Στάσεις και απόψεις των εκπαιδευτικών για την προοπτική της εκπαίδευσης στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης: Περιεχόμενο σπουδών και ευρωπαϊκή ταυτότητα

 

 

Της Λ. Γιώτη & της Χ. Νόβα-Καλτσούνη

Περίληψη

This study composes the result of the research based on Greek Teacher’s attitudes and opinions related to the perspective of the Greek education in the context of European Unification. Particularly their attitudes and opinions was investigated as regards to:

1.                   The possibility of reinforcing European identity towards National identity of the countries-members of E.C.

2.                   The future development of education in the context of European Unification and

3.                   the cognitive areas of curriculum through which the European identity could be reinforced and the European dimension of education could be diffused.

1. Εισαγωγή

Στην πραγματοποίηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης καθοριστικό ρόλο παίζουν οι ευρωπαίοι πολίτες οι οποίοι, στο βαθμό που αποδέχονται την «ιδέα» της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, συναινούν και συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωσή της, άρα νομιμοποιούν τις πολιτικές και οικονομικές επιλογές της Ε.Ε.. Η εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, ικανή και αναγκαία συνθήκη για την υλοποίηση οποιασδήποτε κοινοτικής ή κρατικής πολιτικής, προϋποθέτει την ανάδειξη μιας κοινής ευρωπαϊκής κουλτούρας και τη διαμόρφωση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής συνείδησης που θα ενισχύσουν στους ευρωπαίους την αίσθηση ότι ανήκουν στην ίδια οικονομική, πολιτική και πολιτιστική κοινότητα.[i] Γι’ αυτό το κύριο βάρος για την επίτευξη του σκοπού της ευρωπαϊκής ενοποίησης εστιάζεται πλέον στην πειστικότητα του ιδεολογικού περιεχομένου της «Ευρωπαϊκής Ιδέας».

Οι ιδεολογίες κινητοποιούν, διότι δομούνται με βάση μια λογικότητα που σκοπεύει στην πειθώ των υποκειμένων προς τα οποία απευθύνονται για την αλλαγή του κόσμου και της κοινωνίας προϋποθέτοντας όχι μόνο ως δυνατή, αλλά και ως αναγκαία την αλλαγή του τρόπου σκέψης των ανθρώπων.[ii] Η επιδιωκόμενη αυτή συνειδησιακή μεταβολή δε θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη διαμεσολάβηση της εκπαίδευσης και του σχολικού θεσμού. Γιατί ακόμη και σήμερα, παρά την αμφισβήτηση του ρόλου του, το σχολείο εξακολουθεί να είναι ο κύριος κρατικός θεσμός με αποκλειστική ευθύνη τη μετάδοση (και έμμεσα την αναπαραγωγή) της γνώσης, ενώ ταυτόχρονα νομιμοποιεί και επικυρώνει τις γνώσεις αυτές σε μια κοινωνία. Έτσι, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 στις αποφάσεις των κοινοτικών και μη οργάνων καθίσταται αναγκαία η εισαγωγή και προώθηση της ευρωπαϊκής διάστασης και στο πεδίο της εκπαίδευσης. Θα διαχέεται σ’ όλες τις πτυχές της: τα σχολικά προγράμματα, το παιδαγωγικό υλικό, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Κυρίαρχος στόχος της αποτελεί η οικοδόμηση και θεμελίωση κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας και συνείδησης στους πολίτες της Ευρώπης, με έμφαση αφενός στην κοινή πολιτιστική κληρονομιά και στο κοινό πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό παρόν και μέλλον, αφετέρου στο σεβασμό των εθνικοπολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων των κρατών-μελών της.

Οι αλλαγές που προκαλούνται από την ασκούμενη κοινοτική εκπαιδευτική πολιτική δημιουργούν μια δέσμη αλληλοσυγκρουόμενων και αντιφατικών παραγόντων που προκύπτουν από τη διαλεκτική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ της εθνικής και ευρωπαϊκής ταυτότητας και συνείδησης. Ως συνέπεια των αλλαγών αυτών διαμορφώνεται μια «νέα εκπαιδευτική κουλτούρα», η οποία μεταβάλλει συγχρόνως τον τρόπο θεώρησης του ρόλου του εκπαιδευτικού.[iii]

Η εργασία αυτή αποτελεί μια προσπάθεια διερεύνησης των στάσεων και των απόψεων των εκπαιδευτικών, αναφορικά με την προοπτική της ελληνικής εκπαίδευσης στο πλαίσιο της Ενοποιημένης Ευρώπης.[iv] Το δείγμα αποτέλεσαν 147 εκπαιδευτικοί της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης όλων των ειδικοτήτων από την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, καθώς και αστικές και ημιαστικές περιοχές εκτός Αθηνών. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με ερωτηματολόγιο και η επεξεργασία τους με το στατιστικό πακέτο S.P.S.S. P.C. Ειδικότερα, αντικείμενο της μελέτης αυτής αποτέλεσαν οι στάσεις και οι απόψεις των εκπαιδευτικών για:

1.       τη δυνατότητα ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ταυτότητας παράλληλα προς την εθνική ταυτότητα των χωρών-μελών της Ε.Ε., καθώς και  τη μελλοντική εξέλιξη της εκπαίδευσης στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης,

2.                                                                                                                                                                                                                                                                                     τις θεματικές περιοχές (γνωστικά αντικείμενα) των προγραμμάτων σπουδών, διαμέσου των οποίων μπορεί να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή ταυτότητα και να πραγματοποιηθεί η διάχυση της ευρωπαϊκής διάστασης της εκπαίδευσης.

2. Η δυνατότητα ενίσχυσης της ευρωπαϊκής παράλληλα προς την εθνική ταυτότητα και η μελλοντική εξέλιξη της εκπαίδευσης στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ενοποίησης

Οι στάσεις και οι απόψεις των Ελλήνων εκπαιδευτικών για τη συνολικότερη συμμετοχή της χώρας μας στην Ε.Ε., για τη δυνατότητα ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ταυτότητας και συνείδησης, παράλληλα προς την εθνική (που αποτελεί ένα από τους κύριους άξονες που διέπει την κοινωνική, πολιτιστική και εκπαιδευτική πολιτική της Ε.Ε.), καθώς και η μελλοντική εξέλιξη και διαμόρφωση της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών-μελών απορρέουν από τη στάση τους απέναντι στη νεοαποκτηθείσα ευρωπαϊκή ταυτότητα, όπως αυτή συγκροτείται πλέον διαμέσου της ιδιότητας του ευρωπαίου πολίτη. Μια ιδιότητα, το περιεχόμενο της οποίας επαναπροσδιορίζει σήμερα σε μια οικουμενική κοινωνία -απόρροια του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας- την παραδοσιακή λειτουργία της εθνικής ταυτότητας, η οποία ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτήν του έθνους-κράτους.

Στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Τσαούσης, γίνεται προσπάθεια να μετατραπεί η παραδοσιακή «εσωστρεφής πολιτιστική ταυτότητα» του ελληνισμού σε «εξωστρεφή πολιτική ταυτότητα». Όμως, κατά αυτόν τον τρόπο «...δημιουργείται μια αντίφαση μεταξύ της προσπάθειας του ελληνισμού να ενταχθεί οργανικά ως πολιτική ενότητα στο χώρο της Δύσης και της προσπάθειας να παραμείνει ταυτόχρονα αυτοτελής και απομονωμένος ως πολιτιστική οντότητα».[v]Αυτήν την αντίφαση-σύγκρουση διαπιστώνει κανείς στις θέσεις των 147 Ελλήνων εκπαιδευτικών που αποτέλεσαν το δείγμα της παρούσας έρευνας.

Έτσι λοιπόν, τα ευρήματα της έρευνας κατέδειξαν ότι η πλειονότητα των εκπαιδευτικών σε ποσοστό 53,1% αξιολογεί τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ε.Ε. ως «κυρίως θετική, αλλά και αρνητική» ενώ ποσοστό 19,7% την αξιολογεί ως «κυρίως αρνητική, αλλά και θετική» (ΠΙΝΑΚΑΣ 1). Η αξιολόγησή τους αυτή πριν 3 χρόνια ήταν για τη συντριπτική τους πλειοψηφία ίδια (73,5%), ενώ για το σημαντικό ποσοστό του 17,7% ήταν θετικότερη (ΠΙΝΑΚΑΣ 2).

 

          ΠΙΝΑΚΑΣ 1.                                                 ΠΙΝΑΚΑΣ 2.



Φαίνεται πως οι Έλληνες εκπαιδευτικοί ανέμεναν ότι με τη συμμετοχή της χώρας στην Ε.Ε. θα μπορούσε να επιτευχθεί σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τις αντίστοιχες οικονομίες των  ισχυρών ευρωπαϊκών χωρών. Πιθανόν η προσδοκία τους αυτή να αντανακλά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται το «πολιτισμικό τους ιδεώδες»:[vi] ως μια συμβολική-φαντασιακή ταύτιση με την εκδοχή μιας αναβαθμισμένης και εκσυγχρονισμένης, σε σχέση με την εθνική τους, ευρωπαϊκής ταυτότητας, την οποία και επιθυμούν να φέρουν. Πράγμα που δικαιολογεί άλλωστε, η οικονομική, αμυντική, πολιτιστική και εκπαιδευτική εξάρτησή μας από τις περισσότερο «αναπτυγμένες», σ΄ αυτούς τους τομείς, χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Ωστόσο, απειλούνται εξίσου από τα αρνητικά αποτελέσματα, που ενδεχομένως να επέλθουν από την ηγεμονία των οικονομικά ισχυρότερων ευρωπαϊκών χωρών και την έμμεση επιβολή των πολιτικών τους επιλογών, οι οποίες συχνά εναντιώνονται τα εθνικά συμφέροντα και οφέλη.[vii]

Το ότι η συντριπτική τους πλειοψηφία με ποσοστό 67,3% θεωρεί ότι η δυνατότητα ενίσχυσης της ευρωπαϊκής ταυτότητας και συνείδησης, παράλληλα προς την εθνική είναι μόνο εν μέρει δυνατή, ίσως εκφράζει τις επιφυλάξεις τους απέναντι στο φόβο ενός πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος θα προωθήσει συστηματικά τον πολιτισμό των ισχυρών κρατών, των γλωσσών και των παραδόσεών τους, σε βάρος πιθανά της ελληνικής κουλτούρας, ιστορίας και γλώσσας[viii]. Σε βάρος, συνεπώς, της εθνικής τους ταυτότητας.[ix]

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.                                         ΠΙΝΑΚΑΣ 4.

 

Γι’ αυτό και η σχετική μόνο πλειοψηφία και με ποσοστό 40,8% θεωρεί ότι η μελλοντική εξέλιξη της εκπαίδευσης θα είναι «αρκετά ικανοποιητική», ενώ το σημαντικό ποσοστό του 30,6% την αναμένει «ως όχι πολύ ικανοποιητική». Αρκετοί είναι αυτοί (ποσοστό 15,6%) που απάντησαν «δεν γνωρίζω», γεγονός που εκφράζει μία αβεβαιότητα για τις επερχόμενες εξελίξεις (ΠΙΝΑΚΑΣ 3). Εκφράζει ενδεχομένως και μια δυσπιστία για την υλοποίηση των επιδιωκόμενων στόχων, η οποία επιτείνεται από τον γενικόλογο και ασαφή χαρακτήρα τους και από την ελλιπή, σχετικά με το θέμα, ενημέρωση που έχουν οι έλληνες εκπαιδευτικοί, όπως επαληθεύεται και από τα ευρήματα άλλων τμημάτων της έρευνας.[x]

Ο αμυντικός χαρακτήρας των απόψεων των Ελλήνων εκπαιδευτικών απέναντι στο ενδεχόμενο απώλειας της εθνικής ταυτότητας διαφαίνεται επιπλέον στο ότι το μεγαλύτερο ποσοστό τους με 77,6% πιστεύει ότι η επιδίωξη των χωρών-μελών της Ε.Ε. θα πρέπει να είναι η διαμόρφωση «ενός εκπαιδευτικού συστήματος με κοινά χαρακτηριστικά σε επιμέρους τομείς». Ελάχιστοι (ποσοστό 11,6%) έχουν την άποψη ότι θα πρέπει να διαμορφωθεί «ένα κοινό εκπαιδευτικό σύστημα» (ΠΙΝΑΚΑΣ 4).

3. Η ενίσχυση της ευρωπαϊκής ταυτότητας και η διάχυση της ευρωπαϊκής διάστασης διαμέσου του Προγράμματος Σπουδών

Ένα μεγάλο μέρος των εκπαιδευτικών του δείγματος 43,5% πιστεύει ότι διαμέσου σχεδόν όλων των μαθημάτων μπορεί να γίνει διάχυση της ευρωπαϊκής διάστασης στην εκπαίδευση και ενίσχυση της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Αξιολογεί, όμως, ως καταλληλότερα τα περιεχόμενα των ανθρωπιστικών σπουδών (Ιστορία, Λογοτεχνία, Κοινωνιολογία) και ακολουθούν στις επιλογές τους τα γνωστικά αντικείμενα της Τεχνολογίας και της Γεωγραφίας και τέλος τα γνωστικά αντικείμενα των θετικών επιστημών. Αναφορικά με τη δυνατότητα διδασκαλίας μαθημάτων με κοινό περιεχόμενο, η πλειοψηφία απαντά με ποσοστό (67,3%) θετικά (ΠΙΝΑΚΑΣ 5).

        ΠΙΝΑΚΑΣ 5.                            ΠΙΝΑΚΑΣ 6.                         ΠΙΝΑΚΑΣ 7.

 

Θεωρούν επίσης, με μικρή διαφορά, ως καταλληλότερα για το σκοπό αυτό, τα μαθήματα των ανθρωπιστικών έναντι των φυσικών και θετικών επιστημών. Επιπλέον, η συντριπτική πλειοψηφία του δείγματος ποσοστό 89,1% κρίνει σκόπιμη τη διδασκαλία για τη δομή και τη λειτουργία της Ε.Ε. (ιστορική, οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική της διάσταση – θεσμοί, όργανα, επιδιώξεις) (ΠΙΝΑΚΑΣ 6).Ακόμη η σχετική πλειοψηφία με ποσοστό 48,3% θεωρεί ως καταλληλότερο τρόπο διδασκαλίας για την Ε.Ε. τη διάχυση «μέσα από τα ήδη διδασκόμενα περιεχόμενα των μαθημάτων του Προγράμματος Σπουδών» και όχι την «εισαγωγή ενός νέου μαθήματος» (36,7%) (ΠΙΝΑΚΑΣ 7).

Προφανώς αντιλαμβάνονται ότι πρωταρχική και κύρια σημασία για τις πιθανές κατευθύνσεις που μπορεί να λάβει η κοινοτική δράση στο χώρο της εκπαίδευσης έχει η διασφάλιση του ανθρωπιστικού περιεχομένου της παιδείας. Η διαφύλαξη και προάσπιση της γλώσσας και της ιστορίας για τους έλληνες εκπαιδευτικούς φαίνεται να είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας. Η γλώσσα είναι ένας κοινωνικός θεσμός. Μέσα από αυτήν εκφράζονται τα βιώματα, οι αξίες, οι αντιλήψεις και οι αρχές που έχουν υιοθετηθεί στην ιστορική πορεία μιας κοινότητας.[xi] Έτσι η γλώσσα και η ιστορία ενός έθνους, όχι μόνο αποδίδει τον εθνικό πολιτισμό, αλλά και ταυτίζεται απόλυτα μαζί του. Η Λογοτεχνία είναι το κατεξοχήν μάθημα το οποίο ασκεί τη γλώσσα και διασφαλίζει τη μέσω αυτής μεταβίβαση της πολιτισμικής κληρονομιάς. Από την άλλη πλευρά, η Ιστορία και η Κοινωνιολογία είναι δύο γνωστικά αντικείμενα διαμέσου των οποίων μπορεί να αναπτυχθεί μια κριτική κοινωνικοπολιτική σκέψη και συνείδηση, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ανάλυσης και ερμηνείας των οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών φαινομένων. Επομένως, να αποτελέσει μοχλό αντίστασης στην παραγωγή και αναπαραγωγή των κυρίαρχων ιδεολογιών στους κόλπους της Ε.Ε. Οι επιλογές τους αυτές είναι ενδεικτικές των αντιστάσεων που προβάλλουν για τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει μια πολιτιστική ηγεμονία από τις ισχυρότερες οικονομικά χώρες, όπως προαναφέραμε, και ιδιαίτερα για τον κίνδυνο αλλοίωσης και αποδυνάμωσης της ελληνικής γλώσσας, ιστορίας και κουλτούρας.

Οι αντιστάσεις αυτές εντείνονται και από το γεγονός ότι μέσα από τον ευρωπαϊκό λόγο διαφαίνεται η έμφαση που αποδίδεται στον οικονομικό-αναπτυξιακό ρόλο του σχολείου, αλλά επίσης και από τον οικονομικό χαρακτήρα που φέρουν πολλές από τις ήδη πραγματοποιούμενες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες. Γι’ αυτό και στην πιθανότητα διαμόρφωσης μιας χρηστικού περιεχομένου εκπαίδευσης, η οποία θα προσδιορίζεται περισσότερο από τις απαιτήσεις της αγοράς παρά από τις κοινωνικές ανάγκες, προβάλλουν ως πρωταρχικής σημασίας τον ανθρωπιστικό της χαρακτήρα.

Στο πλαίσιο της ίδιας λογικής υπαγορεύεται και η επιλογή της Γεωγραφίας, που αποτυπώνει και περιγράφει, άρα «διασφαλίζει» την υφιστάμενη οριοθέτηση των εθνικών χώρων, όπως και οι επιλογές των περιεχομένων, των ιδεολογικά ουδέτερων γνωστικών αντικειμένων, των θετικών επιστημών.

4. Παράγοντες που επηρεάζουν τις στάσεις και τις απόψεις των εκπαιδευτικών

Μία από τις υποθέσεις που θελήσαμε να διερευνήσουμε στην παρούσα εργασία αφορούσε το αν και με ποιο τρόπο επηρεάζουν η επαγγελματική εμπειρία, το επίπεδο μόρφωσης και το φύλο, τις στάσεις και τις απόψεις των εκπαιδευτικών του δείγματος. Από τα ευρήματα προέκυψαν κάποιες ενδιαφέρουσες και στατιστικά σημαντικές διαφοροποιήσεις, σχετικά με τους παραπάνω παράγοντες, τις οποίες και θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια.

Έτσι οι εκπαιδευτικοί που έχουν έως 10 χρόνια υπηρεσίας στην εκπαίδευση και όσοι έχουν από 11 έως 20 έτη στις απαντήσεις που έδωσαν, αναφορικά με τη μελλοντική εξέλιξη της εκπαίδευσης, δεν επέλεξαν καθόλου την κατηγορία «πολύ ικανοποιητική». Αντίθετα αυτοί που έχουν από 21 και άνω έτη την επέλεξαν με ποσοστό 15,6%. Παράλληλα, συγκέντρωσαν τα υψηλότερα ποσοστά απαντήσεων στην κατηγορία «καθόλου ικανοποιητική», ενώ τα υψηλότερα ποσοστά στις ενδιάμεσες κατηγορίες σημειώθηκαν από τους εκπαιδευτικούς με 11 έως 20 έτη.

Φαίνεται λοιπόν πως οι παλαιότεροι εκπαιδευτικοί επέλεξαν με μεγαλύτερη ευκολία τους ακραίους πόλους της κλίμακας. Οι εκπαιδευτικοί της συγκεκριμένης κατηγορίας έχουν ζήσει μια πληθώρα μεταρρυθμίσεων και καινοτομιών που έχουν διαδραματιστεί κυρίως στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Η εμπειρία τους αυτή έχει διαμορφώσει και τις αντίστοιχες μελλοντικές τους προσδοκίες. Έτσι λοιπόν, στο στάδιο αυτό, όπου αργά ή γρήγορα ολοκληρώνεται ο κύκλος της επαγγελματικής τους καριέρας, οι απόψεις τους σηματοδοτούν την ικανοποίηση που άντλησαν ή όχι απ’ αυτήν και κατά συνέπεια προσδιορίζουν τον αισιόδοξο ή απαισιόδοξο τρόπο με τον οποίο ατενίζουν το μέλλον. Ενώ το γεγονός ότι η ομάδα των νεότερων εκπαιδευτικών δεν επέλεξε καν την αξιολογική κατηγορία «πολύ ικανοποιητική», ίσως να σημαίνει ότι αυτοί είχαν υψηλότερες προσδοκίες πριν την είσοδό τους στο επάγγελμα, προσδοκίες όμως που η υφιστάμενη πραγματικότητα τις αναιρεί. Έτσι διακατέχονται από συναισθήματα απογοήτευσης, απαισιοδοξίας ή αμηχανίας όπως χαρακτηριστικά διαφαίνεται και από το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό του 21,7% που απάντησαν «δεν γνωρίζω».

Οι σπουδές τους δε φαίνεται να επηρεάζουν τις επιλογές τους αυτές σημαντικά. Ωστόσο, όσοι έχουν μεταπτυχιακές σπουδές και όσοι έχουν λάβει επιμόρφωση (ΠΕΚ) επιλέγουν ως μαθήματα που θα  μπορούσαν να διδαχθούν με κοινό περιεχόμενο για όλες τις χώρες-μέλη πρώτα αυτά των των θετικών επιστημών, κατόπιν την Ιστορία και τις Τέχνες και ακολουθούν στις επιλογές τους η Κοινωνιολογία και η Γυμναστική. Άρα προτιμούν τα ουδέτερα ιδεολογικά μαθήματα, ίσως γιατί θεωρούν παρακινδυνευμένη και με απρόβλεπτες πιθανόν συνέπειες την άλλη επιλογή. Φαίνεται πώς το υψηλότερο επίπεδο μόρφωσης έχει συντελέσει στο να αποκτήσουν οι εκπαιδευτικοί επίγνωση της δυνατότητας να αποτελέσουν τα γνωστικά περιεχομένα, εργαλεία διαχείρισης και αξιοποίησης για την αναπαραγωγή ιδεολογικών σχημάτων και αναπαραστάσεων των κυρίαρχων πολιτισμικά και οικονομικά ομάδων.

Σχετικά με τη διαφοροποίηση στις επιλογές των μαθημάτων με κοινό περιεχόμενο ανάμεσα στα δύο φύλα, παρουσιάζεται στατιστικά σημαντική διαφορά στις επιλογές των ανδρών για τα μαθήματα των θετικών επιστημών με τις αντίστοιχες των γυναικών. Γεγονός που αντανακλά και τον παραδοσιακό προσανατολισμό των δύο φύλων στην επιλογή σχολών με θετικό και ανθρωπιστικό περιεχόμενο σπουδών αντίστοιχα.

5. Σύνοψη

Η μελέτη αυτή αποτέλεσε μια προσπάθεια διερεύνησης και καταγραφής των απόψεων και των στάσεων των Ελλήνων εκπαιδευτικών για τη μελλοντική εξέλιξη της εκπαίδευσης στο πλαίσιο των μετασχηματισμών που προκύπτουν από την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Οι απόψεις και οι στάσεις αυτές θα καθορίσουν αποφασιστικά το ρόλο που θα διαδραματίσουν στα εκπαιδευτικά τεκταινόμενα του παρόντος αλλά και του μέλλοντος.

Συνεπώς, οι εκπαιδευτικοί καλούνται σήμερα να αναλογισθούν την εργασία τους σε σχέση με τις τοπικές κοινότητες, τις εθνικές ή υπερεθνικές περιφέρειες, σε σχέση με τον οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό χαρακτήρα του διακρατικού μορφώματος της Ε.Ε.. Να κατορθώσουν τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στη διατήρηση της ιδιαιτερότητας ενός συγκεκριμένου πολιτισμού, που χαρακτηρίζει μια ορισμένη ομάδα ανθρώπων και στο άνοιγμα προς τον πλουραλισμό σαν μια διαλεκτική συνάντηση με το διαφορετικό. Να συνδέσουν τον παιδαγωγικό λόγο και την εκπαιδευτική τους πράξη με την κοινωνικοπολιτική κριτική και την κοινωνική παρέμβαση για αλλαγή της εκπαίδευσης και της κοινωνίας.[xii].

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ



[i] Α. Καζαμίας, “Νέο-ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός και εκπαίδευση: Διαλογισμοί και πολιτικές στη «φαντασιακή Ευρώπη»”, στο Ελληνική Εκπαίδευση: Προοπτικές Ανασυγκρότησης και Εκσυγχρονισμού,. Α. Καζαμίας - Μ. Κασσωτάκης (επιμ.), Σείριος, Αθήνα, 1995, σ. 571-2.

[ii] S. Garcia, “Είδωλα της Ευρώπης”, ΕΚΕΜ (επιμ.), Ελληνική πολιτιστική ταυτότητα και ευρωπαϊκή ενοποίηση, Εστία, Αθήνα, 1993, σ.101-141.

[iii] B. Charlot,“Οι εκπαιδευτικοί μπροστά στο σχολείο που αλλάζει”, στο ΟΛΜΕ, Ο εκπαιδευτικός μπροστά στην Ευρώπη που αλλάζει, Αθήνα, 1993, σ. 31.

[iv] Μέχρι τώρα στη χώρα μας έχουν διερευνηθεί οι στάσεις  των μαθητών απέναντι στην Ενωμένη Ευρώπη μέσω της διδασκαλίας λογοτεχνικών κειμένων (Σ. Παντίδης), οι θέσεις των εκπαιδευτικών για την Ευρωπαϊκή Διάσταση στην Εκπαίδευση και την Ευρωπαϊκή Ένωση (Α. Κακαβούλης), καθώς και οι στάσεις, οι απόψεις και το επίπεδο πληροφόρησης των εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας και της Δευτεροβάθμιας Γενικής Εκπαίδευσης για την έννοια και το περιεχόμενο της ΕΔΕ όπως αυτή συγκροτείται από τον ευρωπαϊκό θεσμικό λόγο και υλοποιείται από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα Βλ. σχ. Λ. Γιώτη, Ευρωπαϊκή Διάσταση στην Εκπαίδευση: Στάσεις, απόψεις και επίπεδο πληροφόρησης των εκπαιδευτικών της Πρωτ/θμιας και της Δευτ/θμιας Γενικής Εκπαίδευσης, Διπλωματική εργασία, Παν/μιο Αθηνών, Τμ. Φιλ/φίας, Παιδ/κής & Ψυχ/γίας, Αθήνα, 1998.

[v] Δ.Γ. Τσαούσης, Ελληνισμός και Ελληνικότητα, Εστία, Αθήνα, 1983, σ. 23.

[vi] Σε κάθε κοινωνία μπορούμε να εντοπίσουμε και ένα πολιτισμικό ιδεώδες: η καλοκαγαθία των αρχαίων ελλήνων, το ανθρωπιστικό ιδεώδες των νεότερων χρόνων, ο hommo economicus της νεοτερικότητας και ο hommo technicus της μετανεοτερικότητας. Βλ. σχ. με το πολιτισμικό ιδεώδες, Z. Bauman, Ο πολιτισμός ως πράξη, (μτφρ. Γ. Σκαρπέλος), Πατάκης, Αθήνα 1994, σ.31-39.

[vii] Σύμφωνα με τα ευρήματα  ενός άλλου τμήματος της έρευνας στο ίδιο δείγμα εκπαιδευτικών, η συντριπτική τους πλειοψηφία θεωρεί ότι οι οικονομικά ισχυρότερες χώρες επιβάλλουν την κουλτούρα τους στις ασθενέστερες μέσω της εκμάθησης των γλωσσών τους, της αυξημένης παραγωγής και διάδοσης προγραμμάτων των ΜΜΕ, κινηματογραφικών και μουσικών έργων,  της μόδας κ.ά. Βλ. σχ. Λ. Γιώτη, ό.π., σ.101-102.

[viii] Ο πολιτισμικός σχετικισμός της κοινοτικής πολιτικής δε μπορεί να αποκρύψει τον ασύμμετρο χαρακτήρα της συμβολικής κυριαρχίας στον πολιτισμικό χώρο. Λόγου χάρη η σχέση ανάμεσα σε δύο εθνικές γλώσσες δεν είναι μια απλή σχέση διαφοράς αλλά σχέση συμβολικής κυριαρχίας, που εκφράζει τις σχέσεις εξουσίας-υποταγής σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Βλ. σχ. Μ. Νούτσος, “Η Ευρωπαϊκή Διάσταση στην Εκπαίδευση”, Εκπαιδευτική Κοινότητα, τχ. 21, 1993, σ. 32.

[ix] Ο Smith υποστηρίζει ότι ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός επιβάλλεται μέσω της τεχνολογίας της επικοινωνίας και διαφόρων κρατικών ή μη, οικονομικο-κοινωνικού χαρακτήρα ινστιτούτων. Βλέπε όπως παρατίθεται στο Χ. Κοσμίδου, & Γ. Μαρμαρινός, “Τα ξένα λογοτεχνικά κείμενα στα εγχειρίδια των Νέων Ελληνικών: Προβληματισμοί σχετικοί με τη διδασκαλία τους”, Σύγχρονη Εκπαίδευση, τ. 70, Aθήνα, 1993, σ. 77.

[x] Βλέπε παρακάτω, σ. και στο Λ.Γιώτη, ό.π., σ.164.

[xi] Όπως αναφέρει και ο L.E.T. Dafydd. “...δεν υπάρχουν γλώσσες μειονοτικές ή λιγότερο χρησιμοποιημένες. Υπάρχουν μόνο γλώσσες και κάθε γλώσσα είναι ένας τρόπος να δεις τον κόσμο. Το να καταστρέψεις, να μετακινήσεις, ή να ηγεμονεύσεις οποιαδήποτε γλώσσα είναι σαν να υπονομεύεις τη σημασία του κόσμου, όχι μόνο για τους ομιλούντες αυτήν τη γλώσσα αλλά για όλους”. Βλέπε σχετικά, L.E.T. Dafydd, Education in Europe: An Intercultural Task, panel discussion, C.Wulf (ed.), vol.3, Triannual Betwork Conference, Budapest, September 15-19/1993, p. 531-534.

[xii] Γ. Μαυρογιώργος, «Βασική εκπαίδευση και επιμόρφωση εκπαιδευτικών:πτυχές ισομορφισμού στην Ευρωπαϊκή Διάσταση», στο Ο Έλληνας Εκπαιδευτικός και η Ευρωπαϊκή του Διάσταση, πρακτικά συνεδρίου, ΙΜΛ- Εκπ. Κωστέα-Γείτονα, Αθήνα, 1994, σ. 152.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bauman, Z., (1994), Ο πολιτισμός ως πράξη, (μτφρ. Γ. Σκαρπέλος), Πατάκης, Αθήνα.

Γιώτη, Λ., (1998), Ευρωπαϊκή Διάσταση στην Εκπαίδευση: Στάσεις, απόψεις και επίπεδο πληροφόρησης των εκπαιδευτικών της Πρωτ/θμιας και της Δευτ/θμιας Γενικής Εκπαίδευσης, Διπλωματική εργασία, Παν/μιο Αθηνών, Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής & Ψυχολογίας, Αθήνα.

Charlot, B., (1993), “Οι εκπαιδευτικοί μπροστά στο σχολείο που αλλάζει”, στο Ο εκπαιδευτικός μπροστά στην Ευρώπη που αλλάζει, ΟΛΜΕ, Αθήνα.

Dafydd, L.E.T., (1993), Education in Europe: An Intercultural Task, panel discussion, C. Wulf (ed.), vol.3, Triannual Network Conference, Budapest, September 15-19.

S. Garcia, (1993),“Είδωλα της Ευρώπης”, στο ΕΚΕΜ (επιμ), Ελληνική πολιτιστική ταυτότητα και ευρωπαϊκή ενοποίηση, Εστία, Αθήνα.

.Καζαμίας, Α., (1995), “Νέο-ευρωπαϊκός εκσυγχρονισμός και εκπαίδευση: Διαλογισμοί και πολιτικές στη «φαντασιακή Ευρώπη»”, στο Α. Καζαμίας-Μ. Κασσωτάκης, (επιμ.), Ελληνική Εκπαίδευση: Προοπτικές Ανασυγκρότησης και Εκσυγχρονισμού, Σείριος, Αθήνα.

Κοσμίδου, Χ. & Μαρμαρινός, Γ., (1993), “Τα ξένα λογοτεχνικά κείμενα στα εγχειρίδια των Νέων Ελληνικών: Προβληματισμοί σχετικοί με τη διδασκαλία τους”, Σύγχρονη  Εκπαίδευση, τ. 70, Aθήνα, σ. 74-81.

Μαυρογιώργος, Γ., (1994), “Βασική εκπαίδευση και επιμόρφωση εκπαιδευτικών:πτυχές ισομορφισμού στην Ευρωπαϊκή Διάσταση”, στο ΙΜΛ- Εκπ. Κωστέα-Γείτονα, Ο Έλληνας Εκπαιδευτικός και η Ευρωπαϊκή του Διάσταση, πρακτικά συνεδρίου, Αθήνα.

Νούτσος, Μ., (1993), “Η Ευρωπαϊκή Διάσταση στην Εκπαίδευση”, Εκπαιδευτική Κοινότητα, τχ. 21, σ. 31-33.

Τσαούσης, Δ.Γ., (1983), Ελληνισμός και Ελληνικότητα, Εστία, Αθήνα.