Η διδασκαλία της Ελληνικής ως ξένης γλώσσας:

τα διδακτικά προβλήματα, ο διδακτικός σχεδιασμός της

 

 

Της Νεκταρίας Κλαδά

 

 

 

Στα πλαίσια της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, η διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας, είναι μια διαδικασία που συγκεντρώνει ολοένα και περισσότερο ενδιαφέρον. Ιδιαίτερα μετά την έλευση στη χώρα μας ενός μεγάλου πλήθους παλιννοστούντων και μεταναστών, δε θα μπορούσε η ελληνική εκπαίδευση να μη λάβει υπόψη της την ομαλή ένταξη και προσαρμογή τους, μέσα από τα εκπαιδευτικά πλαίσια. Ακόμα πρέπει να αναφερθεί και ότι λόγω της συχνής επαφής μας με χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ενδιαφέρον για τη νεοελληνική γλώσσα αυξάνει καθημερινά.

Μια άλλη παράμετρος που καθιστά ιδιαίτερη την ελληνική γλώσσα, είναι η συμβολή της στη δημιουργία των περισσότερων δυτικοευρωπαϊκών γλωσσών. Ο Μάριος Πλωρίτης αναφέρει σχετικά ότι οι αρχαίοι Έλληνες έπλασαν μια γλώσσα με άπειρους θησαυρούς, που τα όριά της έφτασαν στα πέρατα του κόσμου. Ακόμα και σήμερα η νεοελληνική γλώσσα προσφέρεται με αξιοθαύμαστο τρόπο για τη δημιουργία νέων λέξεων, τις οποίες δανείζονται άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Οι ελληνικές ρίζες είναι μια αστείρευτη πηγή δημιουργίας λέξεων, κάτι που πρέπει να αξιοποιηθεί και στη διδασκαλία της ελληνικής σε ξένους.

Λαμβάνοντας όμως ως δεδομένο το γεγονός ότι κάθε άτομο που επικοινωνεί σε οποιανδήποτε γλώσσα εντάσσεται σε ένα πολύπλοκο σχήμα επικοινωνιακής συμπεριφοράς, κρίνεται απαραίτητο να εξετάζονται όλοι οι εξωγλωσσικοί παράγοντες του επικοινωνιακού περιβάλλοντος και να μελετάται η επίδρασή τους στη γλωσσική λειτουργία. Δε θα επεκταθούμε αναλυτικά στο ευρύτερο κοινωνικό-ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο της ελληνικής γλώσσας, το οποίο όμως έχει επηρεάσει την εξέλιξή της και ίσως θα έπρεπε να επηρεάσει και τη διδασκαλία της σε ξένους. Θα μπορούσαμε ενδεικτικά ν’ αναφέρουμε ως παράδειγμα ιδιαιτερότητας της Ν.Ε. ότι το προφορικό στοιχείο χαρακτηρίζει πιο έντονα την πολιτιστική ζωή της Ελλάδας απ΄ ό,τι τις Βορειοευρωπαϊκές χώρες. Ακόμα οι Έλληνες χρησιμοποιούν κυρίως στρατηγικές ευγένειας για να εκδηλώσουν αλληλεγγύη ή οικειότητα, σε αντίθεση με άλλου τύπου κοινωνίες που τις εκφράσεις ευγένειας τις χρησιμοποιούν για την αποφυγή παρενοχλήσεων ή για να προτρέψουν το δέκτη να σεβαστεί ατομικές ελευθερίες άλλων.

Σκοπός των παραπάνω ενδεικτικών παραδειγμάτων είναι να φανεί η ιδιαιτερότητα της κάθε κοινωνίας και κατ’ επέκταση, της κάθε γλώσσας και να γίνει συνειδητή η δυσκολία που παρουσιάζει μια τέτοια διδασκαλία εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων της γλώσσας μας αλλά και άλλων προβλημάτων που οφείλουμε να συνεξετάσουμε.

Αρχικά θα λέγαμε ότι τόσο τα παιδιά μεταναστών που εντάσσονται σε ελληνικά σχολεία, όσο και οι ξενόγλωσσοι ενήλικες, καλούνται σε μικρό χρονικό διάστημα να μάθουν ό,τι οι φυσικοί ομιλητές μαθαίνουν από την παιδική τους ηλικία. Επιπλέον, τις περισσότερες φορές, λείπει από αυτούς τους σπουδαστές το φυσικό γλωσσικό περιβάλλον, η γλωσσική δηλαδή κοινότητα, της οποίας τη γλώσσα επιδιώκουν να μάθουν. Αυτό καθιστά δυσκολότερη την εκμάθηση της γλώσσας και δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν σύντομα τα δομολειτουργικά στοιχεία της γλώσσας μας.

Ένα άλλο βασικό πρόβλημα που δυσχεραίνει τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας, είναι η έλλειψη σύγχρονων διδακτικών εγχειριδίων τα οποία να ανταποκρίνονται στις διαφορετικές μαθησιακές ανάγκες και δυνατότητες των ξένων. Αυτή η έλλειψη είναι ιδιαίτερα αισθητή στα σχολεία που φοιτούν παιδιά μεταναστών. Ακόμα η ανυπαρξία σκοπών και στόχων και ενός διδακτικού σχεδιασμού που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες αυτών των μαθητών, δυσκολεύει την προσαρμογή τους στο ελληνικό σχολείο αλλά και στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο. Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξε και έρευνα που έγινε σε 316 ξένους μαθητές σε Γυμνάσιο και Λύκειο της Αθήνας, οι οποίοι εξέφρασαν αρνητική στάση τόσο για το ελληνικό σχολείο, όσο για την ευρύτερη ελληνική κοινωνία. Επισημαίνεται , λοιπόν, ότι στα σχολεία που λειτουργεί δίγλωσσο πρόγραμμα, δεν έχουν εφαρμοστεί οι απαραίτητες τροποποιήσεις στο Αναλυτικό πρόγραμμα και στη διδακτέα ύλη, προκειμένου να επιτευχθεί η εύρυθμη λειτουργία τους. Γενικά, η εξατομίκευση της διδασκαλίας είναι μια βασική έννοια στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών, η οποία όμως εφαρμόζεται δύσκολα στα προγράμματα ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και η δυσκολία που παρουσιάζει γενικά η ελληνική γλώσσα- κυρίως ως προς τους γραμματικούς κανόνες- υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να περιοριστεί η εκμάθηση της γλώσσας στη διδασκαλία γραμματικών μορφών με κανόνες και παραδείγματα, κάτι που μπορεί να αποβεί κουραστικό και τελικά καθόλου αποτελεσματικό.

 Στα ειδικά προβλήματα τώρα, μπορούν να συμπεριληφθούν η έλλειψη χρηστικών λεξικών που απεικονίζουν το σύγχρονο λεξιλογικό πλούτο της γλώσσας μας, καθώς και οι έλλειψη ειδικά καταρτισμένων διδασκόντων για τη Ν.Ε. ως ξένη γλώσσα.

Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη όλες τις προαναφερόμενες δυσκολίες, γίνεται κατανοητή η ανάγκη ύπαρξης διδακτικού σχεδιασμού της ελληνικής ως ξένης γλώσσας, ο οποίος να βασίζεται σε σαφή και λειτουργική σκοποθεσία. Γενικός σκοπός όλων των διδακτικών ενεργειών είναι σίγουρα η επικοινωνιακή επάρκεια και η βασική γνώση των δομών της ελληνικής γλώσσας. Πέρα όμως από αυτόν τον τελικό και μακρυπρόθεσμο σκοπό, ο προσδιορισμός των επιμέρους στόχων πρέπει να γίνει αναφορικά με την ηλικία των μαθητευομένων, το πνευματικό επίπεδό τους, τις επαγγελματικές απαιτήσεις τους, το βαθμό κατοχής της μητρικής τους γλώσσας- όπως και άλλων γλωσσών-και τέλος τη γλωσσική συμπεριφορά που επιθυμεί να αποκτήσει ο σπουδαστής. Αφού δηλαδή γίνει ανάλυση της γλωσσικής συμπεριφοράς κατά-γράφονται όλα τα στοιχεία της γλώσσας, δομικά, λειτουργικά, λεξιλογικά, που πρέπει να γνωρίζει ο σπουδαστής για να ενταχθεί στο νέο γλωσσικό περιβάλλον.

Για να εναρμονιστεί όμως ο διδακτικός σχεδιασμός με τις ανάγκες του σπουδαστή, πρέπει ο δάσκαλος να γνωρίζει γιατί ο μαθητής χρειάζεται τη γλώσσα, πώς θα τη χρησιμοποιήσει (προφορική ή γραπτή), με ποιους κυρίως συναλλάσσεται, προ-κειμένου να σχεδιαστεί ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα του οποίου οι στόχοι θα είναι περισσότερο υλοποιήσιμοι.

Επομένως, ως κύριος στόχος ενός προγράμματος για ενήλικες της ελληνικής ως ξένης γλώσσας, είναι να καταλαβαίνει ο σπουδαστής ό,τι συμβαίνει γύρω του ακούγοντας μια συζήτηση, την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο. Ακόμα βασικός στόχος είναι η δυνατότητα γραπτής και προφορικής επικοινωνίας, κάτι που θα επιτευχθεί με την κατανόηση και το σχηματισμό φράσεων και γενικά με την προτροπή για ελεύθερη και άνετη επικοινωνία.

Πέρα όμως από αυτούς τους βασικούς σκοπούς που ισχύουν σε κάθε πρόγραμμα, οι υπόλοιποι ειδικοί σκοποί θα προσδιοριστούν με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες που αφορούν την εκάστοτε περίπτωση σπουδαστή. Βέβαια, αυτός ο προσδιορισμός των αναγκών που προαναφέρθηκαν και η διατύπωση των γενικών στόχων, αφορούν κυρίως ενήλικες σπουδαστές της ελληνικής γλώσσας, των οποίων οι μαθησιακές απαιτήσεις σχετίζονται με το επάγγελμα, το μορφωτικό τους επίπεδο και το λόγο παραμονής τους στη χώρα μας.

Σε ό,τι αφορά όμως στους μαθητές οι οποίοι φιλοξενούνται σε ελληνικά σχολεία και παρακολουθούν το ελληνικό σχολικό πρόγραμμα, η σκοποθεσία οφείλει να διαφοροποιηθεί από τα άλλα προγράμματα της διδασκαλίας ελληνικών σε ξένους. Παρόλο που οι βασικοί σκοποί είναι κοινοί – δηλαδή δυνατότητα άνετης επικοινωνίας μέσω γραπτού και προφορικού λόγου – πρέπει να ενταχθούν στα Αναλυτικά προγράμματα στόχοι που σχετίζονται με την ιστορική σημασία του ελληνικού αλφάβητου, τη συνειδητοποίηση της ελληνικής γλώσσας στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, την κατανόηση του τρόπου ζωής των Νεοελλήνων και την προσέγγιση έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας. Με αυτούς τους μακροπρόθεσμους στόχους θα μπορούμε να ελπίζουμε σε ομαλή ένταξη των μεταναστών στη χώρα μας, από μικρές ακόμα ηλικίες, και σε επιτυχημένη ανταπόκρισή τους σε σύνθετες λειτουργίες της κοινωνικής ζωής. Ακόμα πρέπει να αναφέρουμε ενδεικτικά ότι αυτή η προσπάθεια προσαρμογής έχει συχνά ως αποτέλεσμα την αδυναμία των μαθητών να συμμετέχουν ενεργά στο μάθημα και τη συστηματική επανάληψη των ίδιων λαθών.

Συμπερασματικά, λοιπόν, η διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας, τόσο στο ελληνικό σχολείο όσο και σε ομάδες ενηλίκων, πρέπει να υπηρετεί τους παρακάτω γενικούς σκοπούς:

·              Τη χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους μαθητές για κάθε επικοινωνιακό και μαθησιακό σκοπό.

·              Τη σταδιακή συνειδητοποίηση των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής γλώσσας.

·              Την ομαλή προσαρμογή των ξένων στην ελληνική πραγ-ματικότητα με τη βοήθεια της γλώσσας

·              Το ενδιαφέρον για εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας πέρα από ένα βασικό επίπεδο και την εξοικείωση των σπουδαστών ακόμα και με λογοτεχνικά κείμενα.

 

Αυτοί οι σκοποί βέβαια, είναι γενικοί και απαιτείται ο προσδιορισμός ειδικότερων στόχων τόσο για το διδακτικό σχεδιασμό ολόκληρου του κύκλου μαθημάτων όσο και για τις απαιτήσεις μιας διδακτικής ενότητας.

Επομένως, σε κάθε περίπτωση ο διδακτικός σχεδιασμός καθίσταται απαραίτητος, γιατί προσφέρει στο διδάσκοντα δυνατότητα εποπτείας του διδακτικού υλικού και τον βοηθάει να μεθοδεύσει και να βελτιώσει τη διδασκαλία. Φυσικά τα στάδια του σχεδιασμού διαφοροποιούνται ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες και τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά των μαθητών καθώς και με το περιεχόμενο του ίδιου του μαθήματος. Όμως ορισμένα στάδια μπορούν να εφαρμοστούν σε κάθε σχέδιο μαθήματος. Έτσι μια ενδεικτική δομή σχεδίου μαθήματος θα μπορούσε να είναι η εξής:

1.         Μάθημα…

2.         Στόχοι ενότητας….

3.         Μέθοδος…

4.         Στάδια διδασκαλίας:

·         Προετοιμασία των μαθητών

·         Παρουσίαση νέας ύλης

·         Εφαρμογή (ασκήσεις λεξιλογίου, συνωνύμων, ομαδο-ποίηση λέξεων, άντληση πληροφοριών από σχετικά κείμενα…)

·         Δραστηριότητες (δραματοποίηση, μίμηση ρόλων, χρή-ση εικόνων άμεσα συσχετιζόμενων με το θέμα…)

·         Αξιολόγηση

 

Εκτός όμως από το διδακτικό σχεδιασμό, βασική για την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας, είναι η επιλογή της σωστής μεθόδου καθώς και η κατάλληλη αξιοποίησή της. Οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις που αφορούν τη διδασκαλία ξένων γλωσσών είναι κυρίως τρεις: η παραδοσιακή, (ή γνωστική), η προφορικο-ακουστική και η επικοινωνιακή. Η τελευταία επιδιώκει την εκπλήρωση όλων των παραμέτρων της επικοινωνίας, για το λόγο αυτό προτείνεται η εφαρμογή της και για τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας.

Η Ν.Ε. ως ξένη γλώσσα αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την εφαρμογή της επικοινωνιακής θεώρησης, γιατί αξιοποιείται αυθεντικό υλικό μέσα από ασκήσεις, οι οποίες αποβλέπουν αφενός στην εξοικείωση με τη γλώσσα ως σύστημα και αφετέρου στην ανάπτυξη επικοινωνιακής δεξιότητας του σπουδαστή. Η εμπλοκή με ασκήσεις κατανόησης και παραγωγής είναι ο βασικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζεται η κατάκτηση μιας γλώσσας. Στα πλαίσια τέτοιων ασκήσεων μπορούν να δοθούν κείμενα που αφορούν ποικίλες δραστηριότητες και προέρχονται από διάφορες πηγές όπως, λογαριασμοί, προσκλήσεις, επιστολές, οδηγίες χρήσης, τίτλους, διαφημιστικά κείμενα. Όλα τα παραπάνω εκπροσωπούν αυθεντικές καταστάσεις κοινωνικής δυναμικής και αντα-ποκρίνονται σε βασικές επικοινωνιακές ανάγκες του αλλόγλωσσου σπουδαστή.

Όταν ο μαθητής χρησιμοποιεί τη γλώσσα μέσα από ρεαλιστικές συνθήκες, καλείται να αντιμετωπίσει γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα και καινούριο λεξιλόγιο. Για παράδειγμα τα διαφημιστικά κείμενα προσφέρονται για την κατανόηση και την εκμάθηση προστακτικής και υποτακτικής έγκλισης.. Βέβαια, πρέπει η επιλογή των αυθεντικών κειμένων να γίνεται με προσοχή ώστε να μην υπερβαίνει την αντιληπτική ικανότητα των μαθητών.

Σε ό,τι αφορά στην εκμάθηση του λεξιλογίου, είναι ιδιαίτερα ωφέλιμη η συσχέτιση λέξεων της Ν.Ε. με άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, λόγω των δανείων που έχει κάνει η Α.Ε. σ’ αυτές. Έτσι πρέπει να αξιοποιηθεί το γεγονός ότι ήδη οι μαθητές γνωρίζουν από τη μητρική τους γλώσσα τη ρίζα κάποιων λέξεων. Ο συσχετισμός αυτών των λέξεων με ομόρριζα και η ένταξή τους σε ετυμολογικά πεδία, αποδεικνύεται πολύ γόνιμος και αποτελεσματικός στη διδασκαλία της ελληνικής, αφού ισχυροποιεί τις διαδικασίες συνειρμού και συμβάλλει στην ταχύτερη εμπέδωση της νέας γνώσης.

Σημαντική επίσης είναι η χρήση εικόνων που κάνουν πιο χαρούμενη την ατμόσφαιρα γλωσσικής διδασκαλίας και παράλληλα προσφέρουν ευκαιρίες για συζήτηση με την προϋπόθεση ότι έχουν άμεση σχέση με το θέμα της ενότητας. Ιδιαίτερα οι ενήλικες μαθητές φέρνουν μαζί τους γνώσεις, εμπειρίες που αποτελούν ένα μεγάλο και εκμεταλλεύσιμο υλικό, οπότε και η παραγωγή του διδακτικού υλικού θα πρέπει να είναι πολυπολιτιστική και πολυδύναμη. Πολλά προσφέρει στην αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας η στρατηγική της μίμησης ρόλων και του θεατρικού παιχνιδιού, τα οποία εντάσσουν τους σπουδαστές στα πλαίσια μιας ρεαλιστικής κατάστασης και καλλιεργούν το ενδιαφέρον για μάθηση. Παράλληλα ο ελληνικός πολιτισμός και η γλώσσα θα μπορούσαν να βιωθούν από τους μαθητές, αν το μάθημα περιελάμβανε κασέτες με σύγχρονη ελληνική μουσική και ποίηση, καθώς και προβολή κινηματογραφικών ταινιών. Σε κάθε όμως περίπτωση προτείνεται ο συνδυασμός διδακτικών μεθόδων και στρατηγικών και όχι η αυστηρή εφαρμογή μιας εξ αυτών εξαιτίας των μορφολογικών χαρακτηριστικών και δομών της ελληνικής γλώσσας.

Είναι βέβαιο ότι η εκμάθηση οποιασδήποτε ξένης γλώσσας δεν μπορεί να εξαντλείται στην παθητική γνώση και να χαρακτηρίζεται από γραμμικότητα και ενιαία διδακτική αντίληψη. Όλοι όσοι ασχολούνται με το συγκεκριμένο αντικείμενο θα πρέπει να επιλέγουν το υλικό που θεωρούν κατάλληλο για την εκάστοτε μαθητική ομάδα και να καταφεύγουν στην κατασκευή δραστηριοτήτων με κείμενα και υλικό επίκαιρο που θα προέρχεται από το άμεσο περιβάλλον των μαθητών και θα απευθύνεται στα άμεσα ενδιαφέροντά τους.

Τελειώνοντας την παρούσα εισήγηση, θα ήθελα να τονίσω ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν γενικότερους προβληματισμούς σε σχέση με τη διδασκαλία της ελληνικής ως ξένης γλώσσας και όλες τις περιπτώσεις σπουδαστών που αυτή αφορά. Οι προτάσεις που προαναφέρθηκαν είναι απλώς ενδεικτικές των δυνατοτήτων που διαθέτει ο διδάσκοντας και στοχεύουν να τονίσουν την ανάγκη για συστηματοποίηση και μεθόδευση αυτού του νέου διδακτικού αντικειμένου.


 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αντωνοπούλου Νιόβη, (2001), «Ο δάσκαλος γλωσσών συνεργάτης και εμπνευστής των μαθητών», Διαπολιτισμική εκπαίδευση, τ.1, Πάτρα.

 

Γεωργαντζή Ευαγγελία, (1996), Προβληματισμοί και Προτάσεις διδασκαλίας, στο: Η Ν.Ε. ως ξένη γλώσσα – προβλήματα διδασκαλίας, Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα.

 

Κοντός Παναγιώτης, (1994), Προβλήματα διδασκαλίας της Νέας ελληνικής γλώσσας σε αλλοδαπούς μαθητές, Πρακτικά Συνεδρίου, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

 

Μichael O’ Malley J.- Chamot Anna, (1990), Learning Strategies in Second Language Acquisition, Cambrigde University Press.

 

Μαντζώρος Φώτης, (1995), Η ανάγκη για γλώσσα και οι γλωσσικές – επικοινωνιακές ανάγκες, Πρακτικά Ημερίδας,

 

Παπαρίζος Χρήστος, (1997), Η ελληνική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκ.Γρηγόρης. Αθήνα.

 

Bernand Spolky, (1989), Conditions for second language learning, Oxford University Press.

 

Χατζησαββίδης Σωφρόνης, (2001), «Η διδασκαλία της ελληνικής ως δεύτερης και ως ξένης γλώσσας: μια κοινωνικοπαιδαγωγική προσέγγιση», Διαπολιτισμική εκπαίδευση, τ.1, Πάτρα.

 

Abstract: The subject of this article is the teaching of modern Greek as a foreign language.     This theme is very interesting especially after the incoming of thousand of foreigners and immigrants, to Greece. However the special style of Greek language and its social, historical and cultural of approach, give a series of difficulties and problems to the teaching of Greek language. Our attempt is to define the goal, the plan of teaching of our language as foreign by proposing teaching solutions,  methods and techniques.