Διαπολιτισμική προσέγγιση και κοινωνική ένταξη

 

 

Της Λέλας Γώγου

Αναπληρώτριας Καθηγήτριας

του Πανεπιστημίου Θράκης

 

 

Η διαπολιτισμική εκπαίδευση και η ένταξη μας φέρνουν αντιμέτωπους με το ζήτημα της σχολικής αποτυχίας και των κοινωνικών ανισοτήτων αφ’ ενός, αλλά και  με τους συνακόλουθους κινδύνους κοινωνικού κατακερματισμού, αποσύνδεσης και βίας αφ’ ετέρου. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να υπενθυμίσω πως η ικανότητα εν γένει για κοινωνική ένταξη βρίσκεται σήμερα σε κρίση, λόγω των μεγάλων μετασχηματισμών της κοινωνίας, λόγω της μη ελεγχόμενης ανάπτυξης της φιλελεύθερης οικονομίας, που βαίνει ολοταχώς προς την εξίσου ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποιημένη της εκδοχή, λόγω τέλος μιας προϊούσας επίσης ανεξέλεγκτης ανεργίας, της οποίας τα ποσοστά είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστούν.

Σήμερα, αν και ο αριθμός των νέων που βγαίνουν από το σχολικό σύστημα χωρίς εξειδίκευση μειώθηκε σε σχέση με το παρελθόν, το ποσοστό δεν παύει να παραμένει εν τούτοις υψηλό. Μετά το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ορισμένοι μαθητές δυσκολεύονται να κατανοήσουν τα νοήματα των κειμένων που διαβάζουν και ο αγώνας ενάντια στον αναλφαβητισμό είναι μια πραγματικότητα. Μπορούμε επίσης να διαπιστώσουμε πως τα διπλώματα δεν εγγυώνται μια θέση στην αγορά εργασίας. Αυτή η κατάσταση θίγει ιδιαίτερα τα παιδιά που προέρχονται από μη προνομιούχα κοινωνικοπολιτισμικά περιβάλλοντα, και ανάμεσα σε αυτά τα παιδιά των μεταναστών, που κατά κύριο λόγο στιγματίζονται από τη σχολική αποτυχία και είναι συνεπώς ιδιαίτερα εκτεθειμένα στις δυσκολίες της κοινωνικής ένταξης.

Η διαρκής εγκατάσταση ενός μεταναστευτικού πληθυσμού, η άνοδος του εθνικισμού, της δυσανεξίας και του ρατσισμού επερωτούν τον ίδιο τον ρόλο του σχολείου και συνθέτουν ένα ερώτημα ηθικής. Το κυρίαρχο ερώτημα είναι αυτό του τύπου του ανθρώπου που επιθυμούμε να διαμορφώσουμε: Πώς το σχολείο μπορεί να συμβάλει στο να αποκτήσουν οι μαθητές εμπειρίες, όποια και αν είναι η εθνική, κοινωνική, πολιτισμική, θρησκευτική, ταυτότητα. Τίθεται εκ νέου το ζήτημα των εκπαιδευτικών ανισοτήτων καθιστώντας πιο δύσκολη την εφαρμογή ενός ενιαίου προγράμματος (curriculum) το οποίο προτείνει σε όλους τους μαθητές τα σημαντικά στοιχεία μιας κοινής κουλτούρας.

Στο πρακτικό επίπεδο, μία διαπολιτισμική εκπαίδευση οφείλει αναγκαστικά να απευθύνεται σε όλες τις ομάδες και όχι μονάχα στις μειοψηφικές ομάδες. Σύμφωνα με τον L. Porcher (1981) η διαπολιτισμική υπόθεση, για να είναι συγκεκριμένη, οφείλει να είναι σφαιρική διότι αν αυτή προορίζεται μόνο σε ένα τμήμα του σχολικού πληθυσμού, προκύπτουν δυσεπίλυτες αντιθέσεις και πρακτικές αδυναμίες.

Ορισμένοι συγγραφείς αποδίδουν στην πολυπολιτισμική διδασκαλία ένα ρόλο κοινωνικής κριτικής. Θεωρούν πως είναι σημαντικό να παρέχουμε στους μαθητές τα μέσα προκειμένου να υποβάλουν σε μία κριτική εξέταση τις πεποιθήσεις της κουλτούρας τους και να καταστήσουν εξελίξιμη την αναπαράστασή τους για τον κόσμο επιτρέποντάς τους να διευρύνουν τις προοπτικές τους, (R. Jeffcoate, 1984).

Ο σεβασμός των διαφορετικών πολιτισμικών χαρακτηριστικών μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν δεν είμαστε εγκλωβισμένοι σε αυτά, δηλαδή αν είμαστε ικανοί μιας «διαπολιτισμικής» σκέψης. Κατά τον ίδιο τρόπο μία διαπολιτισμική εκπαίδευση δεν θα αποδώσει στα άτομα που ανήκουν σε διαφορετικές κουλτούρες την προσοχή και τον σεβασμό που αξίζουν παρά μόνο αν αναγνωρίσει σε αυτούς ανθρώπινα όντα. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, τα υλικά διδασκαλίας θα όφειλαν να επιλεγούν περισσότερο σε σχέση με καθαρώς εκπαιδευτικά κριτήρια παρά σε σχέση με την πολιτισμική καταγωγή των μαθητών, υπερβαίνοντας εκ των προτέρων τις πολιτισμικές διακρίσεις και τους πολιτισμικούς διαχωρισμούς (P. Zec, 1981).

Για να μπορεί μία πολυπολιτισμική κοινωνία να γίνει διαπολιτισμική, πρέπει να πληροί δύο προϋποθέσεις: η πρώτη συνίσταται στο να μην προβαίνει στην ιεραρχικοποίηση των κουλτούρων, αποδίδοντάς τους μία ίση νομιμότητα. Η δεύτερη θεωρεί πως δεν είναι επαρκές να συνυπάρχουν όλες οι αξίες αφού τα δρώντα πρόσωπα είναι αναγκαίο να μάθουν να διαπραγματεύονται με δημοκρατικό τρόπο προκειμένου να αποδεχθούν αμοιβαία τις αναπαραστάσεις και τις κοινές αξίες, πράγμα που θα επιτρέψει την ανάδυση μιας ομάδας (Camilleri, 1995).

Υπάρχουν σήμερα δύο μοντέλα διαχείρισης της πολιτισμικής ποικιλομορφίας: το αγγλοσαξωνικό πολυπολιτισμικό μοντέλο που δίνει τη δυνατότητα σε κάθε άτομο να ανήκει σε μία κοινότητα διαφορετική από αυτή του κράτους-έθνους και ο διαπολιτισμικός προσανατολισμός, που είναι κυρίως γαλλόφωνης έμπνευσης.

Η αγγλοσαξωνική διάσταση του πολυκουλτουραλισμού εγγράφεται σε μία ιστορική, πολιτική και εκπαιδευτική παράδοση διαφορετική από τη γαλλική παράδοση. Ο πολυκουλτουραλισμός αποδίδει προτεραιότητα στην ομάδα αναφοράς θεωρώντας πως     η συμπεριφορά του ατόμου προσδιορίζεται από αυτή. Αναγνωρίζει τις εθνικές, θρησκευτικές, μεταναστευτικές διαφορές   συμβάλλοντας στη χωροδιάταξη των εν λόγω διαφορών. Αυτή μεταφράζεται μέσα από τη δημιουργία εθνοτικών συνοικιών  που αποκλίνουν μερικές φορές στη διαμόρφωση των γκέτο. Οι διαφορές πλαισιώνονται λοιπόν μέσα από τη δημιουργία κοινωνιολογικών και γεωγραφικών πλαισίων που θεωρούνται ως ομοιογενή σύμφωνα με αυτο-αποδιδόμενα κριτήρια ή ετερο-αποδιδόμενα κριτήρια (κινέζικες συνοικίες, ιταλικές συνοικίες, ελληνικές συνοικίες ...). Ο πολυκουλτουραλισμός συσσωρεύει διαφορές παραθέτει ομάδες και καταλήγει κατ’ αυτόν τον τρόπο σε μία μωσαϊκή μεν αλλά ενιαία σύνθεση της κοινωνίας.

Ο όρος «διαπολιτισμικό» εμφανίζεται στη Γαλλία στα 1975 στο σχολικό πλαίσιο. Η διαπολιτισμική διάσταση, στη Γαλλία, εξηγείται μέσα από μία φιλοσοφική και ιστορική παράδοση εντελώς διαφορετική από αυτή του πολυκουλτουραλισμού. Γαλλόφωνοι ερευνητές επικαλούνται το «διαπολιτισμικό», που αποβλέπει στην κοινωνική δράση, ιδιαίτερα στην οικοδόμηση μιας διαπολιτισμικής κοινωνίας. Θεωρούν πως το «πολυπολιτισμικό» αναδύεται όταν συναντήσεις, επαφές μεταξύ φορέων διαφορετικών συστημάτων παράγουν αυθόρμητα αποτελέσματα στα οποία δεν παρεμβαίνουν. Το «διαπολιτισμικό» ακόμα αναδύεται όταν εμφανίζεται η ανάγκη να ρυθμίσουμε τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτούς τους φορείς στο ελάχιστο προκειμένου να μειώσουμε τα ανεπιθύμητα αποτελέσματα της συνάντησης, και στην καλύτερη περίπτωση να επωφεληθούν από τα πλεονεκτήματά τους (Camilleri, 1995).

Το «διαπολιτισμικό» υπ’ αυτήν την έννοια, παραπέμπει σε μία παρέμβαση, σε μία πρόθεση διαχείρισης της κοινωνίας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στα «ανεπιθύμητα αποτελέσματα» που προκύπτουν από τη συνάντηση μεταξύ φορέων διαφορετικών κουλτούρων. Το διαπολιτισμικό στην αρχή συνδέθηκε με τα προβλήματα της μετανάστευσης. Αυτή η εστίαση σε ένα τύπο ποικιλομορφίας, αυτής η οποία προέρχεται από τη μετανάστευση, απέκρυψε τις άλλες μορφές ποικιλομορφίας και τις άλλες διαδικασίες διαφοροποίησης: ευρωπαϊκή οικοδόμηση, πολλαπλασιασμός των διεθνών ανταλλαγών, παγκοσμιοποίηση της καθημερινής ζωής, επαγγελματική, τοπική κουλτούρα κλπ (Abdallah-Pretceille, 1986).

Το διαπολιτισμικό συνιστά το προϊόν μιας αλληλόδρασης ανάμεσα σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας: τον θρησκευτικό τον πολιτικό, τον οικονομικό, τον τεχνικό, τον επιστημονικό και τον αισθητικό. Η μελέτη των διαφόρων τομέων της ανθρώπινης δραστηριότητας θα βοηθήσει στην κατανόηση της ιστορικής διαδικασίας. Οι κουλτούρες και το διαπολιτισμικό υπ’ αυτήν την έννοια πρέπει να ανάγονται σε μια ιστορική διαδικασία. Είναι ανάγκη να επισημάνουμε τη σημασία της ιστορικής διερεύνησης, η οποία θα μας οδηγήσει στην κατανόηση των διαδικασιών γένεσης των πολιτισμικών χαρακτηριστικών, την κατανόηση γεωιστορικής και γεωπολιτικής γένεσης, μέσα από αλληλεπιδράσεις που προέρχονται από μεγάλα ιστορικά πολιτισμικά ρεύματα. Παρόλον ότι οι κουλτούρες των χωρών σήμερα είναι μοναδικές λόγω των πολυάριθμων ιδιαίτερων ιστορικών εξελίξεων, είναι απαραίτητο να αναγόμεθα στην ιστορική μορφή κάθε κοινωνικής οργάνωσης.

Οι εργασίες του P. Bourdieu φανέρωσαν τις σχέσεις ανάμεσα στην κουλτούρα και τις κοινωνικές τάξεις. Εστιάζουν την προσοχή τους στις διαδικασίες και στις δυναμικές παρά στις δομές. Στο εξής είναι παραδεκτό πως οι κουλτούρες δεν μπορούν να κατανοηθούν ως ανεξάρτητες οντότητες, έξω από κάθε μορφή επικαιρότητας που αφορά το κοινωνικό και το επικοινωνιακό. Το ενδιαφέρον συνίσταται λοιπόν στο να εντοπίσουμε πώς η κουλτούρα ή, ακριβέστερα, πολιτισμικά χαρακτηριστικά χρησιμοποιούνται στην επικοινωνία, στις αλληλεπιδράσεις, στην καθημερινότητα (E. Goffman, 1974, 1975). Πρόκειται για μια «κουλτούρα σε δράση» και όχι για μια περιγραφή.

Το ετερογενές και το πολύπλοκο δεν συμβιβάζονται με τις περιγραφικές μελέτες οι οποίες δεν λαμβάνουν αρκετά υπόψη  τις αλλαγές, τις μεταβολές, τις παραβάσεις, τη δημιουργία του κοινωνικού και του πολιτισμικού. Οι περιγραφές στηρίζονται σε μία κατάτμηση του πραγματικού. Επομένως είναι αναγκαίο να διαφυλάξουμε το σύνολο, πράγμα που παραπέμπει στο να απορρίψουμε όλες εκείνες τις κοινωνιολογικές προσεγγίσεις που εγγράφονται στην εξήγηση και όχι στην κατανόηση (M. Maffesoli, 1985). Οι εν λόγω προσεγγίσεις εγγράφονται σε μία θετικιστική προοπτική διότι παραμένουν στο περιγραφικό, εξηγητικό στάδιο (προσδιορισμός μιας θέσης ή μιας συμπεριφοράς) εγκλείοντας το άτομο ή την ομάδα σε μία σειρά αιτιολογιών και πολιτισμικών ντετερμινισμών. (M. Abdallah-Pretceille, 1986).

Το άτομο, δεν είναι μόνο το προϊόν της κουλτούρας του, αλλά την οικοδομεί, την επεξεργάζεται σε σχέση με διαφοροποιημένες στρατηγικές, σύμφωνα με τις ανάγκες και τις συγκυρίες. Ο διαπολιτισμικός προσανατολισμός είναι υπ’ αυτήν την έννοια ένας άλλος τρόπος να αναλύσουμε την πολιτισμική ποικιλομορφία, όχι μέσα από τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά που θεωρούνται ως καταστάσεις, ως ανεξάρτητες και ομοιογενείς οντότητες, αλλά μέσα από διαδικασίες, αλληλεπιδράσεις σύμφωνα με μία λογική της πολυπλοκότητας, της ποικιλομορφίας (και όχι των διαφορών), (G. Balandier, 1985).

Η κεντρική έννοια δεν είναι τόσο αυτή της κουλτούρας όσο η αρχή της πολιτισμικής ποικιλομορφίας. Φθάνουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο στο ακόλουθο παράδοξο: τη στιγμή όπου ανακαλύπτουμε εκ νέου στο εσωτερικό των κοινωνιών μας τη σπουδαιότητα της μεταβλητής κουλτούρας και συνεπώς την έννοια της κουλτούρας, είναι αναγκαίο να την υπερβούμε. Το ουσιώδες δεν είναι να περιγράψουμε τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά αλλά να αναλύσουμε αυτό που συμβαίνει ανάμεσα στα άτομα ή σε ομάδες που λένε ότι ανήκουν σε διαφορετικές κουλτούρες, να αναλύσουμε τις κοινωνικές και επικοινωνιακές χρήσεις της κουλτούρας.

Οι περιγραφικές έρευνες αναφέρονται σε μια κατάτμηση του κοινωνικού ιστού: μετανάστες, δεύτερη γενιά, ασιάτες, αφρικανοί... Οι περιγραφικές έρευνες δεν μας οδηγούν στην κατανόηση των διαδικασιών. Στην περίπτωση που αναφερόμαστε στις περιγραφικές έρευνες η κουλτούρα έχει μια αιτιακή αξία για να εξηγήσει για παράδειγμα τη σχολική αποτυχία, τη βία. Αυτό παραπέμπει στο να εισάγουμε τον κουλτουραλισμό στην παιδαγωγική, στην ψυχολογία, στην κοινωνιολογία και όχι να αναγνωρίσουμε την πολιτισμική μεταβλητή μεταξύ άλλων μεταβλητών.

Η διαπολιτισμική ανάλυση διακρίνεται από τις πολιτισμικές προσεγγίσεις ή ακριβέστερα από τις κουλτουραλιστικές προσεγγίσεις στο μέτρο όπου αυτή παραμένει πολυδιάστατη. Μας ενδιαφέρει να κατανοήσουμε την πολιτισμική πολλαπλότητα ως διαδικασία και όχι ως ένα σύνολο ευδιάκριτων πλουραλισμών. Αυτό σημαίνει πως δεν προβαίνουμε στην κατανόηση της πολλαπλότητας προσεγγίζοντας τη συστηματική και λεπτομερή κατάτμηση του κοινωνικού σώματος (μετανάστες, νέοι, δεύτερη γενιά ...)

Παρατηρούμε μία άνιση και ιεραρχική προοπτική στο μέτρο όπου είναι η κυρίαρχη ομάδα που έχει το δικαίωμα και την εξουσία να εκθέτει τη διαφορά του Άλλου. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι το αν η πρόθεση είναι η αναγνώριση ή ο σεβασμός. Οι μεν αρνούνται να αναγνωρίσουν διαφορές οι άλλοι τις διεκδικούν. Κάθε διαφορά εκτίθεται σε σχέση με μία νόρμα που άλλοτε υπονοείται και άλλοτε δεν υπονοείται και της οποίας η έκθεση είναι δυνατή για ορισμένες ομάδες ή άτομα που βρίσκονται σε θέση νομιμότητας (Bourdieu, 1982).

Το διαπολιτισμικό βασίζεται σε μια φιλοσοφία του υποκειμένου δηλαδή σε μια φαινομενολογία που οικοδομεί την έννοια του υποκειμένου ως ελεύθερου και υπεύθυνου κοινωνικού όντος, το οποίο εγγράφεται σε μία κοινότητα ομοίων. Η διαπολιτισμική προσέγγιση αντιτίθεται στην αντικειμενιστική και στρουκτουραλιστική προοπτική εφόσον ενδιαφέρεται για την παραγωγή της κουλτούρας μέσα από το ίδιο το υποκείμενο, για τις στρατηγικές που αναπτύσσονται χωρίς ωστόσο το υποκείμενο να έχει πάντα συνείδηση για αυτό.

Σύμφωνα με τη φαινομενολογική προοπτική, στην οποία βασίζεται το διαπολιτισμικό, η κουλτούρα δεν είναι μία κοινωνική πραγματικότητα καθεαυτή την οποία μπορούμε να κατανοήσουμε με αντικειμενικό τρόπο, είναι ένα βίωμα του οποίου πρόκειται να επανοικοδομήσουμε το νόημα. Δεν αναφερόμαστε στο υποκείμενο ως μια μονάδα αλλά αναφερόμαστε αντίθετα στο διασχεσιακό που συνδέεται με τη διαλεκτική ταυτότητα/ετερότητα. Δεν αγνοούμε τις επιδράσεις του περιβάλλοντος και των δομών, αλλά οι κουλτούρες δεν υπάρχουν παρά μόνο όταν φέρονται από τα δρώντα πρόσωπα τα οποία τους δίνουν ζωή και τα οποία μπορούν επίσης να τις μετασχηματίζουν (R. Bastide, 1971, M. Crozier και E. Friedberg, 1977). Εστιάζοντας την προσοχή μας στο υποκείμενο δεν έχουμε ως στόχο να τονίσουμε τις ατομικιστικές θεωρίες αλλά να λάβουμε υπόψη μας το δίκτυο των υποκειμενικοτήτων μέσα στο οποίο αυτό εισάγεται. Η έννοια της αλληλόδρασης θεωρείται σημαντική για τον προσδιορισμό της κουλτούρας και της πολιτισμικής ταυτότητας (E. Goffman).

Η διαπολιτισμική προσέγγιση δεν έχει ως αντικειμενικό σκοπό να προσδιορίσει τον άλλο εγκλείοντάς τον μέσα σε ένα δίκτυο σημασιών, ούτε να εγκαθιδρύσει μια σειρά από συγκρίσεις που εδράζονται σε μια εθνοκεντρική κλίμακα. Μέσα από αυτήν την προοπτική, οι πολιτισμικές διαφορές προσδιορίζονται, όχι ως αντικειμενικά δεδομένα με στατιστικό χαρακτήρα, αλλά ως δυναμικές σχέσεις ανάμεσα σε δύο οντότητες που αποδίδει η μια νόημα στην άλλη (M. Abdallah-Pretceille, 1986). Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις δυναμικές, στις στρατηγικές παρά στις δομές, τις κατηγορίες. Η σπουδαιότητα του άλλου είναι σημαντική για την επικοινωνία, για τη διαπραγμάτευση καθώς επίσης και για τη διαχείριση των συγκρούσεων μεταξύ ομάδων και ατόμων. Κάθε αρνητική και συγκρουσιακή σχέση δεν δικαιολογείται από την πολιτισμική προέλευση. Ο φορέας μιας κουλτούρας δεν είναι αναγκαστικά ο εκπρόσωπος, «το πρότυπο» της κοινότητάς του.

Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τον άλλο αποδίδοντάς του χαρακτηριστικά μιας πολιτισμικής ομάδας που προσδιορίζεται με υποθετικό, αυθαίρετο τρόπο. Για μας αυτό που είναι σημαντικό είναι να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο τα υποκείμενα θεωρούν τους εαυτούς τους, τις αναπαραστάσεις τους και να αναγνωρίσουμε τον άλλο συγχρόνως ως ένα μοναδικό και οικουμενικό υποκείμενο.

Το ζήτημα της πολιτισμικής ποικιλομορφίας συνεπάγεται αυτό της συνάντησης και της εμπειρίας της ετερότητας. Τα ποικίλα πολιτισμικά πρότυπα τονίζουν τη διαφοροποίηση των ατόμων, επανεισάγουν το ζήτημα των αξιών. Αυτό που έχει σημασία στο εξής δεν είναι τόσο η γνώση των πολιτισμικών χαρακτηριστικών όσο η σχέση με τους άλλους. Το διακύβευμα συνίσταται στο να συσχετίσουμε την ετερότητα και την πολιτισμική ποικιλομορφία.

***

Οι συζητήσεις γύρω από την εγκαθίδρυση των μεταναστών στην Ευρώπη, τοποθέτησαν στο κέντρο της κοινωνιολογικής και της πολιτικής σκέψης το ζήτημα της κοινωνικής ένταξης.

Η κοινωνιολογία της μετανάστευσης στις ΗΠΑ έδειξε πως οι εθνοτικές κοινότητες ήταν ένας δυναμικός μηχανισμός ένταξης και προσαρμογής για τους μετανάστες. Κοινωνικοί επιστήμονες παρατήρησαν πως η αφομοίωση των μεταναστών Πολωνών στην αμερικανική κοινωνία στις απαρχές του 20ου αιώνα υπήρξε κυρίως μία συλλογική διαδικασία που οικοδομείται σε ένα είδος πολωνο-αμερικανικής υποκοινωνίας η οποία επιτρέπει στους μετανάστες να εξελίσσονται ατομικά και συλλογικά προς μία πλήρη αφομοίωση (Y. Grafmeyer και I. Joseph, 1984).

Αυτά τα αποτελέσματα των πρώτων ερευνών που αφορούν στη μετανάστευση επιβεβαιώνουν το γεγονός πως η εθνoτική κοινότητα είναι ένας κοινωνικός μηχανισμός υπεράσπισης που διευκολύνει την επιβίωση και την προσαρμογή των μεταναστών, τον οποίο  η δεύτερη γενιά θέλει να τροποποιήσει. Είναι η δημιουργία της εθνοτικής κοινότητας που επιτρέπει, με παράδοξο τρόπο, την κοινωνική αφομοίωση. Στην αντίθετη περίπτωση οι κοινωνιολόγοι παρατηρούν απομονωμένους μετανάστες οι οποίοι δεν μπορούν να προσαρμοστούν μόνοι τους στη βαναυσότητα της πολιτισμικής και κοινωνικής αλλαγής που τους επιβάλουν. Το πέρασμα από τον μετανάστη στον πολίτη επενεργείται χάρη στην κοινοτική μεσολάβηση που επιτρέπει να μετριάσει το σοκ του ξεριζώματος και της έλλειψης προσαρμογής.

Τα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη δεν είναι πολύ διαφορετικά σε ό,τι αφορά στις αντικειμενικές καταστάσεις που δημιουργούνται στους μεταναστευτικούς πληθυσμούς. Παντού μπορούμε να παρατηρήσουμε την παράθεση διαδικασιών ένταξης και περιθωριοποίησης, πολιτισμικού ανοίγματος και ρατσισμού, αφομοίωσης και διαχωρισμού.

Τα θέματα του διαπολιτισμικού δεν αφορούν μόνο στους μετανάστες των δυτικών κοινωνιών. Η έρευνα του N. Elias που διεξάγεται στα τέλη της δεκαετίας του 50, προκειμένου να κατανοήσει το επίπεδο της εγκληματικότητας και της υψηλής απόκλισης μιας μερίδας νέων κατοίκων, είναι πολύ επίκαιρη διότι φανερώνει το ρατσισμό που δεν συσχετίζεται με τη φυλή. Ο N. Elias  δείχνει τη   κατάσταση που δημιουργείται σε μια παλιά συνοικία, ανάμεσα στους κατοίκους που διαμένουν πολύ καιρό και οι οποίοι αποτελούν μία πραγματική εργατική κοινότητα, υπερήφανη για την κουλτούρα της και για την κοινή μνήμη της, και τους νέους κατοίκους, οι οποίοι επίσης ανήκουν στην εργατική τάξη, και οι οποίοι εγκαταστάθηκαν πλησίον τους, σε μια άλλη ζώνη της συνοικίας. Η κατάσταση γειτνίασης έγινε αντιληπτή ήδη από την αρχή, από τις παλιές οικογένειες, ως απειλητική και εξευτελιστική, και οι νέο-αφιχθέντες υφίστανται διακρίσεις, δυσφήμιση, μέτρα αποκλεισμού που προσβάλουν την εκτίμηση του εαυτού τους και επηρεάζουν τη συμπεριφορά τους. Παρατηρούμε πως στη περίπτωση αυτή δεν υπάρχει ρατσισμός που συσχετίζεται με τη φυλή, ούτε απειλή ανεργίας τη συγκεκριμένη περίοδο που πραγματοποιείται η έρευνα εφόσον και οι μεν και οι δε είναι εργάτες και μικροαστοί που εργάζονται στα ίδια εργοστάσια. Σύμφωνα με τον Ν. Elias αυτή η άρνηση για επικοινωνία μπορεί να μετατεθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο σχέσεων εξουσίας όπου η κυρίαρχη ομάδα αναπαράγει την ηγεμονία της με το να αποκλείει τους «περιθωριακούς». Ακόμη κι αν δεν ανήκουν σε μια άλλη φυλή, ακόμη κι αν δεν ανήκουν σε μια άλλη κοινωνική τάξη, αυτό που υφίστανται δεν είναι διαφορετικό από αυτό που υφίστανται τον περισσότερο καιρό οι φτωχοί ξένοι, οι φτωχοί μετανάστες που θα κατοικήσουν κοντά σε μια ομάδα αυτόχθονων.

Σε όλες σχεδόν τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης τίθεται το ερώτημα της ένταξης των πληθυσμών ξένης προέλευσης. Παρατηρούμε ότι σε αυτό το πρόβλημα υπάρχουν λύσεις που απομακρύνονται από την ιδέα μιας πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Η αφομοίωση υπήρξε η κυρίαρχη λύση σε χώρες με μεγάλη μετανάστευση και η οποία προέρχεται από χώρες πολιτισμικά συγγενείς με τις χώρες υποδοχής. Η αντίστροφη λύση είναι η διατήρηση του μεταναστευτικού πληθυσμού σε ένα στάτους περιθωριακό ή την οργάνωσή του σε κοινότητες τοπικά ομοιογενείς και ανεξέλεγκτες. Καμία από τις δύο αυτές λύσεις δεν αρμόζει στην πολυπολιτισμική κοινωνία. Η πρώτη λύση (η αφομοίωση) θέλει να διαλύσει τις ιδιαίτερες κουλτούρες μέσα στην ενότητα μιας εθνικής κουλτούρας που ταυτίζεται με το καθολικό, το οικουμενικό. Η δεύτερη λύση σέβεται τον πλουραλισμό των κοινοτήτων αλλά δεν εγκαθιδρύει επικοινωνίες μεταξύ αυτών και κυρίως δεν έχει κανένα μέσο να αντιδράσει ενάντια στις σχέσεις ανισότητας και διαχωρισμού που δημιουργούνται εις βάρος των μειονοτικών κοινοτήτων ή αυτών των οποίων τα μέλη είναι τα πιο φτωχά και τα λιγότερο εξειδικευμένα. Θα πρέπει να απομακρυνθούμε από αυτές τις ακραίες αντιλήψεις, αναγνωρίζοντας ωστόσο πως αντιστοιχούν σε σημαντικές πραγματικότητες.

Ένας λαός σαφώς και έχει το δικαίωμα να αγωνίζεται για την εθνική του ανεξαρτησία και αυτός ο αγώνας καθίσταται πιο δυνατός όταν στηρίζεται σε μία πολιτισμική, γλωσσική και ιστορική ταυτότητα. Αλλά εάν όμως η οικοδόμηση της εθνικής αρχής επιφέρει την απόρριψη των μειονοτήτων και την «εθνική προτίμηση», η καταστροφή είναι κοντά, διότι η κοινότητα στην περίπτωση αυτή, συνιστά ένα εργαλείο στην υπηρεσία μιας απόλυτης εξουσίας, μιας εθνικιστικής δικτατορίας που στοχεύει στην πολιτισμική ομοιογένεια, την πολιτισμική ορθοδοξία, την εθνική αγνότητα της κοινωνίας και αντικαθιστά την εθνική συνείδηση με την απόρριψη του ξένου.

Θεωρούμε πως η υπεράσπιση του κοινωνικού και πολιτισμικού πλουραλισμού στις φιλελεύθερες χώρες κατευθύνεται προς τη δημιουργία των πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Η διαπολιτισμική επικοινωνία όμως είναι δυνατή μόνο αν το υποκείμενο αποδεσμευτεί από την κοινότητα. Ο Άλλος θα μπορέσει να αναγνωριστεί μόνο αν κατανοηθεί, αν γίνει αποδεκτός ως υποκείμενο το οποίο αποδεσμεύεται από μορφές κοινωνικής οργάνωσης που προσδιορίζονται ιστορικά.

Στις πολύπλοκες κοινωνίες μας διακρίνουμε ένα αδύναμο επίπεδο αναγνώρισης της πολιτισμικής ποικιλομορφίας. Η ποικιλομορφία των πεποιθήσεων και των έξεων (habitus) γίνονται ανεκτές με την ελπίδα μιας προοδευτικής αφομοίωσης όλων των μελών του πληθυσμού. Η αποδυνάμωση των διαφορών και της διαπολιτισμικής επικοινωνίας στις πολύπλοκες νεωτερικές κοινωνίες οφείλεται στο γεγονός πως σε αυτές τις κοινωνίες δεν υπάρχει κοινωνική σχέση που να μην περιλαμβάνει μια ιεραρχική διάσταση. Είτε μιλάμε για εργοδότες και μισθωτούς, για πλούσιους και φτωχούς, για ενήλικες και παιδιά, για μορφωμένους και αγράμματους, γίνεται πάντα αναφορά σε έναν πλούτο, μια εξουσία ή μια επιρροή που κατανέμονται άνισα.

Τίθεται το ερώτημα αν μπορούμε να μιλάμε για μετανάστες στα διάφορα ευρωπαϊκά κράτη, μόνο με όρους πολιτισμικούς. Το πολύ δυνατό ποσοστό ανεργίας που θίγει τους νέους ανθρώπους μεταναστευτικής προέλευσης στις ευρωπαϊκές χώρες καθιστά δύσκολη την κοινωνική τους ένταξη πράγμα που δημιουργεί εμπόδιο στη συνάντηση των κουλτούρων.

Η έλλειψη επαγγελματικής και οικονομικής συμμετοχής αντιτίθεται στην οικονομική ένταξη. Η απουσία συμμετοχής στην επαγγελματική και οικονομική ζωή αποδυναμώνει την αναφορά σε πολιτισμικές αξίες και κοινωνικές νόρμες ενώ η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα δεν πρέπει να διαχωρίζεται από το πολιτισμικό πεδίο (D. Lapeyronnie, 1993).

Η ένταξη στις κοινωνίες μας δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την ενδυνάμωση των κανόνων και των συμπεριφορών συμβιβασμού με αυτούς. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι η ένταξη όλων των μελών μιας κοινωνίας και όχι μόνο των μεταναστών. Αυτό προϋποθέτει πως έχουν εργασία, δηλαδή μία οργανωμένη κοινωνική δραστηριότητα, και πως αναγνωρίζονται τα υποκειμενικά τους δικαιώματα, η κοινωνική και πολιτισμική τους ταυτότητα καθώς επίσης πρέπει να τονιστεί η επιβεβαίωση του υποκειμένου μέσα από το ίδιο το υποκείμενο.

Οι νέοι άνεργοι ζητούν να ακουσθεί η φωνή τους, δηλαδή να συμμετάσχουν στις πολιτικές αποφάσεις και ιδιαίτερα σε αυτές που τους εκφράζουν άμεσα. Με άλλα λόγια ο λόγος και η ζωή του καθενός πρέπει να βρίσκεται στο κέντρο της συλλογικής ζωής.

Σε ένα κόσμο που κατακλύζεται από έντονες πολιτισμικές ανταλλαγές, δεν είναι δυνατόν να ισχυριστούμε πως υπάρχει δημοκρατία χωρίς αναγνώριση της ποικιλομορφίας των πολιτισμικών χαρακτηριστικών και των σχέσεων κυριαρχίας που υπάρχουν μεταξύ τους. Οι πολιτισμικές μειονότητες αγωνιζόμενες για την απελευθέρωσή τους μπορεί να οδηγηθούν στη διαμόρφωση δικών τους κοινοτήτων, δηλαδή στην υποταγή σε μία αυταρχική πολιτική εξουσία. Αντίστροφα, η αναγνώριση της ποικιλομορφίας μπορεί να οδηγήσει σε έναν αυτοδιαχωρισμό. Οι κουλτούρες στην περίπτωση αυτή, αυτοεγκλείονται κάθε μία στο δικό της πλαίσιο θεωρώντας κάθε απόπειρα επικοινωνίας που έρχεται εκ των έξω ως μία επίθεση.

Η συνύπαρξη συνιστά ένα σκοπό που δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από καλά λόγια και ηθικές συστάσεις. Για τον σκοπό αυτό ερευνητές διεξάγουν έρευνες που αφορούν στην κοινωνικο-πολιτισμική ποικιλομορφία που εισάγεται από τις μεταναστεύσεις καθώς επίσης και έρευνες που συσχετίζουν την πολιτισμική ποικιλομορφία με τη διαπροσωπική επικοινωνία. Αυτές οι προσεγγίσεις συνιστούν μια σημαντική εισφορά διότι εστιάζουν την προσοχή τους στη σχέση, στη συνύπαρξη, μεταξύ διαφορετικών πολιτισμικών κοινοτήτων που ζουν στον ίδιο κοινωνικό χώρο. Οι έρευνες αποπειρώνται συχνά να απαντήσουν στα κοινωνικά ερωτήματα που προξενούνται από τις μεταναστεύσεις πληθυσμών προς την Δυτική Ευρώπη επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον τους στις συνθήκες πραγματοποίησης μιας διαπολιτισμικής κοινωνίας.

Είναι γεγονός πως ζήσαμε με μία άποψη για τον κόσμο που είναι Δυτικού τύπου. Γίνεται αναφορά σε μία ιεραρχία των κουλτούρων, από την πιο «πρωτόγονη» μέχρι την πιο «πολιτισμένη» και μία διχοτομία των γνώσεων, τις προεπιστημονικές γνώσεις σε ό,τι αφορά στα ήθη, τα έθιμα και τις δεισιδαιμονίες καθώς επίσης και στις επιστημονικές γνώσεις σε ό,τι αφορά στην πρόοδο και στον ορθό λόγο. Τέτοιες ιεραρχίες συνεπάγονται άλλες, όπως αυτές των οικονομιών, των τεχνών και των θεσμών του δυτικού κόσμου.

Ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα ο ευρωπαίος άνθρωπος γνώρισε τις «άγριες» κουλτούρες της Αμερικής και της Αυστραλίας, καθώς και τους πολιτισμούς της Ασίας. Ευρωπαίοι επιστήμονες μελετούν τις απαρχές των μεγάλων πολιτισμών: το Ισλάμ, την Ινδία, την Κίνα ενώ άλλοι φανερώνουν τους εξαφανισμένους μεγάλους πολιτισμούς που θεωρούνται ως η προέλευση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Με τη διαμόρφωση των ιστορικών και ανθρωπιστικών επιστημών η Ευρώπη συμμετέχει στη μελέτη αυτών των εποχών.

Η ευρωπαϊκή κουλτούρα χρησιμοποίησε πολλές διανοητικές στρατηγικές προκειμένου να δείξει την υπεροχή της Ευρώπης και τη Δυτικοποίηση του κόσμου, δηλαδή την ηγεμονία της Ευρώπης στους άλλους πολιτισμούς. Στα πλαίσια μιας τέτοιας προσέγγισης ο άνθρωπος περνά με αργό ρυθμό από την αγριότητα στη βαρβαρότητα, κατόπιν στο πολιτισμένο στάδιο και συνεπώς ορισμένες κοινωνίες θεωρούνται περισσότερο «πολιτισμένες» από άλλες.

Η Ευρώπη τοποθετείται στην κορυφή του πολιτισμού, ενώ οι άλλοι «πολιτισμοί» (το Ισλάμ, η Ινδία, η Κίνα) θεωρούνται ότι βρίσκονται σε «καθυστέρηση», ενώ συναντάμε τις άγριες ή «πρωτόγονες» κοινωνίες στις οποίες αποδίδεται ο τίτλος της κουλτούρας και όχι αυτός του «πολιτισμού». Η είσοδος στο νεωτερικό κόσμο (ή όπως θα λέγαμε, στον πολιτισμό) περνά μέσα από την πολιτισμική ομοιομορφία και μέσα από την οικειοποίηση της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Η γενικευμένη Δυτικοποίηση του κόσμου και των μεγάλων πολιτισμών μέσα από την τεχνογνωσία δεν συνεπάγεται ωστόσο τη συναίνεση, τη συγκατάθεση, την ολική προσχώρηση στις αξίες και τα έργα της Δύσης. Πρόκειται για μια άνιση σχέση δυνάμεων ανάμεσα στο Δυτικό πολιτισμό και τους άλλους πολιτισμούς. Σε αυτήν την περίπτωση, η αποφυγή μιας ενδεχόμενης κοινωνικής αναταραχής (ελλείψει της οικουμενικής συγκατάθεσης στις αξίες της Δύσης) θα ξεκινήσει με την ειρηνική συνύπαρξη των διαφορετικών αξιών, όπου ο κάθε πολιτισμός θα μάθει όχι μόνο να αποδέχεται τον Άλλο αλλά και να τον αναγνωρίζει.

Για να υπάρξει οικουμενισμός, θα πρέπει να υπάρξει μια κοινή αντίληψη για τον κόσμο, μια αποδοχή από τους ανθρώπους όλων των αξιών και των θεσμών των διαφόρων κουλτούρων. Η μόνη αξία που μπορεί να γίνει οικουμενική, φαίνεται πως είναι η ανεκτικότητα που υποδεικνύει την αναγνώριση όχι μόνο της ύπαρξης του Άλλου αλλά της αξίας του και των αξιών του. Η ανεκτικότητα θεωρείται ως μια αξία ηθική, φιλοσοφική και πολιτική, το προϊόν του διαπολιτισμικού ορθού λόγου, της οικουμενικής συνείδησης.

Καλούμαστε να ζήσουμε σε έναν ποικιλόμορφο κόσμο και ιδιαίτερα σε έναν κόσμο όπου συγκατοικούν κουλτούρες και αναπαραστάσεις που είναι διαφορετικές από τις δικές μας. Οφείλουμε να μάθουμε να κατανοούμε και να σεβόμαστε τους άλλους βρίσκοντας τρόπους ζωής και αμοιβαίου σεβασμού.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Abdallah-Pretceille M. (1986), Vers une pédagogie interculturelle, Paris, Anthropos

Balandier G. (1985), Anthropo-logiques, Paris, Librairie Générale Française

Bastide R. (1971), Anthropologie appliquée, Paris, Payot

Bourdieu P. (1979), La distinction critique sociale du jugement, Paris ed de Minuit

Bourdieu P. (1982), Ce que parler veut dire, Paris,  Fayard

Bourdieu P. et Passeron J.C. (1970), La reproduction: éléments pour une théorie du système d'enseignement, Paris, ed. De Minuit

Crozier M., Friedberg E. (1977), L'acteur et le système, Paris, Seuil

Elias N. (1965), The established and the outsiders, ed. Sage Publications

Goffman E. (1973), La mise en scène de la vie quotidienne, Paris, ed. De Minuit, (ed. orig, 1956)

Goffman E. (1974), Les rites d'interaction, Paris, ed. De Minuit, (ed. orig., 1967)

Goffman E. (1975), Stigmates, Paris, ed. De Minuit, (ed. orig., 1963)

Grafmeyer Y. και Joseph I. (1984), L' école de Chicago, Aubier

Jeffcoate R. (1984), Idéologies and Multicultural Education, in CRAFT, M. (ed.) Education and Cultural Pluralism, Lewes, The Falmer Press

Lapeyronnie D. (1993), L'individu et les minorités, Paris, P.U.F.

Levinas Emmanuel (1987), Les droits de l' homme et les droits d'autrui, ed. Fata Morgana

Maffesoli M. (1985), La connaissance ordinaire, Paris, Librairie des Méridiens

Porcher L. (1981), L’education des travailleurs migrants en Europe, Conseil de l’Europe

Schnapper D. (1994), La communauté des Citoyens, Gallimard

Zec P. (1981), Multicultural Education, in: James, A. and Jeffcoate R. (eds) (1981), The School in the Multicultural Society, London, Harper and Row and the Open University Press, σ.σ. 29-44

Βακαλιός Α. (1997), Πολιτισμικές καταβολές και προσλαμβάνουσες παραστάσεις και η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στο Μ. Δαμανάκης 1997, Η εκπαίδευση των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών στην Ελλάδα. Διαπολιτισμική προσέγγιση ,εκδ. Gutenberg

Γεωργογιάννης Π. (1997), Εκπαίδευση και διαπολιτισμική επικοινωνία, εκδ. Gutenberg

Γκόβαρης Χ. (2001), Εισαγωγή στη διαπολιτισμική εκπαίδευση, εκδ. Ατραπός

Δαμανάκης Μ. (1997), Η εκπαίδευση των παλιννοστούντων και αλλοδαπών μαθητών στην Ελλάδα, Αθήνα, εκδ. Gutenberg

Μάρκου Γ. (1997), Διαπολιτισμική εκπαίδευση, ελληνική και διεθνής εμπειρία, Αθήνα, ΚΕΔΑ

Παπάς Α. (1998), Διαπολιτισμική Παιδαγωγική και Διδακτική, Τόμος Α΄, Αθήνα