θέση το σημερινό εκπαιδευτικό μας σύστημα να προετοιμάσει κατάλληλα τους μαθητές – φοιτητές του για να επιζήσουν και να επιτύχουν σε αυτό το νέο κόσμο που ανατέλλει;

 

3. Το εκπαιδευτικό μας σύστημα σήμερα

 

Θα ήταν άδικο, ξεκινώντας τη σύντομη περιγραφή της σημερινής κατάστασης του εκπαιδευτικού μας συστήματος, να μην αρχίσουμε από τις προόδους που έχουν επιτελεστεί  σε αρκετούς τομείς τα τελευταία χρόνια. Τέτοιοι πρόοδοι έχουν σημειωθεί ιδιαίτερα στον τομέα της υλικοτεχνικής υποδομής. Δε στεγάζονται πια τα σχολεία μας, στην πλειοψηφία τους τουλάχιστο, σε μισογκρεμισμένα κτήρια με ένα πίνακα και ένα στραβοβαλμένο κι αυτόν χάρτη της Ελλάδος, όπως ήταν ο κανόνας πριν μόλις μερικά χρόνια. Έχουν βελτιωθεί τα βοηθητικά βιβλία των μαθητών. Γίνονται αξιόλογες προσπάθειες για την ανανέωση των αναλυτικών προγραμμάτων. Οι  εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ξεκινούν την καριέρα τους με αναβαθμισμένη επιστημονική κατάρτιση μετά την ίδρυση των Παιδαγωγικών Τμημάτων. Στη διάρκεια της υπηρεσίας τους όλοι οι εκπαιδευτικοί της Γενικής Εκπαίδευσης έχουν περισσότερες ευκαιρίες επιμόρφωσης. Οι συνθήκες δουλειάς τους  έχουν βελτιωθεί θεαματικά. Έχει μειωθεί το ωράριό τους. Η αναλογία μαθητών – εκπαιδευτικών έχει φτάσει σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα.

Η ίδρυση ειδικών σχολείων και τάξεων, φροντιστηριακών τμημάτων, σχολείων για αλλοδαπούς, ολοήμερων σχολείων και η εισαγωγή ειδικοτήτων στην Πρωτοβάθμια  και η αύξησή τους στη Δευτεροβάθμια (Γενική και κυρίως Επαγγελματική) είναι μέτρα που κάλυψαν σοβαρές  εκπαιδευτικές και κοινωνικές ανάγκες.

Ο αριθμός των φοιτώντων στην Τριτοβάθμια  εκπαίδευση ξεπέρασε κάθε προηγούμενο στην ιστορία του έθνους μας.

Αυτές οι πρόοδοι δεν μπορούν δυστυχώς να αντισταθμίσουν τις πολλές και καίριες αδυναμίες του εκπαιδευτικού μας  συστήματος, που είναι: Στην Γενική Εκπαίδευση έχει από εικοσαετίας καταργηθεί ουσιαστικά η ιεραρχία. Η παρουσία των σχολικών συμβούλων είναι συνήθως διακοσμητική, περιοριζόμενη σε διδακτικές νουθεσίες, σε ώτα, κατά κανόνα, μη ακουόντων. Η διοικητική ιεραρχία στελεχώνεται, σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις, από εκπαιδευτικούς που επιλέγονται περισσότερο με βάση τις συνδικαλιστικές τους πεποιθήσεις και λιγότερο με βάση αξιοκρατικά κριτήρια.

Ο έλεγχος, διοικητικός και διδακτικός, των εκπαιδευτικών είναι ανύπαρκτος. Τα κίνητρα προσφοράς απουσιάζουν. Η επιβράβευση του εκπαιδευτικού μόχθου, της κατάρτισης και της πείρας είναι άγνωστη. Η διάκριση εργατικών και ράθυμων έχει εκλείψει. Οι θέσεις των στελεχών της εκπαίδευσης, μη έχοντας την προσήκουσα κοινωνική, εκπαιδευτική και οικονομική καταξίωση, προκαλούν μάλλον απώθηση  στους απλούς εκπαιδευτικούς που στερούνται έτσι κάθε φιλοδοξίας επαγγελματικής ανόδου. Αλλά και γενικότερα ο κλάδος των εκπαιδευτικών  έχει πάψει από καιρό να προσελκύει τους πλέον ικανούς νέους, λόγω του χαμηλού κοινωνικού status του επαγγέλματος.

Η μηχανική απομνημόνευση καλά κρατεί σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Τα παιδιά μας δε μαθαίνουν τις μεθόδους για την απόκτηση της γνώσης. Η άμιλλα και τα κίνητρα αρίστευσης έχουν κατασυκοφαντηθεί. Οι περισσότεροι μαθητές – φοιτητές έχουν εγκολπωθεί την ιδέα πως στη ζωή όλα ή σχεδόν όλα επιτυγχάνονται είτε με το μέσο, τις γνωριμίες και τις διασυνδέσεις είτε με τους «συνδικαλιστικούς» αγώνες. Τους αγώνες που απαιτούν διευκολύνσεις στις σπουδές, μονιμοποιήσεις χωρίς προσόντα ή μαζικούς διορισμούς χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια. Αρκετοί εκπαιδευόμενοι αποστρέφονται το μόχθο, τη σκληρή δουλειά και την επίπονη προσπάθεια ως μέσα επιτυχίας.

Τις πιο πάνω αδυναμίες του εκπαιδευτικού μας συστήματος πληρώνουν συνήθως οι γονείς. Γιατί αυτοί είναι που καταθέτουν, οι περισσότεροι από το υστέρημά τους και οι λιγότεροι από το περίσσευμά τους, σεβαστά χρηματικά ποσά ετησίως για να στείλουν τα παιδιά τους είτε στα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία είτε στα πολυποίκιλα φροντιστήρα.

Το ανησυχητικό για το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι ότι οι τομείς με τις μεγάλες αδυναμίες δεν παρουσιάζουν εμφανή σημάδια προσεχούς βελτίωσης.

Συνεπώς είναι περισσότερο από επείγον να πάρουμε κάποιες αποφάσεις για μια συνολική και ουσιαστική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτκού μας συστήματος.

 

4. Μερικά κρίσιμα ερωτήματα για την πορεία του εκσυγχρονισμού του εκπαιδευτικού μας συστήματος ενόψει της νέας εποχής.

 

    Οι οποιεσδήποτε αποφάσεις για την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού μας συστήματος θα πρέπει να ληφθούν ύστερα από έναν εξαντλητικό, ειλικρινή και πέραν από πολιτικές σκοπιμότητες διάλογο με όλους τους αρμόδιους φορείς. Οι αποφάσεις αυτές, δεσμευτικές για όλους όσοι  θα συμμετάσχουν στο διάλογο, θα πρέπει να αφορούν, κυρίως, απαντήσεις στα παρακάτω ερωτήματα:

α) Θα επιτρέψουμε την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, τα οποία εφοδιασμένα με αυστηρούς θεσμούς ελέγχου της εν γένει επιστημονικής τους δραστηριότητας, θα δράσουν καταλυτικά και στον τομέα του περιορισμού των φοιτητών που φοιτούν σε αμφιβόλου ακαδημαϊκής αξίας πανεπιστημιακά ιδρύματα του εξωτερικού αλλά και στον τομέα της ανύψωσης, μέσω του ανταγωνισμού, της επιστημονικής στάθμης όλων ανεξαιρέτως των Α.Ε.Ι., αντισταθμίζοντας ίσως έτσι, έστω και μερικώς, τον κίνδυνο της εμπορευματοποίησης της πανεπιστημιακής γνώσης που συνεπάγεται η λειτουργία τους,  ή θα επιμείνουμε στην μονοπώληση της ανώτατης εκπαίδευσης από τα δημόσια τριτοβάθμια ιδρύματα με τα πολλά θετικά τους στοιχεία αλλά και τα αρνητικά τους, όπως για παράδειγμα την απουσία αξιολόγησης του έργου τους, την οποία πολλοί πανεπιστημιακοί ζητούν στα λόγια αλλά δεν επείγονται να την υλοποιήσουν στην πράξη;

β) Θα διατηρήσουμε το ακαδημαϊκό άσυλο με τη σημερινή του μορφή, η οποία συχνά – πυκνά αποβαίνει σε όφελος ολιγομελών οργανωμένων ομάδων νεαρών που το ευτελίζουν όποτε το αποφασίσουν;

γ) Θα προχωρήσουμε στον περιορισμό του απεριόριστου χρόνου σπουδών των φοιτητών, στην εξέταση των μαθημάτων με επιστημονική και λογική σειρά και στην κατάργηση του αντιεπιστημονικού συστήματος του ενός εγχειριδίου;

δ) Τα ανώτατα ιδρύματα θα παρέχουν απλά επαγγελματικές γνώσεις προσανατολισμένες προς τις ανάγκες της οικονομίας ή πέραν αυτών θα πρέπει να προσφέρουν και γνώσεις με στόχο τη διεύρυνση των πνευματικών οριζόντων των φοιτητών τους;

ε) Τα πανεπιστημιακά τμήματα που εκπαιδεύουν εκπαιδευτικούς της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης θα εξακολουθήσουν να στηρίζονται στην αντίληψη  πως αρκεί η καλή γνώση του αντικειμένου και το ταλέντο για να γίνει ένας φοιτητής καλός εκπαιδευτικός ή θα πρέπει να προχωρήσουν στον εμπλουτισμό των προγραμμάτων τους (με επέκταση των ετών φοίτησης πιθανώς), για να επιτύχουν την άρτια και σε άμεση επαφή με τη σχολική πράξη παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση των φοιτητών τους;

στ) Τα Παιδαγωγικά Τμήματα  θα εξακολουθήσουν να προσφέρουν μόνο θεωρητική γνώση στους φοιτητές τους ή θα πρέπει να ιδρύσουν και πειραματικά σχολεία στα οποία εμπνευσμένοι δάσκαλοι (συνεπικουρούμενοι πιθανώς και από τους υποψήφιους διδάκτορες) θα εφαρμόζουν στην πράξη τις νέες παιδαγωγικές ιδέες και θα μυούν τους φοιτητές στα μυστικά της διδακτικής και παιδαγωγικής πράξης;

ζ) Πώς θα οργανώσουμε ένα πρακτικό σύστημα (με τη χρήση και της σύγχρονης τεχνολογίας) διαρκούς υποχρεωτικής επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, ξεκινώντας από την αντίληψη ότι η ποιότητα της διδασκαλίας εξαρτάται περισσότερο από τη διαρκή εκπαίδευση των εκπαιδευτικών παρά από την αρχική τους κατάρτιση;

η) Θα συνεχίσουμε να ανεχόμαστε τη σημερινή κατάσταση του εκπαιδευτικού μας συστήματος όπου απουσιάζουν η ιεραρχία και η αξιολόγηση και όπου πολλοί εκπαιδευτικοί  ασχολούνται περισσότερο με τα φροντιστήρια ή με κάποια δεύτερη δουλειά και λιγότερο με το κύριο έργο τους ή θα αποφασίσουμε να επαναφέρουμε επειγόντως στην εκπαίδευση την αυστηρή αξιοκρατική ιεραρχία, τη δίκαιη και αντικειμενική αξιολόγηση (με έμπρακτες συνέπειες) όλων των παραγόντων της εκπαίδευσης και παράλληλα να αναβαθμίσουμε επιστημονικά, επαγγελματικά και οικονομικά τη θέση των εκπαιδευτικών μας;

θ) Θα προχωρήσουμε στην εκπαιδευτική αποκέντρωση και στην ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των σχολείων για την προσέλκυση μαθητών και πόρων με την παραχώρηση στους γονείς τού δικαιώματος να εκλέγουν το σχολείο για τα παιδιά τους ανεξάρτητα από την περιοχή κατοικίας τους με τη διάθεση από το κράτος πιστώσεων ανά μαθητή ή θα παραμείνουμε στην παραδοσιακή σιγουριά του σημερινού δυσκολοκίνητου και δυσπροσάρμοστου συγκεντρωτικού μας συστήματος;

ι) Θέλουμε απλά τα σχολεία μας, σχολεία πληροφοριών και εξειδικευμένης γνώσης ή σχολεία τα οποία χωρίς να παραμελούν την εισαγωγή των μαθητών στη νέα τεχνολογία, θα διατηρούν το χαρακτήρα των σχολείων αγωγής και καλλιέργειας ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών;

ια) Ποια κατεύθυνση πρέπει να ακολουθήσουμε για να αναμορφώσουμε τα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων μας κατά τρόπο που να ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στα ζητούμενα της νέας εποχής;

Το τελευταίο ερώτημα δύσκολα βρίσκει τη σωστή του απάντηση. Γι’αυτό θα θέλαμε, τελειώνοντας να προσθέσουμε τα παρακάτω: Η ανασύνταξη των αναλυτικών προγραμμάτων πρέπει να είναι μια διαδικασία συνεχούς ελέγχου, ανανέωσης και εκσυγχρονισμού γνώσεων και μεθόδων. Κατά τη διαδικασία αυτή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και να εμπλέκονται, τόσο κατά τη φάση του σχεδιασμού όσο και κατά τη φάση της υλοποίησης, και οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί. Η ανανέωση της ύλης αφορά κυρίως τις τεχνοεπιστήμες. Οι μαθητές μυούμενοι σ’αυτές πρέπει να αποκτούν όχι απλά την ικανότητα πρόσβασης στις διάφορες πληροφορίες, αλλά και τη δυνατότητα να τις οργανώνουν και να τις διαχειρίζονται σωστά.

Αντικείμενα διδασκαλίας πρέπει να γίνουν επίσης οι αβεβαιότητες που εμφανίζουν διάφοροι τομείς των φυσικών επιστημών (Μικροφυσική, Βιολογία, Κοσμολογία), οι μέθοδοι κατανόησης των σχέσεων ανάμεσα στα μέρη και στο όλο του πολύπλοκου και αβέβαιου κόσμου μας, καθώς και οι στατηγικές με βάση τις οποίες είναι δυνατή η αντιμετώπιση του τυχαίου και αναπάντεχου στη ζωή μας.

Τα παραδοσιακά μορφωτικά αγαθά (γλώσσα, ιστορία, πολιτισμός) πρέπει να εδραιώνονται ως έρμα στις ψυχές των παιδιών μας. Με εδραιωμένα τα μορφωτικά αυτά αγαθά τα παιδιά μας θα διαπλεύσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή ευστάθεια το πέλαγος των ταχύτατων αλλαγών που θα συναντήσουν στη ζωή τους. Θα μπορούν ως ενήλικες να αγωνιστούν για την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, την απάμβλυνση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού και την ανάπτυξη της ανεκτικότητας έναντι των ιδεών των άλλων (και όχι βέβαια έναντι των προσβολών, των επιθέσεων και των δολοφονικών πράξεων).

Πάνω απ’όλα ένα σωστό αναλυτικό πρόγραμμα πρέπει να προσφέρει στα παιδιά μας τα μέσα για να μαθαίνουν δια βίου.

Πάντως και το καλύτερο αναλυτικό πρόγραμμα και τα αρτιότερα διδακτικά βιβλία και ο πιο πλούσιος υλικός εξοπλισμός δεν μπορούν από μόνα τους να αποδώσουν τα αναμενόμενα, χωρίς τον εκπαιδευτικό. Έναν εκπαιδευτικό με έντονη προσωπικότητα  και με την ικανότητα να επηρεάζει το παιδί με το ζεστό του τρόπο. Έναν εκπαιδευτικό που να ακτινοβολεί αγάπη και να μεταγγίζει στους μαθητές το μεράκι και το ενδιαφέρον για την έρευνα και τη γνώση.

Αυτόν τον τύπο του εκπαιδευτικού πρέπει να προετοιμάσουμε και να στηρίξουμε – και όχι μόνο στα λόγια. Αυτόν τον εκπαιδευτικό απαιτεί η ανάγκη μιας ουσιαστικής μεταρρύθμισης της εκπαίδευσής μας, χωρίς την οποία η επιβίωσή μας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης θα είναι, αν όχι αδύνατη, οπωσδήποτε όμως δύσκολη και προβληματική.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

1.       Ανδριανόπουλος, Α.(1999). «Limit up», Κοντά στα όρια, Αγωνία για την Ελλάδα του 21ου  αιώνα. Αθήνα: Libro.

2.       Βεργόπουλος, Κ. (1999). Παγκοσμιοποίηση. Η μεγάλη χίμαιρα. Αθήνα: Λιβάνης.

3.       Γιανναράς, Χ. (2000). Παιδεία και Γλώσσα. Αθήνα: Πατάκης.

4.       Γιανναράς, Χ. (ανθολόγηση) (2000). Αλφαβητάρι του Νεοέλληνα-Κείμενα επίκαιρης ελληνικής αυτοσυνειδησίας. Αθήνα:Πατάκης.

5.       Γιαννουλάτος, Α. (Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας) (2000). Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία.Αθήνα: Ακρίτας.

6.       Γκίντενς, Α. (1998). Ο Τρίτος Δρόμος-Η ανανέωση της Σοσιαλδημοκρατίας (μετ.Ανδρέας Τάκης). Αθήνα: ΠΟΛΙΣ.

7.       Κονδύλης, Π. (1998). Από τον 20ο στον 21ο αιώνα-Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000. Αθήνα:Θεμέλιο.

8.       Λύτρας, Π. (επιμ.) (2000). Παγκοσμιοποίηση, Όραμα, Χίμαιρα, Κατάρα ή Εφιάλτης.  Αθήνα:Παπαζήσης.

9.       Μαντζαρίδης, Γ. (2001). Παγκοσμιοποίηση-Παγκοσμιότητα –Χίμαιρα και Αλήθεια. Θεσσαλονίκη: Πουρναράς.

10.    Μορέν, Ε. (2000). Οι εφτά γνώσεις- κλειδιά για την παιδεία του μέλλοντος (μετ.Θοδ.Τσαπακίδης). Αθήνα: Εικοστός Πρώτος.

11.    ΟΛΜΕ. (1988). Συζητήσεις για την Εκπαίδευση. Αθήνα.

12.    Unesco. (1999). Εκπαίδευση – Ο Θησαυρός που κρύβει μέσα της (Έκθεση διεθνούς επιτροπής για την εκπαίδευση στον 21ο αιώνα). (Μετ. Ομάδα εργασίας  του κέντρου εκπαιδευτικής έρευνας ). Αθήνα : Gutenberg.

 

Άρθρα σε εφημερίδες  και περιοδικά

 

1.       Κονδύλης, Π. «Από τη μαζική στην παγκόσμια κουλτούρα»,

     Το Βήμα, (19 –7-98).

2.       Κωτίδης, Α. «Το ατομικό, το όλον και το παγκόσμιο»,

     Το Βήμα, (3-9-00).

3.       Μπαμπινιώτης, Γ. «Παγκοσμιοποίηση ή Διεθνοποίηση;», Το Βήμα, (3-6-01).

4.       Μπήτρος, Γ. «Παγκοσμιοποίηση και Μύθοι», Το Βήμα, (18-3-01 και 1-4-01).

5.       Μούτσιος, Σ. «Εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στις οικονομικά ανεπτυγμένες αγγλόφωνες χώρες: σχολική αυτονομία και εκπαιδευτική αγορά». Παιδαγωγική Επιθεώρηση (31/2001),

     σελ. 9-36. Αθήνα : Ατραπός.

6.       Touraine, A. «Η δυναμική επιστροφή του καπιταλισμού», Το Βήμα, (21-1-01).

7.       Τσουκαλάς, Κ. « Η Δημοκρατία της παγκόσμιας ανομίας», Το Βήμα, (21-1-01).

 

 

ABSTRACT

 

This paper is about the Greek  educational system in the new era of Globalization. Some analysts argue that  Globalization is a synthetic process leading to a better world, while others disagree arguing that it is worsening the  living of the great majority of people on earth. However, all agree that investment in a good education is the only hope for people to survive and succeed in this new era.

The present Greek educational system is not capable to prepare adequately its students for the 21st century, unless it undergoes substantial reforms.

Reforms  are urgently needed in curricula and teaching methods, in the education of the new teachers, and in their in-service training and evaluation. More money is also needed for better-equipped school buildings.