Το εκπαιδευτικό πρόβλημα των ελληνόπουλων

της Βόρειας Γερμανίας

 

 

 

Του Παναγιώτη Διαμαντόπουλου

 

 

1.            Γενική κατάσταση

 

Το εκπαιδευτικό πρόβλημα των ελληνόπουλων της Βόρειας Γερμανίας, όπως και των ελληνόπουλων ολόκληρης της Γερμανίας, έχει τις ρίζες του στις  αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν οι πρώτοι Έλληνες μαθητές, ακολουθώντας τους μετανάστες γονείς τους, άρχισαν να φθάνουν κατά χιλιάδες στη Γερμανία (βλ. Ματζουράνης 1974, σελ. 219 κ.ε.).

Κάθε ελληνόπουλο, όπως και κάθε άλλο αλλοδαπό παιδί, άρχισε από τις πρώτες ημέρες της άφιξής του στη Γερμανία να αντιμετωπίζει μια σειρά από προβλήματα, τα οποία ήταν κυρίως αποτέλεσμα των νέων κλιματολογικών, κοινωνικών και εκπαιδευτικών συνθηκών. Πρωτεύουσα θέση μεταξύ όλων αυτών των προβλημάτων κατέλαβε ευθύς εξ αρχής το πρόβλημα της σχολικής παρακολούθησης (βλ. Διαμαντόπουλος 1989).

Το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν ήταν προετοιμασμένο για να δεχθεί δεκάδες χιλιάδες, στην αρχή, και εκατοντάδες χιλιάδες, στη συνέχεια, αλλοδαπούς μαθητές. Το γερμανικό σχολείο βρέθηκε μέσα σε λίγα χρόνια, όπως αναφέρει ο Sandfuchs (1991, σελ. 7), μπροστά στη μεγαλύτερη πρόκληση της ιστορίας του. Σ’ αυτήν την πρόκληση, όπως διαπιστώνει εκείνη την περίοδο ο Jan Vink,  το γερμανικό σχολείο, παρά την άρτια γενικότερη οργάνωσή του, φάνηκε ανήμπορο να ανταποκριθεί (Mueller 1974, σελ. 141).

Έτσι, για πολλά χρόνια η Γερμανία εφάρμοσε μια εκπαιδευτική πολιτική που οδήγησε τη συντριπτική πλειοψηφία των αλλοδαπών παιδιών σε σχολική αποτυχία. Ο Schmidtke (1981, σελ. 22-23) παρατηρεί ότι στα ανώτερα σχολεία του γερμανικού εκπαιδευτικού συστήματος, δηλαδή στα γυμνάσια και στα πρακτικά σχολεία (Realschulen), η παρουσία των αλλοδαπών μαθητών είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Οι Petrasch & Krause (1991, σελ. 162) αναφέρουν, επίσης, ότι περισσότερα από 90% των αλλοδαπών παιδιών εντάσσονται στην κατώτερη βαθμίδα εκπαίδευσης, δηλαδή στο κύριο σχολείο (Hauptschule), από το οποίο τα δύο πέμπτα αυτών δεν κατορθώνουν να πάρουν  απολυτήριο, με αποτέλεσμα να αποκλείονται από οποιαδήποτε επαγγελματική εκπαίδευση.

Με αυτόν τον τρόπο τα μεταναστόπουλα, επομένως  και τα ελληνόπουλα, προετοιμάζονται με μαθηματική ακρίβεια για να γίνουν οι αυριανοί ανειδίκευτοι εργάτες της βιομηχανικής Γερμανίας και  να αποτελέσουν έτσι μια μόνιμη φυσική πηγή βοηθητικών εργατών, οι οποίοι θα κληρονομήσουν τις θέσεις των γονέων τους και θα συνεχίσουν να απαλλάσσουν τους Γερμανούς εργάτες από κάθε ανεπιθύμητη, ανθυγιεινή και επικίνδυνη εργασία.

 Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση και εναντιούμενοι στην αφομοιωτική πολιτική των γερμανικών σχολείων, οι Έλληνες γονείς ασκούν πίεση στην ελληνική κυβέρνηση για ίδρυση ελληνικών ιδιωτικών σχολείων. Κάτω από αυτήν την πίεση και κυρίως λόγω των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει προεκλογικά η κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του 1981, προχωρεί το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας το σχολικό έτος 1982-83 στη δημιουργία αμιγών ιδιωτικών σχολείων (Ergaenzungsschulen) σε πολλές μεγάλες γερμανικές πόλεις, παραγνωρίζοντας ότι τα σχολεία αυτά εξυπηρετούσαν λογικές και αντιλήψεις της δεκαετίας του 1960, όταν οι Έλληνες λειτουργούσαν στη βάση της βέβαιης επιστροφής τους στην πατρίδα.

Στη Βόρεια Γερμανία, για λόγους που δεν μπορούν να αναλυθούν σ’ αυτήν την εργασία, δε δημιουργήθηκε κανένα σχολείο αυτής της μορφής. Τα ελληνόπουλα, επομένως, της Βόρειας Γερμανίας φοιτούν κατά κανόνα στα γερμανικά σχολεία. Εξαίρεση απ’ αυτόν τον κανόνα αποτελεί η φοίτηση ενός αριθμού ελληνόπουλων στο Κρατικό Ευρωπαϊκό Σχολείο Βερολίνου (Staatliche Europa-Schule Berlin), στο οποίο εφαρμόζεται ένα αμφιδύναμο δίγλωσσο πρόγραμμα, στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερου αναλυτικού και ωρολόγιου προγράμματος (βλ. Goehlich 1998 και Δαμανάκης 1999, σελ. 19-23). Η εξαίρεση αυτή συμπληρώνεται από το ελαφρώς δίγλωσσο πρόγραμμα που προσφέρουν δύο σχολεία στην πόλη του Αμβούργου.

Για να καλλιεργήσουν και να διατηρήσουν τα ελληνόπουλα, όπως και όλα τα αλλοδαπά παιδιά, την εθνική, θρησκευτική και πολιτιστική τους ταυτότητα, τους προσφέρεται η δυνατότητα συμπληρωματικής παρακολούθησης μαθημάτων μητρικής γλώσσας. Στα μαθήματα αυτά ανήκουν η ελληνική γλώσσα, τα θρησκευτικά, η ιστορία και η πατριδογνωσία.

Η παρακολούθηση αυτού του προγράμματος συνδέεται με τη φοίτηση σ’ ένα δεύτερο σχολείο και υποβάλλει τους μαθητές σε μια ιδιαίτερη ταλαιπωρία, την οποία θα περιγράφαμε ως εξής: «Τα παιδιά γυρίζουν το μεσημέρι από το γερμανικό σχολείο στο σπίτι, τρώνε πολύ βιαστικά και εγκαταλείπουν αμέσως το σπίτι για να μεταβούν έγκαιρα στο μάθημα μητρικής γλώσσας, το οποίο πραγματοποιείται συνήθως σε ένα κεντρικό σχολείο της πόλης. Πολλά παιδιά χρησιμοποιούν δύο και τρεις συγκοινωνίες για να φθάσουν σ’ αυτό το σχολείο. Όταν τα παιδιά επιστρέφουν  μετά το μάθημα στο σπίτι, είναι πλέον βράδυ. Έχουν ήδη δέκα ώρες εργασίας πραγματοποιήσει, χωρίς να έχουν ακόμη ούτε την παραμικρή προετοιμασία κάμει για τις σχολικές εργασίες της επόμενης ημέρας.» (Diamantopoulos 1983, σελ. 98. Βλ. επίσης Langenohl 1990, σελ. 46 & McRae 1981, σελ. 97).

Το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα, εκτός ελαχίστων περιπτώσεων, να ενσωματώσει το μάθημα της μητρικής γλώσσας στο κανονικό πρόγραμμα του σχολείου και να απαλλάξει έτσι τα αλλοδαπά παιδιά από τη διπλή παρακολούθηση. Στη Βόρεια Γερμανία π.χ., σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία των ελληνικών Γραφείων Εκπαίδευσης στο Βερολίνο, το ποσοστό των ελληνόπουλων που παρακολουθούν μαθήματα της μητρικής γλώσσας ενταγμένα στο γερμανικό σχολείο, ανέρχεται μόνο στο 14,6%.

Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε με συντομία στην ελληνόγλωσση εκπαίδευση των ελληνόπουλων της Βόρειας Γερμανίας, όπως αυτή εμφανίζεται σήμερα, και θα κλείσουμε με μια σειρά  προτάσεων αναφορικά με τους τρόπους αντιμετώπισης των υφιστάμενων προβλημάτων.

 

2.       Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση

 

2.1    Προσχολική Αγωγή

Τα περισσότερα ελληνόπουλα προσχολικής ηλικίας της Βόρειας Γερμανίας επισκέπτονται τους γερμανικούς παιδικούς σταθμούς, εφόσον βέβαια εξασφαλίσουν θέση, διότι οι προσφερόμενες θέσεις είναι πολύ λιγότερες από τον αριθμό των παιδιών που τις διεκδικούν. Οι πιθανότητες εξασφάλισης θέσης στους γερμανικούς παιδικούς σταθμούς περιορίζονται ακόμη περισσότερο από την προτίμηση που εκδηλώνεται τα τελευταία χρόνια προς τα παιδιά των επαναπατριζόμενων Γερμανών από τις ανατολικές ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι, ένα μεγάλο ποσοστό των ελληνόπουλων προσχολικής ηλικίας δεν έχει τη δυνατότητα συμμετοχής στην προσχολική εκπαίδευση και αποστερείται κατ’ αυτόν τον τρόπο την πλέον φυσιολογική διαδικασία εκμάθησης της γερμανικής γλώσσας που θα διευκόλυνε την ενσωμάτωσή του στη συνέχεια στο εκπαιδευτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό σύστημα της Γερμανίας.

Εναλλακτική λύση για τα παιδιά που δεν μπορούν να διασφαλίσουν μια θέση στους γερμανικούς παιδικούς σταθμούς δεν υπάρχει, διότι οι ελάχιστοι παιδικοί σταθμοί και νηπιαγωγεία, που λειτουργούν με τη φροντίδα του ελληνικού κράτους, δεν αρκούν να καλύψουν τις υφιστάμενες ανάγκες.

 

2.1.1 Παιδικοί σταθμοί

Στη Βόρεια Γερμανία λειτουργούν δύο παιδικοί σταθμοί που φιλοξενούν αποκλειστικά ελληνόπουλα. Ο  ένας βρίσκεται στο Βερολίνο και ο άλλος στο Αννόβερο.

Ο παιδικός σταθμός του Βερολίνου λειτουργεί στη βάση δίγλωσσου προγράμματος και έχει ως φορέα την Ευαγγελική Εκκλησία. Τα νήπια παραμένουν στον παιδικό σταθμό καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Το πρόγραμμα των νηπίων, τα οποία κατά το σχολικό έτος 1999-2000 ανέρχονταν σε 39, υλοποιείται από τρεις Ελληνίδες και από τρεις Γερμανίδες νηπιαγωγούς. Οι πρώτες εφαρμόζουν το ελληνόγλωσσο πρόγραμμα και οι δεύτερες το γερμανόγλωσσο. Παράλληλα προς τις νηπιαγωγούς, που προσφέρουν το εκπαιδευτικό-παιδαγωγικό πρόγραμμα, προσφέρουν υπηρεσία στα νήπια και άλλα άτομα που εργάζονται ως βοηθητικό προσωπικό.

Ο παιδικός σταθμός, που λειτουργεί στην πόλη του Αννοβέρου στην  Κάτω Σαξονία, είναι επίσης δίγλωσσος και έχει ως φορέα την Ελληνική Εκκλησία του Αννοβέρου. Στον παιδικό σταθμό φοιτούν 25      νήπια. Το πρόγραμμα του παιδικού σταθμού είναι ολοήμερο και υλοποιείται από δύο νηπιαγωγούς, οι οποίες εργάζονται εναλλάξ μια βδομάδα πρωί και μια εβδομάδα απόγευμα με εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας 25 ώρες. Παράλληλα προς το ελληνόγλωσσο πρόγραμμα, προσφέρεται στα νήπια και γερμανόγλωσσο πρόγραμμα από Γερμανίδες νηπιαγωγούς. Επίσης, το μεσημέρι προσφέρεται στα παιδιά φαγητό. Μετά το φαγητό ξεκουράζονται και είναι έτοιμα για το απογευματινό πρόγραμμα.

 

2.1.2          Νηπιαγωγεία

Ελληνικά νηπιαγωγεία λειτουργούν μόνο στην πόλη του Αμβούργου. Τα νηπιαγωγεία αυτά, τρία τον αριθμό, στεγάζονται σε αίθουσες γερμανικών σχολείων. Ο αριθμός των νηπίων, που επισκέπτονται τα τρία νηπιαγωγεία, ανέρχονται σε 58. Σε κάθε νηπιαγωγείο εργάζεται από μία Ελληνίδα νηπιαγωγός. Το ένα νηπιαγωγείο λειτουργεί με πρωινό ωράριο, ενώ τα άλλα είναι μονίμως απογευματινά.

Πολλά από τα 41 νήπια, που παρακολουθούν τα απογευματινά νηπιαγωγεία, επισκέπτονται κατά τις πρωινές ώρες γερμανικούς παιδικούς σταθμούς. Η διπλή αυτή παρακολούθηση ενισχύει τη διπλή γλωσσική και πολιτιστική ανάπτυξη των νηπίων και τα προετοιμάζει τόσο για την ελληνόγλωσση όσο και για τη γερμανόγλωσση σχολική εκπαίδευση.

 

2.2          Δημοτική Εκπαίδευση- Διδασκαλία Μητρικής Γλώσσας

Η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας αποτελεί συμπληρωματικό μάθημα στο υφιστάμενο πρόγραμμα των γερμανικών σχολείων, το οποίο παρακολουθούν όλοι οι μαθητές – Γερμανοί και αλλοδαποί – στο πλαίσιο της υποχρεωτικής φοίτησης. Το μάθημα αυτό πραγματοποιείται, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τις απογευματινές ώρες, δηλαδή ώρες «που οι μαθητές είναι κουρασμένοι από τη μια, και από την άλλη θέλουν να προετοιμαστούν για την επόμενη μέρα στο γερμανικό σχολείο» (Δαμανάκης 1999α, σελ. 452), και προσφέρεται σε ιδιαίτερα τμήματα, γνωστά ως Τμήματα Μητρικής Γλώσσας (Τ.Μ.Γ.).

Το οργανωτικό και οικονομικό κόστος της λειτουργίας αυτών των τμημάτων το έχουν αναλάβει οι τοπικές γερμανικές κυβερνήσεις ή το έχουν αφήσει στη διάθεση των διπλωματικών αρχών των χωρών προέλευσης. Πέντε από τα έντεκα παλαιά κρατίδια (Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, Βαυαρία, Κάτω Σαξονία, Έσση και Ρηνανία Παλατινάτο) έχουν τα Τ.Μ.Γ. υπό την εποπτεία τους. Στα υπόλοιπα κρατίδια η ευθύνη οργάνωσης και λειτουργίας των Τ.Μ.Γ. βαρύνει τις χώρες προέλευσης.

Συνεπώς, στη Βόρεια Γερμανία, στην οποία ανήκουν από τα παλαιά κρατίδια η Κάτω Σαξονία, το Βερολίνο, το Αμβούργο, το Σλέσβιχ-Χολστάιν και η Βρέμη, μόνο η Κάτω Σαξονία έχει αναλάβει την ευθύνη των Τ.Μ.Γ., ενώ τα υπόλοιπα κρατίδια, με εξαίρεση δύο σχολεία στο Αμβούργο, έχουν αφήσει την ευθύνη στο ελληνικό κράτος.

Αναλυτικότερα, το μάθημα μητρικής γλώσσας στη Βόρεια Γερμανία προσφέρεται:

α) Σε Τμήματα Μητρικής Γλώσσας Απογευματινά (Τ.Μ.Γ.Α.)

Στα τμήματα αυτά, που λειτουργούν συνήθως σε κεντρικά σχολεία των πόλεων, συγκεντρώνονται τα ελληνόπουλα τις απογευματινές ώρες, μετά τη φοίτησή τους στα γερμανικά σχολεία. Η συμμετοχή των ελληνόπουλων στο μάθημα των Τ.Μ.Γ. είναι προαιρετική, ενώ οι ώρες εβδομαδιαίας διδασκαλίας κυμαίνονται από 2 μέχρι 20, ανάλογα με το φορέα που έχει την ευθύνη ή ανάλογα με την επιθυμία των Ελλήνων γονέων. Έτσι τα Τ.Μ.Γ. στην Κάτω Σαξονία, τα οποία οργανώνονται από τις γερμανικές αρχές, λειτουργούν 1-3 φορές την εβδομάδα και προσφέρουν 2-7 ώρες εβδομαδιαίας διδασκαλίας, ενώ τα Τ.Μ.Γ. των υπόλοιπων περιοχών, που οργανώνονται από τις ελληνικές αρχές, λειτουργούν 1-5 φορές την εβδομάδα και προσφέρουν από 2 μέχρι 20 ώρες διδασκαλίας.

Το πρόγραμμα που προσφέρουν οι γερμανικές αρχές (2-7 ώρες) προσδιορίζεται αποκλειστικά και μόνο από την ισχύουσα τοπική νομοθεσία και την οικονομική τους πολιτική. Αντίθετα, το πρόγραμμα που παρέχουν οι ελληνικές αρχές (2-20 ώρες) προσδιορίζεται από την επιθυμία των Ελλήνων γονέων και την πίεση που ασκούν οι γονείς στις ελληνικές εκπαιδευτικές αρχές και στην κεντρική υπηρεσία του ΥΠΕΠΘ. Το πρόγραμμα π.χ. των δύο εβδομαδιαίων ωρών εφαρμόζεται εδώ και δύο δεκαετίες στην πόλη του Βερολίνου, μετά από επιθυμία μιας μερίδας γονέων, και παρακολουθείται από μαθητές που προέρχονται κυρίως από μεικτούς γάμους και επιθυμούν να διατηρήσουν ένα χαλαρό δεσμό με την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό. Το πρόγραμμα, πάλι, των 20 ωρών εβδομαδιαίας διδασκαλίας είναι αποτέλεσμα ισχυρής πίεσης των γονέων και παρακολουθείται από παιδιά που προέρχονται, κατά κανόνα, από αμιγείς γάμους και προσβλέπουν στην ολοκλήρωση μιας ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης από το νηπιαγωγείο μέχρι το πανεπιστήμιο.

Στο τελευταίο ωράριο, το ωράριο των 20 εβδομαδιαίων ωρών διδασκαλίας, αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά, αφού αυτό είναι συμπληρωματικό της πρωινής διδασκαλίας και συμποσούμενο με αυτήν υποχρεώνει τα παιδιά να παρακολουθούν 42 ώρες την εβδομάδα στην Α’ τάξη (22 ώρες στο γερμανικό σχολείο και 20 ώρες στα Τ.Μ.Γ.) και να καταλήγουν προοδευτικά στις 53 ώρες στην Στ’ τάξη (33 ώρες στο γερμανικό σχολείο και 20 ώρες στα Τ.Μ.Γ.).

Το υψηλό αυτό ωράριο άρχισε να εφαρμόζεται, όταν κυριαρχούσε η αντίληψη της βέβαιης επιστροφής στην πατρίδα και πολλά παιδιά παρέμεναν μακριά από το γερμανικό σχολείο, αν και ήταν υποχρεωτικό, και παρακολουθούσαν αποκλειστικά το μάθημα μητρικής γλώσσας. Τις τελευταίες όμως δεκαετίες, κατά τις οποίες όλα τα ελληνόπουλα παρακολουθούν το γερμανικό σχολείο και η ιδέα της επιστροφής περιορίζεται όλο και περισσότερο, αυτό το εξαντλητικό ωράριο μόνο αρνητικές επιπτώσεις μπορεί να έχει.

Η προσπάθεια αλλαγής αυτού του καθεστώτος, που έγινε από τον αρμόδιο συντονιστή εκπαίδευσης, με την εφαρμογή περιορισμένου προγράμματος 8-12 ωρών κατά το σχολικό έτος 1999-2000, δεν απέφερε οριστική λύση του προβλήματος, αφού ο νέος συντονιστής εκπαίδευσης, κάτω από την πίεση ορισμένων γονέων και τη δική του «αμηχανία», επανέφερε την προηγούμενη κατάσταση. Μια κατάσταση, την οποία πολλοί μαθητές, από μόνοι τους, είχαν προσπαθήσει κατά το παρελθόν να αντιμετωπίσουν, όταν, προπορευόμενοι των γονέων και των δασκάλων τους, επέλεγαν κατά κανόνα 2-3 ημέρες την εβδομάδα – εκείνες  που κάθε φορά τους εξυπηρετούσαν – και  μόνο αυτές τις ημέρες παρακολουθούσαν τα μαθήματα μητρικής γλώσσας. Αυτό είχε και θα έχει ως αποτέλεσμα να διαμορφώνουν τα παιδιά μια παρακολούθηση ανάλογη με τις δυνατότητές τους, όχι όμως σύμφωνη με το πρόγραμμα, με αποτέλεσμα να χάνουν τη συνέχεια της καθημερινής διδακτικής διαδικασίας.

β) Σε Τμήματα Μητρικής Γλώσσας Πρωινά Ενταγμένα (Τ.Μ.Γ.Π.Ε.) Το μάθημα μητρικής γλώσσας αυτών των τμημάτων είναι ενταγμένο στο πρωινό πρόγραμμα των γερμανικών σχολείων που επισκέπτονται τα ελληνόπουλα.  Στην πραγματικότητα, βέβαια, το μάθημα πραγματοποιείται, κατά κανόνα, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος του γερμανικού σχολείου.

Έτσι, το πρόγραμμα αυτό είναι περισσότερο κρεμασμένο παρά ενταγμένο στο γερμανικό σχολείο. Παρ’ όλα αυτά έχει τα δικά του πλεονεκτήματα, αφού δίνει στα παιδιά τη δυνατότητα να ολοκληρώνουν τη σχολική τους παρακολούθηση στα πλαίσια μόνο του πρωινού προγράμματος και έτσι να απαλλάσσονται από τη διπλή βάρδια και από τις διπλές διαδρομές (πρωί και απόγευμα).

Τα προγράμματα αυτά ξεκίνησαν τη λειτουργία τους με σκοπό να προσφέρουν το μάθημα μητρικής γλώσσας στα πλαίσια ενός ενιαίου προγράμματος διδασκαλίας. Οι Έλληνες μαθητές από τα διάφορα παράλληλα τμήματα μιας τάξης θα συγκεντρώνονταν όλοι μαζί κάποιες ώρες την εβδομάδα και θα παρακολουθούσαν το ελληνόγλωσσο πρόγραμμα, ενώ κατά τις υπόλοιπες θα βρίσκονταν στα επιμέρους τμήματα των τάξεων που ανήκαν. Η μορφή αυτή εκπαίδευσης προϋποθέτει αφενός τη φοίτηση ικανού αριθμού ελληνόπουλων στο ίδιο γερμανικό σχολείο και αφετέρου χρειάζεται πλήρη υποστήριξη από τη διεύθυνση και το διδακτικό προσωπικό του σχολείου για την υπέρβαση των οργανωτικών κυρίως δυσκολιών που συνεπάγεται η εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος.

Οι οργανωτικές δυσκολίες φάνηκαν στην πράξη ανυπέρβλητες, γι’ αυτό και το ελληνόγλωσσο πρόγραμμα απωθήθηκε στο τέλος, δηλαδή ακολουθεί μετά την ολοκλήρωση του γερμανόγλωσσου προγράμματος  που αποτελεί και το καθημερινό κανονικό πρόγραμμα του σχολείου. Αυτές οι δυσκολίες αντιμετωπίζονται ευκολότερα στα ολοήμερα ενιαία σχολεία (Gesamtschulen), στα οποία το πρόγραμμα διδασκαλίας και εργασίας διαμορφώνεται στο πλαίσιο της ολοήμερης λειτουργίας τους.

Τμήματα Μ.Γ.Π.Ε. λειτουργούν σε περιορισμένη, βέβαια, έκταση στις περιοχές του Βερολίνου και της Κάτω Σαξονίας. Η ελληνόγλωσση διδασκαλία περιλαμβάνει 5-8 ώρες την εβδομάδα.

γ) Σε Τμήματα Δίγλωσσα Πρωινά Ενταγμένα (Τ.Δ.Π.Ε.)

 Τα  τμήματα αυτά λειτουργούν ως αμιγείς ελληνικές τάξεις με δίγλωσσο πρόγραμμα ενταγμένο στο κανονικό γερμανικό σχολείο. Τμήματα αυτής  της μορφής λειτουργούν σε δύο βασικά σχολεία (Grundschulen) του Αμβούργου και φιλοξενούν το 22% του μαθητικού δυναμικού των ελληνόπουλων της πόλης (σχολικό έτος 1999-2000). Τα τμήματα αυτά λειτουργούν με γερμανική ευθύνη και πλήρη κάλυψη των εξόδων από τις γερμανικές εκπαιδευτικές αρχές.

Το πρόγραμμα των τμημάτων αυτών είναι ενταγμένο στο πρόγραμμα των δύο γερμανικών σχολείων και καλύπτει, εκτός από τη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας, την ελληνόγλωσση διδασκαλία και ορισμένων μαθημάτων του κανονικού προγράμματος του γερμανικού σχολείου. Δηλαδή στα σχολεία αυτά η ελληνική γλώσσα δε διδάσκεται μόνο ως αντικείμενο, αλλά χρησιμοποιείται και ως μέσο για τη διδασκαλία άλλων μαθημάτων. Το ελληνόγλωσσο πρόγραμμα αυτών των τμημάτων καλύπτει 8-10 ώρες την εβδομάδα.

Στη συνέχεια παρατίθενται πίνακες με τα αριθμητικά στατιστικά στοιχεία τόσο των τμημάτων μητρικής γλώσσας, που λειτουργούν στη Βόρεια Γερμανία, όσο και του μαθητικού και διδακτικού δυναμικού τους.

 

 

Πίνακας 1: Σχολικές μονάδες κατά κρατίδιο και μορφή ελληνόγλωσσης διδασκαλίας (σχολ. έτος 1999-2000).

Ομόσπονδες

χώρες

Σχολικές μονάδες

Νηπιαγωγεία & Παιδικοί Σταθμοί

Γενικό

Σύνολο

Τ.Μ.Γ.Α.

Τ.Μ.Γ.Π.Ε.

Τ.Δ.Π.Ε.

Σύνολο

Βερολίνο

6

1

 

7

1

8

Αμβούργο

5

 

2

7

3

10

Κ. Σαξονία

28

5

 

33

1

34

Σλέσβιχ-Χολστάιν

6

 

 

6

 

6

Βρέμη

2

 

 

2

 

2

Σύνολο

47

6

2

55

5

60

Πηγή: Έκθεση Συντονιστή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Βερολίνου

 

 

Πίνακας 2: Μαθητικό δυναμικό κατά κρατίδιο και μορφή ελληνόγλωσσης διδασκαλίας (σχολ. έτος 1999-2000).

Ομόσπονδες

χώρες

Μαθητές Δημοτικού

Νήπια

Γενικό

Σύνολο

Τ.Μ.Γ.Α.

Τ.Μ.Γ.Π.Ε.

Τ.Δ.Π.Ε.

Σύνολο

Βερολίνο

198

79

 

277

39

316

Αμβούργο

243

 

72

315

58

373

Κ. Σαξονία

675

68

 

743

25

768

Σλέσβιχ-Χολστάιν

166

 

 

166

 

166

Βρέμη

51

 

 

51

 

51

Σύνολο

1333

147

72

1552

122

1674

Πηγή: Έκθεση Συντονιστή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Βερολίνου

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πίνακας 3: Έλληνες εκπαιδευτικοί στα Τ.Μ.Γ. κατά κρατίδιο (σχολ. έτος 1999-2000).

Ομόσπονδες χώρες

Δάσκαλοι

 

Νηπιαγωγοί

Σύνολο

Βερολίνο

23

3

26

Αμβούργο

12

3

15

Κ. Σαξονία

19

2

21

Σλέσβιχ-Χολστάιν

6

 

6

Βρέμη

2

 

2

Σύνολο

62

8

70

Πηγή: Έκθεση Συντονιστή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Βερολίνου

 

3       Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση

 

3.1                Γυμνασιακά Τμήματα

Η ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη Βόρεια Γερμανία παρέχεται στα γυμνασιακά τμήματα. Τα τμήματα αυτά λειτουργούν κατά αντιστοιχία προς τα τμήματα μητρικής γλώσσας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και προσφέρουν συμπληρωματικά μαθήματα μητρικής γλώσσας γυμνασιακού επιπέδου ή τουλάχιστον ενός επιπέδου που ανταποκρίνεται στο γλωσσικό και πνευματικό επίπεδο των εκάστοτε μαθητών τους. Διακρίνονται δε σε απογευματινά και πρωινά τμήματα.

 

3.1.1.        Γυμνασιακά Τμήματα Μητρικής Γλώσσας Απογευματινά (Γ.Τ.Μ.Γ.Α.)

Τα Γ.Τ.Μ.Γ.Α. λειτουργούν κυρίως στις μεγάλες πόλεις της Βόρειας Γερμανίας (Βερολίνο, Αμβούργο, Αννόβερο και Βρέμη), καθώς και στις περιοχές Luebeck & Norderstedt που συγκεντρώνουν ικανό αριθμό μαθητών. Στις υπόλοιπες περιοχές, που ο αριθμός των μαθητών γυμνασιακής ηλικίας δε δικαιολογεί την ίδρυση ιδιαίτερου γυμνασιακού τμήματος, οι μαθητές έχουν τη δυνατότητα να επισκεφτούν τα τμήματα μητρικής γλώσσας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις οφείλει ο δάσκαλος να διδάξει και τα αντίστοιχα μαθήματα των γυμνασιακών τάξεων.

Το ελληνόγλωσσο πρόγραμμα αυτών των τμημάτων καλύπτει 10-12 ώρες την εβδομάδα.

 

3.1.2 Γυμνασιακά Τμήματα Μητρικής Γλώσσας Πρωινά (Γ.Τ.Μ.Γ.Π.)

Τα Γ.Τ.Μ.Γ.Π. λειτουργούν στην πόλη του Βερολίνου και είναι ενταγμένα στο ανθρωπιστικό γυμνάσιο της περιοχής Steglitz. Στα τμήματα αυτά κατά το σχολικό έτος 1999-2000 φοιτούσαν 22 μαθητές, οι οποίοι συγκροτούσαν 4 διαφορετικά τμήματα.

Οι μαθητές παρακολουθούν κανονικά το γερμανόγλωσσο πρόγραμμα του σχολείου, ενώ κάποιες ώρες συγκεντρώνονται σε ιδιαίτερες ομάδες για την ελληνόγλωσση διδασκαλία. Πολλές φορές, παρά την προσπάθεια που καταβάλλει το σχολείο, είναι δύσκολο να ενσωματωθεί το ελληνόγλωσσο πρόγραμμα στο γενικότερο πρόγραμμα του σχολείου και αναγκάζονται οι Έλληνες εκπαιδευτικοί να διδάσκουν αρκετές ώρες μετά την ολοκλήρωση του γερμανόγλωσσου προγράμματος, όπως συμβαίνει και στα αντίστοιχα τμήματα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει τα αριθμητικά στατιστικά στοιχεία τόσο των απογευματινών όσο και των πρωινών γυμνασιακών τμημάτων.

 

Πίνακας 4: Αριθμός μαθητών και σχολείων των γυμνασιακών τμημάτων κατά ομόσπονδη χώρα  (σχολ. έτος 1999-2000).

 

 

 

Ομόσπονδες χώρες

Γ.Τ.Μ.Γ

Απογευματινά

Γ.Τ.Μ.Γ.

Πρωινά

Γενικό

Σύνολο

Μαθητές

Τμήματα

Σχολεία

Μαθητές

Τμήματα

Σχολεία

Μαθητές

Τμήματα

Σχολεία

Βερολίνο

100

7

2

22

4

1

122

11

3

Αμβούργο

70

6

2

 

 

 

70

6

2

Κ. Σαξονία

34

3

1

 

 

 

34

3

1

Σλέσβιχ-Χολστάιν

35

6

2

 

 

 

35

6

2

Βρέμη

17

3

1

 

 

 

17

3

1

Σύνολο

256

25

8

22

4

1

278

29

9

Πηγή: Έκθεση Συντονιστή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Βερολίνου.

 

3.2                Λύκεια

Στη Βόρεια Γερμανία υπάρχουν τρία ελληνικά λύκεια, τα οποία λειτουργούν στις πόλεις του Βερολίνου, του Αμβούργου και Αννοβέρου. Τα λύκεια είναι σχολεία αναγνωρισμένα από το γερμανικό κράτος και μπορούν να συμπεριλάβουν μαθητές που έχουν ολοκληρώσει την υποχρεωτική τους  εκπαίδευση, σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία.

Φορέας κάθε λυκείου είναι ο Σύλλογος γονέων και κηδεμόνων τις περιοχής ή κάποιος άλλος σύλλογος, που δημιουργήθηκε από τα Γραφεία εκπαίδευσης και το σύλλογο γονέων αποκλειστικά και μόνο γι’ αυτόν τον σκοπό. Τα λύκεια στεγάζονται σε γερμανικά διδακτήρια και λειτουργούν με επτά διδακτικές ώρες κάθε ημέρα και με δύο κατευθύνσεις, θεωρητική και θετική. Ακολουθούν το ελληνικό αναλυτικό πρόγραμμα και διαθέτουν εκπαιδευτικό προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, παρά το μικρό αριθμό των μαθητών τους. Παρουσιάζουν  όμως ελλείψεις σε υλικοτεχνική υποδομή. Ο  Συντονιστής Δευτεβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΔΕ)  Βερολίνου αναφέρει σχετικά στην ετήσια έκθεσή του για το σχολικό έτος 1999-2000 (σελ. 24): «Στο σχολείο υπάρχει σοβαρή έλλειψη σε εποπτικά μέσα διδασκαλίας και δεν υπάρχει καθόλου εργαστήριο Φυσικής, Χημείας και Τεχνολογίας. Κάθε χρόνο παραγγέλλουμε όργανα για τη δημιουργία αυτών των εργαστηρίων, αλλά ακόμη δεν έχουμε παραλάβει τίποτα».

Οι μαθητές που παρακολουθούν τα λύκεια προσβλέπουν αποκλειστικά και μόνο να φοιτήσουν στα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Γι’ αυτό το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στον τρόπο εισαγωγής σ’ αυτά τα ιδρύματα.

Η παρακολούθηση του λυκείου οφείλει να γίνεται, όπως αναφέρουμε και πιο πάνω, μετά την ολοκλήρωση της υποχρεωτικής φοίτησης των μαθητών στο γερμανικό σχολείο. Επειδή η φοίτηση αυτή, σύμφωνα με την εκπαιδευτική νομοθεσία του κρατιδίου του Βερολίνου, παρατείνεται μέχρι το 16ο έτος της ηλικίας των μαθητών, προκύπτει σοβαρό πρόβλημα για τους μαθητές της Α’ τάξης και για ορισμένους της Β’ τάξης του λυκείου, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να φοιτούν ακόμη  στο γερμανικό σχολείο. Έτσι δεν είναι λίγοι οι μαθητές που υποβάλλονται σε διπλή φοίτηση, το πρωί στο γερμανικό σχολείο και το απόγευμα στο ελληνικό λύκειο. «Σε πολλές περιπτώσεις», αναφέρει στην έκθεσή του ο ΣΔΕ Βερολίνου, «υπάρχει αλληλοκάλυψη ωραρίου, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται προβλήματα φοίτησης, ιδιαίτερα τις πρώτες ώρες διδασκαλίας» (2000, σελ. 28). Αυτό έχει ως συνέπεια την ταλαιπωρία αλλά και τη μείωση της επίδοσης αυτών των μαθητών.

Στοιχεία, αναφορικά με το μαθητικό και το διδακτικό δυναμικό των λυκείων της Βόρειας Γερμανίας, μας προσφέρουν οι ακόλουθοι πίνακες.

 

Πίνακας 5: Μαθητές κατά λύκεια και τάξη

 

Λύκεια

 

Τάξεις

 

Τμήματα

 

Σύνολο

Μαθητών

 

Α’

Β’

Γ’

Βερολίνο

24

31

14

4

69

Αμβούργο

15

12

18

3

45

Αννόβερο

11

11

9

3

31

Σύνολο

50

54

41

10

145

 

 

 

 

Πίνακας 6: Διδακτικό προσωπικό κατά λύκειο και ειδικότητα

 

Ειδικότητες

Λύκεια

Σύνολο

Βερολίνου

Αμβούργου

Αννοβέρου

Θεολόγοι

1

1

1

3

Φιλόλογοι

5

2

4

11

Μαθηματικοί

3

2

1

6

Φυσικοί

2

1

1

4

Αγγλικής φιλολογίας

1

 

 

1

Γερμανικής φιλολογίας

1

1

1

3

Φυσικής αγωγής

1

 

 

1

Πληροφορικής

1

1

1

3

Τεχνολόγων

1

1

 

2

Σύνολο

16

9

9

34

 

 

Από τους πίνακες 5 και 6 διαπιστώνουμε ότι οι 145 μαθητές των λυκείων της Βόρειας Γερμανίας διδάσκονται από 34 καθηγητές διάφορων ειδικοτήτων. Η αναλογία 1 προς 4,3, δηλαδή η αντιστοιχία 4,3 μαθητών ανά καθηγητή, φανερώνει από μόνη της το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της ελληνικής πολιτείας για τη δεύτερη και τρίτη γενιά των μεταναστόπουλων που ζουν και μεγαλώνουν στον εξωελλαδικό ευρωπαϊκό χώρο.

 

4       Κρατικό Ευρωπαϊκό Σχολείο Βερολίνου (ΚΕΣΒ)

 

Τα πρώτα τμήματα του ΚΕΣΒ δημιουργήθηκαν το σχολικό έτος 1992-1993 και λειτουργούν στη βάση μιας αμφιδύναμης δίγλωσσης και διπολιτισμικής εκπαίδευσης, δηλαδή  στηρίζονται σε δύο γλώσσες, εκ των οποίων η μία είναι πάντα η Γερμανική και η άλλη είναι η γλώσσα της μειονότητας που συμμετέχει στο συγκεκριμένο τμήμα.

Οι Έλληνες γονείς του Βερολίνου εκδήλωσαν ευθύς εξαρχής, όταν άρχισε η πόλη του Βερολίνου να εξετάζει το θέμα δημιουργίας του δίγλωσσου μοντέλου, την επιθυμία τους για δημιουργία και ελληνογερμανικού τμήματος. Το έντονο αυτό ενδιαφέρον των γονέων βρήκε πλήρη ανταπόκριση στο ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, το οποίο σε συνεργασία με τους ελληνικούς φορείς στο Βερολίνο κατόρθωσε, μετά από μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις με το Υπουργείο Παιδείας του Βερολίνου, να επιτύχει την ίδρυση ελληνογερμανικού τμήματος.

Το τμήμα αυτό άρχισε να λειτουργεί το σχολικό έτος 1996-1997. Δυόμισι χρόνια αργότερα (Φεβρουάριος του 1999) δημιουργήθηκε και δεύτερο ελληνογερμανικό σχολείο σε άλλη περιοχή του Βερολίνου, στο Steglitz, στο οποίο βρίσκεται και η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία μας, καθώς και οι χώροι της Ελληνικής Κοινότητας και του Ελληνικού Πολιτιστικού Κέντρου.

Το πρώτο σχολείο ολοκλήρωσε εφέτος την εξέλιξή του στο πρωτοβάθμιο επίπεδο, δηλαδή διαθέτει προσχολική τάξη και όλες τις τάξεις του εξατάξιου δημοτικού σχολείου, ενώ το δεύτερο βρίσκεται σε εξέλιξη, διαθέτοντας σήμερα προσχολική τάξη και τις τάξεις Α’, Β’ και Γ’. Η ολοκλήρωση κάθε σχολείου σε επίπεδο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης απαιτεί μια εξαετία, επειδή καθένα ξεκινάει αποκλειστικά με την προσχολική τάξη και πάνω σ’ αυτήν «κτίζει» κάθε χρόνο και από μία νέα τάξη. Το πρώτο ελληνογερμανικό σχολείο προπορεύεται κατά ένα χρόνο αυτής της λογικής, γιατί κατ’ εξαίρεση ξεκίνησε τη λειτουργία του με παράλληλη συνύπαρξη της προσχολικής τάξης και της Α’ τάξης του σχολείου.

Το ελληνογερμανικό τμήμα, όπως και κάθε άλλο τμήμα, λειτουργεί ως ολοήμερο σχολείο και εφαρμόζει ένα ιδιαίτερο πρόγραμμα, το οποίο ξεκινάει από το νηπιαγωγείο και συνεχίζεται σε ενιαία βάση μέχρι την ολοκλήρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το πρόγραμμα του νηπιαγωγείου διαφέρει ωστόσο από εκείνο του σχολείου όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τη μορφή οργάνωσης της διδασκαλίας, αφού οι μαθητές κάθε νηπιακού τμήματος αποτελούν σταθερά και μόνιμα μια ενιαία ομάδα διδασκαλίας, ενώ οι μαθητές κάθε σχολικής τάξης άλλοτε διδάσκονται ως ενιαία ομάδα και άλλοτε χωρίζονται σε δύο ομάδες ανάλογα με τη μητρική τους γλώσσα. Η οργανωτική δομή του προγράμματος σ’ επίπεδο προσχολικής και σχολικής εκπαίδευσης αναφέρεται με συντομία στη συνέχεια.

Το πρόγραμμα της προσχολικής τάξης χωρίζεται σε τρία ισόχρονα μέρη. Στο πρώτο μέρος εφαρμόζεται από την Ελληνίδα νηπιαγωγό το ελληνόγλωσσο πρόγραμμα, στο δεύτερο μέρος πραγματοποιείται από τη Γερμανίδα νηπιαγωγό το γερμανόγλωσσο πρόγραμμα και στο τρίτο μέρος εφαρμόζεται κοινή-συνεργατική διδασκαλία (Coopunterricht), η οποία πραγματοποιείται από τις δύο νηπιαγωγούς, την Ελληνίδα και τη Γερμανίδα. Στην τελευταία περίπτωση, δηλαδή στη συνεργατική διδασκαλία, απαιτείται, λόγω της ταυτόχρονης παρουσίας και διδασκαλίας των δύο νηπιαγωγών, στενή συνεργασία μεταξύ των νηπιαγωγών, ιδιαίτερα στο στάδιο της προπαρασκευής, προκειμένου να διαμορφωθεί μια ενιαία διδακτική πορεία και να αποφευχθούν άκαιρες παρεμβάσεις κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας.

Το πρόγραμμα του δημοτικού σχολείου καλύπτεται κατά το ήμισυ από την ελληνική γλώσσα και κατά το υπόλοιπο ήμισυ από τη γερμανική γλώσσα. Τα γλωσσικά μαθήματα διδάσκονται εξίσου και στις δύο γλώσσες, ενώ η διδασκαλία των υπόλοιπων μαθημάτων γίνεται στη μία ή την άλλη γλώσσα, έτσι ώστε να υπάρχει ισομέρεια στο χρόνο που καταλαμβάνει κάθε γλώσσα. Στη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος χωρίζονται οι μαθητές κάθε τάξης σε δύο ομάδες ανάλογα με τη μητρική τους γλώσσα. Όταν διχοτομείται η τάξη, η  ελληνόγλωσση ομάδα διδάσκεται Ελληνικά, ως μητρική γλώσσα, από τον Έλληνα δάσκαλο, ενώ η γερμανόγλωσση ομάδα διδάσκεται Γερμανικά, επίσης ως μητρική γλώσσα, από το Γερμανό δάσκαλο. Όταν, πάλι, τα ελληνόγλωσσα παιδιά διδάσκονται Γερμανικά, ως δεύτερη γλώσσα (εταιρική γλώσσα), από το Γερμανό δάσκαλο, τα γερμανόγλωσσα παιδιά διδάσκονται Ελληνικά, επίσης ως εταιρική γλώσσα, από τον Έλληνα δάσκαλο.

Όπως ήδη διαπιστώσαμε στην προηγούμενη παράγραφο, στα γλωσσικά μαθήματα κάνει την εμφάνισή της μια νέα ορολογία που αναφέρεται στη διδασκαλία της δεύτερης γλώσσας. Η γλώσσα αυτή, που για τα ελληνόγλωσσα παιδιά είναι η Γερμανική και για τα γερμανόγλωσσα η Ελληνική, χαρακτηρίζεται ως εταιρική/συντροφική γλώσσα – Partnersprache – (βλ. Goehlich 1998, σελ. 49 κ.ε.). Η διδασκαλία της εταιρικής/συντροφικής γλώσσας αποτελεί τη μεγάλη καινοτομία του ΚΕΣΒ, αφού δεν υπάρχει σε καμιά άλλη μορφή εκπαίδευσης (βλ. Hoettler 1998, σελ. 5 και Steinmueller 1998, σελ. 81 κ.ε.).

Μια γενικότερη εικόνα του εφαρμοζόμενου διδακτικού προγράμματος, καθώς και του μαθητικού και διδακτικού δυναμικού του ελληνογερμανικού τμήματος, προσφέρει το ωρολόγιο πρόγραμμα και οι στατιστικοί πίνακες που ακολουθούν.

 

ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΚΕΣΒ

Εβδομαδιαίες ώρες κατά τάξη

 

Μαθήματα

Νηπια-γωγείο

Δημοτικό σχολείο

Μαθήματα     

 

Α΄

Β΄

Γ΄

Δ΄

Ε΄        

ΣΤ΄

 

Μητρική γλώσσα 1)

 

7

7

6

6

5

5

Μητρική γλώσσα 1)

Εταιρική Γλώσσα 1)

 

3

4

6

6

5

5

Εταιρική γλώσσα 1)

Μαθηματικά

 

 

5

5

5

5

5

Μαθηματικά

Αισθ.Αγωγή/ Μουσική

 

102)

3

3

3

3

3

Αισθ.Αγωγή/

Μουσική

Μελέτη Πε-ριβάλλοντος

 

 

2

3

5

1

2

Γεωγραφία

 

 

 

 

 

 

2

1

Βιολογία

 

 

 

 

 

2

 

2

Ιστορία/ Κοινωνική αγωγή

 

 

 

 

5

5

Ξένη Γλώσσα

Γυμναστική

 

2

2

2

2

2

2

Γυμναστική

Γενικό σύνολο

21

22

23

25

27

30

30

Γενικό σύνολο

Ενισχυτική διδασκαλία3)

 

2

2

2

2

2

2

Ενισχυτική διδασκαλία3)

Πηγή: Goehlich 1998, σελ. 17

 

1)                        Διδασκαλία σε χωριστές ομάδες

2)                        Ισότιμη αναλογία διδασκαλίας και για τις δύο γλώσσες

3)                        Για την αντιμετώπιση αδυναμιών και ελλείψεων κυρίως στη μητρική γλώσσα

 

 

Πίνακας 7: Μαθητικό και διδακτικό δυναμικό του ΚΕΣΒ

 

 

Τάξεις

 

Εκπαιδευτικοί

 

 

Μαθητές

Νηπιαγωγοί

Δάσκαλοι

Δάσκαλοι για απογευματινό πρόγραμμα

Σύνολο

 

 

Έλληνες

Γερμανοί

Έλληνες

Γερμανοί

Έλληνες

Γερμανοί

 

 

Προσχολική τάξη

52

3

3

 

 

 

 

6

 

Α΄ τάξη

61

 

 

2

2

1

1

6

 

Β΄ τάξη

70

 

 

3

3

1

1

8

 

Γ΄ τάξη

62

 

 

3

3

1

1

8

 

Δ΄ τάξη

40

 

 

2

2

1

1

6

 

Ε΄ τάξη

25

 

 

1

1

1

 

3

 

Στ΄ τάξη

19

 

 

1

1

 

1

3

 

Σύνολο

329

3

3

12

12

5

5

40

 

Πηγή: Κρατικό Ευρωπαϊκό Σχολείο Βερολίνου (Οκτώβριος 2001)

 

5       Διαπιστώσεις – Προτάσεις

 

Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στις ακόλουθες διαπιστώσεις – προτάσεις.

Συχνά υπάρχει απροθυμία των ελληνόπουλων να επισκέπτονται το απογευματινό μάθημα μητρικής γλώσσας, ιδιαίτερα μάλιστα, όταν η παρακολούθηση του μαθήματος πραγματοποιείται σε σχολεία που βρίσκονται μακριά από την κατοικία τους και χρειάζεται να χρησιμοποιούν συγκοινωνιακά μέσα, πολλές φορές δύο και τρία, για να μεταβούν σ’ αυτά. Τα παιδιά είναι ήδη κουρασμένα από την πλήρη πρωινή φοίτηση στις γερμανικές κανονικές τάξεις και έχουν, μετά την επίσκεψη του μαθήματος μητρικής γλώσσας, να προετοιμαστούν και για τα γερμανικά μαθήματα της επόμενης ημέρας. Η ελλιπής παρακολούθηση πολλών μαθητών οδηγεί σε αδυναμία εφαρμογής του προγράμματος και προκαλεί ανάσχεση στην πρόοδο εκείνων των μαθητών που παρακολουθούν ανελλιπώς τα μαθήματα.

Για να σταματήσει πλέον η διπλή επιβάρυνση του ελληνόπουλου – πρωί γερμανικό σχολείο και απόγευμα μάθημα μητρικής γλώσσας – πρέπει το μάθημα μητρικής γλώσσας να ενταχθεί στο πρωινό κανονικό πρόγραμμα των γερμανικών σχολείων, να αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας στο ύψος των 8-12 ωρών εβδομαδιαίως με τη διδασκαλία και ορισμένων μαθημάτων στα Ελληνικά, να γίνεται καταχώριση της βαθμολογίας στους τίτλους σπουδών και να καθιερωθεί υποχρεωτική η παρακολούθησή του από τους Έλληνες μαθητές.

Η ελληνική εκπαιδευτική πολιτική οφείλει να αναπροσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται μετά τη γενική πλέον πεποίθηση ότι η αρχική προσωρινή παραμονή των Ελλήνων μεταναστών και των παιδιών τους στη Γερμανία μετεξελίχθηκε σε μακροχρόνια και πολύ πιθανά σε μόνιμη και οριστική. Οι νέες αυτές συνθήκες απαιτούν
την εφαρμογή μιας αμφιδύναμης δίγλωσσης και διπολιτισμικής
μορφής εκπαίδευσης, εναρμονισμένης στο ευρύτερο γλωσσικό και κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον του μαθητή και διασφαλίζουσας τη διαμόρφωση και διατήρηση της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ταυτότητας του ελληνόπουλου, ως απαραίτητης και πρωταρχικής ιδιαιτερότητας στα πλαίσια μιας πλουραλιστικής, πολυπολιτισμικής και χωρίς προκαταλήψεις ευρωπαϊκής κοινωνίας. Μια τέτοια εκπαίδευση δεν μπορεί παρά να παρέχεται μέσα στα κανονικά γερμανικά σχολεία με τη συμμετοχή Ελλήνων και Γερμανών μαθητών και γιατί όχι και μαθητών άλλων εθνοτήτων, έτσι ώστε όχι μόνο διπολιτισμική αλλά και πολυπολιτισμική να είναι. Άλλωστε αυτή η μορφή εκπαίδευσης προσφέρεται σήμερα στο Κρατικό Ευρωπαϊκό Σχολείο του Βερολίνου. Χρέος, λοιπόν, της ελληνικής και γερμανικής πολιτείας είναι η διεύρυνση αυτού του μοντέλου και σε πολλές άλλες περιοχές της Γερμανίας.

Για την επιτυχία οποιασδήποτε μορφής δίγλωσσης και διπολιτισμικής εκπαίδευσης, θεωρούμε ως απαραίτητη προϋπόθεση τη δραστηριοποίηση κάθε προσπάθειας στο στάδιο της προσχολικής ηλικίας, κατά την οποία τα παιδιά με τρόπο αυθόρμητο, αβίαστο και φυσικό θα πρέπει να προετοιμάζονται για μια δίγλωσση και διπολιτισμική εκπαίδευση. Άλλωστε, όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα τονίζουν τη σημασία της προσχολικής αγωγής για τη γλωσσική και κοινωνική ενσωμάτωση, καθώς και για τη σχολική πρόοδο των παιδιών. Αυτό το νόημα είχε και η πρόταση, που έκανε πριν από πολλά χρόνια ο Kuehn, πρωθυπουργός τότε της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας, για  καθιέρωση της υποχρεωτικής προσχολικής φοίτησης των μεταναστόπουλων της Γερμανίας.

Τέλος, η καλλιέργεια και διατήρηση της ελληνικότητας των μεταναστόπουλων απαιτεί, παράλληλα προς την παρεχόμενη εκπαίδευση, τη δραστηριοποίηση και συνεργασία όλων των ελληνικών φορέων της Γερμανίας, αν δε θέλουμε το ελληνόπουλο να παραμείνει εκτεθειμένο ή και εγκλωβισμένο στις πολυποίκιλες και πολλές φορές προσχεδιασμένες αφομοιωτικές προσπάθειες του γερμανικού σχολείου και να πάρει, αυτονόητα πλέον, τη θέση του μετανάστη πατέρα του αντί της θέσης που στο ίδιο ανήκει μέσα σε μια ενωμένη, πλουραλιστική και χωρίς προκαταλήψεις ευρωπαϊκή κοινωνία.

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Δαμανάκης, Μ. (Επιμ.): Σχέδιο ίδρυσης δίγλωσσων σχολείων στη Γερμανία, Ρέθυμνο 1999

Δαμανάκης, Μ.: Η διδασκαλία της Ελληνικής ως «δεύτερης γλώσσας». Στο: Ματσαγγούρας, Η.: Η Εξέλιξη της Διδακτικής. Επιστημολογική Θεώρηση, Αθήνα 1999 α 

Διαμαντόπουλος, Π.: Ελληνόπουλα στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας – Διαβίωση στην προσωρινότητα μεταξύ παραμονής και επιστροφής, Αθήνα 1989

Diamantopoulos, P.: Sozialpaedagogische Probleme der griechischen Gastarbeiterkinder in der Bundesrepublik Deutschland unter besonderer Beruecksichtigung ihrer Situation in Bayern, Erlangen 1983

Goehlich, M. (Hrsg.): Europaschule – Das Berliner Modell. Beitraege zu Zweisprachigem Unterricht, Europaeischer Dimension, Interkultureller Paedagogik und Schulentwicklung, Neuwied 1998

Hoettler, R.: Entwicklung und Zukunft der Staatlichen Europaschule Berlin. In: Goehlich, M. (Hrsg.): Europaschule – Das Berliner Modell, Neuwied 1998

Langenohl - Weyer / Akpinar / Vink: Zur Integration der Auslaender in Bildungsbereich – Probleme und Loesungsversuche, Muenchen 1990

Ματζουράνης, Γ.: Έλληνες εργάτες στη Γερμανία (Gastarbeiter), 2η έκδ., Αθήνα 1974

McRae, U.: Die Gastarbeiter. Daten, Fakten, Probleme, 2. Unveraenderte Auflage, Muenchen 1981

Mueller, H. (Hrsg.): Auslaender in deutschen Schulen, Stuttgart 1974 

Petrasch, M. / Krause, R.: Ansaetze zur Verbesserung der Situation auslaendischer Schueler im Unterricht der Hauptschule. In: Sandfuchs, U. (Hrsg.): Lehren und Lernen mit Auslaenderkindern, Bad Heilbrunn 1991

Sandfucks, U. (Hrsg.): Lehren und Lernen mit Auslaenderkindern, Bad Heilbrunn 1991

Schmidtke, H. – P.: Besser Deutsch durch mehr Muttersprache. In: Auslaenderkinder in Schulen und Kindergarten, Heft 2/ 1981

Steinmueller, U.: Deutsch als Zweitsprache, Deutsch als Partnersprache. In:  Goehlich, M. (Hrsg.): Europaschule – Das Berliner Modell, Neuwied 1998