Ο Αδαμάντιος Κοραής και η δυτική παιδεία

 

 

Του Κωνσταντίνου Δ. Μαλαφάντη

 

 

Ήδη από το 1788, ένα χρόνο πριν από την έκρηξη της γαλλικής επανάστασης, ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1883) εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου θα παραμείνει για σαράντα πέντε χρόνια, ώς το θάνατό του.

Ο Κοραής, μονολότι θέλησε στην αρχή της νεότητάς[1] του να γίνει έμπορος, ενώ από το 1782 άρχισε να σπουδάζει την ιατρική στο Montpellier, μετά την εγκατάστασή του στο Παρίσι αναθεωρεί τους επιστημονικούς και επαγγελματικούς προσανατολισμούς του. Βαθιά ανήσυχο, φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα, θα εγκαταλείψει την ιατρική, θ’ αρνηθεί τίτλους και αξιώματα, που θα του προσφερθούν, για ν’ αφιερώσει τη ζωή και το έργο του στα εθνικά ιδανικά, αρχίζοντας να πραγματοποιεί ένα θεμελιακό συστηματικό εκδοτικό πρόγραμμα των αρχαίων συγγραφέων, που απέβλεπε στην πολιτική αγωγή και την εκπαίδευση του γένους, με σκοπό την αναγέννηση, την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την ελευθερία. Όπως έχει παρατηρήσει ο Π. Δ. Μαστροδημήτρης: «Παιδεία και εθνική συνείδηση διασταυρώνονται στον Κοραή με ουσιαστικότερον από κάθε άλλη φορά οργανικό τρόπο»[2].

Έχει λοιπόν μεγάλο ενδιαφέρον να διαπιστωθεί το πώς ο Κοραής, ο κατεξοχήν εισηγητής και κύριος εκφραστής του Διαφωτισμού στον ελληνικό χώρο, παρήγγελε και επεδίωκε, μέσω των συγγραμμάτων του και των επιστολών του, να πραγματοποιήσει την περίφημη «μετακένωσιν» των φώτων των πολιτισμένων Εθνών της Ευρώπης στην Ελλάδα.

Η «μετακένωσις», η μεταφορά των επιστημονικών, καλλιτεχνικών και πολιτιστικών επιτευγμάτων από την Ευρώπη στον ελληνικό χώρο, ο οποίος είχε στη μακρόχρονη περίοδο της Τουρκοκρατίας καθυστερήσει σημαντικά στην πρόοδο και την ανάπτυξη, έγινε για τον Κοραή έργο ζωής[3].

Ο Αλέξανδρος Κ. Παπαδερός επισήμανε τη μεγάλη σημασία του μετακενωτικού προγράμματος του Κοραή, για το νέο Ελληνισμό, το οποίο αποτέλεσε ταυτόχρονα και ένα είδος «απειλής» με ορατούς κινδύνους[4].

Πρέπει πάντως να σημειωθεί, ότι αυτούς ακριβώς τους κινδύνους, την ξενομανία και την αλόγιστη μίμηση, ο Κοραής τούς είχε προβλέψει και είχε ήδη επιστήσει σχετικά την προσοχή των ομογενών.

 

  *

 

Μονολότι ο Κοραής μεταχειρίζεται τον όρο «μετακένωσις» στα κείμενά του κυρίως το 1811 και το 1814, ο ίδιος θα μιλήσει αρκετά νωρίτερα (ήδη από το 1802) για την ανάγκη να απανθίζονται τα «ωφέλιμα άνθη» και τα «καλά» της Ευρώπης. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο από έναν άνθρωπο που αναλαμβάνει τη μέριμνα της παιδείας του Γένους, ο Κοραής θα απαιτήσει το έργο αυτό να πραγματοποιηθεί από τους νέους.

Το 1802, γράφοντας τα γνωστά Προλεγόμενα στο έργο του Καίσαρος Βεκκαρία Περί αδικημάτων και ποινών, απευθύνεται «προς τους νέους του Ελληνικού γένους» και τους υπενθυμίζει την προγονική δόξα θέλοντας να τους στρέψει στην υπόθεση της παιδείας: «να διεγείρω τους νέους εις ζήλον της προγονικής αυτών δόξης, βλέποντας, ότι των επιστημών, όσαι φωτίζουν σήμερον την Ευρώπην, τα πρώτα σπέρματα και στοιχεία εγεννήθησαν εις την πατρίδα των, και σώζονται εις τα βιβλία των Ελληνικών συγγραφέων. Είναι καταισχύνη μας, ενώ οι ξένοι τα φυτεύουν, τα καλλιεργούν, τα αυξάνουν εις μεγάλα δένδρα, και τρέφονται με τους καρπούς των, ημείς μηδέ να εξεύρωμεν, ότι αυτά είναι προγονική ημών κληρονομία»[5].

Ζητάει με ενθουσιασμό από τους νέους να φανούν αντάξιοι των προγόνων τους, τους επισημαίνει ότι τα άλλα ευρωπαϊκά έθνη «ονειδίζουν» το ελληνικό έθνος: «Περιστρέψατε τους οφθαλμούς, ω νέοι, εις όλα τα μέρη, και ίδετε αν κανέν από τα σημερινά Έθνη έχη προπάτορας τοιούτους, οποίους ημείς, παραδείγματα αρετής και σοφίας ενωμένα τόσα, όσα αναγινώσκομεν εις τα συγγράμματα των προγόνων μας. Συλλογίσθητε, αν ήναι τίμιον και καλόν να καυχώμεθα εις ταύτας τας πατραγαθίας, χωρίς να δείξωμεν και ημείς ιδίας ανδραγαθίας· να υποφέρωμεν ονειδιζόμενοι από τα άλλα Έθνη, ως ανάξιοι της προγονικής ημών ευγενείας και δόξης, ως έθνος ηλίθιον[6], ως ανωφελές βάρος της γης»[7].

Την επόμενη χρονιά (Νοέμβριος 1803), σε επιστολή του προς Σμυρναίους φίλους του θα αναφερθεί και πάλι στους Ευρωπαίους, οι οποίοι, κατά τη γνώμη του, εκπολιτίστηκαν επειδή παρέλαβαν τις επιστήμες από τους προγόνους των Ελλήνων. Όμως παραδέχεται πως ό,τι παρέλαβαν φρόντισαν να το πολλαπλασιάσουν με την επιμέλειά τους. Έτσι τώρα, υποστηρίζει ο Κοραής, πρέπει και οι Έλληνες αφενός να παραλάβουν την προγονική τους κληρονομιά και αφετέρου να μιμηθούν τον τρόπο με τον οποίο οι Ευρωπαίοι πολλαπλασίασαν ό,τι πήραν από τους Έλληνες: «Ούτοι εδώ έλαβον τας Επιστήμας από τους προγόνους μας· και αν έλειπον των Ελλήνων τα συγγράμματα, ίσως ακόμη, καθώς άλλην φοράν, ήθελον ζώσιν εις τους λόγγους τρεφόμενοι με βαλανίδια. Πρέπει όμως να ομολογήσωμεν την αλήθειαν, ό,τι έλαβον από τους προγόνους μας, το εκατονταπλασίασαν και το εχιλιοπλασίασαν με την επιμέλειάν των και με τον καλόν τρόπον εις τον οποίον παραδίδουσι τας επιστήμας. Επειδή λοιπόν, από δυστυχίαν, είμεθα την σήμερον αναγκασμένοι ημείς οι απόγονοι των θαυμαστών Ελλήνων να ζητώμεν και να λαμβάνωμεν από τούτους την προγονικήν ημών κληρονομίαν, ανάγκη είναι, φίλοι και αδελφοί, να μιμηθώμεν και τον τρόπον, με τον οποίον ούτοι επολλαπλασίασαν το τάλαντον»[8].

Με την ίδια ευκαιρία, στα Προλεγόμενά του Βεκκαρία, επαινεί εκείνους τους «συνετούς νέους», που, όπως οι μέλισσες απανθίζουν τα «ωφέλιμα άνθη» και έτσι ωφελούν και τον εαυτό τους και την πατρίδα τους[9].

Επισημαίνει όχι μόνο τα οφέλη, αλλά και τους κινδύνους που διέτρεχαν οι άπειροι νέοι στην Ευρώπη και, φέρνοντας ξανά το προσφιλές του παράδειγμα της εργατικής μέλισσας, συνιστά στους νέους ένα είδος «εκλεκτισμού» από τα αγαθά της Ευρώπης: «Προσέχετε μάλιστα μη σας απατήση η νεότης εις την εκλογήν του καλού, μη μετά πολλούς κόπους και μετά μακράν ξενιτείαν επιστρέψετε με κενάς χείρας, ή γέμοντες από τα κακά της Ευρώπης. Είναι βέβαια πλήρης αναριθμήτων καλών η Ευρώπη· αλλ’ έχει και πολλάς αφορμάς διαστροφής, και προβάλλει πολλάς παγίδας εις την άπειρον νεότητα. Μιμήθειτε τας μέλισσας, απανθίζοντες τα χρήσιμα, και όχι τας μυίας, αι οποίαι προσκολλώνται εις τας δυσωδίας»[10].

Δεν κρύβει τον ενθουσιασμό του για το γεγονός, ότι οι νέοι Έλληνες, και μάλιστα πολλοί, βρίσκονται για σπουδές στην Ευρώπη: «Δεν λείπουν την σήμερον από το Γένος άνθρωποι προκομμένοι. Η Γερμανία είναι ταύτην την ώραν πλήρης από Γραικούς νέους (ως μ’ έγραψε πέρυσιν ο Αρχιμανδρίτης Γαζής), οι οποίοι καταγίνονται εις την σπουδήν άλλος εις εν και άλλος εις άλλο, έχει και η Ιταλία πολλούς, δεν λείπουσι μητ’ εδώ μήτε εις την Λόνδραν μερικοί»[11].

Τον ίδιο καιρό σε επιστολή του στον λόγιο κληρικό και σχολάρχη Ανδρέα Ιδρωμένο στην Πάργα, επαναλαμβάνει την ίδια πληροφορία: «Εις όλα τα μέρη της Ευρώπης είναι σκορπισμένοι πολλοί νέοι Γραικοί διά να κορέσωσι την δίψαν των μαθημάτων, εις πολλά μέρη της Ελλάδος ανεγείρονται φροντιστήρια[…]»[12].

Μερικά χρόνια αργότερα, το 1809, ο Κοραής θα συλλάβει την ιδέα μιας εφημερίδας, γραμμένης στην «κοινώς λαλουμένην γλώσσαν», «ερανισμένην από τας πολιτικάς και φιλολογικάς των φωτισμένων της Ευρώπης εθνών Εφημερίδας […]». Η ιδέα του αυτή θα επαναληφθεί και θα γίνει πιο συγκεκριμένη, όσον αφορά το έργο και το πρόγραμμα της «μετακενώσεως», το 1814[13].

Συναφώς προτείνει, ήδη από το 1802, την ενίσχυση των σπουδών των νέων στο εξωτερικό, με ένα είδος συστήματος υποτροφίας, με «κοινήν δαπάνην»: «Πέμψετε, με κοινήν δαπάνην, χρηστοήθεις νέους εις την Ευρώπην, διά να σας φέρωσι τα καλά της Ευρώπης· και παράδοτε εις τας χείράς των την παιδείαν του Γένους»[14].

Διαπιστώνοντας σχετική ολιγωρία, από την πλευρά του Κλήρου, το 1804 ελέγχει, και μάλιστα αυστηρά, τους αρχιερείς που κωλυσιεργούσαν ή αδιαφορούσαν γι’ αυτό το έργο, από το οποίο ο Κοραής ανέμενε τους «παιδευτάς» της Ελλάδος: «Τι σας εμπόδισεν έως τώρα να πέμψετε νέους εις την φωτισμένην Ευρώπην, διά να πολυπλασιάσετε τους παιδευτάς της Ελλάδος;»[15].

Το 1811 την ανάγκη της «μετακενώσεως» θεωρεί ο Κοραής επιτακτική. Σε μια ενδιαφέρουσα για το παιδαγωγικό περιεχόμενό της επιστολή του προς τους Επιτρόπους της Σχολής Χίου, τον Νοέμβριο του 1811, θεωρεί τη δυτική παιδεία ως το δραστικότερο μέσον για ν’ αποκτήσει η Ελλάδα την αρχαία της δόξα[16]. Στην επιστολή του αυτή θεωρεί τη «μετακένωσιν» μια μορφή επιστροφής των επιστημών στην πατρίδα όπου γεννήθηκαν, αφού, όπως υποστηρίζει, οι Ευρωπαίοι πήραν τις επιστήμες από το ελληνικό γένος, όταν αυτό βρέθηκε σε δυστυχία.

Μεγάλη σημασία απέδιδε εξάλλου στην «ορθήν μέθοδον» του μετακενώματος και προσδιόριζε το χρονικό διάστημα που θα χρειαζόταν ο φωτισμός της Ελλάδος: «Η εξάπλωσις και διάδοσις της παιδείας, άνδρες Χίοι, σήμερον δεν ομοιάζει την κατάστασιν της δέκατης πέμπτης εκατονταετηρίδος, οπόταν ήρχισαν οι βάρβαροι Ευρωπαίοι να φωτίζωνται. Αυτοί εχρειάσθησαν 350 χρόνους να καταντήσωσιν όπου έφθασαν την σήμερον, διότι έλαβαν τας επιστήμας από το Ελληνικόν γένος, ότε το γένος ήτο εις δυστυχίαν, και ακολούθως τας έλαβον ατελείς. Ήτο λοιπόν χρεία μακρού χρόνου και πολλών κόπων να τα τελειώσωσιν. Αλλά σήμερον των τελειωμένων τούτων επιστημών ή μετάδοσις ομοιάζει αληθινόν μετακένωμα[…] η μετάδοσις των επιστημών εις την Ελλάδα, αν ακολουθήσητε την ορθήν μέθοδον, άλλο δεν διαφέρει από το μετακένωμα, πλην ότι γεμίζομεν τα κοφίνια των Γραικών, χωρίς να ευκαιρώσωμεν τα των Ευρωπαίων. Είμαι βέβαιος, ότι αν ακολουθήσητε την ορθήν μέθοδον, εις μικρότερον παρά τριάκοντα χρόνων διάστημα, η Ελλάς μέλλει να πλουτισθή από τοιούτους σοφούς, οποίους καυχώνται να έχωσιν οι αλλογενείς»[17].

Το πρόγραμμα της «μετακενώσεως» θα επαναλάβει[18] και το 1814, απευθυνόμενος στους λόγιους, τους αρχιερείς και τους πρόκριτους. Προβάλλει την αναγκαιότητα να ιδρυθούν στις πόλεις ικανά εξοπλισμένες βιβλιοθήκες, να λειτουργήσουν σχολεία με φωτισμένους δασκάλους, να στηλιτεύουν οι ιεροκήρυκες την απαιδευσία και οι ιερείς να επιβάλουν σε όλους, ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση, οικονομική συνεισφορά για την παιδεία του έθνους[19].

Αυτονόητα ο Κοραής δεν επιθυμούσε την άκριτη μετακένωση ατελών γνώσεων ή οποιωνδήποτε στοιχείων από τη φωτισμένη Ευρώπη, όπως υποστηρίζει πως έγινε κατά τον πρώτο καιρό της κυκλοφορίας του Λόγιου Ερμή[20], αλλά συνιστούσε στους λόγιους να κρίνουν και έτσι να μεταδίδουν ώριμες πλέον ιδέες, ώστε ν’ αποκτήσουν και οι ίδιοι πνευματική αυτάρκεια. Πίστευε πως έτσι θα ήταν δυνατόν και η εκδιδόμενη εφημερίδα να διαδραματίσει ουσιαστικότερο ρόλο, αφού θα γινόταν «αληθής ανθολογία» για τη μετακένωση των ιδεών των φωτισμένων εθνών[21].

Με τη μετακένωση ωφελείται βέβαια και η ίδια η εθνική γλώσσα, αφού μέσω αυτής πραγματοποιείται, ενώ ως προς το μεταφερόμενο υλικό, στην περιοχή της λογοτεχνίας- φιλολογίας, ζητούσε να προτιμάται η «λογογραφία» από την ποίηση, λογοκρατούμενος ο ίδιος σαφώς[22].

Στην προαναφερθείσα επιστολή προς τους Επιτρόπους της Σχολής της Χίου (Νοέμβριος 1811), ο Κοραής καταθέτει και μια ιδιαίτερα σημαντική μαρτυρία για τις σπουδές που πραγματοποιούσαν εκείνη την εποχή αρκετοί Έλληνες, στην πλειοψηφία τους «πένητες», στις χώρες της Ευρώπης. Επισημαίνει πως αυτοί ήταν αναγκασμένοι να κάνουν τα μαθήματά τους βιαστικά και ατελή για να επιστρέψουν στον τόπο τους, και, χωρίς καν βιβλία και όργανα, να θεραπεύσουν βιοποριστικά την πενία τους. Ο Κοραής υποστηρίζει πως ούτε οι ίδιοι ούτε οι χορηγοί τους είχαν συνειδητοποιήσει πως οποιαδήποτε επιστήμη, για να αποκτηθεί, απαιτεί χρόνους σπουδών, ωριμότητα και συνεχή υποστήριξη από πλούσια βιβλιοθήκη. Υποστηρίζει ακόμη πως ένας σωστά καταρτισμένος δάσκαλος μπορεί να δώσει σε μικρότερο χρόνο καλύτερα μορφωτικά αποτελέσματα, από ό,τι «είκοσιν αγουροδιδάσκαλοι γυμνοί από βιβλία εις πολλούς χρόνους».

Οι λόγοι αυτοί του Κοραή δεν απηχούν κάποια αριστοκρατική αντίληψη, αφού άλλωστε ούτε και ο ίδιος υπήρξε τέτοιος, αλλά φανερώνουν την αγωνία του για την καλύτερη δυνατή παιδεία των νέων, από τους οποίους προσδοκούσε τους ανθρώπους που θα αναλάμβαναν το μεγάλο έργο της «μετακενώσεως»[23].

 

*     *

 

Περισσότερο δραματικούς τόνους παίρνει ο λόγος του Κοραή, όταν αυτός αναφέρεται, κυρίως στις επιστολές του, σε περιπτώσεις νεαρών Ελλήνων που περιέρχονταν ή σπούδαζαν στο εξωτερικό, αλλά και παιδιών που μεγάλωναν εκεί, λόγω διαφόρων συγκυριών.

Ιδιαίτερα θα τον απασχολήσουν τα διασκορπισμένα ορφανά του πολέμου και θα επισημάνει στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια την ανάγκη «να τα περιμαζέψη» και να μεγαλώσουν με τις φροντίδες του, καθώς και τα παιδιά των προσφύγων της Χίου, ύστερα από την ολοκληρωτική καταστροφή του νησιού (30 Μαρτίου 1822).

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο Κοραής διαβλέπει τον υπαρκτό κίνδυνο απώλειας της μητρικής γλώσσας, των ελληνικών «ηθών και εθνών» και αντιλαμβάνεται τους σοβαρούς ηθικούς κινδύνους που διατρέχουν τα αδιαμόρφωτα ακόμα παιδιά. Ήδη από το 1804 παρατηρεί και καταγράφει τη συμπεριφορά και την πολιτεία διαφόρων νέων που περιφέρονταν στην Ευρώπη[24].

Οι παρατηρήσεις του αυτές, εύλογα, πυκνώνουν στη διάρκεια του Αγώνα, ιδίως στην περίοδο 1824-1830, όταν πληθύνονται και τα φαινόμενα αυτά. Σταχυολογώ ορισμένα χωρία: Στις 5 Ιουλίου 1824 σε επιστολή προς το στενό του φίλο Ιάκωβο Ρώτα, Τζιώτη έμπορο της Τεργέστης, αναφέρεται με θυμό στους συμπατριώτες του Χίους, οι οποίοι, ύστερα από την ολοκληρωτική καταστροφή του νησιού (30 Μαρτίου 1822), πήραν χωρίς επιστροφή το δρόμο προς την Ευρώπη: «[…] Ας τρυφώσιν εις την Ευρώπην, ας θησαυρίζωσι πλούτους, ας τεκνοποιώσιν Γερμανούς, Ιταλούς, Γάλλους και Άγγλους, αλλ’ όχι πλέον Έλληνας»[25].

Σε δυο επιστολές του, που στέλνει τον Μάρτιο του 1826, στο φίλο του Ζανή Βλαστό, έμπορο στην Τεργέστη, επισημαίνει τον κίνδυνο να ξεχάσουν τα μικρά παιδιά που βρίσκονται στο εξωτερικό την ελληνική γλώσσα, γι’ αυτό συνιστά να μαθαίνουν πρώτα στην Ελλάδα την ελληνική: «[…] εμπόδιζε εις το εξής όσους γνωρίζεις και αγαπάς να στέλλωσι τα νεαρά των τέκνα εις τους ξένους, χωρίς να τους διδάσκωσι πρώτον εις την Ελλάδα των Ελλήνων την γλώσσαν»[26] και στη δεύτερη εκφράζει την αγανάκτησή του «[…] διά τα ανήλικά μας παιδία, τα οποία ανοήτως έστειλαν εδώ [ενν. στο Παρίσι], διά να χάσωσι την γλώσσαν των»[27].

Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, σε επιστολή του προς τον Θεόδωρο Πρασακάκη, έμπορο στη Μασσαλία, που τον ενημερώνει για τη διαγωγή ενός νέου, ο Κοραής αναφέρεται ξανά στα παιδιά των ομογενών που ζούσαν στο εξωτερικό και, αυτή τη φορά, επισημαίνει τους ηθικούς κινδύνους που διέτρεχαν[28].

Την ανάγκη να μαθαίνουν τα παιδιά και οι έφηβοι πρώτα καλά την ελληνική γλώσσα και κατόπιν να μεταβαίνουν για σπουδές στο εξωτερικό, θα επαναλάβει και το 1827, γράφοντας στον Κωνσταντίνο Κανάρη, που βρισκόταν στο Ναύπλιο[29].

Τα ίδια θα συστήσει και το 1829 στον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο, έμπορο στο Λονδίνο, τη Μάλτα και την Ελλάδα (που τους ένωνε η κοινή έγνοια για συνδρομή της βασανισμένης Χίου), ο οποίος βρισκόταν τότε στην Αίγινα: «Και παραγγέλλω και σε παρακαλώ να παραγγέλλης όσους γνωρίζεις έχοντας εγκέφαλον (και όχι άχυρα) εις το καύκαλόν των, να μη πέμπωσι τα τέκνα των εις την σοφήν Ευρώπην, πλην εις ηλικίαν 18 ή 20 ετών, και αφού πρώτον σοφισθώσιν αυτού την Ελληνικήν γλώσσαν εις Ελληνικά σχολεία και από Έλληνας διδασκάλους»[30].

Ιδιαίτερη σημασία έχουν για το θέμα μας και δύο επιστολές, που γράφει με σεβασμό αλλά και οικειότητα ο Κοραής στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, στην Αίγινα τον Ιανουάριο του 1828 και στο Ναύπλιο, τον Μάρτιο του 1829. Στην πρώτη επιστολή, και ενώ ο Αγώνας της ανεξαρτησίας έχει μεταφερθεί σε διπλωματικό επίπεδο, ο Κοραής του εφιστά την προσοχή και του συνιστά τη λύση σε ορισμένα θέματα μεγάλης εθνικής σημασίας, όπως ήταν η ανάγκη να συγκεντρωθούν τα ελληνόπουλα που βρίσκονταν στις παροικίες της Ιταλίας και να μεταφερθούν στην πατρίδα, όπου και θα διδάσκονταν συστηματικά την ελληνική γλώσσα από Έλληνες δασκάλους. Του συνιστά επίσης να μεταφερθούν στη Γενεύη τα μικρά παιδιά, που βρίσκονταν για φιλανθρωπικούς λόγους στο Παρίσι[31] . Στη δεύτερη επιστολή θα επαναλάβει την ίδια παράκληση, χωρίς να παραλείψει να του επισημάνει και τον κίνδυνο που διέτρεχαν όσα παιδιά ζούσαν στο εξωτερικό, να μετατραπούν σε ξένους και να μην είναι πια Έλληνες[32].

Τον Ιούνιο του 1830 ο Κοραής απευθύνεται στους Χιώτες πρόσφυγες: «Τους εν διασπορά φίλους Χίους οδυρομένους οδυρόμενος κατασπάζομαι»[33]. Αφορμή του έχει δώσει η πρόσκληση που έχουν στείλει άλλοι συμπατριώτες του, που ύστερα από την καταστροφή της Χίου είχαν καταφύγει στην Αίγινα και προσκαλούσαν εκεί και άλλους Χιώτες πρόσφυγες, για να δημιουργήσουν  μια νέα προσωρινή πατρίδα. Ο Κοραής θα επικροτήσει την απόφαση αυτή των συμπατριωτών του και θα θελήσει να προτρέψει κι αυτός τους υπόλοιπους Χίους της Διασποράς να αναλογιστούν τον κίνδυνο που διατρέχουν, δηλαδή να ξεχάσουν ολότελα τα παιδιά τους την ελληνική γλώσσα και τα ελληνικά ήθη και να αλλοτριωθούν. Ακόμα θα συστήσει σε όσους δεν μπορούν να επιστρέψουν στην πατρίδα, να στέλνουν τουλάχιστον τα παιδιά τους εκεί, για να διδαχθούν την ελληνική γλώσσα  από Έλληνες δασκάλους και, προπάντων, για να αγαπήσουν την πατρίδα τους και ν’ αγωνιστούν κάποτε γι’ αυτήν.

Τον Δεκέμβριο του 1831, σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρο Κοντόσταυλο πάλι, που τώρα βρίσκεται στο Ναύπλιο[34], θα εκδηλώσει για μια ακόμα φορά την ανησυχία του για την περιπλάνηση των συμπατριωτών του, και ιδιαίτερα για τα παιδιά τους, που βρίσκονταν χωρίς εκπαίδευση στην ταραγμένη πατρίδα, ή στις ελληνικές παροικίες της Ευρώπης. Με την ευκαιρία θα προβάλει το εκπαιδευτικό έργο, που γινόταν, υπό την καθοδήγηση του ίδιου, στο «Ελληνικόν Λύκειον» στο Παρίσι.

 

      *     *     *

 

Στις αρχές του 1830, όπως πληροφορεί ο ίδιος ο Κοραής σε επιστολή του προς τον συμπατριώτη του αρχιδιδάσκαλο Νεόφυτο Βάμβα[35] στην Κέρκυρα, η Ελληνική Επιτροπή, που είχε συγκροτηθεί από την αρχή της ελληνικής Επαναστάσεως, με τη συνδρομή Γάλλων φιλελλήνων, της «Φιλελληνικής Εταιρείας των Παρισίων», αποφάσισε να ιδρύσει ένα «Ελληνικόν Λύκειον» («Γραικογαλλικόν» το ονόμαζε ο Κοραής) στο Παρίσι.

Ο Κοραής έβλεπε στη λειτουργία αυτού του Λυκείου τη μοναδική ελπίδα και δυνατότητα να διατηρήσουν τη μητρική τους γλώσσα τα «δυστυχή ελληνικά μειράκια» και ιδιαίτερα τα «δυστυχώς σκορπισμένα της Χίου τέκνα», και να αποφύγουν έτσι τον κίνδυνο να μεταμορφωθούν σε ξένους[36].

Θα συστήσει μάλιστα με ενθουσιασμό τον Βάμβα ως «διδάσκαλον, επιστάτην και κυβερνήτην πληρεξούσιον των εις αυτό μελλόντων να ανατραφώσι “εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου”»[37].

Όμως ο Βάμβας δεν θα αποδεχθεί την πρόσκληση και τη θέση και ο Κοραής θα επιδιώξει να τον πείσει με τρεις ακόμα επιστολές του. Στην πρώτη (Φεβρουάριος 1830) θα του τονίσει την προσδοκώμενη από την εργασία του στο Λύκειον ωφέλεια όλης της Ελλάδος και ειδικότερα των παιδιών των Χίων συμπατριωτών του[38]. Στη δεύτερη επιστολή (Μάιος 1830), πικραμένος («[…] Η επιστολή σου (5 Απριλίου) μ’ ελύπησε πολύ χωρίς να με απελπίση […]»), ζητάει από τον συμπατριώτη του Βάμβα να προκρίνει το συμφέρον των συμπατριωτών Χίων που βρίσκονται στο Παρίσι, από το συμφέρον των Κερκυραίων, στους οποίους βρισκόταν και δίδασκε μέχρι τότε ο Βάμβας[39]. Στην τρίτη τέλος επιστολή (δεύτερη στον ίδιο μήνα), ο Κοραής θα επιχειρήσει μάταια, εκ νέου, να επηρεάσει τον Βάμβα, τονίζοντας ξανά την ωφέλεια που θα προκαλούσε στο γένος, μεταβαίνοντας στο Παρίσι και αναλαμβάνοντας το έργο της αγωγής των παιδιών των Χίων και τη διεύθυνση του Λυκείου, αλλά και την περιωπή που θα έδινε στον ίδιο τον Βάμβα το «Λύκειόν του»[40].

Τον Δεκέμβριο του 1830 η «Φιλελληνική Εταιρία των Παρισίων» θα εκδόσει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα προκήρυξη-πρόσκληση, για την ευρύτερη γνωστοποίηση της λειτουργίας του «Ελληνικού Λυκείου», που υπογράφει ο κόμης Lasteyrie. Η πατρότητα της προκήρυξης αυτής αποδίδεται στον Κοραή[41]. Εκεί διαβάζουμε ότι η Εταιρία αποφάσισε τελικά να αναθέσει το Λύκειον «υπό την επιστασίαν» του κόμη Lasteyrie. Και εκείνος με τη σειρά του, όπως αναφέρεται στην προκήρυξη, «έκρινε καλόν να παραδώσει όλως διόλου εις την φροντίδα και ζήλον» του Κοραή «τον οργανισμόν, την διοίκησιν και την επιστασίαν τούτου του καταστήματος».

Το Λύκειον άρχισε, όπως συμπεραίνεται από την προκήρυξη, τη λειτουργία του περίπου τον Μάρτιο του 1830, με την εγγραφή των έξι πρώτων του μαθητών και με σκοπό να διαμορφώσει «άνδρας χρηστούς, χαρακτήρος σταθερού και στολισμένου με γενναία φρονήματα», που θα προετοιμάσουν «τον πολιτισμόν και την μέλλουσαν ευδαιμονίαν της Ελλάδος». Παράλληλα ο συντάκτης της (ο Κοραής), θα βρει την ευκαιρία να εκδηλώσει, ακόμα μια φορά, τα φιλογαλλικά του αισθήματα. Θα κάνει όμως και κάτι παραπάνω: θα συσχετίσει το χαρακτήρα, την κατάσταση και τα ήθη των νεότερων Ελλήνων με εκείνα των φιλελεύθερων Γάλλων, για να αποδείξει και την πνευματική συγγένεια  των δύο λαών, και παράλληλα θα εξάρει την κατάσταση της παιδείας, την πρόοδο της γνώσης, τις βιβλιοθήκες, τους διδασκάλους και τα πνευματικά ιδρύματα των Παρισίων. Ακόμα μια φορά στην προκήρυξη αυτή, θα βρει την ευκαιρία να επισημάνει τον κίνδυνο «τα Ελληνικά μειράκια, διασκορπισμένα εις διάφορα ξένα παιδαγωγεία […] να λησμονήσωσιν ολότελα, μετά παρέλευσιν ολίγων ετών, την μητρικήν αυτών γλώσσαν», και ν’ αλλιωθεί ο χαρακτήρας τους[42].

 

 

Συμπεράσματα

 

1.       Ο Κοραής, συνέλαβε και άρχισε το θεμελιακής σημασίας έργο της «μετακενώσεως» των επιστημονικών, πολιτιστικών κ.λπ. επιτευγμάτων της Ευρώπης στην υπόδουλη Ελλάδα.

2.       Μολονότι πίστευε ότι τα φώτα της Ευρώπης είναι φώτα ελληνικά, τα οποία είχαν μεταφερθεί στη Δύση τον καιρό της δουλείας, εντούτοις επιδίωξε, ώστε η «μετακένωσις» να στηριχθεί στην «ορθή  μέθοδο» παράδοσής τους, όπως γινόταν δηλαδή στα «φωτισμένα έθνη», και να αποφευχθεί ο κίνδυνος της ξενομανίας.

3.       Τα παραγγέλματα και τις οδηγίες του για τη «μετακένωσι» τα απευθύνει ξεχωριστά και κυρίως «προς τους νέους του ελληνικού γένους». Από αυτούς προσδοκά την αναγέννηση της Ελλάδος.

4.       Μολονότι θαυμάζει τα «φωτισμένα έθνη», η στάση του απέναντί τους δεν είναι δουλική, αλλά αντίθετα κριτική. Τα φέρνει πάντως πολύ συχνά ως παράδειγμα μιμήσεως και άμιλλας προς τους νέους.

5.       Συναφώς προς τα παραπάνω προτείνει όχι την άκριτη και αβασάνιστη μεταφορά των νέων ιδεών από την Ευρώπη, αλλά την όσο το δυνατόν περισσότερο εκλεκτική επιλογή στοιχείων και αφομοιωμένης γνώσης από τους λόγιους του γένους.

6.       Στην υπόθεση της «μετακενώσεως» επιζητεί τη συστράτευση όλων των δυνάμεων των Ελλήνων: λόγιων, αρχιερέων, προκρίτων, αλλά και του απλού λαού.

7.       Εκφράζει τη μεγάλη ικανοποίησή του για το γεγονός ότι ήδη το 1803 πολλοί νέοι είναι διασκορπισμένοι σε όλα σχεδόν τα μέρη της Ευρώπης και σπουδάζουν. Από αυτούς προσδοκά τους «παιδευτάς» της Ελλάδος, υπό τον όρο ότι θα κάνουν συστηματικές σπουδές, οι οποίες όμως προϋποθέτουν και μιαν ανάλογη οικονομική στήριξη.

8.       Σ’ αυτό θα συνέβαλλαν, όπως προτείνει, χορηγίες, συστήματα υποτροφιών κ.ά.

9.       Δεν διστάζει όμως να εκφράζει και τις εππιφυλάξεις του για γην παραμονή των άπειρων και αδιαμόρφωτων νέων, και παιδιών ακόμα, στην Ευρώπη, εξαιτίας των ηθικών κινδύνων που διέτρεχαν.

10.    Σε κάθε περίπτωση, συνιστά με θέρμη στους ομογενείς να μη στέλνουν για σπουδές τα παιδιά τους στην Ευρώπη, πριν μάθουν καλά την ελληνική γλώσσα, σε άλλη περίπτωση πριν να συμπληρώσουν το 18ο ή και το 20ό έτος της ηλικίας τους.

11.    Πολύ αργότερα (το 1831) θα συστήσει τη φοίτηση των παιδιών των Ελλήνων της Διασποράς στο «Ελληνικόν Λύκειον» των Παρισίων, κινημένος όχι μόνο από τα σταθερά φιλογαλλικά του αισθήματα, αλλά και αφού είχε εξασφαλιστεί ο ελληνικός χαρακτήρας του, ένα υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης (με ικανούς διδασκάλους και διδακτικά μέσα) και εφόσον είχε ο ίδιος τον απόλυτο έλεγχό του.

12.    Οι σκέψεις και οι προτάσεις του Κοραή για τα «δάνεια φώτα» της δυτικής παιδείας, καθώς και οι προϋποθέσεις, που ο ίδιος έθετε, για να αποφευχθούν οι κυοφορούμενοι κίνδυνοι για το ελληνικό έθνος, εξακολουθούν να είναι επίκαιρες ακόμα (περισσότερο) και στα χρόνια μας.



[1] Για τα χρόνια της νεότητας, τους αρχικούς προσανατολισμούς του Κοραή και την πνευματική προετοιμασία του βλ. κυρίως, μεταξύ άλλων, τα εξής: α) Κ. Θ. Δημαράς, «Ο Κοραής και η εποχή του», Νεοελληνικός Διαφωτισμός, πέμπτη έκδοση, εκδ. Ερμής, Νεοελληνικά Μελετήματα - 2, Αθήνα 1989 και ιδίως σσ. 332-342 και β) του ιδίου, «Τα νεανικά χρόνια του Κοραή», Ιστορικά Φροντίσματα Β΄, Αδαμάντιος Κοραής, εκδ. Πορεία, Αθήνα 1996, σσ. 11-38.

[2] Π. Δ. Μαστροδημήτρης, Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1990, σ. 120.

[3] Βλ. σχετικά: α) Στέριος Φασουλάκης, «Ο Κοραής, η “μετακένωσις” και η γαλλική επανάσταση», περιοδ. Ε – Ιστορικά, τεύχ. 10 (1999), σ. 23, β) του ίδιου, Γαλλική επανάσταση και νεοελληνική παιδεία, Αθήνα 1995 και γ) Π. Δ. Μαστροδημήτρης, «Η “μετακένωση” των επιδιώξεων του γαλλικού διαφωτισμού στην Ελλάδα κατά τον δέκατο ένατο αιώνα. Γενικό διάγραμμα του φαινομένου και των προβλημάτων του», Η Νεοελληνική Σύνθεση, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1999, σσ. 29-44.

[4] Αλέξανδρος Κ. Παπαδερός, «Κοραής Αδαμάντιος», Μεγάλη Παιδαγωγική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Γ΄, εκδ. Ελληνικά Γράμματα – Herder, Αθήναι 1968, σ. 493.

[5] Α. Κοραής, Προλεγόμενα της πρώτης εκδόσεως (1802) στο έργο: Βεκκαρίου, Περί αδικημάτων και ποινών, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τόμ. Δ΄, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1995, σσ. 39-40.

[6] Γράφει ο Κοραής: «Ηλίθιον έθνος μας ονομάζει ο Βεϊκάρδος, Ιατρός Γερμανός. βάρος ανωφελές της γης μας ωνόμασε ο Παύϊος, Γερμανός φιλόσοφος. Και σημείωσε, ότι το βάρος ανωφελές της γης είναι η γνωστή εκείνη φράσις του Ομήρου “ετώσιον άχθος αρούρης”, ήγουν, ότι οι Ευρωπαίοι πολεμούν τους ταλαίπωρους Έλληνας με αυτά τα των Ελλήνων όπλα».

[7] Ό.π., σσ. 46-47.

[8] Α. Κοραής, Επιστολή από 27.11.1803, Αλληλογραφία, τόμ. Β΄, εκδ. Όμιλος Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού, Αθήνα 1966, σ. 107.

[9] Α. Κοραής, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τόμ. Δ΄, ό.π., σ. 41.

[10] Ό.π., σ. 43.

[11] Α. Κοραής, Επιστολή από 27.11.1803, Αλληλογραφία, τόμ. Β΄, ό.π., σ. 107.

[12] Ό.π., σ. 122.

[13] Βλ. σχετικά Α. Κοραής, Προλεγόμενα στην έκδοση του 1809 των Βίων του Πλουτάρχου, Ακολουθία των αυτοσχέδιων στοχασμών περί της ελληνικής παιδείας και γλώσσης, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τόμ. Α΄, ό.π., σ. 358.

[14] Α. Κοραής, Προλεγόμενα της πρώτης εκδόσεως (1802) στο έργο: Βεκκαρίου, Περί αδικημάτων και ποινών, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τόμ. Δ΄, ό.π., σσ. 49-50.

[15] Α. Κοραής, Προλεγόμενα στην έκδοση του 1814 των Βίων του Πλουτάρχου, Ακολουθία και τέλος των αυτοσχέδιων στοχασμών περί της ελληνικής παιδείας και γλώσσης, Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τόμ. Α΄, ό.π., σ. 556.

[16] Α. Κοραής, Επιστολή από 4.11.1811, Αλληλογραφία, εκδ. Ο.Μ.Ε.Δ., τόμ. Γ΄, Αθήνα 1979, σ. 156.

[17] Ό.π., σσ. 156-157.

[18] Α. Κοραής, Προλεγόμενα στην έκδοση του 1814 των Βίων του Πλουτάρχου, ό.π.,σσ. 561-562.

[19] Ό.π., σσ. 562-563.

[20] Ό.π., σ. 563.

[21] Ό.π., σ. 564.

[22] Ό.π., σ. 567.

Στα παιδαγωγικά παραγγέλματα του Κοραή και τις προσπάθειές του για τη διάδοση της παιδείας στον υπόδουλο ελληνισμό περιλαμβάνεται ασφαλώς και η προτροπή προς τους λόγιους Έλληνες να μεταφράζουν αξιόλογα έργα της δυτικής φιλολογίας στα ελληνικά. Για τις σχετικές απόψεις του βλ. Βίκυ Πάτσιου, «Απόψεις και παρεμβάσεις του Κοραή στο θέμα των μεταφράσεων», περιοδ. Ο Ερανιστής, τόμ. 21 (1997), σσ. 216-224.

[23] Α. Κοραής, Επιστολή από 4.11.1811, Αλληλογραφία, ό.π., σσ. 154-155.

[24] Α. Κοραής, Προλεγόμενα στην έκδοση του 1804 των Αιθιοπικών του Ηλιοδώρου (επιστολή προς τον Αλέξανδρο Βασιλείου), Προλεγόμενα στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τόμ. Α΄, ό.π., σ. 38.

[25] Α. Κοραής, Επιστολή από 5.7.1824, Αλληλογραφία, εκδ. Ο.Μ.Ε.Δ., τόμ. Ε΄, Αθήνα 1983, σ. 150.

[26] Α. Κοραής, Επιστολή από 1.3.1826, Αλληλογραφία, ό.π., σ. 307.

[27] Α. Κοραής, Επιστολή από 28.3.1826, Αλληλογραφία, ό.π., σ. 309.

[28] Α. Κοραής, Επιστολή από 8.12.1826, Αλληλογραφία, ό.π., σσ. 356-357.

[29] Α. Κοραής, Επιστολή από 10.9.1827, Αλληλογραφία, εκδ. Ο.Μ.Ε.Δ., τόμ. ΣΤ΄, Αθήνα 1984, σσ. 41-42.

[30] Α. Κοραής, Επιστολή από 11.5.1829, Αλληλογραφία, ό.π., σ. 141.

[31] Α. Κοραής, Επιστολή από 11.11.1828, Αλληλογραφία, ό.π., σ. 75.

[32] Α. Κοραής, Επιστολή από 1.3.1829, Αλληλογραφία, ό.π., σ. 130.

[33] Α. Κοραής, Επιστολή από 29.6.1830, Αλληλογραφία, ό.π., σσ. 186-187.

[34] Α. Κοραής, Επιστολή από 19.12.1831, Αλληλογραφία, ό.π., σσ. 248-249.

Τα φιλογαλλικά του αισθήματα μεγαλώνουν όταν θα βρεθεί στην ανάγκη, ήδη από το 1805, να αναζητήσει την «προκοπή του γένους εις τας επιστήμας, όταν θα επιζητήσει το γένος «από του νυν αφήση τους Ρώσους […] και προσκολληθή με το πλέον φωτισμένο απ’ όλα τα έθνη, τους Γάλλους […]» Βλ. σχετικά: Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις; Διάλογος δύο Γραικών κατοίκων της Βενετίας, Όταν ήκουσαν τας λαμπράς νίκας του Αυτοκράτορος Ναπολέοντος, Εις την Βενετίαν, Εκ της τυπογραφίας Χρυσίππου και Κριτοβούλου, Μηνός Δεκεμβρίου έτους 1805. Ανατύπωση: Κοραής, Άπαντα τα πρωτότυπα έργα, επιμ. Γ. Βαλέτας, τόμ. Α1, εκδ. Δωρικός, Αθήνα 1964, σ. 438.

[35] Α. Κοραής, Επιστολή από 15.2.1830, Αλληλογραφία, ό.π., σσ. 170-177.

[36] Ό.π.

[37] Ό.π.

[38] Α. Κοραής, Επιστολή από 18.2.1830, Αλληλογραφία, ό.π., σ. 174.

[39] Α. Κοραής, Επιστολή από 9.5.1830, Αλληλογραφία, ό.π., σ. 183.

[40] Α. Κοραής, Επιστολή από 19.5.1830, Αλληλογραφία, ό.π., σσ. 184-185.

[41] Βλ. σχετικά Βίκυ Πάτσιου, «Η προκήρυξη του Ελληνικού Λυκείου του 1830/1831», περιοδ. Τετράδια Εργασίας, τεύχ. 10 (1988), σσ. 231-235.

Το Λύκειον λειτούργησε τουλάχιστον μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1832. Βλ. σχετικά Βίκυ Πάτσιου, «Η προκήρυξη του Ελληνικού Λυκείου…», ό.π., σ. 231.

[42] Βλ. παραπάνω σημ. 34.