Μετανάστευση και διγλωσσία:

εκτίμηση των λεκτικών ικανοτήτων Αλβανών μεταναστών

 που μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα ως ξένη

 

 

 

Της  Γεωργίας Ανδρέου & Του Ανάργυρου Καραπέτσα

 

Εισαγωγή

Η γλωσσική πολυμορφία στο ελληνικό σχολείο αποτελεί πλέον πραγματικότητα και είναι ένα φαινόμενο που είναι πιθανόν να λάβει μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ τη στιγμή που η Ευρώπη ενοποιείται και οι άνθρωποι μετακινούνται αναζητώντας εργασία (Δαμανάκης, 2000). Ωστόσο όμως, τα παιδιά των μεταναστών που μαθαίνουν την Ελληνική γλώσσα ως ξένη είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στις επιδόσεις τους στο σχολείο. Έχει παρατηρηθεί ότι η σχολική επιτυχία και κυρίως στο μάθημα της γλώσσας, εξαρτάται από την ηλικία που είχαν τα παιδιά αυτά όταν μετανάστευσαν στην Ελλάδα. Οι επιδόσεις τους στο μάθημα της γλώσσας και γενικότερα οι λεκτικές ικανότητες των παιδιών που μετανάστευσαν μέχρι την ηλικία των 8 περίπου ετών και οπωσδήποτε πριν την εφηβεία, ήταν εξίσου καλές με παιδιά που είχαν την Ελληνική γλώσσα ως μητρική (Σκούρτου, 1997).

Μια απ' τις γλωσσικές ομάδες στη χώρα μας είναι οι Αλβανοί. Το μεγάλο οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο στο οποίο βρέθηκε το αλβανικό κράτος τα τελευταία χρόνια, ώθησε τους πολίτες του να το εγκαταλείψουν. Έτσι από το Μάιο του 1990 μέχρι σήμερα ένας μεγάλος αριθμός Αλβανών εισήλθε στη χώρα μας. Τα παιδιά αυτών των Αλβανών μεταναστών είχαν διαφορετικές ηλικίες όταν εντάχθηκαν στο ελληνικό σχολείο.

Με βάση τα παραπάνω, στην έρευνά μας θελήσαμε να μελετήσουμε τις λεκτικές ικανότητες παιδιών από την Αλβανία και κατά πόσο αυτές διαφοροποιούνται ανάλογα με την ηλικία μετανάστευσης στην Ελλάδα.

 

Υλικό και μέθοδος

Στην έρευνά μας μελετήσαμε τις λεκτικές ικανότητες 24 παιδιών από την Αλβανία, με μέσο όρο ηλικίας 14 ετών και 2 μηνών και τις συγκρίναμε με τις λεκτικές ικανότητες 24 παιδιών με μητρική γλώσσα την Ελληνική, αντίστοιχης ηλικίας. Από τα 24 Αλβανάκια, 13 είχαν μεταναστεύσει στην Ελλάδα σε ηλικία κατά μέσο όρο 6 ετών και 6 μηνών και 11 με μέσο όρο ηλικίας 11 ετών και 9 μηνών.

Για τη μέτρηση των λεκτικών ικανοτήτων των παιδιών χρησιμοποιήσαμε τις λεκτικές κλίμακες της ελληνικής έκδοσης του WISC III, οι οποίες αξιολογούν τη λεκτική νοημοσύνη μέσω της ακουστικής-γλωσσικής διόδου επικοινωνίας (Lezak, 1995). Οι κλίμακες που δόθηκαν ήταν οι εξής: α) Πληροφορίες: δίνονται στο παιδί 30 ερωτήσεις τις οποίες καλείται να απαντήσει προφορικά. Η κλίμακα αυτή αξιολογεί βασικά το εύρος των γενικών του γνώσεων αλλά και την ακουστική αντίληψη σύνθετων λεκτικών ερεθισμάτων, τη λεκτική κατανόηση τη γνώση σχετικά με στοιχεία του πολιτισμού και τη μακρόχρονη μνήμη. β) Ομοιότητες: δίνονται στο παιδί 19 ζεύγη λέξεων που αντιπροσωπεύουν διάφορα αντικείμενα ή έννοιες και αυτό καλείται να εντοπίσει τις ομοιότητες μεταξύ των δύο λέξεων κάθε ζεύγους. Η κλίμακα βασικά αξιολογεί τη λογική αφαιρετική σκέψη αλλά και την ακουστική αντίληψη και κατανόηση απλών λεκτικών ερεθισμάτων, την ικανότητα σχηματισμού λεκτικών εννοιών και την ικανότητα διάκρισης ουσιωδών από μη ουσιώδεις λεπτομέρειες. γ) Αριθμητική: δίνονται στο παιδί 24 αριθμητικά προβλήματα, τα οποία καλείται να λύσει χωρίς να χρησιμοποιήσει χαρτί και μολύβι. Η κλίμακα αυτή μετράει την ακουστική αντίληψη σύνθετων λεκτικών ερεθισμάτων, την κατανόηση ερωτήσεων, τη βραχύχρονη μνήμη και ανάκληση πληροφοριών, την ταχύτητα γνωστικής επεξεργασίας και αν και κατατάσσεται στις λεκτικές κλίμακες, μετρά και την ικανότητα για μαθηματικούς υπολογισμούς.  δ) Λεξιλόγιο: δίνονται στο παιδί 30 λέξεις και του ζητείται να δώσει τον ορισμό κάθε λέξης προφορικά. Μετράει βασικά τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού και τη γνώση της σημασίας των λέξεων αλλά και την ακουστική αντίληψη και κατανόηση απλών λεκτικών ερεθισμάτων, την ικανότητα σχηματισμού λεκτικών εννοιών, την αφηρημένη σκέψη και τη μακρόχρονη μνήμη. ε) Κατανόηση: δίνονται στο παιδί 18 ερωτήσεις που αναφέρονται σε λύσεις καθημερινών προβλημάτων. Αυτή η κλίμακα βασικά αξιολογεί τη γνώση καθημερινών, πρακτικών θεμάτων και την κατανόηση κοινωνικών κανόνων και εννοιών καθώς και συμβατικών κανόνων συμπεριφοράς. Επίσης μετράει όπως και οι άλλες λεκτικές κλίμακες την ακουστική αντίληψη και κατανόηση απλών λεκτικών ερεθισμάτων, την ικανότητα σχηματισμού λεκτικών εννοιών αλλά και την κοινή λογική και τη γνώση σχετικά με στοιχεία του πολιτισμού.    

Η εξέταση κάθε παιδιού στις 5 λεκτικές κλίμακες έγινε χωριστά σε μία συνεδρία και ακολουθήθηκαν οι οδηγίες χορήγησης και βαθμολόγησης της κάθε κλίμακας, όπως περιγράφονται στο εγχειρίδιο της Ελληνικής έκδοσης του WISC III. Για τη στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων χρησιμοποιήθηκε t-test για ανισοπληθή δείγματα (Independent Samples t-test). Το στατιστικό πρόγραμμα που χρησιμοποιήθηκε ήταν το SPSS.

 

Aποτελέσματα

Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του t-test για ανισοπληθή δείγματα έδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές (p< .05) ανάμεσα σε όψιμα και πρώιμα μεταναστεύσαντες και ανάμεσα σε όψιμα μεταναστεύσαντες και παιδιά με μητρική γλώσσα την Ελληνική αλλά όχι ανάμεσα σε πρώιμα μεταναστεύσαντες και παιδιά με μητρική γλώσσα την Ελληνική, στις επιδόσεις σε όλες τις κλίμακες του WISC III. Tα αποτελέσματα παρουσιάζονται στο Πίνακα 1.

 

Συζήτηση

Οι στατιστικά σημαντικές διαφορές που βρέθηκαν ανάμεσα στις ομάδες μας μαρτυρούν ότι όσο πιο μικρή ήταν η ηλικία στην οποία τα παιδιά των μεταναστών ήταν όταν ήρθαν στην Ελλάδα τόσο πιο καλές ήταν οι επιδόσεις τους στην αντίληψη και κατανόηση απλών αλλά και σύνθετων λεκτικών ερεθισμάτων στην Ελληνική γλώσσα. Τα παιδιά των οποίων η ηλικία ήταν κοντά στην ηλικία εισαγωγής στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση δεν παρουσίασαν καμία διαφορά στις λεκτικές τους ικανότητες σε σχέση με τα παιδιά των οποίων η μητρική γλώσσα ήταν η Ελληνική. Αντίθετα παρουσίασαν διαφορές σε σχέση με τα παιδιά των οποίων η ηλικία μετανάστευσης ήταν μακριά από την ηλικία εισαγωγής στη πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Τα παιδιά των μεταναστών τα οποία στην έρευνά μας βρίσκονταν κοντά στη εφηβεία, παρουσίασαν μειωμένες λεκτικές ικανότητες όσον αφορά την αντίληψη και κατανόηση απλών και σύνθετων λεκτικών ερεθισμάτων, την κατανόηση ερωτήσεων στην Ελληνική γλώσσα, τη μακρόχρονη μνήμη, την ικανότητα σχηματισμού λεκτικών εννοιών, τη λογική αφαιρετική σκέψη, τη βραχύχρονη ακουστική μνήμη, την ταχύτητα γνωστικής επεξεργασίας, την ικανότητα για μαθηματικούς υπολογισμούς, την αφηρημένη σκέψη και τη γνώση καθημερινών, πρακτικών θεμάτων και συμβατικών κανόνων συμπεριφοράς. Επίσης, εκείνο που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι τα παιδιά που μετανάστευσαν όταν ήταν μικρά στην ηλικία, έχουν εξισωθεί με αυτά που έχουν γεννηθεί στη Ελλάδα τόσο στη γλωσσική ανάπτυξη και τη γνώση της σημασίας των λέξεων αλλά και στο εύρος των γενικών γνώσεων που επηρεάζονται από το γλωσσικό και πολιτιστικό περιβάλλον από το οποίο προέρχεται κάθε παιδί. Αυτό φαίνεται καθαρά αφού στις κλίμακες Λεξιλόγιο και Πληροφορίες που αξιολογούν τις παραπάνω δεξιότητες (Μόττη-Στεφανίδη, 1999) δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους πρώιμα μεταναστεύσαντες και αυτούς με μητρική γλώσσα την Ελληνική, αντίθετα η διαφορά ανάμεσα στους όψιμα μεταναστεύσαντες και σ' αυτούς με μητρική γλώσσα την Ελληνική αλλά και ανάμεσα στους όψιμα και πρώιμα μεταναστεύσαντες είναι στατιστικά σημαντική και λίγο μεγαλύτερη απ' αυτή που προκύπτει απ' τη σύγκριση των ομάδων στις επιδόσεις τους στις άλλες λεκτικές κλίμακες.     

Οι μειωμένες λεκτικές ικανότητες των παιδιών που μετανάστευσαν στην Ελλάδα κοντά στην εφηβεία εξηγούνται νευροφυσιολογικά. Τα παιδιά αυτά εκτέθηκαν για πολλά χρόνια σε μια άλλη γλώσσα την οποία έμαθαν ως μητρική, που σημαίνει ότι την Ελληνική γλώσσα άρχισαν να τη μαθαίνουν ως ξένη. Επειδή όμως η ηλικία τους ήταν κοντά στην εφηβεία, χρονική περίοδος κατά την οποία ο ανθρώπινος εγκέφαλος αρχίζει να χάνει μέρος της πλαστικότητάς του και επομένως της ικανότητάς τους για εκμάθηση νέων δεξιοτήτων είναι φυσικό αυτά τα παιδιά να υπολείπονται στις λεκτικές τους ικανότητες τόσο σε σχέση με τα παιδιά των οποίων η μητρική γλώσσα είναι η Ελληνική όσο και σε σχέση με τα παιδιά τα οποία εκτέθηκαν στην Ελληνική γλώσσα και στο ευρύτερο γλωσσικό και πολιτισμικό περιβάλλον της Ελλάδος σε μικρότερη ηλικία.

 

 

 

Βιβλιογραφία

Δαμανάκης, Μ. (2000) Η εκπαίδευση των παλιννοστούντων και αλλοδαπών  μαθητών στην Ελλάδα. Αθήνα: Gutenberg.    

            Lezak, D. M. (1995) Neuropsychological Assessment. New York: Oxford University Press.

            Μόττη-Στεφανίδη, Φ. (1999) Αξιολόγηση της νοημοσύνης παιδιών σχολικής ηλικίας και εφήβων. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

            Σκούρτου, Ε. (1997) Θέματα διγλωσσίας και εκπαίδευσης. Αθήνα: νήσος.

 

 

Πινακας 1. Διαφορές στις επιδόσεις στις λεκτικές κλίμακες του WISC III ανάμεσα σε όψιμα μεταναστεύσαντες Αλβανούς μαθητές, πρώιμα μεταναστεύσαντες και μαθητές με μητρική γλώσσα την Ελληνική.

 

                                    Όψιμα μεταν.     Πρώιμα μεταν.    Ελληνική μητρ. γλώσσα

Πληροφορίες      8.00±2.73                      13.88±1.11                    14.00±1.63

Ομοιότητες                    8.17±2.63                      13.11±2.11                    13.45±1.11

Αριθμητική                     6.00±2.69                      11.00±2.09                    11.65±2.03

Λεξιλόγιο                      7.22±3.02                      14.96±3.28                    15.11±1.73

Κατανόηση                    9.33±2.88                      13.27±2.73                    13.66±1.01

 

 

 

 

 

 

Abstract

Language polymorphism is now a fact in the greek school. A lot of immigrants have settled in Greece during the last 15 years, among them Albanians. It has been proved that the younger the immigrants' children were when they first attended the greek school, the better verbal abilities they acquired. In our study, we used the WISC III verbal scales to examine the verbal abilities of 24 Albanian children (mean age: 14 years and 2 months), 13 of which immigrated to Greece at the age of 6 years and 6 months (early immigrants) and 11 at the age of 11 years and 9 months (late immigrants) and 24 native Greek children. Late immigrants performed statistically significant (p< .05) worse in the verbal scales than their native Greek counterparts and than the early immigrants, while no differences were found in the verbal abilities between early immigrants and native Greeks. This could be explained by the fact that since the late immigrants immigrated to Greece near adolescence, a period during which the human brain starts losing part of its plasticity, never managed to reach native like performance in the Greek language.